Τρίτη, Φεβρουαρίου 07, 2012

Ο ΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ

Jakob Carstens, "Ο μελαγχολικός Αίας με την Τέκμησσα και τον Ευρυσάκη" (περ. 1791)
*
Αας


σκότος,
μν φάος, 395
ρεβος φαεννότατον, ς μοί,
λεσθ λεσθέ μ οκήτορα,
λεσθέ μ· οτε γρ θεν γένος οθ μερίων
τ ξιος βλέπειν τιν ες νασιν νθρώπων. 400
λλά μ Δις
λκίμα θες
λέθρι ακίζει.
πο
τις ον φύγ;
πο
μολν μεν;
********************************************
Σκοτάδι εσύ, δικό μου φως,
υπέρλαμπρη μαυρίλα  ,
έλα  σε μένα , έλα, έλα  και πάρε με!
Γιατί  ούτε απ΄ τους θεούς μήτε απ΄τους ανθρώπους
δεν αξίζει να περιμένω  καμιά βοήθεια .
Μα η αντρειωμένη κόρη του Δία
σκληρά με βασανίζει.
Και πού να καταφύγω,
πού να ΄βρω μέρος να σταθώ;

[Μετάφραση: Gerontakos]
**************************************
*Αίας ο Τελαμώνιος, πρίγκηπας από τη Σαλαμίνα, ήρωας του Τρωικού πολέμου.

Ο ΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ 

**********************************

Όλα τα σπίτια κλειδωμένα, — εμένα μ' είχαν κλείσει απ' έξω. Χάλκινοι χαλκάδες
γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια
κυλούσαν απ' τους λόφους∙ — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι κύκλους - κύκλους
άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω μέσα. Δεν μπορούσα
μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματά μου
στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι
ακούστηκε να σέρνουν μια αλυσίδα, και σώπασαν τα πάντα.

Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα∙ — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι∙
επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οι φωτιές∙ τριγύρω οι μάντρες
σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες
κρεμόντανε στον αέρα, — κ' ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,
αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας
τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ' άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να μου ξεφύγουν
περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκάνιζαν
μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν
επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,
άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ' όνομά μου,
πάλι και πάλι τ' όνομά μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ' άδεια πιθάρια,
μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους τ' όνομά μου
άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη
μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ο Αίας, ο Αίας, ο Αίας»,
με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ο Αίας, ο Αίας», τόσο
που μίσησα για πάντα τ' όνομά μου, — ω, πια, να μην τ' ακούω,
κανένας να μην το προφέρει πια να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,
δεμένος κάτω απ' την κοιλιά του αλόγου μου. Δεν άντεξα τότε,
σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τούς μάντρωσα όλους,
τούς έσυρα εδώ μέσα — κοίταξέ τους — κ' ήτανε τα ζώα ετούτα.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Γιάννης Ρίτσος , "Αίας". Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978).


***********************************************

 
Ajax: Dirge (Αίας: Μοιρολόι)
By James Shirley
 (1596–1666)
The glories of our blood and state
Are shadows, not substantial things;
There is no armor against fate;
Death lays his icy hand on kings.
    Scepter and crown
    Must tumble down
And in the dust be equal made
With the poor crooked scythe and spade.

Some men with swords may reap the field
And plant fresh laurels where they kill,
But their strong nerves at last must yield;
They tame but one another still.
    Early or late
    They stoop to fate
And must give up their murmuring breath,
When they, pale captives, creep to death.

The garlands wither on your brow,
Then boast no more your mighty deeds;
Upon death’s purple altar now
See where the victor-victim bleeds.
    Your heads must come
    To the cold tomb;
Only the actions of the just
Smell sweet and blossom in their dust.
back to top

Δεν υπάρχουν σχόλια: