Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, σήμερα
Ο Ζητιάνος δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1896 στην Εστία και τον επόμενο χρόνο βγήκε σε βιβλίο. Αφηγείται τον βίο και την πολιτεία του Τζιριτόκωστα, ενός επαγγελματία ζητιάνου από την ορεινή Ναυπακτία, από τα Κράκουρα (Κράβαρα) που έχει διαλέξει για πεδίο δράσης το Νυχτερέμι, ένα χωριό της πρόσφατα απελευθερωμένης Θεσσαλίας, κοντά στις εκβολές του Πηνειού. Εκμεταλλεύεται την ευπιστία και τη δεισιδαιμονία των χωρικών για να αποσπά κέρδη. Τον Ζητιάνο τον είχα διαβάσει στο γυμνάσιο, μας τον είχε συστήσει/παινέψει ο φιλόλογός μας -δεν θυμάμαι αν κάποιο απόσπασμα περιλαμβανόταν στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα. Αναρωτιέμαι αν διαβάζεται σήμερα, αφού η Ελλάδα που περιγράφει είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Οι εκδόσεις Αντίποδες θα βοηθήσουν να δοθεί απάντηση στην απορία μου, διότι πρόσφατα εκδώσανε τον Ζητιάνο -νέα έκδοση, που ακολουθεί τη φιλολογική έκδοση του Π. Μαστροδημήτρη και συνοδεύεται από εκτενές επίμετρο του Σωτήρη Παρασχά και από γλωσσάρι. Δεν είναι το πρώτο κλασικό έργο νεοελληνικής λογοτεχνίας που εκδίδουν οι Αντίποδες, είχε προηγηθεί το Σκλάβοι στα δεσμά τους, του Κ. Θεοτόκη και ετοιμάζονται και άλλα. Σημειώνω ότι το ενδιαφέρον επίμετρο του Παρασχά εστιάζεται στην έννοια του παράσιτου, στη λογοτεχνία και την ιατρική. Από τον Ζητιάνο διάλεξα να παρουσιάσω ένα απόσπασμα (σελ. 45-57) από το 2ο κεφάλαιο ("Μυστήρια της ζητιανιάς") που περιγράφει την εκπαίδευση του Τζιριτόκωστα στην επαιτεία -και τον περίφημο Κουτσοκουλόστραβο χορό. Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ Ο Κώστας Τζιρίτης και Τζιριτόκωστας, κατά τη συνήθεια που έχουν στη Pούμελη να σμίγουν το επίθετο με τ’ όνομα, ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλη την ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς. Στην εποχή του εσυνήθιζαν εκεί, όταν οι ακμαίοι άντρες έλειπαν στα ταξίδια και οι γυναίκες έξω στις περίγυρα κρεμνόραχες εβολάκιαζαν τα φθισικά αραποσίτια τους, οι εβδομηντάρηδες να συνάζουν τα παιδιά στο χοροστάσι και να τα γυμνάζουν στης ζητιανιάς τα καμώματα. Κάτω από τ’ ασπρόμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός· κάτω από τα πρόσωπα εκείνα, που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη πλαστοπροσωπία· εμπρός στις σακατεμένες κορμοστασιές που παράλλαξεν όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέργεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή, αλλά το πείσμα, εγυμναζόταν η νεολαία, η ελπίδα και χαρά του χωριού, να είναι άξια, αν όχι καλύτερη των πατέρων της. Ο Κουτσοκουλόστραβος χορός ήταν το κυριότερο γύμνασμα εκείνες τις ημέρες. Τα παιδιά κρατώντας και από ένα μπαστούνι εγύριζαν χεροπιαστά κι επροσποιούνταν από μια σωματική βλάβη. Ένα έκανε τον κουτσό· και ανεβοκατέβαζε το κορμί του σε κάθε βήμα, σαν το έμβολον ανάμεσα στα μετάλλινα πλευρά της τρόμπας. Άλλο έκανε τον θεότυφλο κι εβημάτιζε ρίχνοντας εμπρός το μπαστούνι, πασπατεύοντας με την άκρη του τη γη, μήπως τύχει έξαφνα ψήλωμα ή λάκκωμα, κρεμνός ή όχτος, κοτρόνι ή κορμόδεντρο και πέσει και τσακισθεί ο ταλαίπωρος! Κι έδειχνε ζωγραφιστή στο πρόσωπό του την αμφιβολία και τον τρόμο ενός τυφλού. Τρίτο έκανε τον παράλυτο· ακουμπούσε στη γη τις δύο παλάμες, εσήκωνε με πηδήματα γοργοπόδαρου λαγού τα νεκρά και αλύγιστα ποδάρια του, σύνωρα ψηλώνοντας τα μάτια καθαρά και άδολα και χύνοντας στο δροσοπεριχυμένο πρόσωπο θλίψιν ήμερη και ασκητικήν υπομονή στου Θεού το θέλημα του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου! Άλλο, νεραϊδοπαρμένο τάχα, εψήλωνεν ολόρθο το κορμί κι εβάδιζε με ολότρεμο σώμα κάνοντας ένα βήμα εμπρός και δύο πίσω και τρία δεξιά, αριστερά τέσσερα· ήθελεν εκεί να πάει κι επήγαινεν αλλού· εδοκίμαζε να γυρίσει δεξιά και αριστερά εγύριζεν· επροσπαθούσε να συμμαζέψει τα σκέλια του και τ’ άνοιγε· να διπλώσει τα χέρια του και τ’ άπλωνε ξύλα-ξερά κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς ξεχαρβαλωμένους. Άλλο έλεγε πως του πήραν οι νεράιδες στη ρεματιά της Κάναλης τη φωνή από φθόνο και άπλωνε τον λαιμό του κι εσούφρωνε τα χείλη με αγώνα θέλοντας να λαλήσει και βγάζοντας ανατριχιαστικόν ούρλιασμα μέσ’ από τον στενόχωρο λάρυγγά του. Άλλο έκανε τον μονοπόδαρο κι εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό κουρέλι στο ανεμοφύσημα. Και άλλα δέκα είκοσι έκαναν άλλες δέκα είκοσι αρρώστιες σωματικές, πολλές υπαρκτές και πολλές ανύπαρκτες ακόμα στον κόσμο.
|
1.Κράβαρα/Βικιπαίδεια2. Ο ζητιάνος/Βικιπαίδεια
Συγγραφέας: Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922) Είδος: Νουβέλα Εκδόσεις της Ανοικτής Βιβλιοθήκης Άδεια διανομής: Creative Commons BY-NC-SA (Αναφορά δημιουργού – Μη εμπορική χρήση – Παρόμοια διανομή) Σελίδες: 237 Έτος έκδοσης: 2019
Κατεβάστε το e-book επιλέγοντας μορφότυπο: |
Ο
Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922) από τα Λεχαινά της Ηλείας, στρατιωτικός
γιατρός στο επάγγελμα, είναι γνωστός κυρίως από τα ναυτικά του
διηγήματα της συλλογής Λόγια της πλώρης, σε ρωμαλέα δημοτική. Στις
νουβέλες του, ιδίως στον Ζητιάνο και στον Αρχαιολόγο ξεπερνάει την
ηθογραφία.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου