Ντόρα Γιαννακοπούλου
Το κακό δεν επιστρέφεται
[Διήγημα]
Ήταν το καλοκαίρι του 1965, με τα διάσημα Ιουλιανά του. Ένα θερμό καλοκαίρι από πάσης απόψεως. Η «Όμορφη Πόλη» του Μίκη, όπου με πρωτόβγαλε τραγουδίστρια δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, καθώς και η «Μαγική πόλη» του Μίκη και του Μάνου (Χατζιδάκι), στην οποία τραγουδούσα και πάλι για πολλοστή φορά το «Γελαστό παιδί», ήταν γλυκειές αναμνήσεις των δύο προηγούμενων καλοκαιριών.
Τώρα έπαιζα στο θέατρο του Εθνικού Κήπου (ωραιότατο είν' η αλήθεια) και παρίστανα την «Ηλιογέννητη» βασιλοπούλα μέσα σε παραμυθένιες ατμόσφαιρες, ενώ έξω απ' το θέατρο, ο Γεώργιος Παπανδρέου «έπαιζε» με βασίλισσες πραγματικές, οι δε βασιλικές ίντριγκες στο παλάτι, έδιναν κι έπαιρναν.
Μέσα στο θέατρο έφταναν στην απογευματινή παράσταση οι απόηχοι απ' τις διαδηλώσεις που συντάραζαν το Σύνταγμα. Οι αστυνόμοι έπαιζαν άγριο κυνηγητό με τα πλήθη του κόσμου που κατέβαιναν μανιασμένα στα πεζοδρόμια για τον Γέρο της Δημοκρατίας, που μαλλιοτραβιότανε με το παλάτι και τη Φρειδερίκη. Βεβαίως οι νεολαίοι της Αριστεράς οι Λαμπράκηδες πρώτοι και καλύτεροι έρχονταν ορμητικοί απ' τη Σταδίου με τα τραγούδια του Μίκη φυσικά στο στόμα, ακούγοντας τους ρητορικούς λόγους και τις υποσχέσεις του Γέρου - Παπανδρέου.
Είπαμε, ήταν πολύ ζεστό καλοκαίρι και οι πιο τολμηροί έπεφταν με τα ρούχα στο λοξό συντριβάνι της Ομόνοιας για λίγη δροσιά και πάρα πολλοί έβρισκαν παρηγοριά στα θέατρα των κήπων, το δικό μας και του Κατράκη στο Πεδίον του Άρεως. Κάποια ονόματα όπως «Μητσοτάκης - Πιπινέλλης - Νόβας» ήταν τα κόκκινα πανιά για βρίσιμο και καλαμπούρι. Γέλαγε και το παρδαλό κατσίκι με τους διάσημους στίχους του Νόβα - Αθανασιάδη. «... Κι ήταν τα στήθη της άσπρα σαν τα γάλατα... γαργάλα τα γαργάλα τα...». Όσο για το βραδάκι, αργά μετά τα μεσάνυχτα η σύναξη των μεγάλων καλλιτεχνών γινόταν στο «Βυζάντιο» του Κολωνακίου με τις υποβρύχιες βανίλιες και τις ατέλειωτες πολιτικοκαλλιτεχνικές συζητήσεις. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα αυτόν τον καυτό Ιούλιο κι εγώ έβραζα από θυμό που ήμουν αναγκασμένη να βρίσκομαι μέσα στο θέατρο, ενώ έξω ο αγώνας για τον Ανένδοτο συνεχιζόταν.
Εκείνη τη μέρα προς το τέλος της απογευματινής είχαν κοπάσει πια οι φωνές των διαδηλωτών κι ενώ καθόμουν λίγο παράμερα απ' το καμαρίνι μου για λίγη δροσιά κάτω απ' τα δέντρα, βλέπω να έρχεται κατά πάνω μου ξαναμμένη, η παιδική μου φίλη η Βέρα, που είχα να τη δω κάνα τρίμηνο. Ερχόταν κατ' ευθείαν απ' τη διαδήλωση, της βρήκα μια καρέκλα, μου έδωσε αναφορά για το πόσο πολύς κόσμος γέμισε το Σύνταγμα και πόσα παιδιά άκουσε πως χτυπήθηκαν απ' τα όργανα της τάξεως. Κι ύστερα απ' τα φιλιά, τις αγκαλιές και «... πού χάθηκες βρε θηρίο τόσον καιρό...» και εν πάση περιπτώσει κι όλα τ' άλλα γνωστά και τετριμμένα, μου λέει. «Ξέρεις... πέθανε η γυναίκα του Αντώνη... θα το είχες ακούσει πως είχε καρκίνο... Κι ο Αντώνης απαρηγόρητος... έτσι τουλάχιστον μου είπε ο άντρας μου...».
Δεν τον ήξερα τον Αντώνη ούτε και τη γυναίκα του που πέθανε, ήξερα όμως πολύ καλά τη Βέρα και τον άντρα της, τον Γιώργο. Με τη Βέρα είμασταν συνομίληκες και συμμαθήτριες, ο Γιώργος όμως ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερός μας, όσο για τον Αντώνη πολύ πολύ μεγαλύτερος, γύρω στα πενήντα. «Χούφταλο» τον είπε η Βέρα μόλις παντρεύτηκε τον Γιώργο και γνώρισε τον Αντώνη στον γάμο τους.
Αλλά η Βέρα «χούφταλο» έλεγε και τον άντρα της, αλλά της άρεσε πολύ αυτό, γιατί της Βέρας μην της μίλαγες για συνομίληκο αγόρι... την είχε έτοιμη την απάντηση «σιγά το νιάνιαρο... άντρας είν' αυτός;».
«Σε παρακαλώ», συνεχίζει η Βέρα, «έλα αύριο το βράδυ απ' το σπίτι... θα καλέσουμε τον Αντώνη... ε... κάπως... να του συμπαρασταθούμε». Δεν ξέρω τι μ' έσπρωξε να πάω, έστω και αργά. Ήταν Δευτέρα κι είχα ηχογράφηση για μια ταινία όπου θα έλεγα πολλά τραγούδια του Μίκη, καθότι έπαιζα τον ρόλο μιας πολύ πετυχημένης τραγουδίστριας που παίρνει την κατηφόρα λόγω έρωτος. Όταν έφτασα σπίτι τους, κάπου στη Φρυνίχου της Πλάκας, τέλειωναν το φαγητό κι η κοπέλα του σπιτιού μάζευε τα πιάτα. Η φίλη μου η Βέρα καθόταν δίπλα στον Αντώνη, ο άντρας της μακριά τους κι εγώ κάθησα απέναντί τους μ' ένα πιάτο φαΐ μπροστά μου. Μουσακά , τι πρωτότυπο, φασολάκια, αυτά καλά ήταν , αλλά είχε και κάτι υπέροχα λιθρίνια το καλό να λέγεται παρακαλώ. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον Αντώνη. Όταν ανασηκώθηκε να με χαιρετήσει, είδα ότι ήταν ένας άντρας πολύ μετρίου αναστήματος προς το κοντό, με πολλά μαλλιά σγουρά (λίγο γκρίζα) και μαύρα μάτια με τεράστιες βλεφαρίδες σαν ψεύτικες.
Το βλέμμα του διαπεραστικό, θλιμμένο και σκοτεινιασμένο. Ο Γιώργος σηκώθηκε απ' την κορυφή του τραπεζιού που καθόταν, ήρθε κοντά μου, με φίλησε, με ρώτησε πώς πήγε η ηχογράφηση, είπα «καλά» και ξαναγύρισε στη θέση του. Μια κυρία, γύρω στα 40, που δεν τη γνώριζα, με ρώτησε τι τίτλο θα είχε η ταινία, εγώ είπα «δεν ξέρουμε ακόμα τον τίτλο», κι ύστερα αφοσιώθηκα στο λιθρίνι μου. Απρόσεκτη όμως, όπως είμαι, μου ξεφεύγει το πιρούνι απ' το χέρι, σκύβω κάτω απ' το τραπέζι να το πιάσω και μένω με το πιρούνι στο χέρι κάνοντας πώς το ψάχνω, διότι απέναντί μου τα δύο πόδια του Αντώνη και της Βέρας έχουν μπλεχτεί, το φουστάνι της έχει σηκωθεί ως το μαύρο της σλιπάκι και το χέρι του Αντώνη κρατά σφτιχτά το χέρι της Βέρας και το τρίβει απάνω στο μπούτι της ψηλά ψηλά έτοιμος ν' αγγίξει το... άντε να μην το πω... το εκείνο της, τέλος πάντων. Πήγα να σηκωθώ έντρομη (έδωσα και μια το κεφάλι μου στην κόψη του τραπεζιού) κι έσκυψα στο πιάτο μου γεμάτη αμηχανία και σύγχυση. Ύστερα από κάνα λεπτό, που μου φάνηκε αιώνας, γύρισα με τρόπο αλλά και εξεπιτούτου και τους κοίταξα. Ήταν αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, η Βέρα κάτι έλεγε στ' αυτί του Αντώνη. Στο πρόσωπό της απλωνόταν ένα ερωτικό μεθύσι (είχε πιεί και λίγο και είχε φτιαχτεί), ο άλλος όμως, ανεξάρτητα πώς δούλευε το χέρι του κάτω απ' το τραπέζι, φαινόταν ατάραχος και πάντα μελαγχολικός. Μόνο οι τεράστιες βλεφαρίδες του ανοιγόκλειναν για να κρύψουν το μεγάλο μυστικό που συντελείτο εδώ και λίγη ώρα μπροστά στα μάτια μου. Έφυγα, αφού φιληθήκαμε με τη Βέρα και τον Γιώργο κι αφού χάρηκα πολύ για τη γνωριμία μου με τον Αντώνη.
Την άλλη μέρα μετά το θέατρο έτρεχα, όπως κάθε βράδυ, στ' Αστέρια της Γλυφάδας όπου τραγουδούσα για πρώτη φορά σε μεγάλο μαγαζί ύστερα από δύο χρόνια στις μπουάτ της Πλάκας. Με το που βγαίνω, ο προβολέας ο συγκεντρωτικός που πέφτει πάνω μου, με τυφλώνει, δεν βλέπω τίποτα, αρχίζω να τραγουδώ, σιγά σιγά ο προβολέας ανοίγει, τα μάτια μου συνηθίζουν και στο πρώτο τραπέζι μπροστά μπροστά κάθονται άνετα - άνετα ο Γιώργος, η Βέρα κι ο Αντώνης. Οι τρεις τους μόνο. Η φαντασία μου πήρε να οργιάζει με το να σκέφτομαι τι γίνεται κάτω απ' το τραπέζι με τη Βέρα στη μέση, τα χέρια του Αντώνη ν' ανιχνεύουν, με τα δήθεν αθώα σκυψίματα προς το μέρος της και τα ψιθυρίσματα στ' αυτί της. Κοίτα να δεις φίλε μου στα εννιά της μακαρίτισσας ο τεθλιμμένος χήρος δραστηριότητες.... Τέλειωσα το πρόγραμμά μου όπως κι όλο το πρόγραμμα εξάλλου ντύθηκα και πήγα να τους χαιρετήσω. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει χορευτική μουσική κι εγώ βρέθηκα να χορεύω το υπόλοιπο της βραδιάς με τον Γιώργο και η Βέρα βεβαίως με τον Αντώνη. Ο Γιώργος μού εξήγησε ότι ο Αντώνης είχε μεγάλη ανάγκη απ' τη συντροφιά τους και η Βέρα έκανε ό,τι μπορούσε. Όσο γι' αυτό δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Παραέκανε μάλιστα ό,τι μπορούσε. Πάντως, το μέτωπο του Γιώργου το έβλεπα πεντακάθαρο. Δεν τους πιστεύω αυτούς που μιλούν για κέρατα και τα τοιαύτα. Κι εγώ έκανα το κορόιδο. Τι άλλο να έκανα. Όλη τη βδομάδα πηγαινοέρχονταν στ' Αστέρια για να παρηγορηθεί ο Αντώνης. «Αν ήταν όλες οι παρηγοριές σαν του Αντώνη, τότε βουρ παιδιά. Οι χήροι κι οι χήρες δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Τέρμα τα γκάζια της παρηγοριάς και της παρανομίας. Κι όταν λέω τέρμα, πιο τέρμα δεν γινόταν. Ύστερα από κάμποσες μέρες όπου μία καινούργια διαδήλωση ήταν στο φόρτε της και τα συνθήματα ακούγονταν καθαρά μέσα στο Θέατρο του Κήπου κι οι θεατς γύριζαν τα κεφάλια τους άλλοι αγριεμένοι, άλλοι με νόημα προς τα κει που έρχονταν οι φωνές, καταφθάνει πάλι ξαναμμένη η Βέρα αποχωρώντας προφανώς νωρίτερα απ' τη διαδήλωση φουντωμένη, από το πάθος της και ζητώντας παρηγοριές και εξηγήσεις της κατάστασής της από μένα. Προσπαθούσε να καταλάβει πώς έγινε «αυτό το τρομερό πράμα». Ερωτευμένη, απελπισμένη, ξαφνιασμένη, τρελλαμένη με το περί ου ο λόγος «χούφταλο» με τα υπέροχα μάτια και τις τεράστιες βλεφαρίδες. Κι αυτός ο Αντώνης, «το χούφταλο», δεν ήταν απλώς ερωτευμένος, αλλά τρελλός και παλαβός ερωτευμένος όπως ήταν, απαιτούσε απ' τη Βέρα να χωρίσει κιόλας. «Μα εγώ δεν μπορώ να το πω στον Γιώργο», ωρύετο η Βέρα. «Δεν ξέρω τι να κάνω... μ' έχει τρελλάνει ο έρωτάς του, αλλά δεν γίνονται έτσι τα πράγματα. Κι ο Γιώργος τι φταίει...», κατέληξε απελπισμένη η Βέρα. «Μάλλον αυτό έπρεπε να το σκεφτείς πριν κάνεις ό,τι έκανες. Και εν πάση περιπτώσει, τώρα τι γίνεται; Ο Γιώργος δεν υποψιάζεται τίποτα;».
«Όχι, ευτυχώς». Το ευτυχώς τη μάρανε την καλή μου τη Βέρα. Διότι, βεβαίως, ο Γιώργος, αθώος αθώος, αλλά όταν θα του 'ρχόταν η απιστία στο πιάτο, τι θα έκανε ο έρμος, μου λες; Πώς θα αντιδρούσε όταν μάθαινε τα απίστευτα, μου λες;
Πέρασαν δεκαπέντε μέρες εξοντωτικής διασκέδασης και το μοιραίο λάθος έγινε. Το δέκατο πέμπτο βράδυ ο Αντώνης δεν ήθελε να πάει σπίτι του μόνος του. Παρακάλεσε λοιπόν το ζευγάρι να κοιμηθεί στον καναπέ τους. Ουδέν πρόβλημα. Έλα όμως που ο Αντώνης ξαναέθεσε το θέμα να κοιμηθεί στον καναπέ τους κι ένα δεύτερο κι ένα τρίτο βράδυ. Οπότε αυτό το τρίτο βράδυ ο Γιώργος ξύπνησε τα ξημερώματα, η Βέρα έλειπε από δίπλα του, σηκώθηκε και με μεγάλη προσοχή προχώρησε στο σαλόνι και... τους είδε... Ο Αντώνης κρατούσε στην αγκαλιά του τη Βέρα, τη δικιά του τη Βέρα... Πήγε να του στρίψει... Δεν ήθελε να το πιστέψει. Έκλεισε τα μάτια του να μη βλέπει, να μην ακούει τους ψιθύρους. Γύρισε σιγά σιγά στο δωμάτιό τους. Κάθησε στο κρεβάτι. Έχωσε το κεφάλι στα δυο του χέρια. Αναστέναξε βαριά. Πώς να το χωνέψει τούτο το πράμα; Και με ποιον τρόπο; Να φωνάξει; Να τον βρίσει; Ν' αρχίσει να τον χτυπάει μέχρι να τον ρίξει στο πάτωμο μισολυπόθυμο; Μόνο τη Βέρα... τη δική του τη Βέρα δεν σκέφτηκε να της κάνει κανένα κακό. Αυτόν όμως τον άτιμο, που δεν σεβάστηκε τίποτα, που τόσο ήθελε να τον βοηθήσει να ξεχάσει την πεθαμένη του γυναίκα... αχ πόσο θα 'θελε να πέθαινε τούτη τη στιγμή ο άθλιος να πάει να τη συναντήσει εκεί που ήταν και να τον έφτυνε αυτή η πεθαμένη κατάμουτρα. Αχ, πόσο θα 'θελε να πέθαινε τούτη τη στιγμή, όχι την άλλη. Να μην τον ξαναδεί στα μάτια του. Αυτό ήθελε. Να μην τον ξαναδεί ποτέ στη ζωή του τον άτιμο...
Ξάπλωσε στο κρεβάτι στραμμένος στην έξω μεριά καμώνοντας τον κοιμισμένο. Η γυναίκα του γύρισε σε λίγο, ξάπλωσε κι αυτή. Το πρωί κι ενώ ο ύπνος κρατούσε ακόμα στην αγκαλιά του τη Βέρα με μια ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό της, εκείνος, ο Γιώργος, ο άντρας της, σηκώθηκε σιγά σιγά, ντύθηκε κι έφυγε σαν κλέφτης απ' το σπίτι του.
Πριν από το μεσημέρι όμως τηλεφώνησε στη γυναίκα του και της είπε αν μπορεί να πεταγόταν απ' το γραφείο του. Ούτε που της πέρασε απ' το μυαλό το τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ στο σπίτι τους. Βέβαια την παραξένεψε ο τρόπος που της μίλησε στο τηλέφωνο, αλλά δεν πήγε ο νους της σε τόσο κακά μαντάτα. «Κάθισε», της είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια του πάνω της. Κι ύστερα από μια βαριά σιωπή που κανένας απ' τους δύο δεν ήθελε και δεν μπορούσε να διακόψει, είπε. «Τα ξέρω όλα». Η Βέρα δεν τόλμησε να ρωτήσει «ποια όλα;». Μόνο χαμήλωσε τα μάτια της. Ο Γιώργος συνέχισε. «Δεν πρόκειται να ξανάρθω στο σπίτι. Κάνε ό,τι νομίζεις». Κι ύστερα από μια δεύτερη μεγάλη σιωπή συμπλήρωσε. «Αν ήξερες μόνο πόσο σ' αγαπώ... αν ήξερες».
Αχ, καημένη μου Βέρα. Πώς μπλέχτηκες έτσι; Πώς τα κατάφερες μέσα σε μια μέρα να χάσεις άντρα και εραστή; Διότι βεβαίως ο έρωτάς της για τον Αντώνη τέλειωσε την ίδια στιγμή που τους ανακάλυψε ο άντρας της. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της. Ένας σίφουνας ήταν αυτός ο έρωτας και πέρασε. Έτσι όπως ήρθε ξαφνικά και αναπάντεχα, έτσι ακριβώς και εξαφανίστηκε. Και τώρα ήρθαν τα δάκρυα, οι τύψεις κι αυτό το ανεξέλεγκτο που μπήκε ανάμεσα σ' εκείνη και στον άντρα της και τους διέλυσε. Έφυγε απ' το γραφείο του χωρίς να πει τίποτα, ούτε ένα συγγνώμη ούτε μια λέξη συμπόνοιας. Της φαίνονταν τόσο μικρά και τόσο λίγα μπροστά στον πόνο που του προκάλεσε. Το κακό όμως δεν γυρίζει πίσω, ούτε επιστρέφεται. Βρίσκεται εκεί βασανιστικό και βιώνεται. Το μόνο παρήγορο είναι ότι με τον καιρό θα ξεχαστεί. Και τα μάτια των πληγωμένων θα κοιτάξουν ξανά ψηλά τον ουρανό και τα σύννεφα, θα κοιτάξουν ξανά χαμηλά, πρόσωπα, χαμόγελα και ξεχασμένα αγριολούλουδα στην άκρη του πεζοδρομίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου