Αναμνήσεις ενός μεταφραστή (1ο μέρος)
Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία Θα περιαυτολογήσω σήμερα, και όχι μόνο σήμερα. Όπως ξέρετε οι ταχτικοί αναγνώστες, στο τέλος του μήνα θα πάρω σύνταξη, ύστερα από 36 χρόνια (και 10 μήνες) δουλειάς ως μεταφραστής στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Με την ευκαιρία αυτή, την περασμένη εβδομάδα έδωσα μιαν αποχαιρετιστήρια ομιλία στους συναδέλφους μου στο Κοινοβούλιο -που οι περισσότεροι είναι νεοφερμένοι. Η ομιλία ήταν αρκετά μεγάλη κι έτσι θα την παρουσιάσω σε δύο συνέχειες, σήμερα και την επόμενη Τρίτη εκτός απροόπτου. Βάζω εδώ όλες σχεδόν τις διαφάνειες που συνόδεψαν την ομιλία αν και, για να μη βαρύνει πολύ η σελίδα, μερικές τις έχω σε λινκ. Πολλά από αυτά που θα διαβάσετε, τα έχω ήδη γράψει στο ιστολόγιο, ιδίως πρόσφατα. Το ξέρω, αλλά εδώ είναι η εξιστόρηση συγκεντρωμένη, από την αρχή ως το τέλος. Στο σημερινό πρώτο μέρος, που είναι ελαφρά μεγαλύτερο από το δεύτερο, η αφήγηση φτάνει έως τα τέλη του 1989. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ Καλημέρα σας αγαπητοί συνάδελφοι, σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε εδώ σήμερα να ακούσετε αυτή την ομιλία για τις αναμνήσεις μου από 36 χρόνια (και δέκα μήνες, να μην τους ξεχνάμε) στη μετάφραση σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Όταν έκανα με τον Θωμά [τον προϊστάμενο] τη συζήτηση για τους στόχους της χρονιάς, τον Φλεβάρη, του είπα ότι στόχος μου είναι να πάρω σύνταξη. «Και να μας κάνεις και μια ομιλία», μου απάντησε. Οι παλαίμαχοι συνηθίζουν να λένε στους νεότερους ότι «τον καιρό τον δικό μας όλα ήταν πιο δύσκολα», όπως σε εκείνο το σκετς των Μόντι Πάιθον, αλλά, για να πω την αλήθεια, αυτό ισχύει μόνο εν μέρει σε ό,τι αφορά τη μετάφραση. Κάποια πράγματα ήταν πιο δύσκολα τότε, κάποια πιο εύκολα· ασφαλώς πολλά πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, θα δούμε από ποιες απόψεις, και εξίσου ασφαλώς εσείς μεταφράζετε καλύτερα από εμάς, που το έχετε σπουδάσει, ενώ εμείς μάθαμε μετάφραση στου κασίδη το κεφάλι. Εγώ στη μετάφραση ήρθα τυχαία, αλλά οι παράγοντες που με επηρέασαν ήταν κυρίως το διάβασμα, η αγάπη και ο σεβασμός για τη λογοτεχνία και για τις γλώσσες. Ο πατέρας μου ήταν χημικός μηχανικός, η μητέρα μου χημικός, ο παππούς μου τραπεζικός υπάλληλος και λόγιος, η γιαγιά έγραφε ποιήματα. Εδώ που τα λέμε όλοι γράφαμε, και ο πατέρας μου και η μητέρα μου αργότερα έβγαλαν πολλά βιβλία. Έβγαλα γυμνάσιο (εξατάξιο, εννοώ) σε ένα καλό σχολείο, την Ιωνίδειο του Πειραιά, πρότυπο το έλεγαν. Εντελώς φυσικά μετά την Τρίτη γυμνασίου πήγα στο πρακτικό και τελειώνοντας έδωσα εισαγωγικές και πέρασα στο Πολυτεχνείο, στο ΕΜΠ, στη σχολή Χημικών Μηχανικών, που τότε είχε την υψηλότερη βάση στη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο λόγος που τη διάλεξα ήταν απλώς ότι ο πατέρας μου ήταν χημικός μηχανικός, το θεώρησα αυτονόητο. Έως τότε είχα μάθει καλά αγγλικά και καλά γαλλικά· τον καιρό εκείνο τα γαλλικά ήταν ακόμα η επικρατέστερη γλώσσα στο γυμνάσιο· θυμάμαι ότι από τους 50 συμφοιτητές, μερικά παιδιά, κυρίως από επαρχία, δεν ήξεραν καλά αγγλικά. Υπήρχε στο Πολυτεχνείο ένα μάθημα αγγλικών, λίγο γλώσσα λίγο ορολογία, δεν το είχα ανάγκη. Με κάτι συμφοιτητές, εκεί περί το τρίτο έτος αρχίσαμε να μαθαίνουμε γερμανικά σε ένα ινστιτούτο, μάλιστα χρησιμοποιούσαμε για βασικό βιβλίο ένα ανατολικογερμανικό εγχειρίδιο φυσικής -αφού ξέραμε φυσική, μας ήρθε πιο εύκολα. Καθώς έφτασα στο τέλος των σπουδών μου, συνειδητοποίησα ότι δεν μ’ ενθουσιάζει το επάγγελμα για το οποίο είχα σπουδάσει. Έπρεπε βέβαια να πάω και στον στρατό, αλλά πήρα μια πρόσθετη αναβολή, ενάμιση χρόνο, για αναζήτηση μεταπτυχιακών σπουδών. Είχα κάνει διπλωματική σε έναν νέο σε ηλικία καθηγητή, που μόλις είχε έρθει από την Αμερική και είχε μεγάλη αίγλη· είχαμε κάνει μαζί του και μια μελέτη που βγήκε και σε βιβλίο, νάτο, μια προσομοίωση της ελληνικής χημικής βιομηχανίας με μαθηματικά μοντέλα, σίμπλεξ, γραμμικός προγραμματισμός -τα δουλεύαμε στον υπολογιστή, κάτι θηριώδη μέινφρέιμ, όπου δίναμε διάτρητες κάρτες και περιμέναμε να βγει την άλλη μέρα το αποτέλεσμα σε εκείνο το ρολό χαρτί με τις τρύπες εκατέρωθεν, κι αν είχες κάνει έστω κι ένα λάθος δεν έβγαινε τίποτα, μάνα δε μου βγαίνουν τα σαμπμίτ τραγουδούσαμε. Δεν ήταν βέβαια καθαρά χημικομηχανικά αυτά, ίσως γι’ αυτό και με έλκυσαν. Είπα λοιπόν ότι θα κάνω διδακτορικό σε αυτόν τον καθηγητή, συνεχίζοντας τη μοντελοποίηση της χημικής βιομηχανίας. Μου έδωσε κάποια βιβλιογραφία, αλλά δεν στρώθηκα στη μελέτη· λογοτεχνία διάβαζα, μανιωδώς, και είχα αρχίσει να κάνω και μεταφράσεις, για δικό μου λογαριασμό. Είχα και άλλοθι, διότι για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι, οι διαδικασίες για την έγκριση της εκπόνησης διδακτορικών είχαν κολλήσει. Τότε ήταν που άρχισα να συνεργάζομαι ως μεταφραστής με τη Σύγχρονη Εποχή. Το πρώτο βιβλίο που έκανα στη Σύγχρονη Εποχή ήταν όχι μετάφραση αλλά θεώρηση, που εμείς εδώ τη λέμε αναθεώρηση, σε ένα βιβλίο της Άντζελας Ντέιβις, της γνωστής ακτιβίστριας, Γυναίκες, φυλή και τάξη. Να και το εξώφυλλο. Βλέπετε ότι ξεκίνησα κατευθείαν από τα βαθιά. Θυμάμαι ότι ο υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας του εκδοτικού οίκου, ο Στέλιος Μπεβεράτος, μου έκανε δυο τρεις ερωτήσεις με αμερικανική ορολογία, για να δει αν τα ξέρω. Τι είναι bussing; με ρώτησε. Του απάντησα, οπότε θεώρησε ότι μπορούσα να κάνω θεώρηση της μετάφρασης· κανονικά βέβαια υποτίθεται πως θεώρηση/αναθεώρηση κάνουν οι πεπειραμένοι μεταφραστές· γι’ αυτό είπα πιο πριν πως εμείς οι παλιότεροι μάθαμε τη μετάφραση στου κασίδη το κεφάλι. Όπως είπα, ακόμα μεταφράζαμε με το χέρι. Ο Μπεβεράτος με έμαθε να δουλεύω ως εξής: έπαιρνα κόλες Α4, τις τσάκιζα στο ένα τρίτο του πλάτους της σελίδας, έτσι που να χωριστεί η σελίδα σε δύο στήλες, μία στενή αριστερά και μία φαρδιά δεξιά. Στο δεξί μέρος έγραφα τη μετάφραση και το αριστερό το είχα για διορθώσεις, ή για σημειώσεις και σχόλια του θεωρητή. Κάθε δέκα γραμμένες σελίδες τις έπιανα με το συρραπτικό και έφτιαχνα ένα τετραδιάκι. Φυσικα, η μετάφραση ενός βιβλίου χρειαζόταν πολλές δεκάδες τέτοια τετραδιάκια. Έχω κρατήσει τα συρραμμένα χειρόγραφα από το τελευταίο βιβλίο που μετάφρασα με το χέρι, που ήταν το Γεράκι της Μάλτας του Ντάσιελ Χάμετ, στα τέλη του 1986. Αυτή τη μετάφραση την είχα αρχίσει χειρόγραφη όταν αγόρασα τον υπολογιστή, οπότε τη συνέχισα στο χέρι. Αλλά προς το παρόν ακόμα βρισκόμαστε στο 1984. Κάποια μέρα, έγινε η συνεδρίαση και ενέκρινε την εκπόνηση του διδακτορικού μου με τον λαμπρό αυτό καθηγητή, αλλά αμέσως μετά μάθαμε ότι θα έφευγε: του είχαν κάνει από το περίφημο ΜΙΤ μια προσφορά που δεν μπορούσε να αρνηθεί και θα άφηνε την Ελλάδα για να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Καναδυό φοιτητές που είχαν αρχίσει μαζί του διδακτορικό τούς πήρε μαζί του, εμένα και καναδυό άλλους μάς έδωσε συστατικές επιστολές για άλλα πανεπιστήμια -εμένα για το Κορνέλ, αυτό που έβγαλε ο Μίμης Πλέσσας. Έκανα λοιπόν τις διαδικασίες για να πάω στο Κορνέλ· ανάμεσα στ’ άλλα, έπρεπε να δώσουμε γλωσσικά τεστ. Έδωσα λοιπόν το TOEFL, και με μεγάλη έκπληξη είδα ότι τα πήγα πολύ καλά, δηλαδή έπιασα 650 στα 650, πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου είχα πετύχει απόλυτο σκορ -σαν τη Νάντια Κομανέτσι. Όταν όμως συγκέντρωσα όλα τα χαρτιά και ήμουν έτοιμος να τα στείλω στο πανεπιστήμιο, κάθισα και σκέφτηκα αν θέλω όντως να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα και να αφιερωθώ στην επιστήμη, επίσης αν θέλω να ζήσω στην Αμερική -και απάντησα «όχι». Οπότε δεν έστειλα τα χαρτιά. Το ανακοίνωσα στους γονείς μου, που δεν είχαν καμιάν αντίρρηση διότι ούτε κι αυτοί ήθελαν να ξενιτευτώ -δεν φαντάζονταν ότι τελικά θα έφευγα έτσι κι αλλιώς, αν και για πιο κοντά. Με τούτα και με κείνα η πρόσθετη αναβολή του ενάμιση χρόνου πλησίαζε να τελειώσει κι έτσι πήγα φαντάρος, στη Σπάρτη, στο ΚΕΕΜ, τον Οκτώβριο του 1984· προηγουμένως φρόντισα να γραφτώ στο Αγγλικό τμήμα της Φιλοσοφικής. Το έκανα για να παίρνω άδειες, ομολογώ, αλλά μου άρεσε κιόλας -κι έτσι τελικά το πήρα κι αυτό το πτυχίο.
|
Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορίαΝίκος Σαραντάκος(1959) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου