Πέμπτη, Απριλίου 30, 2015

Τα καλύτερα διηγήματα

 

Νίκος Βασιλειάδης*

Η Πεπατημένη



Οι όροι ήταν σαφείς, απλούστατοι και προπάντων, αναμφισβήτητοι: ή Θάσος ή τίποτα. Το αποτέλεσμα, το αναμενόμενο. Κάποιες ασθενείς αντιρρήσεις διετύπωσε, βέβαια, εκείνος ο Χωραφάς, αλλ' αυτός, έτσι κι αλλιώς ήταν άνθρωπος μουχλιάρης, γεννημένος γεροντοκόρη. Άλλωστε ατόνησαν αμέσως υπό το βάρος της ματιάς μου και της εδραίας παραδόσεως. Έτσι γινόταν πάντα τα τελευταία επτά χρόνια. Γι' αυτό και η στριγγή φωνή του κατεπνίγη αμέσως από τις διαμαρτυρίες των υπολοίπων: 
­ Σκάσε, ρε μαλάκα. Αφού τον ξέρεις... 
Σαράντα τεσσάρων ετών και με δεκαοχτώ χρόνια υπηρεσίας είχα από καιρού κατανοήσει και αποδεχθεί ότι ο δάσκαλος οφείλει να ξέρει καλύτερα από τους μαθητές του, χωρίς καμιάν ενοχή γι' αυτό. Και διεκπεραίωνα τα πράγματα με συνοπτικές διαδικασίες. 
Έτσι, βρεθήκαμε εκείνο το σούρουπο του Απριλίου να οδεύουμε προς το γνωστό ξενοδοχείο μέσα από τα στενά δρομάκια του Λιμένα, σ' ένα δρομολόγιο έμπειρα υπολογισμένο για τις πρώτες εντυπώσεις... 
Πρέπει να ομολογήσω ότι σαράντα χρόνια θερινών και μη διακοπών μου στη Θάσο δεν είχαν αρκέσει για να την μπουχτίσω, αντιθέτως, μάλιστα, εμπλούτιζαν όλο και περισσότερο τα συναισθήματα με τα οποία αποβιβαζόμουν κάθε φορά στη μικρή προβλήτα. Ίσως γιατί στις παραμυθένιες εκπλήξεις των παιδικών μου εξερευνήσεων, στις αβάσταχτες εφηβικές μου μελαγχολίες και στις εργώδεις ερωτικές επιδόσεις των φοιτητικών μου χρόνων είχε αρχίσει να προστίθεται αργά αργά και μία ακαθόριστη νοσταλγία, σαν κάτι να 'παίρνε να τελειώνει, καθώς αρμένιζα πλέον ανεπιστρεπτί προς τη μέση ηλικία. 
Δεόντως φορτισμένος, λοιπόν, κι εξαντλημένος επαρκώς από το μακρό ταξίδι, εβάδιζα με βέβαιο βήμα την πεπατημένη προς το ξενοδοχείο του Λάμπη, οδηγώντας μιαν ακόμη Α' Λυκείου στην πεπρωμένη της εκδρομή. Η άνοιξη ήταν προχωρημένη ­ το Πάσχα έπεφτε αργά εκείνη τη χρονιά ­ κι η βροχή που είχε πέσει νωρίτερα, κατάφερε απλώς να αναδίδονται εντονότερα τα αρώματα από τους κήπους. 
Ο Λάμπης είχε πάρει μερικά ακόμη κιλά και το πρόσωπό του ήταν πλέον πλήρης πανσέληνος, αλλ' αυτό δεν τον εμπόδισε να μας χαμογελάσει μέχρι τ' αυτιά. Εκ παραδόσεως, εμείς του κάναμε κάθε χρόνο ποδαρικό. Ανταλλάξαμε θερμές χειραψίες κι ευχήθηκε ένα απλόχερο «καλωσήρθατε» στα παιδιά, που παρακολουθούσαν με στωική βαριεστημάρα τους χαριεντισμούς μας. 
Η μάνα του Λάμπη ροβόλησε φουριόζα από την κουζίνα σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της και με φίλησε και στα δύο μάγουλα. Παλιότερα πάθαινα αμηχανία στο σημείο αυτό, αλλά εσχάτως είχα καταφέρει ν' αδιαφορώ για τα πνιχτά γελάκια των μαθητών μου. 
­ Ο κυρ Γιώργης; ρώτησα αμέσως, για να τελειώνουμε μιαν ώρα αρχύτερα με το τυπικό. 
­ Στον καφενέ ακόμα, είπε η κυρά Θέκλα και κάτι πήγε να σκοτεινιάσει στη ματιά της. 
­ Καλύτερα, κυρά Θέκλα, βιάστηκα να προφτάσω το κακό. Να τακτοποιηθούμε και τα λέμε μετά. 
Και μ' αυτά τελείωσε το διαπροσωπικό μέρος και ανέλαβα πάλι τα ηγετικά μου καθήκοντα. Η κατανομή στα δωμάτια έγινε με δημοκρατικές διαδικασίες: οι μαθητές πρότειναν ελεύθερα τις συγκατοικήσεις κι εγώ τις άλλαξα επίσης ελεύθερα, σύμφωνα με την προσχεδιασμένη ισορροπία. Έπειτα όρισα συγκέντρωση στο σαλονάκι σε μιάμιση ώρα, να πάμε για φαγητό κι ανεβήκαμε στα δωμάτια. 
Όπως πάντα, ο Λάμπης είχε ανάψει τα καλοριφέρ την τελευταία στιγμή κι οι τοίχοι σχεδόν έσταζαν από την υγρασία. Το ξενοδοχείο κλειστό όλο το χειμώνα, άνοιγε μόλις το Πάσχα. Έκανα ένα ντους ψιλοτουρτουρίζοντας, ντύθηκα γερά κι έκανα μια διερευνητική περιπολία στο διάδρομο. Οι φωνασκίες από τα δωμάτια ήταν οι αναμενόμενες, τίποτα το ανησυχαστικό. Το εξοντωτικό πρόγραμμα του ταξιδιού είχε επενεργήσει κατά προσδοκίαν. Είχα σαρανταπέντε λεπτά ακόμη και κατέβηκα στο σαλονάκι. Ο κυρ Γιώργης ήταν στο σύνηθες τραπεζάκι της γωνίας, μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία. Τον χαιρέτησα εγκαρδίως κι έκατσα να τον τιμήσω. Η κυρά Θέκλα έφερε τα κλασικά τσίπουρα και τις θρούμπες και τσουγκρίσαμε. 
­ Και πώς πάτε από υγεία; ρώτησε ο κυρ Γιώργης, κοιτώντας την τεράστια πασχαλιά στο πεζοδρόμιο, που βρισκόταν σε παραλήρημα ανθοφορίας. 
­ Καλά, κυρ Γιώργη. Λίγο με παίδεψε η μέση μου φέτος, του είπα. 
­ Τι λέεετε! είπε και κατέβασε μονορούφι το ποτηράκι. Η γυναίκα; Τα παιδιά; 
­ Όλοι καλά, δόξα τω Θεώ, απάντησα. Είχα παραιτηθεί από καιρού της προσπαθείας να τον πείσω ότι δεν ήμουν παντρεμένος. 
­ Τι λέεετε! είπε ο κυρ Γιώργης. 
Κατόπιν τούτου τον άφησα να κοιτά την πασχαλιά κι ήπια ένα ουίσκι στον πάγκο, ενώ ο Λάμπης μου εξέθετε τα προβλήματα του τουρισμού, χωρίς να τον ακούω. Δεν χρειαζόταν να τον ακούω για να νιώθω την ήρεμη χαρά του επανελθόντος νοσταλγού. 
Τα παιδιά είχαν αρχίσει να μαζεύονται στο σαλονάκι και η κυρά Θέκλα τους κέρασε τις καθιερωμένες πορτοκαλάδες. Έβαλα ένα δαχτυλάκι ουίσκι ακόμη, να τελειώσουν τα παγάκια και το πιπίλιζα αργά, χωρίς να γυρίσω προς τους μαθητές μου. Καθυστερούσα πάντα όσο γινόταν αυτή την αποκαλυπτική στιγμή.
­ Έτοιμοι, κύριε Λάζαρε, είπε δίπλα μου ο πρόεδρος της τάξης. 
­ Έρχομαι Κώστα, του είπα χαμογελώντας ειρηνικά, καθώς μέσα μου είχε ολοκληρωθεί εκείνο το ιδανικό κράμα οινοπνεύματος, κούρασης και ασφάλειας, που πάντα με γέμιζε με τρυφερότητα. Ο Κωστάκης ο Μούγιος φορούσε μαύρο παντελόνι και λουστρίνια, ριγέ πουκάμισο και μαύρο γιλεκάκι ξεκούμπωτο, είχε χωρίσει τα ξανθά μαλλιά του στη μέση και είχε καταβρεχτεί με κολώνια. Κάτι σαν αθηναίος έφηβος... 
Εξ ίσου δραματική ήταν η μεταμόρφωση και των υπολοίπων. Κοστουμάκια, γραβάτες, τσαχπίνικα μπουφάν, μίνι φουστίτσες, μπλουζάκια σφιχτά, ασφυκτιώντα στηθάκια και γλουτοί. Με συγκινούσε βαθύτατα πάντα, όταν τα πρωτόβλεπα αληθινά ανθρωπάκια, χωρίς τις αιώνιες ομοιόμορφες φόρμες της Σχολής... 
Έμπειρος ο Κοσμάς, της παραλιακής ταβέρνας, είχε ετοιμάσει άφθονα μπιφτέκια και τηγανητές πατάτες, τα οποία και κατασπάραξαν ακαριαία οι βουλιμιώντες έφηβοι. Απολύτως ιδιοτελώς, έκανα τα στραβά μάτια όταν ξεπερνούσαν τον πάγιο κανόνα «δύο άτομα, μία μπίρα», ώστε να αποτελειωθούν. Η πείρα μου εγγυάτο ότι η επερχόμενη θα ήταν και η μόνη νύχτα που θα μπορούσα να κοιμηθώ άφοβα, καθώς είχα προσθέσει στο τετράωρο ταξίδι μια δίωρη ξενάγηση στους Φιλίππους και μιάμιση ώρα περιήγηση στις ανηφοριές της Παναγίας στην Καβάλα. Μπορεί να ήταν θηριώδεις πηγές ενέργειας οι δεκαεξάρηδες, αλλά όχι ανεξάντλητες και είχα κι εγώ τον τρόπο μου. Και πράγματι, με την επιστροφή στο ξενοδοχείο, είχαν σε μία ώρα βυθιστεί στον ύπνο. «Μεγάλη εφεύρεση η πεπατημένη...», χαμογέλασα ικανοποιημένος από τη σοφία της ηλικίας μου και ξεράθηκα τυλιγμένος στα νοτισμένα σεντόνια. 
Στις οκτώ το πρωί, μετά από δύο καφέδες, άρχισα το επίπονο έργο της εγέρσεως εφήβων προ τη δεκάτης πρωινής. Με φωνές, αφαίρεση των κλινοσκεπασμάτων και κάποια καταβρέγματα περί τις οκτώμιση ήταν στο πόδι και ξεκινήσαμε για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις εννιάμιση, με μισή ώρα καθυστέρηση, όπως πάντα. Όλα πήγαιναν ρολόι. Τα παιδιά ήταν πάλι παιδιά, με τις φόρμες και τα σπορτέξ τους και κοιτούσαν παραξενεμένα εμένα, που είχα ντυθεί παρομοίως. Στην ανηφόρα για το αρχαίο θέατρο, μετά την εμβριθή ξενάγηση στην αρχαία Αγορά, ακούστηκαν οι γνωστές πρώτες διαμαρτυρίες και με χαιρεκακία τους είπα πως ακόμη δεν είδαν τίποτε. 
­ Θα το πω κι αυτό, κύριε; με ρώτησε η Αλεξάνδρα καθ' οδόν, ελαφρώς ιδρωμένη, και μου έδειξε τα χαρτιά της. 
­ Με γεια το μαλλί, της είπα διαπιστώνοντας ευχάριστα πως η αιώνια τσιτωμένη κόμη της είχε μεταβληθεί σε έναν χρυσοκάστανο κυματιστό χείμαρρο που έστεφε το κεφάλι της. 
Δεν ήταν καμιά μαθήτρια της προκοπής η Καραμήτσου, στην πραγματικότητα δε ήταν πάτος και την είχα αντίστοιχα βαθμολογημένη. Όθεν και δεν ανήκε στην χορεία των εκλεκτών μου. Γι' αυτό με είχε εντυπωσιάσει η επιμονή της να αναλάβει αυτή το ρόλο της Ιφιγένειας στη σκηνή της αναγνώρισης από την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», που σύμφωνα με το πάγιο πρόγραμμά μου, θα απαγγελλόταν στο θέατρο. Της έδωσα οδηγίες παρατηρώντας την κλεφτά. 
­ Βλέπεις και χωρίς γυαλιά; ρώτησα με πατρικό ενδιαφέρον. 
­ Φακοί επαφής, είπε χαμογελώντας αεράτα και πρόσεξα πως είχε καταπράσινα μάτια. [........]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΔΩ=> Η πεπατημένη

Νίκος Βασιλειάδης
Ο Νίκος Βασιλειάδης γεννήθηκε το 1942 σε επαρχιακή κωμόπολη της Μακεδονίας από γονείς πρόσφυγες. Σπούδασε κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει γράψει ποιήματα και πεζά και έχει μεταφράσει αρχαίους κλασικούς.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(1997) Le notaire, Kauffmann
(1995) Ο συμβολαιογράφος, Νεφέλη
(1990) Άγημα τιμών, Νεφέλη
(1989) Αγάθος, Νεφέλη
 
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2013) Συνταγές μέσα από τη λογοτεχνία, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2009) Παλίμψηστο Καβάλας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2002) Από το φωτεινό πέρασμα ενός ανθρώπου, Καινούργια Γη
(1999) Ξένος, ο άλλος μου εαυτός, Εκδόσεις Πατάκη
(1997) Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο, Κέδρος

*Πρώτη δημοσίευση του διηγήματος:  Εφημερίδα Τα Νέα. 
Περιέχεται στο συλλογικό έργο: "Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο", Κέδρος 1997
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αγάπη (2012): η καλύτερη ταινία του πολυβραβευμένου Μίκαελ Χάνεκε με δύο "τεράστιους" ηθοποιούς

    Το Αγάπη είναι αισθηματικό δράμα γαλλικής παραγωγής του 2012 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Μίχαελ Χάνεκε   Σκηνοθεσία: Μίχαελ Χάνεκε(1...