Μιλτιάδης Δατσέρης
Μια ληστεία
[Διήγημα]
Δημοσιεύθηκε: Περιοδικό "Νέα Εποχή", Τεύχος 1 (242) 1997, σσ. 25-29
-Καλημέρα.
-Καλημέρα.
-Πού πάμε;
-Κολωνάκι, οδός Ροϊδου 10.
-Με τέτοια κίνηση δεν θα φτάσουμε ούτε σε ένα μήνα.
-Να σας πω την αλήθεια δεν βιάζομαι καθόλου, ο χρόνος δουλεύει για μένα.
-Βέβαια τι ανάγκη έχετε εσείς, οι άλλοι δουλεύουν για σας.
-Ακούστε, κύριε, για δουλειά πάω και μάλιστα όχι δική μου. Μου φαίνεται ότι παρεξηγήσατε επειδή δηλαδή είδατε κάποιον να φορά γραβάτα με προορισμό το Κολωνάκι σημαίνει κιόλας ότι είναι επιχειρηματίας; Σας πληροφορώ, λοιπόν, ότι αυτή τη στιγμή πρόκειται να πάρω επιταγή ύψους δεκαπέντε εκατομμυρίων από κάποιον αρκετά εύπορο κύριο και να τα καταθέσω στο λογαριασμό ενός άλλου αρκετά πλούσιου. Ένας υπαλληλάκος είμαι που μοιράζω το οχτάωρό μου ανάμεσα στο άγχος και τον κίνδυνο.
-Με συγχωρείτε, κύριε. Σας πέρασα σαν κι αυτούς...
-Δεν το καταλαβαίνω, επειδή και εγώ θέλω - μου αρέσει βρε αδελφέ - να προσέχω τον εαυτό μου, να ντύνομαι όσο μπορώ πιο κομψά, σημαίνει ότι είμαι σαν κι αυτούς; Δηλαδή τί θέλετε, να ντύνομαι με κουρέλια για να τους δώσω το δικαίωμα να γελάνε σαρκαστικά μπροστά μου; Τους αφήνω να ζουν με την εντύπωση ότι είμαι όμοιός τους. Γιατί να ξέρετε είμαι πολύ καλύτερος. Ούτε σκότωσα τον πατέρα μου για να τον κληρονομήσω, ούτε έκανα απάτες για να πολλαπλασιάσω αυτά που απέκτησα σκοτώνοντας, ούτε εκμεταλλεύτηκα τους υπαλλήλους μου για να αυξήσω αυτά που είχα κλέψει.
-Με συγχωρείτε που σας έθιξα.
-Σας συγχωρώ. Μετά την άσπρη Μερσεντές με αφήνετε.
Κατεβαίνω από το ταξί γεμάτος νεύρα. Ακούς εκεί να είναι κύριος όποιος φοράει γραβάτα και να μην είναι όποιος δεν φοράει. Σίγουρα θα μου έλεγε "ρε φίλε" αν φόραγα μπλουζάκι και μπουφάν. Τι κάνει η αμφίεση! Πόσο μπορεί να ξεγελάσει τον άλλον. Βγάζω τις σκέψεις αυτές απ'το μυαλό μου και συνεχίζω να διασχίζω ευθεία την Δουκίσης Πλακεντίας. Στρίβω αριστερά στην γωνία όπου επαιτεί μια γριούλα. Το πρόσωπό της τσακισμένο από τις δύσκολες στιγμές και τις κακουχίες που προφανώς πέρασε. Ντυμένη στα μαύρα με το χέρι απλωμένο, φαντάζει σαν καμένο. Την πλησιάζω, σκύβω να της πω κάτι, μα δεν μου βγαίνει. Ψαχουλεύω την τσέπη του παντελονιού μου να βρω ψιλά. Το μετανιώνω! Βάζω το χέρι στην εσωτερική θέση του σακακιού. βγάζω ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών , της το σφίγγω στο χέρι της και το αφήνω.
-Ευχαριστώ, γιόκα μου, ο Θεός να σε έχει καλά.
Δε μιλώ... στρέφω το κεφάλι μου πίσω, στο απέναντι κτίριο. Η φρεσκοβαμμένη χρυσή κορνίζα γράφει: "Λέσχη Επιχειρηματιών Κολωνακίου". Κουνάω το κεφάλι δυο φορές πάνω κάτω, χαμογελάω στη γιαγιά και φεύγω.
Βρίσκομαι ήδη στη Ροϊδου και ψάχνω για το νούμερο 10. Εδώ είμαστε! Κατάλευκη μαρμάρινη σκάλα, κόκκινο χαλί απλωμένο - χυμένο επάνω της - να τη στολίζει. Ανεβαίνω γρήγορα γρήγορα τα σκαλοπάτια και ψάχνω για το γραφείο του κυρίου Δημητρίου. Α, μάλιστα! Εδώ είναι. Δημήτρης Δημητρίου: "Αρχιτέκτων/Διακοσμητής". Χωρίς δισταγμό χτυπώ την πόρτα.
-Παρακαλώ περάστε.
-Καλημέρα, κύριε Δημητρίου. Είμαι σταλμένος από τον κύριο Σοφοκλέους για το θέμα που σας τηλεφώνησε.
Αυτό το "σταλμένος" μού θύμιζε ταχυδρομικό περιστέρι. Όταν ήμουν μικρός είχα γύρω στα δεκατέσσερα περιστέρια. Πέντε παπαγαλάκια, τέσσερις βούτες και πέντε ταχυδρόμους. Θυμάμαι τους βάζαμε μηνύματα με λαστιχάκια στο πόδι και τα πετάγαμε ψηλά να πάνε στον απέναντι περιστερά, που βέβαια ήταν φίλος. Πήγαινε αυτό, έμπαινε μέσα στην κλούβα, το έπιανε ο περιστεράς και ξετύλιγε το μήνυμα: "Είναι σταλμένο από το Σάκη". και ο φίλος το επέστρεφε στο Σάκη. Έτσι τα εκπαιδεύαμε τότε. Με τον ίδιο τρόπο εκπαίδευσαν και εμένα. Μου δίνουν
διευθύνσεις και εγώ πηγαίνω σχεδόν πετώντας - τόσο γρήγορα - και βέβαια πάντα λέω από ποιόν είμαι σταλμένος. Είναι ένα είδος συνθήματος.
-Είστε ο κύριος Ηρωίδης που θα παραλάβετε την επιταγή;
-Ακριβώς, κύριε Δημητρίου.
-Ορίστε, λοιπόν, εδώ την έχω.
Ανοίγει ένα συρτάρι, ψαχουλεύει λίγο και πιάνει ένα φάκελο. Κλείνει το συρτάρι, σχίζει το φάκελο και βγάζει μιαν επιταγή της Εθνικής Τράπεζας.
-Πάρτε την, κύριε Ηρωίδη, και πείτε στον κύριο Σοφοκλέους να μου τηλεφωνήσει όταν επιστρέψετε.
-Μάλιστα, κύριε Δημητρίου. Αντίο σας.
Πάντα δυο τρεις κουβέντες ανταλλάζαμε και αυτές τυπικές μόνο για μετρητά και επιταγές. Πάντα ανησυχούσε αν θα φτάσουν τα χρήματα εκεί που πρέπει και όχι αν φτάσω εγώ. Και αν κάποιος είχε πληροφορίες - δεν ξέρω από πού - και με χτυπούσε και μου έπαιρνε τα χρήματα; Δεν τον ένοιαζε αυτό; Και βέβαια τον ένοιαζε, θα έπαιρνε αμέσως τηλέφωνο ν'ακούσει μήπως κατάφερα να διασώσω τα χρήματα.
Με τις σκέψεις να μου τριβελίζουν το νου απεχώρησα από το γραφείο του κυρίου Δημητρίου. Για μια στιγμή κοντοστάθηκα. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω να ρωτήσω σαν τι με υπολογίζει: Σαν αντικείμενο μεταφοράς χρημάτων ή σαν κάποιο θαρραλέο νέο που έχει επίγνωση των καθηκόντων του, της δυσκολίας αλλά και της επικινδυνότητας του επαγγέλματός του; Φοβήθηκα την απάντηση και προχώρησα. Αφήνω το πολυτελέστατο κτίριο και βγαίνω στο δρόμο. Παίρνω το πρώτο στενό δεξιά και βγαίνω κατευθείαν στην Εθνική Τράπεζα. Ξάφνου σταματώ. Η γιαγιά, η οποία πριν μια ώρα ζητιάνευε απέναντι από τη "Λέσχη Επιχειρηματιών Κολωνακίου", τώρα βρισκόταν έξω από την τράπεζα. "Ξέρει τι κάνει", σκέφτηκα. Να, λοιπόν, που η γιαγιά είχε πολύ περισσότερο μυαλό από όσο αφήνει να φαίνεται. Την σήμερον ημέρα δεν ξέρεις ποιός έχει και ποιός δεν έχει. Ποιόν πρέπει να βοηθήσεις και ποιόν δεν πρέπει. Εκλιπαρούνε την ευσπλαχνία σου, κι εσύ αναρωτιέσαι: έχει κρυμμένες λίρες, βιβλιάρια τραπεζών ή όχι; Πλησιάζω τη γιαγιά, σκύβω και τη ρωτώ:
-Γιαγιά, έχεις κρυμμένες λίρες σπίτι σου;
-Τι λες, παιδάκι μου, εγώ δεν έχω σοφά να τις κρύψω!
Η απάντησή της πολύ με πονήρεψε. Δίστασα να της δώσω χρήματα και δεν της έδωσα. Όταν κάτι δεν μου έρχεται αυθόρμητα, δεν μου βγαίνει αμέσως δεν το κάνω. Κάθε φορά που βρίσκομαι σε δίλημμα ακολουθώ τη λογική και όχι το συναίσθημα. Αυτό έκανα τώρα. Την προσπέρασα χωρίς να της αφήσω τιποτε.
Φτάνω στην τράπεζα. Η πόρτα γράφει: "Σπρώξτε". Σπρώχνω... Τίποτα δεν ανοίγει. Η ουρά φτάνει μέχρι την πόρτα και οι τελευταίοι έχουν κυριολεκτικά κολλήσει επάνω της. Πού να σπρώξεις 500 κιλά! Χτυπώ το τζάμι με το λυγισμένο δείκτη. Χαμπάρι! Δεν ακούνε. Πηγαίνω στο πλαϊνό τζάμι της τράπεζας και το χτυπάω με αρκετή δύναμη χρησιμοποιώντας ένα κέρμα. Η κυρία που καθόταν στο γραφείο ακριβώς δίπλα στο τζάμι σηκώνει τρομαγμένα τα μάτια της. Έπειτα με κοιτά καλά καλά και μου χαμογελά. Μου γνέφει με το χέρι να περάσω μέσα. Προσπαθώ να της πω ότι δεν μπορώ να μπω διότι η πόρτα δεν ανοίγει με τόσο κόσμο κολλημένο επάνω της. Αμέσως καταλαβαίνει και σηκώνεται απ'το γραφείο της. Τρέχω και εγώ πίσω στην πόρτα κάτι λέει στους πελάτες και αρχίζουν να ξακολλάνε ένας ένας. Τελικά κατάφερα να εισέλθω και σπεύδω να κατευθυνθώ στο γραφείο της κυρίας Εξάρχου, η οποία σημειώνουμε ότι είναι η κυρία που με βοήθησε να περάσω και συνάμα είναι η προϊσταμένη της τράπεζας.
-Καλή σας μέρα, κυρία Εξάρχου.
-Καλημέρα, κύριε Ηρωίδη. Πώς είστε; Και μου δίνει το χέρι για χειραψία. Εκείνη τη στιγμή απόρησα πώς μπορεί να το σηκώνει με τόσες καδένες και δαχτυλίδια πάνω του. Και ανταλλάσσουμε χειραψία.
-Το χέρι σας είναι κρύο μου λέει.
-Περίμενα πολύ ώρα μέχρι να μπω της απαντώ και χαμογελά. Της άρεσε άραγε το αστείο, ή το ότι περίμενα πολύ ώρα; Τέλος πάντων.
-Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη;
Και εκεί που προσπαθώ να της εξηγήσω, την καλεί μια γυναικεία τρεμάμενη φωνή.
-Κυρία Εξάρχου! ! !
-Έρχομαι αμέσως...
"Ωχ! Η καημένη θα έκανε λάθος στο ταμείο", σκέφτομαι εγώ.
Την σκέψη μου τη σταματά ένα χοντρό χέρι που προσγειώνεται με ορμή στον ώμο μου.
-Έτσι και κουνηθείς μαλάκα, σού πέταξα τα μυαλά στον τοίχο.
"Μαλάκα" είναι η δεύτερη φορά που με ανακηρύσσουν. Πριν μερικά χρόνια είχα και εγώ ο πτωχός το όνειρο να γίνω καθηγητής και μάλιστα φιλόλογος. Σύμφωνα με τα τότε λεγόμενα έπρεπε να πάω σε κάποιο καλό φροντιστήριο προκειμένου να σιγουρέψω την επιτυχία. Αλλά πού! Οι καθηγητές ήταν πιο αδιάφοροι και από εμάς τους ίδιους. Είχαν ξεχωρίσει πέντε έξι μέσα από την υπόλοιπη τάξη, και με αυτούς τους πέντε γινόταν το μάθημα. Αυτοί μόνο μπορούσαν να διασώσουν το όνομα του φροντιστηρίου. Οι υπόλοιποι, πότε στο διάδρομο, πότε στην τουαλέτα, πότε στην απέναντι καφετέρια. Κάποια μέρα είπα στον κ. Μιρτσίκη ότι η αδιαφορία των μαθητών οφείλεται στον εκ των προτέρων διαχωρισμό που είχε κάνει αυτός αλλά και οι άλλοι συνάδελφοί του. Τότε μου απάντησε ακριβώς έτσι: "Αν νομίζεις ότι είσαι άξιος να μου υποδείξεις τι ακριβώς θα κάνω, τότε είσαι πολύ μαλάκας". Γέλασαν όλοι, ακόμη και οι τοίχοι.
Αυτός όμως με ήξερε πολύ καλά και ίσως να είχε δίκιο. Ο άλλος όμως, του οποίου ένιωθα τα χέρι να λιώνει τον ώμο μου, ποιός ήταν; Άσε που δεν μπορούσα να τον αναγνωρίσω με τη μαύρη κάλτσα - γυναικεία νομίζω - στο κεφάλι. Κάλτσα γυναικεία, καλυμμένο πρόσωπο. Μα βέβαια, είναι φανερό: γίνεται ληστεία κι εμένα με κρατάει καθηλωμένο στο κάθισμα ένας από τους τρεις ληστές. Τον άλλο τον παρακολουθώ να γεμίζει με το ένα χέρι επιδέξια μιαν νάιλον τσάντα με χαρτονομίσματα, ενώ με το άλλο το καλό, το δεξί, σημαδεύει με βλέμμα φονιά τον κρόταφο της κυρίας Εξάρχου. Γι'αυτό, λοιπόν, φώναζε η ταμίας πριν από λίγο. Ο τρίτος της παλιοπαρέας είχε διατάξει τους πελάτες να ακουμπήσουνστα τζάμια της τράπεζας έτσι ώστε να μη φαίνεται τίποτε από μέσα προς τα έξω. Όλοι οι περαστικοί έβλεπαν μια τράπεζα πνιγμένη στον κόσμο. Ποιός θα τολμούσε να μπει και να περιμένει με τις ώρες; Θα έπρεπε να είναι πολύ ανόητος, και εγώ ήμουν. Γι'αυτό, λοιπόν, δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα και κανείς μα κανείς δεν βοηθούσε, κανείς δεν έδινε σημασία. Σίγουρα η προϊσταμένη ενήργησε έπειτα από εντολή των ληστών για να μην δημιουργηθούν υποψίες. Τέλειο σχέδιο, απλή οργάνωση, σχεδόν πετυχημένο. Δημιουργούν την εντύπωση ότι η τράπεζα είναι απασχολημένη, ενώ αυτοί αποσύρουν από την ταμία τις δεσμίδες. Η προϊσταμένη, λειτουργώντας ως υποχείριο, μπάζει μέσα τον ανυποψίαστο πελάτη και τον μετατρέπει σε όμηρο. Όλα γίνονται με πολύ γρήγορους ρυθμούς που κανείς δεν έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει. Όχι όμως και εγώ που παρακολουθώ να αδειάζουν τα ταμεία και να γεμίζουν οι σακούλες των ληστών. Εγώ που βλέπω να χάνονται όλες οι συντάξεις των γερόντων και να γεμίζουν τα ταμεία των νυκτερινών κέντρων. Μήπως εκεί δεν καταλήγουν αυτά τα χρήματα; Εγώ που βλέπω να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μου σκηνές αδικίας, έστω κι αν τα χρήματα αυτά δεν πρόκειται να τα πάρουν οι συνταξιούχοι όπως πρωτοσκέφτηκα, αλλά οι επιχειρηματίες. Ε, όχι, λοιπόν, δεν το ανέχομαι, δεν είμαι όμηρος κανενός. Τινάζομαι από την καρέκλα και χτυπάω το χέρι που με κρατούσε καθήλωμένο, ακριβώς στον αγκώνα. Δεν προλαβαίνει ούτε να σαστίσει και με το αριστερό τού χώνω μια γροθιά ακριβώς πάνω από τη μύτη. Μισοζαλισμένο, με το αίμα να αναβλύζει άφθονο μέσα απ'τα ρουθούνια, τον γονατίζω κάτω. Δεν τον αφήνω όμως τον πιάνω από τη μέση και με το δεξί τον στυλώνω όρθιο με το αριστερό τού αρπάζω το αχρησιμοποίητο περίστροφο που ούτε τον κόκορα δεν πρόλαβε να σηκώσει. Το ακουμπάω ανάμεσα στα μάτια του και στρέφομαι σε όλους τους υπόλοιπους:
-Καθίκια... πετάτε τα όπλα, διαφορετικά ο φίλος σας τέλειωσε.
Πάνω στην έξαψή μου το πιστόλι έπαψε να υπακούει και άρχισε να χορεύει. Μιμούμενος τους αστυνομικούς ήρωες των αμερικανικών ταινιών, σπρώχνω την σκανδάλη μια, δυο, τρεις φορές και πυροβολώ στοχεύοντας προς τα πάνω.
-Άλλες δυο σφαίρες μού απόμειναν και είναι για τα κορμιά σας, παλιοσάτυροι.
Για το πότε πέσανε οι υπόλοιποι πελάτες επάνω τους, για το πότε τους αφόπλισαν, ήταν δύσκολο πραγματικά να τους παρακολουθήσει οποιοσδήποτε. Μπροστά στα μάτια μου να γυρίζονται ατόφιες σκηνές με κομπάρσους αληθινούς σκληροτράχηλους κακοποιούς και εγώ να είμαι ο πρωταγωνιστής-ήρωας, ούτε καν είχε περάσει απ'το μυαλό μου, ακόμη και τούτες τις στιγμές που ονειροπολούσα. Βέβαια πάντα τα έβαζα με πολύ δυνατότερους, πάντα ήμουν με το μέρος των αδύνατων, έπαιζα με τους Ινδιάνους, πήγαινα με τους πιο άσχετους στη μπάλα, αλλά αυτό μόνο στο παιχνίδι. Στην καθημερινή ζωή τα πράγματα ήταν αλλιώς. Έπρεπε να παίζεις με τους δυνατούς για να μην τους έχει αντίπαλους. Οι ανίσχυροι, οι αδύναμοι ήταν οι αντίπαλοι. "0 όχλος πρέπει να μάθει να είναι ευχαριστημένος με ό,τι του προσφέρουμε και να είναι ολιγαρκής". Αυτά είχα ακούσει σε μια συζήτηση ανάμεσα σε δυο μεγαλέμπορους την ημέρα που πήγαι να να πάρω - να τους παρακαλέσω, δηλαδή - για την προσφορά που θα έκαναν στην εταιρεία μας. Όμως ετούτη την στιγμή δεν λειτούργησε η λογική αλλά το συναίσθημα, ευτυχώς! Αν είχα υπολογίσει με ακρίβεια τους κινδύνους που γεννά η προσπάθεια να εμποδίσω τους ληστές, δεν θα το έκανα. Ίσως να έδινα το ρολόι μου, ίσως να τους παρέδιδα και το χρυσό σταυρό που κρεμόταν στο λαιμό μου. Τους εμπόδισα όχι επειδή ήθελα να προστατέψω το όνομα της τράπεζας - στα αρχίδια μου - αλλά γιατί έχω μάθει να αντιστέκομαι σε κάθε τι που παραβιάζει τα σύνορα της προσωπικής ελευθερίας μου. Και την στιγμή που προσπαθούσα να εφεύρω λόγους, δικαιολογίες για την τόσο ηρωική πράξη μου - ομολογουμένως ηρωική και από τον ίδιο το μετριόφρονα εαυτό μου - νάσου και η αστυνομία με επικεφαλής έναν ταξίαρχο. (Α, ρε δόξα να συλλάβει τους ακινητοποιημένους ληστές). Νάσου και ο κ. Δημητρίου, νάσου και οι ρεπόρτερ με τους φωτογράφους. Τα φλας να μένουν συνέχεια αναμένα και οι ερωτήσεις βροχή: "Πώς τους αφοπλίσατε;" "Ποιός είστε;" "Γιατί το κάνατε;"
Τι να τους πεις! Να τους αφηγηθείς στιγμές της παιδικής σου ηλικίας; να τους πεις ότι ήσουν πάντα με το μέρος των Ινδιάνων; ότι το έκανες για να σπάσεις, έστω και με αυτό τον τρόπο, τον ασφυκτικό κλοιό που είχαν δημιουργήσει οι εκάστοτε κακοποιοί; ότι στα μάτια τους διέκρινες τη βίαιη εξουσία που ασκούν δυο τρεις πολυχρηματίες;
-Κύριε Ηρωίδη, είμαστε περήφανοι για σας. Δείξατε θάρρος και τόλμη όπως ταιριάζει σε έναν πραγματικό Έλληνα, σε έναν πραγματικό άνδρα. Είστε άξιος θαυμασμού! Όταν τελειώσετε με τους δημοσιογράφους παρακαλώ ελάτε μαζί μου.
Μιλούσε ή δεν μιλούσε αυτός; Δεν το πίστευα ο, ως προς όλα τα άλλα κυνικότατος, κύριος Δημητρίου να εκφράζεται με τόσα λόγια χωρίς να τα λυπάται. Αφού έδωσα στους δημοσιογράφους τις απαντήσεις που ήθελαν κι έκλεισα ένα ραντεβού στο Νιούς TV, που ποτέ δεν θα πήγαινα, κίνησα για το γραφείο του κ. Δημητρίου. Εγώ, ο ταξίαρχος Καλογεράς, ένας δημοσιογράφος και ένας κάμεραμαν. Το όνομα του ταξίαρχου το πληροφορήθηκα το ίδιο βράδυ στο δελτίο ειδήσεων.
Όλοι εμείς κι ένα μπουλούκι από αστυνομικούς, που δεν καταλάβαινα αν τους προστάτευα ή με προστάτευαν, βαδίζαμε με τα πόδια τον δρόμο. Ανεβήκαμε τις σκάλες του γραφείου και στρογγυλοκαθίσαμε στις άνετες πολυθρόνες του προτελευταίου σκηνικού της προτελευταίας παράστασης. Η τελευταία παράσταση είχε για σκηνικό ένα τηλέφωνο, ναι, ένα τηλέφωνο.
-Που λέτε, κύριε Ηρωίδη, τώρα που ηρεμήσαμε όλοι και εξετάσαμε τα γεγενημένα κρίνουμε ότι η πράξη σας είναι κάτι παραπάνω από ηρωική. Αφού ήρθα σε επικοινωνία, λοιπόν , με τον προϊστάμενό σας κύριο Σοφοκλέους αποφασίσαμε, εκτός από την ηθική συμπαράσταση, να σας προσφέρουμε και ένα δώρο υλικό.
"Ηθική συμπαράσταση; Πότε έγινε αυτό, πρέπει να ξεχνάω εύκολα", σκέφτηκα. Ελπίζω η κάμερα να έπιασε την αντίδρασή μου.
-Θέλουμε με αυτό το δώρο να δείξουμε πόσο ανταμείβουμε τους υπαλλήλους που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν και τη ζωή τους για την εταιρεία.
Στη συνέχεια ανοίγει με πολύ λεπτές κινήσεις, χειρουργικές, ένα μαύρο συρτάρι όπου συνηθίζει να φυλά τα μπλοκ των επιταγών. Όμως αυτή τη φορά έκανα λάθος. Δεν βγάζει την επιταγή αλλά μετρητά.
-Ιδού το δώρο σας, κύριε Ηρωίδη.
Πιάνει ένα πάκο χαρτονομίσματα και τον επιδεικνύει μπροστά στο φακό της κάμερας.
-Ιδού τετρακόσιες χιλιάδες σε μετρητά, και όλα αυτά για το θάρρος σας.
Εκείνη τη στιγμή πέρασαν μέσα από τα μάτια μου οι μικροί Ινδιάνοι, οι οποίοι πουλάνε όπλα, τις γυναίκες και τα παιδιά προκειμένου να πάρουν ένα ασκί νερό από το αμερικανικό ιππικό. Είδα μια μικρή κοπελίτσα να βγάζει το βρακάκι της μπροστά στα μάτια του εβδομηντάχρονου παππού. Της υποσχέθηκε ότι θα της δώσει παιχνίδια και ζαχαρωτά αν του δείξει τη φύση της. Δεν πίστευα ότι μπορούσα ποτέ να πουλήσω το θάρρος μου, δεν ήξερα ότι μπορώ να παίξω στο χρηματιστήριο της ζωής πουλώντας τις αξίες μου. Τετρακόσιες χιλιάδες! Θα μπορούσα με αυτά τα χρήματα να πληρώσω τα έξοδα νοσηλείας της μητέρας μου και να κάνω ένα δώρο στον καθένα μας.
-Με συγχωρείτε, κύριε Δημητρίου, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ το δώρο σας. Θα προτιμούσα να μου δίνατε κάποια καλύτερη θέση στην επιχείρηση. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον επικίνδυνο για εσάς. Δεν πουλιούνται όλα, δεν εξαγοράζονται όλα, χάσατε... Σας αφήνω τα χρήματα να επιχρυσώσετε το όνομά σας στην είσοδο του γραφείου.
Στρέφω το πρόσωπό μου στον κάμεραμαν και τον απειλώ:
-Έτσι και σβήσετε κάτι από τα λεγόμενά μου, θα έχετε να κάνετε με τον κύριο Ηρωίδη.
Άφωνος ο ταξίαρχος.
Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια τέσσερα τέσσερα να αναπνεύσω αέρα όσο μπορώ γρηγορότερα. Έσκασα εκεί μέσα, χρειάζομαι αέρα καθαρό. Θέλω να μιλήσω, πρέπει να μιλήσω με κάποιον δικό μου. Θα πάρω τον αδερφό μου στο νοσοκομείο - όχι, τι λέω -, θα την πήγαν σπίτι. Σχηματίζω τον αριθμό του σπιτιού μου στο πρώτο καρτοτηλέφωνο που βρίσκω:
-Έλα, Σάκη, πώς είναι η μαμά;
-Πώς να είναι, έπρεπε να 'μενε στο νοσοκομείο.
-Εντάξει, θα την ξαναβάλουμε.
-Πώς, με τι χρήματα; Χρειαζόμαστε πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες.
Κατεβάζω σιγά σιγά το ακουστικό, νομίζω ότι έπεσε στα πόδια μου. Τα έχει πάρει όλα η κάμερα!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου