Ένα άγνωστο κείμενο του Μπόρχες
του Τάσου Γουδέλη
Το μικρό κείμενο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες που ακολουθεί δεν έχει συμπεριληφθεί στα γνωστά δοκίμια του, τουλάχιστον στην Ελλάδα.
Δεν πρόκειται για κάποιο εμβριθές δοκίμιο, αλλά για κάποιες σκέψεις του θρυλικού συγγραφέα, ιστορικού περισσότερο χαρακτήρα, παρά στοχαστικού.
Δεν πρόκειται για κάποιο εμβριθές δοκίμιο, αλλά για κάποιες σκέψεις του θρυλικού συγγραφέα, ιστορικού περισσότερο χαρακτήρα, παρά στοχαστικού.
Τ. Γ.
Mαθήματα Τανγκό
του Χόρχε Λουίς Μπόρχες
του Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Όλα όσα συμβαίνουν στην Αργεντινή
γίνονται σχεδόν στα κρυφά και μένουν άγνωστα στον υπόλοιπο κόσμο. Από
όλες τις ιστορίες οι οποίες αρχίζουν σε μια αχανή πεδιάδα με χλωμό
χορταράκι, από όσα γεννά η μεγάλη αυτή χώρα όπου κατοικούσαμε και εν
μέρει ζούμε ακόμα, έχουν γίνει θρυλικές μόνο δύο λέξεις, δύο λέξεις,
γνωστές στο Εδιμβούργο, τη Στοκχόλμη, την Πράγα, το Τόκιο, τη
Σαμαρκάνδη, συνώνυμες με τη Δημοκρατία της Αργεντινής, αντίστοιχες με
έναν άνδρα και μια μουσική (ταυτισμένη με ένα χορό): αυτός ο άνδρας
είναι ο Γκάουτσο και η μουσική το Τανγκό.
Είμαστε στο 1880. Υποτίθεται ότι τότε γεννήθηκε στα σκοτεινά, μάλλον η σωστή λέξη θα ήταν παράνομα, το τανγκό. Όσον αφορά την καταγωγή του τανγκό οι θεωρίες διαφέρουν, ανάλογα με τη συνοικία ή την εθνικότητα του ομιλητή: (αν κατάγεται αυτός) από τη νότια πλευρά της παλιάς πόλης του Μοντεβίδεο, από το βορρά ή το νότο του Μπουένος Άιρες, από το Ροζάριο. Αυτό δεν πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα. Το ίδιο κάνει εάν γεννήθηκε στη μία ή την άλλη όχθη του ποταμού (Ρίο ντε λα Πλάτα). Μπορούμε να επιλέξουμε το Μπουένος Άιρες, διότι, γενικά, όλοι μιλούν για το έτος 1880. Πώς ήταν τότε το Μπουένος Άιρες; Η μητέρα μου έχει συμπληρώσει τα 89 και κάτι θυμάται ακόμα από τότε, ενώ εγώ έχω μιλήσει με πολλά άτομα. Όλοι μου περιγράφουν την ίδια εικόνα. Η πόλη ήταν χωρισμένη σε οικοδομικά τετράγωνα, με σπίτια χαμηλά, ομοιόμορφα και ανάμεσά τους το σπίτι όπου γεννήθηκα: με δύο καγκελόφρακτα παράθυρα στο σαλόνι, με ρόπτρο στην κυρία είσοδο και δύο αυλές: η πρώτη με ένα πηγάδι, τη χελώνα στο βυθό του για να καθαρίζει το νερό και η δεύτερη με μια κληματαριά. Αυτό ήταν το Μπουένος Άιρες.
Συνοριακές περιοχές. Λέγεται ότι το τανγκό είναι υποβαθμισμένο, ότι γεννήθηκε στις κακόφημες γειτονιές, οι οποίες εκείνη την εποχή βρίσκονταν πολύ κοντά στο κέντρο. Όμως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής μου εξήγησαν ότι η λέξη υποβαθμισμένο έχει μια απλή τοπογραφική έννοια, αντί για περιφέρεια θα έπρεπε να μιλάμε για συνοριακές περιοχές. Άρα που γεννιέται το ταγκό; Στους ίδιους χώρους όπου αργότερα θα γεννιόταν η τζαζ στις Ηνωμένες Πολιτείες, στους οίκους ανοχής, και στους χώρους χαρτοπαιξίας, του σκορπισμένους σε όλη την πόλη. Σε χώρους όπου ο κόσμος πήγαινε έστω και μόνο για να παίξει χαρτιά, να πιεί ένα ποτήρι μπύρα και να συναντηθεί με τους φίλους του.
Από το Μπουένος Άιρες στο Παρίσι. Αντίθετα από τα όσα λέγονται, το ταγκό δεν επιβλήθηκε στην κοινωνία από το λαό. Το ταγκό έχει αυτές τις σκοτεινές ρίζες, αλλά μετά θα μεταφερθεί στο Παρίσι από τους απογόνους των καλών οικογενειών και μόνον όταν θα γίνει δεκτό στην Ευρώπη θα επανέλθει για να επιβληθεί. Η θλίψη του τανγκό, που κάνει τον κόσμο να αποφαίνεται ότι πρόκειται για «μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται», σαν η μουσική να γεννιέται από τη σκέψη και όχι από τα συναισθήματα, αντιστοιχεί σε μεταγενέστερο στάδιό του, σίγουρα όχι στα πρώτα τανγκό.
Μέχρις ενός σημείου εμείς είχαμε προσπαθήσει να κατανοήσουμε το παρελθόν και το παρόν άλλων χωρών, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος δεν μας είχε λάβει υπόψη και ξαφνικά έφτασε το νέο, το οποίο μας συγκίνησε όλους, δηλαδή ότι το τανγκό το χόρευαν στο Παρίσι, και μετά στο Λονδίνο, στη Ρώμη, στη Βιέννη, το Βερολίνο μέχρι και στην Πετρούπολη, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία εκείνων των ημερών. Το γεγονός μας γέμισε χαρά. Φυσικά, αυτό το τανγκό δεν ήταν ίδιο με εκείνο των κακόφημων οίκων του Μπουένος Άιρες, του Μοντεβίδεο, του Ροζάριο ή του Πλάτα. Είναι παράδοξο ότι στο Παρίσι, πόλη της ευφυίας και της ακολασίας, το τανγκό έγινε «καθώς πρέπει», έχασε τα αρχικά του βήματα και μεταβλήθηκε σε ένα είδος αισθησιακού βηματισμού.
Απιστίες και λυγμοί. Τα πρώτα τανγκό είχαν λόγια άσεμνα ή χωρίς νόημα. Μόνο αργότερα περνάμε σε ένα τανγκό με μελοποιημένους στίχους, όπου τα λόγια γίνονται σημαντικά, μετατρέπονται σε μελαγχολικά τανγκό, και σ’ αυτό το σημείο συναντάμε το όνομα του Κάρλος Γκαρντέλ. Διότι ο Γκαρντέλ, πέρα από τη φωνή του και το μουσικό του αυτί, επανέλαβε μια παλαιότερη προσπάθεια η οποία με αυτόν έφτασε στο αποκορύφωμά της: τη διαφοροποίηση από τον τρόπο που τραγουδάνε οι κρεολοί. Ο παλιός τρόπος ερμηνείας των κρεολών πρόβαλε τη σύγκρουση (η οποία οφειλόταν στην δεξιότητα – η αδεξιότητα – του τραγουδιστή) ανάμεσα στα δραματικά λόγια και την αποστασιοποίηση του ίδιου του τραγουδιστή.
Στην ουσία τι έκανε ο Γκαρντέλ; Πήρε τα κείμενα του τανγκό και τα μετέτρεψε σε σύντομες δραματικές σκηνές, στις οποίες, π.χ., θρηνεί ένας άνδρας εγκαταλελειμμένος από τη αγαπημένη γυναίκα ή μιλά για τη φυσική φθορά μιας γυναίκας: ένα θέμα γνωστό από τον ρωμαίο ποιητή Οράτιο.
Ο Γκαρντέλ παραλαμβάνει το τανγκό και το κάνει δραματικό. Τώρα, από τη στιγμή που ο Γκαρντέλ επιτελεί αυτόν τον άθλο, άρχισαν να γράφονται τανγκό για να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο (γιατί έφυγες, αχ, ας σε κομματιάσει ένα τρένο), τανγκό όπου ο άνδρας προσποιείται ότι χαίρεται από την εγκατάλειψη της γυναίκας και τελικά η φωνή του πνίγεται στους λυγμούς. Όλα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με τους παλιούς κατεργάρηδες οι οποίοι έδιναν διέξοδο στα πένθη με τον τρόπο των κρεόλων, δίχως μάρτυρες, με το μαχαίρι. Θυμάμαι τη φράση ενός μικροαπατεώνα του οποίου η φιλία με κάνει να ντρέπομαι, όπως λένε: «ο άνδρας που σκέπτεται μια γυναίκα πάνω από πέντε λεπτά, είναι αδερφή».
Μελετώντας το τανγκό δεν χάνεις τον καιρό σου, αντίθετα: μελετάς τις ποικίλες περιπέτειες της αργεντίνικης ψυχής.
Είμαστε στο 1880. Υποτίθεται ότι τότε γεννήθηκε στα σκοτεινά, μάλλον η σωστή λέξη θα ήταν παράνομα, το τανγκό. Όσον αφορά την καταγωγή του τανγκό οι θεωρίες διαφέρουν, ανάλογα με τη συνοικία ή την εθνικότητα του ομιλητή: (αν κατάγεται αυτός) από τη νότια πλευρά της παλιάς πόλης του Μοντεβίδεο, από το βορρά ή το νότο του Μπουένος Άιρες, από το Ροζάριο. Αυτό δεν πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα. Το ίδιο κάνει εάν γεννήθηκε στη μία ή την άλλη όχθη του ποταμού (Ρίο ντε λα Πλάτα). Μπορούμε να επιλέξουμε το Μπουένος Άιρες, διότι, γενικά, όλοι μιλούν για το έτος 1880. Πώς ήταν τότε το Μπουένος Άιρες; Η μητέρα μου έχει συμπληρώσει τα 89 και κάτι θυμάται ακόμα από τότε, ενώ εγώ έχω μιλήσει με πολλά άτομα. Όλοι μου περιγράφουν την ίδια εικόνα. Η πόλη ήταν χωρισμένη σε οικοδομικά τετράγωνα, με σπίτια χαμηλά, ομοιόμορφα και ανάμεσά τους το σπίτι όπου γεννήθηκα: με δύο καγκελόφρακτα παράθυρα στο σαλόνι, με ρόπτρο στην κυρία είσοδο και δύο αυλές: η πρώτη με ένα πηγάδι, τη χελώνα στο βυθό του για να καθαρίζει το νερό και η δεύτερη με μια κληματαριά. Αυτό ήταν το Μπουένος Άιρες.
Συνοριακές περιοχές. Λέγεται ότι το τανγκό είναι υποβαθμισμένο, ότι γεννήθηκε στις κακόφημες γειτονιές, οι οποίες εκείνη την εποχή βρίσκονταν πολύ κοντά στο κέντρο. Όμως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής μου εξήγησαν ότι η λέξη υποβαθμισμένο έχει μια απλή τοπογραφική έννοια, αντί για περιφέρεια θα έπρεπε να μιλάμε για συνοριακές περιοχές. Άρα που γεννιέται το ταγκό; Στους ίδιους χώρους όπου αργότερα θα γεννιόταν η τζαζ στις Ηνωμένες Πολιτείες, στους οίκους ανοχής, και στους χώρους χαρτοπαιξίας, του σκορπισμένους σε όλη την πόλη. Σε χώρους όπου ο κόσμος πήγαινε έστω και μόνο για να παίξει χαρτιά, να πιεί ένα ποτήρι μπύρα και να συναντηθεί με τους φίλους του.
Από το Μπουένος Άιρες στο Παρίσι. Αντίθετα από τα όσα λέγονται, το ταγκό δεν επιβλήθηκε στην κοινωνία από το λαό. Το ταγκό έχει αυτές τις σκοτεινές ρίζες, αλλά μετά θα μεταφερθεί στο Παρίσι από τους απογόνους των καλών οικογενειών και μόνον όταν θα γίνει δεκτό στην Ευρώπη θα επανέλθει για να επιβληθεί. Η θλίψη του τανγκό, που κάνει τον κόσμο να αποφαίνεται ότι πρόκειται για «μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται», σαν η μουσική να γεννιέται από τη σκέψη και όχι από τα συναισθήματα, αντιστοιχεί σε μεταγενέστερο στάδιό του, σίγουρα όχι στα πρώτα τανγκό.
Μέχρις ενός σημείου εμείς είχαμε προσπαθήσει να κατανοήσουμε το παρελθόν και το παρόν άλλων χωρών, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος δεν μας είχε λάβει υπόψη και ξαφνικά έφτασε το νέο, το οποίο μας συγκίνησε όλους, δηλαδή ότι το τανγκό το χόρευαν στο Παρίσι, και μετά στο Λονδίνο, στη Ρώμη, στη Βιέννη, το Βερολίνο μέχρι και στην Πετρούπολη, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία εκείνων των ημερών. Το γεγονός μας γέμισε χαρά. Φυσικά, αυτό το τανγκό δεν ήταν ίδιο με εκείνο των κακόφημων οίκων του Μπουένος Άιρες, του Μοντεβίδεο, του Ροζάριο ή του Πλάτα. Είναι παράδοξο ότι στο Παρίσι, πόλη της ευφυίας και της ακολασίας, το τανγκό έγινε «καθώς πρέπει», έχασε τα αρχικά του βήματα και μεταβλήθηκε σε ένα είδος αισθησιακού βηματισμού.
Απιστίες και λυγμοί. Τα πρώτα τανγκό είχαν λόγια άσεμνα ή χωρίς νόημα. Μόνο αργότερα περνάμε σε ένα τανγκό με μελοποιημένους στίχους, όπου τα λόγια γίνονται σημαντικά, μετατρέπονται σε μελαγχολικά τανγκό, και σ’ αυτό το σημείο συναντάμε το όνομα του Κάρλος Γκαρντέλ. Διότι ο Γκαρντέλ, πέρα από τη φωνή του και το μουσικό του αυτί, επανέλαβε μια παλαιότερη προσπάθεια η οποία με αυτόν έφτασε στο αποκορύφωμά της: τη διαφοροποίηση από τον τρόπο που τραγουδάνε οι κρεολοί. Ο παλιός τρόπος ερμηνείας των κρεολών πρόβαλε τη σύγκρουση (η οποία οφειλόταν στην δεξιότητα – η αδεξιότητα – του τραγουδιστή) ανάμεσα στα δραματικά λόγια και την αποστασιοποίηση του ίδιου του τραγουδιστή.
Στην ουσία τι έκανε ο Γκαρντέλ; Πήρε τα κείμενα του τανγκό και τα μετέτρεψε σε σύντομες δραματικές σκηνές, στις οποίες, π.χ., θρηνεί ένας άνδρας εγκαταλελειμμένος από τη αγαπημένη γυναίκα ή μιλά για τη φυσική φθορά μιας γυναίκας: ένα θέμα γνωστό από τον ρωμαίο ποιητή Οράτιο.
Ο Γκαρντέλ παραλαμβάνει το τανγκό και το κάνει δραματικό. Τώρα, από τη στιγμή που ο Γκαρντέλ επιτελεί αυτόν τον άθλο, άρχισαν να γράφονται τανγκό για να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο (γιατί έφυγες, αχ, ας σε κομματιάσει ένα τρένο), τανγκό όπου ο άνδρας προσποιείται ότι χαίρεται από την εγκατάλειψη της γυναίκας και τελικά η φωνή του πνίγεται στους λυγμούς. Όλα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με τους παλιούς κατεργάρηδες οι οποίοι έδιναν διέξοδο στα πένθη με τον τρόπο των κρεόλων, δίχως μάρτυρες, με το μαχαίρι. Θυμάμαι τη φράση ενός μικροαπατεώνα του οποίου η φιλία με κάνει να ντρέπομαι, όπως λένε: «ο άνδρας που σκέπτεται μια γυναίκα πάνω από πέντε λεπτά, είναι αδερφή».
Μελετώντας το τανγκό δεν χάνεις τον καιρό σου, αντίθετα: μελετάς τις ποικίλες περιπέτειες της αργεντίνικης ψυχής.
Απόδοση: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ
ΣΓΜΕΙΩΣΕΙΣ
– Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986) ήταν αργεντινός διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής και μεταφραστής.
– Ο Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935) ήταν γαλλοαργεντινός τραγουδιστής, συνθέτης και ηθοποιός.
– Οι γκάουτσος ήταν γελαδάρηδες που ζούσαν στην Αργεντινή, την Παταγονία, την Ουρουγουάη και την Παραγουάη.
Πηγή: https://tasosgoudelis.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου