Πέμπτη, Νοεμβρίου 05, 2015

«Ξεκουράζω το κεφάλι μου στη ζυγαριά του Ε.Χ. Γονατά...»


Ο Χρ. Αστερίου στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Columbia  
 
Ο Χρ. Αστερίου στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Columbia
 
Δεν είναι εύκολο να επιλέξει κανείς λίγα μόνο βιβλία από εκείνα που διαβάστηκαν σε σημαντικές περιόδους ή συνδέονται με συγκεκριμένες εποχές και καταστάσεις της προσωπικής του ζωής χωρίς να αφήσει εκτός λίστας μια σειρά τίτλων που θα είχαν δικαιωματικά μια θέση σ’ αυτήν. Χωρίς σειρά προτίμησης ξεχώρισα έξι από αυτά….

► Ιούλιος Βερν, «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από την θάλασσα» (μτφρ. Πέτρος Αθανασίου, Εκδ. Παπαδόπουλος, 2004).
Η γενιά των smartphones δεν μοιάζει να μαγεύεται με τον Κάπτεν Νέμο ούτε να ακολουθεί το σκάφος του στα βάθη των ωκεανών με τον ίδιο ενθουσιασμό όπως η δική μου παλαιότερα. Εχοντας γεννηθεί στο μεταίχμιο μεταξύ αναλογικής και ψηφιακής εποχής, τότε που τα τηλέφωνα είχαν κερματοδέκτη και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια –ακόμη ασπρόμαυρα– έκαναν μόλις την εμφάνισή τους, τα βιβλία του Ιουλίου Βερν ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο του μέλλοντος. Τα φινιστρίνια του Ναυτίλου ήταν η δική μας οθόνη αφής και η ενεργοποίησή της γινόταν μόνο με τα δάχτυλα της φαντασίας.

► Ράινερ Μαρία Ρίλκε «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» (μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Εκδ. Ικαρος, 2010).

Ψιθυριζόταν πως ο Ελύτης περνούσε κάποιες ώρες στον «Ικαρο» και ως νεαρός στιχοπλόκος περπατούσα πάνω-κάτω την οδό Βουλής με την ελπίδα πως θα τον δω. Σε μια από τις σπάνιες, δειλές εισόδους μου στο βιβλιοπωλείο άρπαξα την έκδοση των «Γραμμάτων» και στάθηκα μπροστά στο ταμείο. Κράτησα την ανάσα μου για μερικά δευτερόλεπτα περιμένοντας ν’ ακούσω τη φωνή του από το πατάρι -χωρίς αποτέλεσμα. Οταν πήρα άπρακτος και κάπως απογοητευμένος τον δρόμο του γυρισμού δεν μπορούσα να γνωρίζω πως σύντομα ένας άλλος ποιητής θα μου ταχυδρομούσε τις πιο σημαντικές επιστολές που είχα διαβάσει.
► Ε.Χ. Γονατάς «Η προετοιμασία» (Εκδ. Στιγμή, 1991).
Ποιος ήταν αυτός που ανεβοκατέβαινε μέσα στο σκοτάδι τις σκάλες με μάτια κλειστά κι ακουμπούσε το κεφάλι του στη ζυγαριά να δει τι βάρος έχει; Εμαθα πως είχε κόψει το κεφάλι του χιλιάδες φορές κι αν ήθελα ποτέ να τον δω θα ’πρεπε να παραφυλάω στην κατηφόρα της Ζωοδόχου Πηγής λίγο μετά το μεσημέρι του Σαββάτου. Φορούσε πουκαμίσες και παντελόνια από καλό λινάρι κι έλεγε ιστορίες από τη ζωή στις εξοχές, για γούρνες με νερό, πασχαλιές και μηλάχλαδα, μα πάντα με τον φόβο μιας απρόσμενης καταστροφής κι ενός αιφνίδιου θανάτου. Κάθε φορά που παρασύρομαι από το ρεύμα των ημερών διαβάζω το κείμενο του Ε.Χ. Γονατά και ξεκουράζω το κεφάλι μου στην κρύα επιφάνεια εκείνης της παλιάς ζυγαριάς με τα δυο αντικριστά περιστέρια.

► Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ» (μτφρ. Α.Κ. Χριστοδούλου, 1992, Εκδ. Gutenberg).

Ο Μόμπι Ντικ περίμενε για χρόνια στο ράφι μέχρι να βρω τη βαθιά ανάσα και την αφοσίωση που χρειαζόταν για να ακολουθήσω τον βηματισμό του. Προσπάθησα να τον διαβάσω με την ίδια μεθοδικότητα που είχε γραφτεί, αργά και με πρόγραμμα - λέξη προς λέξη, γραμμή προς γραμμή, κεφάλαιο προς κεφάλαιο. Ηταν ένα μακρύ, αθηναϊκό καλοκαίρι και οι σελίδες του τόμου προσέφεραν μοναδική πρόσβαση σε μια θάλασσα επικίνδυνη μα γι’ αυτό γοητευτική. Παρόλο που εκείνη την περίοδο δεν έλειψα στιγμή από το αττικό λεκανοπέδιο είδα τον εαυτό μου να επιστρέφει γενειοφόρος τον Σεπτέμβριο από ένα μακρύ, εσωτερικό ταξίδι.

► Θανάσης Βαλτινός, «Ο τελευταίος Βαρλάμης» (Εκδ. Εστία, 2010).

Ξεκίνησα τη δεύτερη ανάγνωση του «τελευταίου Βαρλάμη» σ’ ένα βαγόνι που περίμενε σταματημένο στον σταθμό της Κηφισιάς κι ώς την Ομόνοια την είχα ήδη ολοκληρώσει. Ο Βαρλάμης ήταν ένα πυκνό διακειμενικό παιχνίδι και μαζί μια από τις πιο σαγηνευτικές ιστορίες του νεότερου ελληνικού έθνους, γραμμένη από τον πιο αφερέγγυο καλλιτέχνη ιστορικό. Αδιαφόρησα για τις ποινικές συνέπειες κι αφού τράβηξα το φρένο ασφαλείας έπιασα να διαβάζω δυνατά το κείμενο από την αρχή σ’ όσους ταξίδευαν μαζί μου στο βαγόνι. Ηταν σκοτάδι και τα φώτα της αποβάθρας μόλις που φαίνονταν μα όση ώρα μείναμε εγκλωβισμένοι στο τούνελ κανείς δεν μου ζήτησε να σταματήσω.

► Εντγκαρ Λι Μάστερς «Η ανθολογία του Σπουν Ρίβερ» (μτρφ. Σπύρος Αποστόλου, 1995, Εκδ. Gutenberg).

Στη νεκρόπολη του Λι Μάστερς οι πάντες αφηγούνται τα πάθη του βίου τους με το πλεονέκτημα της αιωνιότητας και είναι όλοι τους αδροί, περιεκτικοί, ώριμοι –όσο ώριμοι είναι οι νεκροί όταν αναπολούν τη ζωή τους. Αγόρασα την ανθολογία μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά κι άλλοτε τη διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος σαν μυθιστόρημα, άλλοτε τμηματικά, σαν κατάλογο απόντων που επιστρέφουν για να πουν μια ιστορία. Πάντα αναρωτιέμαι τι θα έγραφα σ’ ένα επίγραμμα με το δικό μου όνομα και πόση αξόδευτη ζωή απομένει για να χωρέσει σε στίχους.

Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη * Τελευταίο βιβλίο του Χρ. Αστερίου είναι η επανέκδοση του μυθιστορήματος «Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη: μια αληθινή ιστορία» (Εκδ. Πόλις, 2013).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...