Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2008

Ο Μίλτος Πολυβίου για το "μ. Χ." του Αλεξάκη

ΜΙΛΤΟΥ ΠΟΛΥΒΙΟΥ
Σχετικά με το μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη " μ.Χ."*

Θέλω εξαρχής να δηλώσω ότι δεν διεκδικώ δάφνες λογοτεχνικού κριτικού και γι’ αυτό δεν θεωρώ τον εαυτό μου ως τον καταλληλότερο για να παρουσιάσω ή, έστω, να συμπαρουσιάσω το βιβλίο για το οποίο θα μιλήσουμε.

Άλλωστε ούτε τον συγγραφέα γνωρίζω προσωπικά, τον ξέρω μόνο από κάποια γραπτά του που έτυχε να διαβάσω παλαιότερα. Βρίσκομαι εδώ επειδή θεωρήθηκε από τους οργανωτές της παρουσίασης ότι η πολύχρονη επαγγελματική και επιστημονική σχέση με έναν συγκεκριμένο τόπο σε καθιστά επαρκή να μιλήσεις με κάποια εγκυρότητα για ένα βιβλίο που έχει ως πλαίσιο αναφοράς τον τόπο αυτό.
Δεν θα είχα καμιά επιφύλαξη για την σημασία που όντως θα είχε η παρουσία ενός γνώστη του εν λόγω τόπου εάν η παρουσίαση αφορούσε κάποιο βιβλίο με επιστημονικό χαρακτήρα, μια έρευνα, ένα περιηγητικό κείμενο.
Οι επιφυλάξεις μου οφείλονται στο ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μυθιστόρημα, οπότε εάν δεχτούμε ότι οι θεωρούμενοι ειδικοί ως προς το πλαίσιο αναφοράς του μυθιστορήματος είναι και προνομιακοί αναγνώστες του, έχουν δηλαδή περισσότερα εχέγγυα για να το κατανοήσουν και να το παρουσιάσουν πιο ολοκληρωμένα, τότε είναι σαν να ρίχνουμε εμμέσως αλλά σαφώς το βάρος στο πλαίσιο και όχι στην ουσία, στα πραγματολογικά συμφραζόμενα και όχι στην λογοτεχνία.
Εδώ όμως πρόκειται για λογοτεχνία, και στη λογοτεχνία σημασία δεν έχει αν οι πραγματολογικές λεπτομέρειες είναι ακριβείς ή όχι, αλλά τι νοητικά και συγκινησιακά ερεθίσματα προκαλεί στον αναγνώστη η ανάγνωση του κειμένου. Θα έλεγα μάλιστα πως ο θεωρούμενος γνώστης του πλαισίου αναφοράς ενός μυθιστορήματος, όχι μόνον δεν είναι προνομιακός αναγνώστης του, αλλά, τουναντίον, μειονεκτεί έναντι των άλλων, γιατί, όσο και αν δεν το επιδιώκει, ένα σημαντικό μέρος της προσοχής του στρέφεται ασυνείδητα στα πραγματολογικά στοιχεία και στο κατά πόσο αυτά δίνονται σωστά, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να μη μπορεί να αφεθεί ανεμπόδιστα στην απόλαυση του ίδιου του κειμένου.
Εν πάση περιπτώσει πάντως, ανεξάρτητα από τον βαθμό γνωριμίας των συζητητών με το πλαίσιο αναφοράς του βιβλίου, δηλαδή με το Άγιον Όρος, νομίζω πως η συζήτηση δεν θα πρέπει να εστιασθεί στο κατά πόσο οι πλευρές της αγιορείτικης πραγματικότητας, που αναδεικνύονται αμέσως ή εμμέσως στη ροή του κειμένου, δίνουν μια σωστή και ολοκληρωμένη εικόνα της. Εάν ο συγγραφέας απέβλεπε σε κάτι τέτοιο θα έγραφε μια πραγματεία ή κάποια μορφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Το ότι αντί αυτών μας δίνει ένα λογοτεχνικό κείμενο σημαίνει ότι, μπορεί βεβαίως να θίγει το θέμα Άγιον Όρος, αλλά στοχεύει πιο πέρα, δηλαδή, μέσω αυτού, θέλει να θέσει κάποια ευρύτερα θέματα.
Το επίκεντρο λοιπόν της συζήτησής μας θα πρέπει να είναι το πoια είναι τα θέματα αυτά και κατά πόσο τα εναύσματα που μας δίνει το κείμενο δίνονται με τέτοιο τρόπο που να γονιμοποιούν το δικό μας σχετικό προβληματισμό, ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε με τις απόψεις που έχει ο συγγραφέας, ή, ακριβέστερα, με τις απόψεις που νομίζουμε ότι έχει ο συγγραφέας, δεδομένου ότι με τη λογοτεχνία εκφράζονται περισσότερο ερωτήματα παρά βεβαιότητες.
Άλλωστε, όπως προανέφερα, δεν έτυχε να γνωρίσω προσωπικά τον συγγραφέα ώστε να ξέρω τις απόψεις του, θα έλεγα μάλιστα πως έτσι ίσως είναι καλύτερα, γιατί αυτό σε βοηθάει να κρίνεις περισσότερο ανεπηρέαστα το βιβλίο. Δευτερευόντως μπορούμε βέβαια να συζητήσουμε για τα αναφερόμενα περί Αγίου Όρους, αλλά αν επικεντρωθούμε εκεί πιστεύω θα αδικήσουμε τις προθέσεις του συγγραφέα, γι’ αυτό και εγώ θεώρησα σωστό τις πραγματολογικές παρατηρήσεις μου να τις διατυπώσω στον ίδιο και όχι να απασχολήσω την ομήγυρη με αυτές, συμβάλλοντας έτσι σε έναν αποπροσανατολισμό της συζήτησης από την ουσία του βιβλίου.
Τώρα, αφού ζητήσω να συγχωρήσετε τη μακρηγορία μου για πράγματα που είναι μάλλον αυτονόητα, θα πω λίγα για το πως είδα το βιβλίο ως ένας απλός μέσος αναγνώστης, αφήνοντας κάποιους αρμοδιότερους να πουν περισσότερα.
Κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας οδηγήθηκε στη συγγραφή του αναζητώντας ένα μυθιστορηματικό πλαίσιο μέσα από το οποίο να μπορεί να εκφρασθεί ένας διάλογος γύρω από κάποια ερωτήματα που τον απασχολούν. Προσπαθεί λοιπόν να στήσει το μυθιστόρημά του έτσι ώστε οι χαρακτήρες των προσώπων και η εξέλιξη του μύθου να δημιουργούν συνεχώς το κατάλληλο πεδίο για την ανάπτυξη του διαλόγου που επιδιώκει, ενός διαλόγου ο οποίος δεν αναφέρεται μόνον στη σχέση του αρχαιοελληνικού πνεύματος με τον χριστιανισμό και ειδικότερα με τον μοναχισμό, αλλά, σε ένα δεύτερο επίπεδο, αναφέρεται και στον έρωτα και, γενικότερα, στη ζωή.
Οι αφορμές για αυτό τον διάλογο προκύπτουν από το ότι τα χαρακτηριστικά του βασικού προσώπου, δηλαδή του αφηγητή, και των προσώπων με τα οποία αυτός έχει κάποια σχέση ή έρχεται σε κάποια επαφή μαζί τους, όπως επίσης και τα πλαίσια της ζωής του, είναι επιλεγμένα έτσι ώστε να δημιουργούν αντιθετικές καταστάσεις.
Αυτός είναι νεαρός φοιτητής αλλά καταλύτης για το ταξίδι του και τα εξ΄ αυτού ερεθίσματα είναι η συγκατοίκηση με την Ναυσικά, την ογδονταεννιάχρονη σπιτονοικοκυρά του. Έχει περιστασιακές σεξουαλικές συνευρέσεις και φαντασιώσεις συνευρέσεων με γυναίκες τελείως διαφορετικών προσανατολισμών ζωής, αλλά στην ουσία είναι ερωτευμένος με την νεανική εικόνα της Ναυσικάς. (Οι αναφορές του αφηγητή στον έρωτα του Χριστομάνου με τη Σίσσυ - που, όπως ακριβώς ο ίδιος σε σχέση με την σπιτονοικοκυρά του, ήταν κι εκείνος αναγνώστης της πριγκήπισσας - αποτελούν νομίζω έναν πρώτο υπαινιγμό επί του προκειμένου). Η μητέρα του είναι πολύ θρησκευόμενη, ο πατέρας του το τελείως αντίθετο. Παρακολουθεί μεταπτυχιακό τμήμα που ασχολείται με τους προσωκρατικούς, διαβάζοντας παράλληλα για τον αγιορείτικο μοναχισμό, και συγχρόνως συγκεντρώνει στοιχεία για εργασία που ετοιμάζει σχετικά με τις προχριστιανικές αρχαιότητες στον Άθω. Όλα αυτά τα ζεύγη με τα αντιπαρατιθέμενα δίπολα δίνουν συνεχώς εναύσματα για έναν πολυεπίπεδο διάλογο σχετικά με τους προσανατολισμούς της ζωής, με μια υφέρπουσα αλλά σαφή υπαρξιακή αγωνία.

Όσον αφορά τις ιδέες που υπερασπίζεται το βιβλίο, θα πρέπει εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε και πάλι πως στα θέματα αυτά τα συμπεράσματα δεν είναι εύκολα και μονοσήμαντα.
Η λογοτεχνία, θα πρέπει να το υπενθυμίζουμε πάντοτε έστω και αν αυτό καταντά ίσως κουραστικό, δεν είναι επιστημονική πραγματεία, μανιφέστο, ή διακήρυξη ιδεών. Η λογοτεχνία είναι, ή, έστω, προσπαθεί να είναι, ανάδειξη πτυχών της ανθρώπινης φύσης όπως αυτές αποκαλύπτονται υπό την επίδραση σχέσεων και καταστάσεων που κατασκευάζει προς τούτο ο συγγραφέας. Ως εκ τούτου η αποσαφήνιση των ιδεών που υπερασπίζεται ένα λογοτέχνημα δεν είναι πάντα τόσο εύκολη, γιατί αυτές δεν εκφράζονται ευθέως αλλά εμμέσως. Δηλαδή το πρόσωπο που εκφράζει στο λογοτέχνημα κάποιες ιδέες, το πλαίσιο μέσα στο οποίο τις εκφράζει, το πότε τις εκφράζει, σε ποιόν τις εκφράζει, κτλ., μπορούν να τις ενισχύουν, να τις διαφοροποιούν, ή να τις υπονομεύουν.
Το ίδιο ενίοτε συμβαίνει, σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό, ακόμη και με τα πραγματολογικά στοιχεία ενός μυθιστορήματος, στα οποία μπορεί ενδεχομένως να υπάρχουν ηθελημένες ανακρίβειες με σκοπό να χαρακτηρίσουν ανάλογα το πρόσωπο που τις εκφράζει. Έτσι και στο βιβλίο για το οποίο μιλάμε υπερτονίζονται κάποιες πλευρές της αγιορείτικης πραγματικότητας και υποβαθμίζονται κάποιες άλλες για να γίνει δυνατή η ανάδειξη των ερωτημάτων που θέτει ο συγγραφέας.
Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτό πρέπει να δούμε και τις ιδέες που διατυπώνονται εδώ. Το μυθιστόρημα για το οποίο μιλάμε φαίνεται βέβαια να έχει μια σαφή τοποθέτηση, ας είμαστε όμως και εδώ κάπως συγκρατημένοι.
Πολλοί θα θεωρήσουν ίσως ότι πρόκειται για μια σαφέστατη και κατηγορηματική διατύπωση αντίθεσης προς τον χριστιανισμό εν γένει και ειδικότερα προς μια από τις θεωρούμενες ως πιο ασυμβίβαστες εκφράσεις του, τον αγιορείτικο μοναχισμό. Κατά τη γνώμη μου μια τέτοια άποψη είναι πολύ απόλυτη, και μπορεί να προκύψει μόνον μετά από μια μάλλον βιαστική και επιπόλαια ανάγνωση του κειμένου. Βεβαίως στο βιβλίο φαίνεται να καταγγέλλονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι φανατισμοί, οι μισαλλοδοξίες, οι ιδιοτέλειες και οι τυπολατρικές αγκυλώσεις που συναντά κανείς συχνότατα στη ζωή των εκκλησιών και του μοναχισμού, όμως αυτό δεν σημαίνει νομίζω πως η αρνητική αντιμετώπιση αφορά γενικά την ιδιότητα του πιστού χριστιανού.
Ας θυμηθούμε εν προκειμένω την έκδηλα ευνοϊκή διάθεση που εκδηλώνεται προς τα πρόσωπα που διαπνέονται από γνήσια υπαρξιακή αγωνία και αφανάτιστη ένταξη στον ορθόδοξο μοναχισμό, όπως είναι ο Άρης, ο Περουβιανός μοναχός, ή ο αδελφός της Ναυσικάς. Ο αφηγητής δεν είναι χωρίς μεταφυσικά ερωτήματα, αφού π.χ. διαλέγεται με τον νεκρό αδελφό του και θεωρεί ότι η ιδέα πως το σύμπαν δεν είναι δημιούργημα κανενός είναι εξίσου εξωφρενική με την ιδέα ότι κάποιος το δημιούργησε.
Εν τέλει αν επιμένουμε να καταλήξουμε στο ποιες είναι οι βασικές ιδέες από τις οποίες διαπνέεται το βιβλίο, θα ξεχώριζα ως πιο σαφείς την έντονη επιφύλαξη προς όσους κυριαρχούνται από βεβαιότητες και όχι από ερωτήματα, την έκδηλη αποστροφή προς τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, την απόρριψη των εξουσιαστικών αντιλήψεων που χαρακτηρίζουν συχνότατα τις εκκλησίες. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους εκδηλώνει την αμέριστη προτίμησή του προς το αρχαιοελληνικό πνεύμα, το οποίο και αντιπαραθέτει στις αντιλήψεις αυτές ως αντίποδά τους
Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί πως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν περισσότερο ως διακηρύξεις και λιγότερο από κάποια γνήσια μυθιστορηματική διαλεκτική, όπως, αντίθετα, συμβαίνει με την απόλυτη αποδοχή του έρωτα ως του πρωταρχικού στοιχείου της ζωής, θέση που αποτελεί το υφέρπον αλλά εν τούτοις κυρίαρχο κατά τη γνώμη μου στοιχείο του βιβλίου, η οποία αναδεικνύεται μέσα από μια πραγματικά λογοτεχνική διαπραγμάτευση.
Είναι πολύ χαρακτηριστική εν προκειμένω η έκδηλη συμπάθεια προς εκείνους που έχουν πληγωθεί ερωτικά, όπως επίσης και το ότι τα πρόσωπα του βιβλίου που έχουν γνήσια υπαρξιακή αγωνία έχουν ως αφορμή της τον έρωτα. Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως και το ενδιαφέρον του ίδιου του αφηγητή για το Άγιον Όρος πηγάζει εν πολλοίς από τον έρωτά του προς το νεανικό είδωλο της Ναυσικάς, ως αντανάκλαση του δικού της ενδιαφέροντος για τον συγκεκριμένο τόπο.

Δεν θα ήθελα να συνεχίσω άλλο, γιατί νομίζω πως η συζήτηση θα είναι πιο αποδοτική από τους μονόλογους, αρκεί να μην ξεχνάμε πως συζητούμε για λογοτέχνημα και όχι για πραγματεία.
Μίλτος Πολυβίου, Δρ Αρχιτέκτων- Αρχαιολόγος

* Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο είναι η εισήγηση του Μ.Π.
στη χθεσινοβραδινή εκδήλωση- παρουσίαση του βιβλίου
του Βασίλη Αλεξάκη "μ.Χ." στην "Πρωτοπορία" Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ S11E06: ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Επειδή ξέρουμε ότι θα μας υπενθυμίσετε πολλές φορές ότι δεν έχουμε χούντα, το λέμε ...