Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

Μέρες δικτατορίας


ΠΕΡΙ ΥΨΟΥΣ
Χιούμορ, πείσμα και αγωνιστικότητα χαρακτήρισαν το κατευόδιο του Αναγνωστάκη στο Σεφέρη, εν μέση δικτατορία.

Ο Γιώργος Σεφέρης πέθανε τη Δευτέρα, 20 Σεπτεμβρίου 1971, στις 3 το μεσημέρι, στον «Ευαγγελισμό», από μετεγχειρητικές επιπλοκές. Η κηδεία ορίστηκε για την Τετάρτη. Στη Μαρώ, τη γυναίκα του ποιητή, έγιναν πιεστικές συστάσεις από τη Χούντα η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή να πραγματοποιηθούν σε στενό οικογενειακό κύκλο. Φοβόντουσαν τη συγκέντρωση πλήθους και τα τυχόν επακόλουθα. Μετά από ανευόδωτα αιτήματα να δοθεί η Μητρόπολη των Αθηνών σε λαϊκό προσκύνημα, αποφασίστηκε να ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Πλάκα, απέναντι από το παλιό σπίτι της οικογένειας Σεφεριάδη (Κυδαθηναίων 9), στις 4.30 το απόγευμα, και η ταφή στο Α΄ Νεκροταφείο.
Η σορός του ποιητή είχε εναποτεθεί από νωρίς το πρωί στην εκκλησία και χιλιάδες και χιλιάδες Αθηναίοι –νέοι κυρίως- άρχισαν να συρρέουν, παρά τις δυσκολίες και την τρομοκρατία της αστυνομίας, για τον ύστατο χαιρετισμό. Τιμητική φρουρά εναλλασσόταν κατά διαστήματα από συγγραφείς και καλλιτέχνες: Στρατής Τσίρκας, Αλ. Κοτζιάς, Ρόδης Ρούφος, Αλ. Ξύδης, Θανάσης Βαλτινός, Καίη Τσιτσέλη, Μπαχαριάν, Γαΐτης και άλλοι πολλοί. Ήταν Σεπτέμβρης ακόμα και τα Πανεπιστήμια και οι Σχολές δεν είχαν καλά-καλά ανοίξει. Το φοιτητικό κίνημα μόλις άρχιζε δειλά να συγκροτείται και να αναπτύσσεται και η προσέλευση των νέων υπήρξε παντελώς αυθόρμητη. Η είδηση του θανάτου του ποιητή σε ελάχιστες, άλλωστε, εφημερίδες είχε δημοσιευθεί, κι αυτή στα ψιλά.
Μέσα στο ναό ο κόσμος –συγγραφείς οι περισσότεροι- είχε δημιουργήσει το αδιαχώρητο. Έκανε και ζέστη. Ο Αναγνωστάκης και αρκετοί φίλοι του ταξίδεψαν όλη νύχτα από τη Θεσσαλονίκη για να παραστούν. Ο Μανόλης, λόγω ύψους, ξεχώριζε – απ’ όλους πιο πάνω. Το παράστημα, οι μουστάκες και τα χονδρά μυωπικά γυαλιά (σήμα κατατεθέν) έκαναν την αναγνώριση εύκολη.
Από την πάνδημη κηδεία του μεγάλου ποιητή

Στεκόμουν ακριβώς δίπλα του, κοντά στην είσοδο, περιμένοντας να φτάσει η ώρα για την τελετή. Συγκίνηση και νεκρική σιγή, που την διέκοπτε ο πνιχτός λυγμός κάποιου παρισταμένου. Λίγα λεπτά πριν από την έναρξη παρατηρήθηκε αναταραχή και σχετική φασαρία. Ο αρχιεπίσκοπος της Χούντας Ιερώνυμος με κουστωδία παπάδων και αστυνομικών με πολιτικά για να φτάσουν στην Ωραία Πύλη έσπρωχναν βάναυσα τους ανθρώπους να αναμερίσουν. Παγωμάρα στο εκκλησίασμα. Κανείς, βεβαίως, δεν είχε καλέσει τον εκλεκτό του καθεστώτος να παραβρεθεί και, το χειρότερο, να χοροστατήσει. Η στάση του Σεφέρη κατά της Δικτατορίας ήταν διεθνώς γνωστή, τόσο με την περίφημη Δήλωσή του το 1968 όσο και με τα δύο θαυμάσια, υπαινικτικά του φρονήματός του, ποιήματα, τα μόνα άλλωστε που δημοσίευσε στο διάστημα αυτό, «Οι γάτες τ’ Άι – Νικόλα» και «Επί ασπαλάθων». Οι θεωρητικοί της Δικτατορίας (Γεωργαλάς, Κωνσταντόπουλος, Παπακωνσταντίνου) είχαν από καιρό τώρα αφηνιάσει, καθυβρίζοντας τον νομπελίστα ποιητή. Την έκδηλη αμηχανία για την παρουσία του πρωτοπαλλήκαρου της Χούντας Ιερώνυμου την διαδέχτηκε η οργή (το ’βλεπες στα πρόσωπα), αλλά πώς να αντιδράσεις με τόσο χαφιεδομάνι και τι να πεις εν ώρα πένθους; Για κάποιο διάστημα –μέχρι να φτάσει ακριβώς η σειρά των ψαλμών- βασίλευε άκρα του τάφου σιωπή.
Ο θεόρατος –σωστός γίγαντας- Μανόλης, ορατός από παντού, άρχισε εκείνη τη στιγμή ένα σιγανό, στην αρχή, βήξιμο, που όλο και δυνάμωνε. «Θα κρύωσε», σκέφτηκα, «ταξίδευε όλη νύχτα». Το βήξιμο όμως είχε απρόσμενη διάρκεια και γινόταν ολοένα και εντονότερο. Τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, έπαιζαν με σημασία, στρέφοντας την κεφαλή με την πλούσια χαίτη ολόγυρα. Το μήνυμα ευθύς έγινε αντιληπτό και μεταδόθηκε ταχύτατα σε όλους. Διακόσιοι περίπου άνθρωποι έβηχαν προκλητικά και μερικοί ποδοκροτούσαν κιόλας ή έσερναν τα πόδια τους στο δάπεδο θορυβωδώς.
Ο Ιερώνυμος προσπαθούσε, χωρίς αποτέλεσμα, να επιβάλει ησυχία, χειρονομώντας φανερά εκνευρισμένος. Τα πράγματα όμως για κείνον χειροτέρευαν. Πού να ακουστεί ψαλμωδία με τέτοια βουή και πάθος. Αναγκάστηκε από την αναπάντεχη αυτή αποδοκιμασία να αναχωρήσει με τους παρατρεχάμενούς του θυμωμένους.
Με την αποχώρηση των απρόσκλητων ξένων ξαναγύρισαν οι οικείοι πια στην περισυλλογή και την κατανυκτική σιωπή. «Τον κεκοιμημένον δούλον Σου», ακούστηκε γλυκόλαλος ο αγαπητός και πασίγνωστος για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις αγωνιστής ιερωμένος παπα-Πυρουνάκης. Ο υψηλότατος Μανόλης Αναγνωστάκης, με την έγκαιρη και έγκυρη Φωνή του –βήξιμο, έστω- έστειλε την χρυσοποίκιλτη χουντική κεφαλή από κει που ’ρθε και τον ποιητή της «Άρνησης», τραγουδισμένο από δέκα και πλέον χιλιάδες λαού, στην τελευταία του κατοικία δια στόματος του σεβαστού πρωτοπρεσβυτέρου.

Αιμίλιος Καλιακάτσος
Τυπογράφος-Εκδότης

Αναδημοσίευση κειμένου από την ιστοσελίδα: galera.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: