Διαπραγμάτευση ή εικονικός πνιγμός;
Δημοσιεύθηκε:
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει διόλου ότι η ευρωπαϊκή πλευρά δεν ανησυχεί και μάλιστα πολύ περισσότερο για τις δικές της προσδοκίες από την χώρα μας. Δεν είναι μόνον το πρόβλημα των πρωτογενών πλεονασμάτων και της λιτότητος, που θεωρεί ότι δεν θα έπρεπε να διακόπτεται σε κανένα σημείο της Ευρωζώνης, δεν είναι μόνον η εξασφάλιση ομαλής αποπληρωμής του εκκρεμούντος τεράστιου και ασυμάζευτου ελληνικού χρέους, αλλά είναι επίσης το ζήτημα του πολιτικού εξευτελισμού και της παραδειγματικής τιμωρίας της πρώτης κυβέρνησης που τόλμησε να αμφισβητήσει τον «εξυγιαντικό» χαρακτήρα της γερμανικής και ευρωπαϊκής συνταγής.
Οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές έχουν μέχρι σήμερα απορρίψει τουλάχιστον τέσσερις λίστες ελληνικών προτάσεων υπό το επιχείρημα ότι δεν ήσαν «πειστικές», ούτε «συγκεκριμένες» ούτε «ολοκληρωμένες». Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση δεν παύει να επανέρχεται με διαρκώς πρόσθετες παραχωρήσεις, χωρίς όμως να εγκαταλείπει τον πυρήνα του προγράμματος με το οποίο έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού.
Αποδέχθηκε να μετατεθεί στο μέλλον το ζήτημα του χρέους, δεσμεύθηκε στο να μην προβεί σε μονομερείς ενέργειες, παρουσίασε κατάλογο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συναίνεσε σε αξιόλογο αριθμό αποκρατικοποιήσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Κορυφαία παραχώρηση της : η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος μέχρι 3,9% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας σε αυτό ακόμη και την πρόσφατη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, η οποία το περιόριζε σε λιγότερο από 1,5% του ΑΕΠ. Φυσικά, η ελληνική πλευρά διατηρεί τον πυρήνα των «κόκκινων γραμμών» της: αλλάζει το μείγμα της οικονομικής πολιτικής, μη μειώνοντας, αλλά αυξάνοντας τα έσοδα του προγράμματος που αποδέχεται να εφαρμόσει. Απορρίπτει πρόσθετες περικοπές μισθών και συντάξεων, εγκαθιστά την έννοια της ανθρωπιστικής κρίσης, θεσπίζει κατώτατο αφορολόγητο όριο 12000 ευρώ, επιλέγει δικαιότερο φορολογικό σύστημα με αύξηση της φορολόγησης των υψηλότερων εισοδημάτων.Ωστόσο, φαίνεται πως όλες οι παραχωρήσεις δεν αρκούν για να ξεπερασθεί η ευρωπαϊκή διαπραγματευτική δυστοκία και ολιγωρία. Η Ευρώπη, όχι μόνον δεν διαπραγματεύεται με την Αθήνα, αλλά φαίνεται αμετακίνητη και πεπεισμένη ότι όσο η συμφωνία μετατίθεται στο μέλλον και ο χρόνος κυλά ατελέσφορος, ο βρόγχος σφίγγει όλο και περισσότερο στον λαιμό της ελληνικής πλευράς.
Άλλωστε, δεν είναι μόνον το έλλειμμα πραγματικής διαπραγματευτικής βούλησης από την πλευρά των «θεσμών», αλλά είναι επίσης και όχι λιγότερο τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που δεν παύουν να τροφοδοτούν συνθήκες εντεινόμενης ασφυξίας στην ελληνική οικονομία. Σε μια χώρα με τακτική αφαίμαξη του εισοδήματος της υπέρ των δανειστών, με διατηρούμενη ανασφάλεια και συνεχή συρρίκνωση των καταθέσεων, είναι αυτονόητο η οικονομία όχι μόνον να μην μπορεί να ανακάμψει, αλλά και να μην μπορεί καν να κινηθεί και να σταθεροποιηθεί λόγω σοβαρότατου ελλείμματος ρευστοτητος.
Σε παρόμοιες συνθήκες επιβάλλεται ο διευκολυντικός ρόλος της κεντρικής τράπεζας ως τελικού πιστωτή και ως τελικού προμηθευτή ρευστότητος. Είναι «παράδοξο» ότι την στιγμή που ο πρόεδρος Ντράγκι εφαρμόζει πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης», με προσφορά πρόσθετης ρευστότητος άνω του 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ προς σταθεροποίηση ολόκληρης της Ευρωζώνης, εξαιρεί από αυτό την Ελλάδα, την χώρα με την μεγαλύτερη και πιο επείγουσα ανάγκη ρευστότητος κινήσεως. Είναι επίσης «παράδοξο» ότι ο ίδιος απαγορεύει στις ελληνικές τράπεζες τις τοποθετήσεις σε νέα ομόλογα του ελληνικού κράτους, με το θλιβερό επιχειρήμα ότι κάτι τέτοιο θα περιόριζε ακόμη περισσότερο την ελληνική ρευστότητα, ενώ πρόκειται περί του ακριβώς αντίθετου, αφού εάν το κράτος αντλεί ρευστότητα δεν είναι για να την κατακρατεί, αλλά για να εξασφαλίζει τις πληρωμές του προς την οικονομία. Ούτε αποτελεί επαρκή λόγο μια χώρα να εξαιρείται του γενικού προγράμματος της ΕΚΤ, με την αιτιολογία ότι αυτή βρίσκεται σε ειδικό πρόγραμμα.
Εκτός εάν η ΕΚΤ υιοθετεί την γερμανική λογική βάσει της οποίας απαγορεύεται κάθε διευκόλυνση προς τον οφειλέτη, καθ'όσον κάθε τι που τον σταθεροποιεί τον ενθαρρύνει στην καθυστέρηση των «αναγκαίων μεταρρυθμίσεων». Ωστόσο, εάν αυτό ισχύει και αφού ουδεμία μεταρρύθμιση είναι εφικτή σε συνθήκες κατάρρευσης της οικονομίας, το τελικό πόρισμα αυτής της λογικής θα ήταν ότι πρέπει πρώτα η οικονομία να καταρρεύσει για να μπορέσει μετά να μεταρρυθμισθεί και να τεθεί σε νέες βάσεις η ανάκαμψη της.
Υπό τις συνθήκες αυτές και όσο τα χρονικά όρια εκμετρούνται, ο τρόπος μεταχείρισης του οφειλέτη από τους εταίρους του δύσκολα διακρίνεται από την μέθοδο του «εικονικού πνιγμού» (waterboarding). Ο σκόπος δεν είναι πλέον η αποδοτικότητα των μέτρων, αλλά η επιβεβαίωση του ποιος είναι το αφεντικό στην Ευρώπη. Ωστόσο, η ηγεμονία δεν μπορεί να βασίζεται στην εξόντωση του ηγεμονευόμενου, αλλά στην σταθεροποίηση του. ΄Οπως και η πίστη δεν μπορεί να βασίζεται στον πνιγμό του οφειλέτη, αλλά στην στήριξη και εξασφάλιση της δυνατότητος του δημιουργίας νέου εισοδήματος ικανού να εξυπηρετήσει τις δανειακές υποχρεώσεις του.
Στην Ευρώπη σήμερα, μια χώρα κατισχύει όλων των άλλων. Ωστόσο, αυτό που της προσάπτεται δεν είναι η υπερβολική ισχύς της, αλλά ότι η ισχύς αυτή χρησιμοποιείται από την ίδια μόνον για επιβεβαίωση του ποιος έχει το επάνω χέρι, συντρίβοντας κάθε απόκλιση από αυτήν την παραδοχή, παρά για την σταθεροποίηση του χώρου τον οποίο φιλοδοξεί να ηγεμονεύει. Το ευρωπαϊκό πρόβλημα σήμερα δεν είναι η ηγεμονία της Γερμανίας, αλλά η ολιγωρία της να την αναλάβει. Η Αμερική και η Βρετανία έστησαν αυτοκρατορίες χρηματοδοτώντας τους ηγεμονευόμενους τους, το αυτό ακριβώς επιδιώκουν σήμερα η Κίνα και η Ρωσία. Μόνον η Γερμανία φαντάζεται την επιβεβαίωση της ισχύος της αφαιμάσσοντας τους δικούς της. Δεν είναι πρώτη φορά στην ιστορία που το άγχος του πιστωτή για την εξουσία τον εξωθεί στον πιο ακραίο παραλογισμό, ακόμη και ενάντια στο δικό του συμφέρον. Και φυσικά όσο ο βρόγχος σφίγγει στον λαιμό του οφειλέτη, τόσο περισσότερο σφίγγει επίσης για τις προσδοκίες του πιστωτή απο αυτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου