Μπερντ Μπελίνα: Το γερμανικό «success story», οι μύθοι, το χρέος και η ενοχή
- Ενθέματα της Αυγής, 15.11.2015
Μιλάει για το «γερμανικό θαύμα», τις οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις στη γερμανική κοινωνία, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό, το χρέος και τη θεωρητική συμβολή του Νίκου Πουλαντζά
Ο Μπερντ Μπελίνα είναι ένας σημαντικός εκπρόσωπος της κριτικής γεωγραφίας με βασικά ερευνητικά ενδιαφέροντα τον ιστορικο-γεωγραφικό υλισμό, την αστική και πολιτική γεωγραφία και την κριτική εγκληματολογία. Από το 2008 διδάσκει στο Τμήμα Ανθρωπογεωγραφίας του Πανεπιστημίου Γκαίτε στη Φρανκφούρτη. Ως επισκέπτης-καθηγητής του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστήμιου έδωσε διάλεξη (19.10.2015) με θέμα την κρίση στη Γερμανία, τις πολιτικές λιτότητας και την ιδεολογία. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο συνάντησης στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.
* Στην πρόσφατη διάλεξή σας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο αναφερθήκατε στο «success story» της Γερμανίας στην εποχή των πολιτικών λιτότητας στην Ε.Ε., δίνοντας έμφαση στην αντιφατική εικόνα με τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας και την καθοδική πορεία των μισθών. Τελικά σε ποιους παράγοντες στηρίζεται αυτό το «επιτυχημένο» παράδειγμα το οποίο σύμφωνα με την Άνγκελα Μέρκελ οφείλουν να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες;
Τα τελευταία δέκα χρόνια η κοινή γνώμη της Γερμανίας είναι πεπεισμένη ότι η χώρα αποτελεί ένα μεγάλο «success story». Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι περισσότεροι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι «εμείς», οι Γερμανοί είμαστε ανταγωνιστικοί και οι άλλοι πρέπει να μάθουν από εμάς. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί μύθοι που αξίζει να αναφερθούν.
Πρώτα απ' όλα, το «θαύμα» της γερμανικής οικονομίας στηρίζεται σε αρκετά επιτυχημένους, αλλά ελάχιστους και σαφώς προσανατολισμένους στις εξαγωγές τομείς που αφορούν κυρίως κλάδους της βιομηχανίας. Κατά κύριο λόγο αναφερόμαστε στην αυτοκινητοβιομηχανία, την παραγωγή μηχανικού εξοπλισμού, σε ορισμένες βιομηχανίες παραγωγής χημικών, ενώ άλλοι τομείς της γερμανικής βιομηχανίας παρακμάζουν και κατά τα τελευταία είκοσι ή τριάντα χρόνια έχουν χάσει τη δυναμικότητά τους. Συνεπώς, το επιτυχημένο παράδειγμα της Γερμανίας είναι αρκετά περιορισμένο, καθώς συνδέεται με πολύ συγκεκριμένους κλάδους και συγκεκριμένες περιφέρειες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Νότια Γερμανία είναι πολύ πιο πλούσια από τη Βόρεια και την Ανατολική. Παρόλο που οι άνθρωποι με μόνιμες θέσεις εργασίας στην BMW ή την Volkswagen έχουν τη δυνατότητα να ζουν καλά ως εργαζόμενοι, ουσιαστικά αποτελούν τη μειοψηφία. Στην πραγματικότητα, ο λόγος της επιτυχίας των βιομηχανιών εξαγωγικού προσανατολισμού είναι η μείωση των μισθών για το 1/3 περίπου του πληθυσμού τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε από τις αρχές του 2000 ενορχηστρωμένη από το κράτος με στόχο τη μείωση των μισθών και την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας συγκεκριμένων κλάδων της γερμανικής βιομηχανίας. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει ίσως να σημειωθεί ότι κατά το πρώτο διάστημα υπήρξε μια δημόσια κατακραυγή για τη μείωση των μισθών στη Γερμανία και ήταν η περίοδος της δημιουργίας του κόμματους Die Linke ως μια συνένωση των αριστερών κομμάτων. Σήμερα, το Die Linke αποτελεί το πιο σημαντικό κόμμα της αντιπολίτευσης στη Γερμανία.
Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία της Γερμανίας είναι η εισαγωγή του κοινού νομίσματος, του ευρώ. Τη στιγμή της δημιουργίας του ευρώ το μάρκο ήταν υποτιμημένο. Στο σύνολό της η παραγωγική γερμανική βιομηχανία συνέχιζε να επωφελείται από την προηγούμενη υποτίμηση του νομίσματος και εντός της κοινής αγοράς με την εξαγωγή πολλών προϊόντων εντός της ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα οι εξαγωγές της προς την Ελλάδα. Και, βέβαια, οι εξαγωγές από τη Γερμανία στην Ελλάδα είναι αρκετά μεγαλύτερες από τις εισαγωγές από την Ελλάδα προς τη Γερμανία. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν πολλές αρνητικές πτυχές αυτής της ιστορίας. Μια αρκετά κοινότυπη πτυχή είναι ότι αν όλες οι χώρες είχαν περισσότερες εξαγωγές απ' ό,τι εισαγωγές, το σύστημα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Κάποιος πρέπει να αγοράζει αυτά τα εξαγόμενα προϊόντα. Συνεπώς, όλες οι χώρες δεν μπορούν να ακολουθήσουν το μοντέλο της Γερμανίας και στο πλαίσιο της ευρωζώνης αυτό το σημείο ίσως είναι πολύ σημαντικό.
* Το «success story» αναφέρεται στο σύνολο της γερμανικής κοινωνίας;
Ένα σημαντικό στοιχείο αναφορικά με τη γερμανική κοινωνία είναι ότι το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού είναι αποκλεισμένο από αυτό το οικονομικά επιτυχημένο μοντέλο και είναι συγκεντρωμένο σε συγκεκριμένες περιφέρειες, κυρίως στην Ανατολική Γερμανία και σε παλιές βιομηχανικές περιοχές στη Δυτική Γερμανία. Σε αυτές τις περιοχές τα ποσοστά ανεργίας είναι υψηλότερα συγκριτικά με άλλες περιοχές της χώρας. Επιπλέον, παρατηρείται μια εθνοτική συγκέντρωση ανθρώπων οι οποίοι δεν αποτελούν μέρη αυτού του οικονομικού θαύματος, όπως συμβαίνει με τους ξένης καταγωγής διαμένοντες στη Γερμανία, κυρίως όσους έχουν τουρκική και αραβική καταγωγή. Αυτές οι δυο πληθυσμιακές ομάδες δεν έχουν φωνή στον δημόσιο διάλογο και, με εξαίρεση το Die Linke και ορισμένες φορές τα συνδικάτα κανένας δεν αναφέρεται σε αυτό το ένα τρίτο του πληθυσμού το οποίο περισσότερο ή λιγότερο είναι αποκλεισμένο από αυτό το «success story».
Επιπλέον, τις τελευταίες βδομάδες είμαστε μάρτυρες ενός άλλου σημαντικού ζητήματος το οποίο συνδέεται με τα παραπάνω. Αρκετοί άνθρωποι γερμανικής καταγωγής που δεν είναι μέρη αυτού του «success story» αρχίζουν να διαμαρτύρονται ενάντια στην εισροή μεταναστών στη Γερμανία για έναν «υλικό λόγο». Λένε: «Ασφαλώς τα χρήματα τα οποία προορίζονται για τους πρόσφυγες σίγουρα δεν πηγαίνουν σε εμάς», καθώς αρκετοί απ' αυτούς είναι χαμηλόμισθοι και στηρίζονται στο κράτος πρόνοιας. Συνεπώς, διαμορφώνεται ένας νέος ανταγωνισμός σχετιζόμενος με ένα οικονομικό υλικό υπόβαθρο. Πρώτα και κύρια, όμως, είναι μια ρατσιστική κραυγή με την ανάδυση ενός ρατσιστικού κινήματος το οποίο δεν αφορά μόνο τους φτωχούς οι οποίοι είναι κατά των προσφύγων, αλλά και τμήματα των μεσαίες τάξεων τα οποία αισθάνονται ότι απειλούνται. Μερικά χρόνια πριν, υπήρχε μια συζήτηση που υποστήριζε ότι στη Γερμανία δεν υπάρχουν πια τάξεις και όλοι είναι εύποροι. Όπως, όμως, ανέφερα και πριν, οι άνθρωποι που εργάζονται στην Volkswagen ως μόνιμοι έχουν ένα καλό επίπεδο διαβίωσης, αλλά αυτό αρχίζει και μεταβάλλεται και στο μέλλον μπορεί να αλλάξει με ταχύτερο ρυθμό και κανένας δεν μπορεί να κάνει ασφαλείς προβλέψεις.
Ως εκ τούτου, υπάρχουν δυο ζητήματα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους. Η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας και η περίπτωση των ρατσιστικών κινημάτων, όπως το Pegida, τα οποία στρέφονται εναντίον των προσφύγων. Σήμερα, σε σχέση με το ζήτημα των προσφύγων υπάρχει μια διαφορά σε σύγκριση με πριν είκοσι χρόνια. Η κυβέρνηση, ή τουλάχιστον ένα μέρος της κυβέρνησης, δεν εμπλέκεται στη ρατσιστική συζήτηση και δεν το αξιοποιεί προκειμένου να νικήσει στις εκλογές. Ένα άλλο τμήμα της κυβέρνησης, και συγκεκριμένα η Άνγκελα Μέρκελ, άνοιξε τα σύνορα για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε την έκβαση. Πρόσφατα ήμασταν μάρτυρες της σύγκρουσης εντός της κυβέρνησης και του ηγεμονικού μπλοκ --για να χρησιμοποιήσουμε και την ορολογία του Πουλαντζά-- για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί το ζήτημα των ξένων. Οι διαφορές είναι τεράστιες. Από τη μια πλευρά, υπάρχει η Άνγκελα Μέρκελ και οι στενοί της σύμμαχοι εντός του κόμματος και κυρίως οι στενοί της σύμμαχοι εντός του κεφαλαίου, όπως είναι οι σύνδεσμοι των βιομηχάνων που υποστηρίζουν ότι από τη στιγμή που η γερμανική αγορά εργασίας αρχίζει να εξαντλεί τα αποθέματα της εργατικής της δύναμης χρειάζονται αυτούς τους ανθρώπους για δημογραφικούς λόγους. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν άλλα τμήματα εντός των Χριστιανοδημοκρατών, καθώς και το βαυαρικό αδερφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών και γίνονται ολοένα και πιο δυνατές οι φωνές που λένε ότι «εμείς», η Γερμανία, δεν μπορούμε να ενσωματώσουμε πολλούς ξένους. Αυτό μας πάει πίσω στην παλιά αντίληψη για έναν κρατικό ρατσισμό που συνήθως κερδίζει στις εκλογές.
* Πιστεύετε ότι υπάρχει ένας κρατικός ρατσισμός ή πρέπει να αναφερόμαστε σε έναν εθνικισμό;
Προφανώς, ορισμένες φορές είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στον εθνικισμό και τον ρατσισμό. Επίσης, στο εσωτερικό της Αριστεράς υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για τη σύνδεση μεταξύ των δυο όρων. Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ και άλλοι υποστηρίζουν ότι ο εθνικισμός βασίζεται σε έναν συγκεκριμένο είδος ρατσισμού, αλλά οι όροι δεν είναι ταυτόσημοι. Επιπλέον, σήμερα ο ρατσισμός δεν αφορά τόσο τις γενετικές διαφορές και τον παλιό διαχωρισμό ανάμεσα στους ανθρώπους γερμανικής ή μη καταγωγής, αλλά σχετίζεται με πολιτισμικά και άλλα παρεμφερή ζητήματα. Η συζήτηση στη Γερμανία αφορά τόσο τον εθνικισμό όσο και τον ρατσισμό. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι Γερμανοί πολίτες και έχουν κάθε δικαίωμα συμμετοχής στη δημόσια σφαίρα, αλλά έχουν το «λάθος» χρώμα δέρματος και ως εκ τούτου υφίστανται διακρίσεις. Σε συνεντεύξεις, νεαροί αραβικής καταγωγής λένε χαρακτηριστικά: «Γαμώτο! Είμαι Γερμανός πολίτης. Δεν έχουν δικαίωμα να το κάνουν αυτό σε μένα, αλλά συνεχώς υφίσταμαι αστυνομικούς ελέγχους». Γι' αυτό είναι αρκετά δύσκολη η διάκριση μεταξύ εθνικισμού και ρατσισμού.
* Όπως έχετε επισημάνει, η συζήτηση για την κρίση στη Γερμανία αποσιωπάται από τον δημόσιο διάλογο και αυτό συνδέεται με τον εθνικισμό, καθώς και με τη συσχέτιση του χρέους (Shulden) με την ενοχή (Schuld). Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους οι Γερμανοί δεν θεωρούν ότι υπάρχουν προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας τους;
Στο πλαίσιο του κυρίαρχου δημόσιου διαλόγου υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους δεν γίνεται αναφορά στο κόστος της επιτυχημένης οικονομικής πορείας της Γερμανίας. Ένας απ' αυτούς είναι ότι την τρέχουσα περίοδο εντός του ευρώ ασφαλώς είναι πολύ πιο εύκολο να κατηγορείς τους άλλους ότι είναι ένοχοι και ευθύνονται για την κρίση του κοινού μας νομίσματος. Πριν δυο ή τρία χρόνια θεωρούσαν ένοχες όλες τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Σήμερα, βέβαια, όλη η συζήτηση σχετίζεται κυρίως με την Ελλάδα για προφανείς λόγους, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη της αριστερής κυβέρνησης, που κάνει πιο εύκολη τη στοχοποίηση. Σε αυτό, λοιπόν, το σημείο είναι που το χρέος ισοδυναμεί με την ενοχ, κι αυτό στη γερμανική γλώσσα είναι λογικό. Για παράδειγμα, ο Ντέιβιντ Γκρέμπερ στο βιβλίο του Χρέος. Τα πρώτα 5.000 χρόνια [στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μετάφραση Γιάννη Βογιατζή, Γιώργου Καράμπελα και Γιάννη Πεδιώτη, από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες] αναφέρει ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας πάντα υπήρχε μια σύνδεση μεταξύ του χρέους και της ενοχής: για κάποιο λόγο η κοινή γνώμη έχει την τάση να επικεντρώνεται στον οφειλέτη ο οποίος για έναν ορισμένο λόγο είναι ένοχος και ποτέ στον πιστωτή, ο οποίος στην πραγματικότητα θεσμικά επωφελείται από αυτή τη σχέση από τη στιγμή που λαμβάνει τόκους από τα χρήματα τα οποία δανείζει. Ουσιαστικά, θα είχε περισσότερο νόημα αν εστιαζόμασταν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία δανείζουν χρήματα και κερδοσκοπούν. Για παράδειγμα, όπως ανέφερα προηγουμένως, η Ελλάδα πληρώνει για τις εξαγωγές της Γερμανίας.
Ποιοι είναι, λοιπόν, οι λόγοι για τους οποίους οι Γερμανοί δεν θεωρούν ότι υπάρχουν προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας τους; Η Γερμανία πάντα πίστευε ότι είναι ένα επιτυχημένο παράδειγμα γιατί θεωρεί ότι αποτελείται από «καλούς» ανθρώπους που είναι σκληρά εργαζόμενοι, φερέγγυοι και τυπικοί. Συνήθως, όμως, ξεχνούν να αναφέρουν ότι από το 1948 η Γερμανία έχει λάβει μεγάλη χρηματοδοτική βοήθεια κυρίως από τις ΗΠΑ, στη δεκαετία του 1950 έγινε διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του εξωτερικού χρέους της και, όπως ανέφερα προηγουμένως, η δημιουργία του κοινού νομίσματος, παράλληλα με τις άλλες ευνοϊκές πτυχές των εφαρμοζόμενων νομισματικών πολιτικών, συνέβαλαν στην οικονομική επιτυχία της Γερμανίας. Προφανώς, όλα αυτά δεν σχετίζονται με το κατά πόσο οι άνθρωποι θέλουν ή όχι να εργαστούν, αλλά με το προφανές αποτέλεσμα αυτής της επιτυχημένης ιστορίας της οικονομίας της Γερμανίας. Ένα λόγος για τον οποίο η δημόσια γνώμη θεωρεί ότι όλα είναι τέλεια στη Γερμανία είναι το γεγονός ότι εντός της κρίσης του ευρώ οι Γερμανοί πιστεύουν ότι όλοι οι άλλοι ζουν πάνω από τις δυνατότητες τους και «εμείς», οι Γερμανοί. πρέπει να τους διασώσουμε, το οποίο δεν αποτελεί μια οικονομικά και πολιτικά ορθή θέση. Παρ' όλα αυτά, είναι μια θέση την οποία υποστηρίζει η πλειοψηφία της χώρας και οδηγεί στην εύκολη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει κρίση στη Γερμανία, αλλά υπάρχει κρίση στην Ελλάδα και σε άλλα μέρη της Ευρώπης.
* Στις αναλύσεις σας χρησιμοποιείτε τις θεωρητικές προσεγγίσεις του Ν. Πουλαντζά. Θεωρείτε σημαντική τη συμβολή του έργου του σήμερα;
Από τη δεκαετία του 1970 στους Γερμανούς μαρξιστές ήταν σημαντική η συμβολή του Ν. Πουλαντζά, και τα τελευταία δέκα χρόνια υπάρχει ένα ισχυρό ρεύμα αναβίωσης. Η υλιστική θεωρία του κράτους είναι αρκετά χρήσιμη για όσα ανέπτυξα παραπάνω. Για να αναφέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές του είναι ότι μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο, σε συγκεκριμένες καταστάσεις, διαφορετικά μέρη του κράτους λειτουργούν το ένα εναντίον του άλλου. Ο Ν. Πουλαντζάς, ακολουθώντας το έργο του Μαρξ, του Γκράμσι και του Αλτουσέρ, αλλά δίνοντας έμφαση στις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις εντός του κράτους, μας βοηθά να κατανοήσουμε τις συγκρούσεις εντός της γερμανικής κυβέρνησης, τόσο σε σχέση με το σημερινό προσφυγικό ζήτημα, όσο και με τη μείωση των μισθών τα τελευταία είκοσι χρόνια. Οι υπουργοί Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας ήταν πάντα απρόθυμοι, ενώ οι υπουργοί Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Υποθέσεων ήταν αυτοί που πάντα πίεζαν για μειώσεις μισθών και υπήρχαν συγκρούσεις εντός κυβέρνησης. Επίσης, υπήρχαν συγκρούσεις αναφορικά με το διεθνοποιημένο κράτος στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Είναι, λοιπόν, χρήσιμη η συμβολή του έργου του Ν. Πουλαντζά για την κατανόηση της θέσης των κυβερνήσεων. Αυτές οι κυβερνήσεις δεν είναι απλώς εργαλεία, αλλά στενοί σύμμαχοι του κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν βρίσκονται πάντα στην ίδια γραμμή με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου και δημιουργούνται συγκρούσεις και εντός του κράτους. Επιπλέον, η συμβολή του είναι σημαντική και για την κατανόηση της σημερινής κατάστασης στα νοτιοευρωπαϊκά κράτη γιατί ορισμένοι αριστεροί, κυρίως όμως αναρχικοί και αυτόνομοι μαρξιστές, έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται το κράτος απλώς ως εργαλείο του κεφαλαίου και της κυριαρχίας· ασφαλώς είναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι αρκετά πιο σύνθετο, και ο Ν. Πουλαντζάς μας βοήθησε στο να κατανοήσουμε το πόσο σημαντική είναι η εμπλοκή με τον κρατικό μηχανισμό. Αυτό είναι και ένα από τα βασικότερα ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
απομαγνητοφώνηση-μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου