«Ο ιδιοκτήτης ενός μικρού εστιατορίου είναι υπεύθυνος εάν το φαγητό του δηλητηριάζει τους πελάτες· οι μεγιστάνες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνοι εάν οι αλγόριθμοί τους δηλητηριάζουν την κοινωνία μας. Ας πάρουμε ξανά τον έλεγχο. Ας κάνουμε τα social media ξανά σπουδαία». Πέδρο Σάντσεθ . πρωθυπουργός της Ισπανίας
Οι
γυναίκες λατρεύουν τον Μπελ Αντόνιο που ζει στην πόλη της Κατάνια.
Είναι ένας όμορφος ρομαντικός άνδρας με πολλές επιτυχίες. Κάθε γυναίκα
που τον γνωρίζει πιστεύει ότι είναι όχι μόνο πολύ όμορφος, αλλά κι ένας
εξίσου καλός εραστής. Όλες είναι ερωτευμένες μαζί του. Στην
πραγματικότητα, όμως, η ζωή του μαστίζεται από αναποδιές, και ο Αντόνιο
έχει πρόβλημα να διατηρήσει αυτή την ιδεατή εικόνα. Μόνο η γυναίκα του
μαθαίνει για το πρόβλημά του και τις αποτυχίες του, όταν πια είναι
παντρεμένοι. Τι γίνεται όμως όταν η πόλη μαθαίνει την αλήθεια και
αρχίζουν τα γέλια λόγω της υποτιθέμενης ανικανότητάς του, και ο ιδεατός
εραστής μετατρέπεται σε αντικείμενο ταπείνωσης;
Ο Marcello Mastroianni ενσαρκώνει τον Αντόνιο Μανιάνο, ένα όμορφο άντρα
που πάσχει από το σύνδρομο του Δον Ζουάν. Πίσω από τα φτερουγίσματα του
Αντόνιο, το πώς τραβούσε τις γυναίκες πάνω του, κρυβόταν η σεξουαλική
του ανικανότητα. Μετά από την κακή φήμη που δημιούργησε στη Ρώμη, ο
συγχυσμένος Αντόνιο επιστρέφει στο σπίτι του στην Κατάνια, όπου οι μύθοι
και τα κουτσομπολιά για τις σεξουαλικές περιπέτειές του είχαν πάρει
μυθικές διαστάσεις. Ο πομπώδης πατέρας του, Άλφιο Μανιάνο, και η μητέρα
του, Ροζαρία, δε γνώριζαν για το πρόβλημα του γιου τους, τον πίεζαν να
παντρευτεί την κόρη του συμβολαιογράφου, την Μπάρμπαρα Πουγκλίσι
(Claudia Cardinale). Γνωρίζοντας τις επιπτώσεις, ο Αντόνιο διστάζει,
αλλά όταν βλέπει τη φωτογραφία της, την ερωτεύεται και δέχεται. Μετά από
ένα χρόνο γάμου, το μυστικό του Αντόνιο φανερώνεται και ο πατέρας της
Μπάρμπαρα πάει στην εκκλησία για να ακυρώσει το γάμο, σύμφωνα με τις
διδαχές της θρησκείας και με τη θέληση του θεού
Σύντομα η Μπάρμπαρα παντρεύεται το Δούκα του Μπρόντε. Στο ενδιάμεσο, η
οικογένεια Μανιάνο βλέπει τη ζωή της να στραπατσάρεται, η περηφάνια να
τσαλακώνεται από τα κουτσομπολιά για την ανικανότητα του Αντόνιο. Ο
Άλφιο, στην προσπάθειά του να αναδείξει την οικογενειακή φήμη πεθαίνει
στα χέρια μιας πόρνης. Ένα φως φωτίζει αυτό το σκοτεινό τοπίο όταν η
υπηρέτρια, η Σαντούτζα, μένει έγκυος στο παιδί του Αντόνιο. Στο τέλος ο
Bolognini βάζει το δικαιωμένο Αντόνιο μπροστά σε έναν καθρέπτη όπου
απορεί όταν ο Εντοάρντο τον συγχαίρει επειδή είναι πλέον άντρας. Βλέπουμε
πλέον με ζεστασιά τον Αντόνιο, ακόμα στριμωγμένο στον τοίχο, ο οποίος όμως
δεν αισθάνεται άνετα μέσα στην κανονικότητά του, όντας ακόμα ερωτευμένος με την Μπάρμπαρα.
Σκηνοθεσία:
Mauro Bolognini
Κύριοι Ρόλοι:
Marcello Mastroianni … Antonio Magnano
Claudia Cardinale … Barbara Puglisi
Pierre Brasseur … Alfio Magnano
Rina Morelli … Rosaria Magnano
Tomas Milian … Edoardo
Fulvia Mammi … Elena Ardizzone
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Pier Paolo Pasolini, Gino Visentini, Mauro Bolognini
Παραγωγή: Alfredo Bini, Cino Del Duca
Μουσική: Piero Piccioni
Φωτογραφία: Armando Nannuzzi
Μοντάζ: Nino Baragli
Σκηνικά: Carlo Egidi
Κοστούμια: Piero Tosi
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Il Bell’Antonio
Ελληνικός Τίτλος: Μπελ Αντόνιο
Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Handsome Antonio [Μεγ. Βρετανία]
Σεναριακή Πηγή
Μυθιστόρημα: Il Bell’Antonio του Vitaliano Brancati.
Κύριες Διακρίσεις
Πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Παραλειπόμενα
Το 2017 παρουσιάστηκε 4K αποκατάσταση της ταινίας, μια κοινή δουλειά εργαστηρίων της Ρώμης και του Παρισίου.
Μια
αναλυτική περιδιάβαση στον σκοτεινό κόσμο του Αμερικανού σκηνοθέτη
Ντέιβιντ Λιντς [David Lynch, 1946-2025] μέσα από τις ταινίες του, τη
σειρά Τουίν Πικς, αλλά και το βιβλίο του «Κυνηγώντας το μεγάλο ψάρι –
Διαλογισμός, συνειδητότητα και δημιουργικότητα» (εκδ. Πατάκη).
Το Inland Empire του Nτέιβιντ Λιντς, που γυρίστηκε το 2006, είναι η τελευταία του ταινία μεγάλου μήκους. Όπως και το προτελευταίο του Mulholland drive
(2001), περιστρέφεται γύρω από οράματα, εφιάλτες και όνειρα για τον
κινηματογράφο και τη ζωή στο Χόλιγουντ. Τα κεντρικά πρόσωπα είναι
γυναίκες που είναι σταρ (Λόρα Ντερν) ή που φιλοδοξούν να δουλέψουν και
να διακριθούν στην αμερικάνικη βιομηχανία ονείρων (Ναόμι Γουότς). Ο
Λιντς εικονοποιεί τις φαντασιώσεις, τους πόθους και τα άσχημα όνειρά
τους, όταν εμπλέκονται στους λαβυρίνθους των φιλοδοξιών τους και στον
φανταστικό, σχεδόν σουρεαλιστικό κόσμο του Χόλιγουντ, έτσι όπως τον
συλλαμβάνει και φαντάζεται ο πειραματιστής Αμερικανός σκηνοθέτης και
ποιητής, φευγάτος και βυθισμένος στα φαντάσματα, στους διαλογισμούς και
τους οραματισμούς του. Πρόκειται για ένα trip στο επικίνδυνο σύμπαν του
σινεμά, του φόβου και της καλπάζουσας φαντασίας ενός ονειροπαρμένου
σκηνοθέτη σε κατάσταση συνεχούς αγωνίας και υπαρξιακών αδιεξόδων και
αναζητήσεων.
Τη συνήθη, γι’ αυτόν, διάσταση του φανταστικού, εφιαλτικού και υπερφυσικού διατηρεί ο Λιντς στην ταινία του Χαμένη λεωφόρο. Η Χαμένη λεωφόρος
(Lost Highway, 1994) είναι μια προέκταση επί το φανταστικότερο του
υπέροχου σίριαλ Τουίν Πικς (1992), ένα μίγμα της ανθρώπινης, γήινης
κόλασης και των υπερφυσικών δαιμόνων που ανακατεύουν ακόμη περισσότερο
το αίμα και τη βρωμιά της αμερικανικής γης. Το κοινωνικό περιβάλλον της
μυθοπλασίας αποτελούν άπληστοι που λατρεύουν το σεξ και το χρήμα,
πόρνες, κακοποιοί, ομάδες σαδιστών, σατανιστών και πορνόφιλων. Σ’ αυτόν
τον ανθρώπινο χώρο διαπλέκονται, από το σκηνοθέτη-μαέστρο, ατομικές
φαντασιώσεις και παράνοιες.
Παρόμοιους προσωπικούς εφιάλτες και φόβους για την πατρότητα και τον γάμο μας εκθέτει στη σκοτεινή, πρώτη μεγάλου μήκους του, Eraserhaed (1977), που θυμίζει την προηγούμενη, ζοφερή μικρού μήκους Γιαγιά (1970).
O Ντέιβιντ Λιντς είναι ένας διαφορετικός σκηνοθέτης κινηματογράφου,
με ζοφερή φαντασία, που στο έργο του κρύβονται πολλές οδυνηρές αλήθειες
για τις ανομολόγητες πλευρές της αμερικάνικης κοινωνίας, για το
Χόλιγουντ, τα αστικά προάστια των μεγαλουπόλεων και τις βόρειες περιοχές
των ΗΠΑ. Τα φιλμ-κλειδιά του σύμπαντος του Ντέιβιντ Λιντς είναι πρώτα
και κύρια το ψυχολογικοκοινωνικό με φανταστικές προεκτάσεις, ρηξικέλευθο
αστυνομικό σίριαλ Τουίν Πικς (1992) και το μεγάλου μήκους Μπλε βελούδο
(1986), ψυχολογικό θρίλερ ενηλικίωσης και μύησης στη σκληρή
πραγματικότητα. Ο Λιντς δημιουργεί έναν ποιητικό, σκοτεινό κόσμο,
διάστικτο από τρέλα, βία, ερωτισμό, παράνοια και τη δράση απόκρυφων
ομάδων παραφρόνων εγκληματιών. Είναι το ενορατικό, φανταστικό σύμπαν
ενός σουρεαλιστή του Χόλιγουντ, ενός αλλοπαρμένου βιρτουόζου του
αστυνομικού είδους, μα κι ενός ανθρώπου που κάνει διαλογισμό και
εμπνέεται μέσα από αυτόν.[..............................................]
Η πρώτη από τις ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς, που μας εισάγει στην σκοτεινή πλευρά και παράνοια της αμερικανικής επαρχίας. Ο Τζέφρι, που
επέστρεψε πρόσφατα στην πατρική του κωμόπολη, βρίσκει ένα κομμένο αφτί
κι αποφασίζει να λύσει το μυστήριο που κρύβει. Η έρευνά του τον οδηγεί
σε μια μαζοχίστρια τραγουδίστρια κι έναν παρανοϊκό γκάνγκστερ, καθώς και
σε ένα σκοτεινό κόσμο διαστροφών και μυστηρίου. Από τα πιο
προκλητικά φιλμ του Ντέιβιντ Λιντς, μια στιλάτη και τολμηρή παρουσίαση
της σκληρότητας και της διαστροφής που κρύβονται κάτω από την
επιφανειακά ήσυχη μέση αμερικάνικη κοινωνία, συγκεκριμένα του Λάμπερτον,
ενός όμορφου και ειρηνικού τόπου με ασπροβαμμένους φράκτες και
προσεκτικά κουρεμένο γκαζόν. Κάτω από την επιφάνεια ωστόσο, βρίσκεται
μια σκοτεινή καρδιά, κάτι που φαίνεται από την αρχή της ταινίας, όταν σε
ένα γκαζόν αποκαλύπτεται ένα κομμένο αυτί. Επιφανειακά το
φιλμ λειτουργεί σαν παραδοσιακό θρίλερ που ακολουθεί πιστά τους κανόνες
της αστυνομικής ιστορίας, προσφέροντας τα κλασικά τεχνάσματα, αλλά ο
Λιντς ενδιαφέρεται περισσότερο να παρουσιάσει την ταινία ως παραβολή του
καλού εναντίον του κακού και να ανοίξει καινούριους ορίζοντες,
σπρώχνοντας ένα συμβατικό φιλμ προς την κατεύθυνση του σουρεαλισμού.
Ο Χόπερ σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, καταφέρνει
να αποδώσει ένα πραγματικά δαιμονικό χαρακτήρα, χωρίς να καταλήξει σε
παρωδία.
Οι χτεσινές δηλώσεις του Παύλου Μαρινάκη επιβεβαιώνουν την βαθιά κρίση στο Μέγαρο Μαξίμου
του Δημήτρη Ψαρρά
x-efimerida.gr
[2.2.2025]
Η απολογητική
συνέντευξη του πρωθυπουργού για την τραγωδία των Τεμπών στον Alpha
κατέληξε σε απόλυτο φιάσκο. Η ταπεινή εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη
ως του «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντος πολιτικού» δεν έπεισε
κανέναν. Ξεσηκώθηκαν ακόμα και οι φανατικοί του υποστηρικτές που
αισθάνθηκαν κι αυτοί να τους αδειάζει, όπως άδειασε και τον πυρήνα του
επιτελικού κράτους, έτοιμος όπως πάντα να ρίξει τις δικές του ευθύνες
στους αναλώσιμους στενούς του συνεργάτες. Διαβάστε τις φιλικές του
εφημερίδες και τα αγαπημένα «μέσα ενημέρωσης» της λίστας Πέτσα και θα
καταλάβετε.
Το
ενδιαφέρον στη δήλωση Μαρινάκη είναι ότι εμφανίζεται σε άλλο κλίμα από
τον πρωθυπουργό και εκτός από την απόκρουση του δημοσιεύματος,
επανέρχεται για να καταγγείλει την περσινή αποκάλυψη του «Βήματος» ότι
από την πρώτη στιγμή χρησιμοποιήθηκε «μονταζιέρα», στα ηχητικά
ντοκουμέντα με τους διαλόγους σταθμάρχη-μηχανοδηγών.
Λέει στη χτεσινή του δήλωση ο κ. Μαρινάκης:
«Πριν
από περίπου έναν χρόνο, με αφορμή ένα δημοσίευμα εφημερίδας, η
Αντιπολίτευση έφτασε στο σημείο να κατηγορεί την Κυβέρνηση για “μονταζιέρα”
αναφορικά με τα ηχητικά της μοιραίας νύχτας του δυστυχήματος, κατηγορία
η οποία κατέληξε στην κατάθεση πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης
στη Βουλή. Από την πρώτη στιγμή είχαμε υποστηρίξει σε όλους τους τόνους
ότι δεν υπήρξε καμία “μονταζιέρα Μαξίμου” και ότι το
σύνολο των συνομιλιών παραδόθηκε αυτούσιο στη Δικαιοσύνη. Σήμερα,
διαβάζουμε σε δημοσιεύματα ότι το πόρισμα του ΕΜΠ επιβεβαιώνει το αληθές
των ισχυρισμών μας και διαψεύδει πανηγυρικά τα ψεύδη της
Αντιπολίτευσης». («Ανακοίνωση του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικού Εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη», 1.2.2025).
Αφήνω
κατά μέρος το γεγονός ότι ο κ. Μαρινάκης επικαλείται το περιεχόμενο του
πορίσματος του ΕΜΠ, το οποίο ακόμα δεν έχει παραδοθεί στις αρμόδιες
αρχές. Και το κάνει με τον ίδιο τρόπο που ο κ. Μητσοτάκης εκφωνούσε επί
δύο χρόνια τις δηλώσεις, για τις οποίες σήμερα ζητάει συγγνώμη:
βασίζεται, λέει, σε δημοσιεύματα για το πόρισμα!
Αλλά το
σοβαρότερο είναι άλλο. Η «μονταζιέρα» που αποκαλύφθηκε πέρυσι και για
την οποία ξεσηκώθηκαν οι πολίτες αφορά τις πληροφορίες που διοχετεύθηκαν
στα μέσα ενημέρωσης λίγες ώρες μετά την τραγωδία. Κανείς δεν λέει ότι
δόθηκαν μονταρισμένα υλικά στη δικαιοσύνη. Στους πολίτες δόθηκαν.
Αντιγράφω από το σχετικό μου κείμενο στην «Εφημερίδα των Συντακτών» («Γιατί πανικοβλήθηκε το “σύστημα Μητσοτάκη”;», 26.3.2024):
Ο
πυρήνας της δημοσιογραφικής αποκάλυψης του «Βήματος» είναι πολύ σαφής: η
ερώτηση «Βασίλη φεύγω;» και η απάντηση «Φεύγεις, φεύγεις» που
μεταδόθηκε από το σύνολο των φιλοκυβερνητικών μέσων ενημέρωσης λίγες
ώρες μετά τη σύγκρουση προκειμένου να αποδοθούν όλες οι ευθύνες στο
πρόσωπο του σταθμάρχη αφορούσε άλλη αμαξοστοιχία (Βασίλης Λαμπρόπουλος, «Μονταζιέρα στα Τέμπη»,
24.3.2024). Το ότι αυτός ο διάλογος υπήρξε προϊόν σκόπιμης διαρροής και
μοντάζ προκύπτει από το ότι μεταδόθηκε ως ηχητικό ντοκουμέντο και όχι
ως πληροφορία. Η αρχική μετάδοση έγινε από την ιστοσελίδα του «Πρώτου
Θέματος» (1.3.2023, 22:11) και ακολούθησε το «Mega» (23:11) και πολλά
άλλα μέσα.
Ο μοναδικός λόγος που μπορεί να εξηγήσει τη
μεθοδευμένη αυτή παραποίηση των στοιχείων και την οργανωμένη διοχέτευσή
τους στα πρόθυμα μέσα ενημέρωσης είναι βέβαια η υπερασπιστική γραμμή που
επέλεξε για τον εαυτό του το «επιτελικό κράτος», ρίχνοντας εξαρχής όλες
τις ευθύνες στο «ανθρώπινο λάθος» ενός «ακατάλληλου σταθμάρχη», κάτι
που είχε ήδη αναγγείλει στο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός δυο ώρες προτού
διοχετευθεί το μονταρισμένο ηχητικό: «Όλα δείχνουν πως το δράμα οφείλεται, δυστυχώς, κυρίως σε τραγικό ανθρώπινο λάθος», θα πει ο κ. Μητσοτάκης, προτού καν συσταθούν οι αρμόδιες επιτροπές και προτού προλάβει να μιλήσει έστω και ένας εμπειρογνώμονας (1.3.2023).
Μετά
το δημοσίευμα του «Βήματος», όπως συμβαίνει στις περισσότερες
περιπτώσεις, την υπόθεση ανέλαβε να διαχειριστεί ο αντιπρόεδρος της
Ν.Δ., ο οποίος με ανάρτησή του στις 7:48 π.μ. το πρωί της Κυριακής
24.3.2024 ισχυρίστηκε ότι δεν πρόκειται για αποκάλυψη, εφόσον η αναφορά
σε δεύτερη (τοπική) αμαξοστοιχία είχε μεταδοθεί στην ΕΡΤ ήδη στις
4.3.2023. Το επιχείρημα του κ. Γεωργιάδη επαναλήφθηκε αυτούσιο στην επίσημη ανακοίνωση της Ν.Δ. δυο ώρες αργότερα. Μόνο που το ρεπορτάζ εκείνο της ΕΡΤ δεν
λήφθηκε τότε καθόλου υπόψη, με τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης να
επιμένουν στο αρχικό μονταρισμένο ηχητικό και να αποδίδουν τις επίμαχες
φράσεις στον μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας που έφευγε για τα Τέμπη.
Ενδεικτικά αναφέρω την εκπομπή του Νίκου Ευαγγελάτου δυο μέρες αργότερα στο Mega (6.3.2023),
στην οποία διαψεύστηκε κατηγορηματικά ότι το ηχητικό αναφερόταν σε
δεύτερη αμαξοστοιχία. Και βέβαια όλα τα μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν στις
9.3.2023 αυτούσια την κατάθεση του επιθεωρητή κυκλοφορίας Λάρισας
Νικολάου, στην οποία περιλαμβανόταν και πάλι ο μονταρισμένος διάλογος.
Βέβαια η κατάθεση αυτή είχε ληφτεί από τις 3.3.2023, αλλά κανείς δεν
σχολίασε μετά τη δημοσιοποίησή του το πλαστό κείμενο, επιβεβαιώνοντας
ότι όλοι θεωρούσαν δεδομένες τις πλαστογραφημένες φράσεις (ενδεικτικά, «Πρώτο Θέμα», 9.3.2023).
Αν
το Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε σχέση με το μοντάρισμα και τη διαρροή του
ηχητικού εκείνες τις δραματικές ώρες μετά την τραγωδία, θα μπορούσε να
υποδείξει, έστω και σήμερα, τον δράστη, όπως έσπευσε να κάνει με την
περίπτωση των e-mails της κυρίας Ασημακοπούλου. Αλλά
εδώ δεν υπάρχουν καθώς φαίνεται πρόθυμοι υποτακτικοί που θα δέχονταν να
θυσιαστούν. Ο λόγος είναι βέβαια ότι οι κατηγορίες που θα τους
αποδίδονταν είναι στο βαθμό του κακουργήματος, εφόσον αφορούν απόπειρα
συγκάλυψης δεκάδων ανθρωποκτονιών.
Σ’ αυτό το κλίμα, ο
αντιπρόεδρος της Ν.Δ. δεν δίστασε στις 24.3.2024 να επιτεθεί με τον πιο
ακραίο τρόπο στους συγγενείς των θυμάτων, κάνοντας μια εκτενή ανάρτηση
για να συγκρίνει τα όσα ακολούθησαν την τραγωδία των Τεμπών με όσα
συνέβησαν στην Αρχαία Αθήνα μετά τη νικηφόρα ναυμαχία των Αργινουσών, το
406 π.Χ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κ. Γεωργιάδης μίλησε για «χυδαία πολιτική εκμετάλλευση και εργαλειοποίηση της τραγωδίας των Τεμπών» και βρήκε ιστορικές αναλογίες με το γεγονός ότι και στην Αρχαία Αθήνα υπήρξε κάτι ανάλογο. Γράφει ο κ. Γεωργιάδης:
«Όσοι
ήθελαν τότε να ανατρέψουν την κυβέρνηση των Αθηνών έδωσαν δημόσιο βήμα
στους συγγενείς των νεκρών, αυτοί λογικά κλαίγοντας κατηγορούσαν τους
αρχηγούς του κράτους (τους στρατηγούς δηλαδή) διότι οι συγγενείς λογικό
είναι να [το] κάνουν, σε όλους τους αιώνες και τις εποχές, ο ανθρώπινος
πόνος είναι ο ίδιος. Η δημόσια όμως προβολή του πόνου των συγγενών των
ναυαγών επηρέασε τη συντριπτική πλειοψηφία του αθηναϊκού λαού, ο οποίος
αποφάσισε, υπό το βάρος αυτού του πένθους, να ανατρέψει και να
καταδικάσει την κυβέρνησή του για το “Έγκλημα των Αργινουσών”….ήρθαν
τελικά στην εξουσία οι Δημαγωγοί και δύο χρόνια μετά η Αθήνα είχε
καταστραφεί».
Άθελά του και πάλι, ο κ. Γεωργιάδης αποκάλυπτε
πέρυσι ότι το πραγματικό πρόβλημα του Μεγάρου Μαξίμου ήταν η
κινητοποίηση των συγγενών των θυμάτων και η συλλογή του πλήθους των
υπογραφών πολιτών που τους στηρίζουν. Τώρα που η κινητοποίηση έχει
ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέρχεται να
διασώσει τη «μονταζιέρα».
Το ερώτημα παραμένει: ποιος διοχέτευσε
τα χαλκευμένα ηχητικά σε όλα τα μέσα ενημέρωσης λίγες ώρες μετά την
τραγωδία; Αν δεν είναι το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου, ποιος κυβερνά αυτή τη
χώρα;
Ο
Λιούις Άλεν "Λου" Ριντ ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, συνθέτης της ροκ
μουσικής και κιθαρίστας. Ως μέλος των The Velvet Underground τη δεκαετία
του 1960, ο Ριντ άνοιξε νέους δρόμους στο χώρο της ροκ προς διάφορες
κατευθύνσεις.
Τι πραγματικά βρήκε στα χώματα του δυστυχήματος το Γενικό Χημείο του
Κράτους αποκαλύπτει ο πραγματογνώμονας χημικός μηχανικός Νίκος Κάρναβος
Μπορεί
εδώ και δύο χρόνια ο πρωθυπουργός να έσπευσε να βγάλει πόρισμα ότι η
φωτιά στα Τέμπη οφείλεται σε «λάδια», αλλά τα «ευρήματα» Μητσοτάκη δεν
υποστηρίζονται ούτε από τους πραγματογνώμονες ούτε από το Γενικό Χημείο
του Κράτους! Το τελευταίο φέρεται ότι βρήκε ξυλόλιο σε ποσότητες 400
φορές πάνω από το επιτρεπόμενο! Υπενθυμίζεται ότι τον Μάρτιο του 2023 ο
Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στον Σταύρο Θεοδωράκη είχε
ερωτηθεί: «Τι περιείχε το εμπορικό τρένο; Δηλαδή η μεγάλη φωτιά είχε
σχέση με την ουσία, με τα υλικά που μετέφερε;». Και η απάντησή του ήταν
κατηγορηματική: «Καμία. Το γνωρίζουμε αυτό πια με βεβαιότητα. Γνωρίζουμε
ακριβώς τι μετέφερε το εμπορικό τρένο. Δεν υπήρχε τίποτα εύφλεκτο. Η
σύγκρουση ήταν τόσο βίαιη και τόσο σφοδρή που προκάλεσε, αυτό μας λένε
οι ειδικοί, μια πρώτη ανάφλεξη και προφανώς στη συνέχεια υπήρχαν
εύφλεκτα υλικά, λάδια, τα οποία πήραν φωτιά όταν έγινε η σύγκρουση. Άρα,
αυτό θέλω να το απαντήσω κατηγορηματικά, γιατί ξέρετε όχι μόνον στη
χώρα μας, παντού ευδοκιμούν οι θεωρίες συνωμοσίας. Δεν υπήρχε τίποτα
ύποπτο στην εμπορική αμαξοστοιχία» (Alpha, 22/3).
Αλλαξε η υφή των μαλλιών!
Ομως
από τα στοιχεία των δειγμάτων του Γενικού Χημείου του Κράτους, όπως τα
αξιολογεί ο χημικός μηχανικός Νίκος Κάρναβος, προκύπτουν τα ακριβώς
αντίθετα. Το Χημείο του Κράτους βρήκε ξυλόλιο, και μάλιστα σε μεγάλες
ποσότητες, όπως υπογραμμίζει σε τεχνική έκθεσή του, την οποία
παρουσιάζει η ΑΥΓΗ της Κυριακής. Αυτό προκύπτει και από τα επίσημα
έγγραφα του Γενικού Χημείου του Κράτους, που αποδεικνύουν ότι στα Τέμπη
βρέθηκαν δεκάδες αρωματικοί υδρογονάνθρακες. Στα έγγραφα αναφέρεται ότι
σε τρία διαφορετικά δείγματα που ελήφθησαν από βαγόνι του InterCity το
οποίο βρίσκεται στη θέση Κουλούρι εντοπίστηκαν δεκάδες ουσίες, όπως
ξυλόλιο, βενζόλιο, τουλόλιο κ.ά., η ύπαρξη των οποίων δεν
δικαιολογείται. Τα δείγματα πάρθηκαν τον Σεπτέμβριο και παραδόθηκαν τον
Ιανουάριο, ωστόσο για άλλη μία φορά δεν υπάρχουν αναλύσεις που θα
καταδείκνυαν την πραγματική ποσότητα.
Ο Ν. Κάρναβος, ο οποίος
είναι χημικός μηχανικός και σύμβουλος περιβαλλοντικών θεμάτων, υγιεινής,
ασφάλειας και ποιότητας, μελέτησε τα πρωτογενή στοιχεία του Γενικού
Χημείου του Κράτους από τα χώματα που συλλέχθηκαν στον χώρο του
δυστυχήματος των Τεμπών, συνέταξε τεχνική έκθεση την οποία κατέθεσε στον
εφέτη ανακριτή της Λάρισας, ενώ πραγματοποίησε και δικούς του
υπολογισμούς που δείχνουν συγκέντρωση ξυλολίου πολύ πάνω από εκείνη που
βρήκε το Χημείο του Κράτους. Μελέτησε μέχρι και την αλλαγή στην υφή των
μαλλιών επιβατών που επέζησαν και περιέγραψαν τη συγκεκριμένη μεταβολή
(!), και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στα Τέμπη χύθηκαν 13,33 κ.μ.
ξυλόλιο (τουτέστιν 13.333 λίτρα), τα οποία βρίσκονταν σε 13
παλετοδεξαμενές ICB των 1.000 λίτρων. Προσδιόρισε, μάλιστα, και μία
έκταση 500 τ.μ. στην οποία χύθηκε το ξυλόλιο, όπως προκύπτει από
φωτογραφικό υλικό που παρουσιάζει η ΑΥΓΗ της Κυριακής.
Υδρογονάνθρακες (ενδεχομένως και χλωριωμένοι)
Το
πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί αφορά ποιο είναι το υλικό που
δημιούργησε την πυρόσφαιρα (fireball). «Η απλή ανάλυση βασικών αιτίων
(root cause analysis) οδηγεί αβίαστα στην εκδοχή ότι το υλικό που
οδήγησε στην ανάφλεξη (και στη δημιουργία πυρόσφαιρας) είναι
κάποιος/κάποιοι υδρογονάνθρακες (ενδεχομένως και χλωριωμένοι)» αναφέρει η
τεχνική έκθεση του Ν. Κάρναβου που έχει στα χέρια του ο εφέτης
ανακριτής και προσθέτει: «Οι μετρήσεις που έγιναν σε δείγματα εδάφους
από το Γενικό Χημείο του Κράτους δείχνουν, εκτός των άλλων, την παρουσία
μίας ουσίας που περιέχεται σε μείγμα υδρογονανθράκων, του ξυλόλιου». Ο
Ν. Κάρναβος προχώρησε σε επαναξιολόγηση των αποτελεσμάτων του Χημείου
του Κράτους με βάση τα πρωτογενή δεδομένα του Μαΐου του 2023. Και βρήκε
«παρουσία υδρογονανθράκων»: «Η αξιολόγηση των φασμάτων FTIR δειγμάτων
χώματος και ενός χρωματογραφήματος δείγματος χώματος ταυτοποιεί με
βεβαιότητα την παρουσία, εκτός του ελαίου σιλικόνης, και υδρογονανθράκων
(ΒΤΕΧ). Η παρουσία του ελαίου σιλικόνης είναι προφανής, καθόσον δεν
ανεφλέγη, αλλά διασκορπίστηκε και κάλυψε επιφάνειες και έδαφος (ως υλικό
με μεγάλο ιξώδες και μη πτητικό)». Επισημαίνει, μάλιστα, ότι «η
παρουσία των ΒΤΕΧ σε δείγματα που ελήφθησαν μετά από 29 ημέρες από το
συμβάν και σε ένα πεδίο που αλλοιώθηκε (έγινε εξυγίανση του εδάφους!)
μαρτυρά με μεγάλη βεβαιότητα την παρουσία τους σε πολύ μεγαλύτερες
συγκεντρώσεις. Ακόμα και μετά από 29 ημέρες και με όλες τις διαδικασίες
εξάτμισης, οξείδωσης, βιοαποικοδόμησης που υπέστησαν οι εναπομείναντες
υδρογονάνθρακες και της απομάκρυνσης του εδάφους εξακολουθούν και
εντοπίζονται στα δείγματα που ελήφθησαν».
Η ποσότητα των υδρογονανθράκων
Το
επόμενο ερώτημα είναι σε τι ποσότητες βρέθηκαν αυτοί οι
υδρογονάνθρακες. Ο Ν. Κάρναβος αποκαλύπτει τις μετρήσεις που έκανε το
Γενικό Χημείο του Κράτους αλλά και τις δικές του: «Η συγκέντρωση του
ξυλολίου που δόθηκε από το Γενικό Χημείο του Κράτους είναι 0,35
milligram/Kg (350 μικρογραμμάρια/Kg), ενώ οι επανεκτιμήσεις/υπολογισμοί
που έγιναν δίνουν 3,3 milligram/Kg». Είναι προφανές ότι η διαφορά των
δύο μετρήσεων είναι μεγάλη, όμως ακόμα και τα στοιχεία του Χημείου του
Κράτους αρκούν για να βγουν εντυπωσιακά συμπεράσματα.[....................................]
«Δικτάτορα» αποκάλεσε τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο διάσημος Αμερικανός δημοσιογράφος Τάκερ Κάρλσον, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στον Βρετανό συγγραφέα και δημοσιογράφο Πιρς Μόργκαν, που δημοσίευσε στο κανάλι του.
«Αν θέλουμε να ορίσουμε τι είναι δικτάτορας, το πρώτο και βασικό είναι ότι δεν έχει εκλεγεί. Ο Ζελένσκι δεν εξελέγη», είπε ο πρώην παρουσιαστής του Fox News, αναφερόμενος στο γεγονός ότι η θητεία του Ουκρανού προέδρου έχει λήξει, αλλά ο Ζελένσκι δεν προκηρύσσει εκλογές.
«Επίσης έχει απαγορεύσει μια ολόκληρη αναγνωρισμένη εκκλησία και μια γλωσσική ομάδα και έχει δολοφονήσει σωρεία πολιτικών του αντιπάλων», πρόσθεσε, προφανώς εννοώντας την απόφαση να τεθεί εκτός νόμου η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, με συνέπεια τις ανηλεείς διώξεις που ακολούθησαν, αλλά και την απαγόρευση χρήσης της ρωσικής γλώσσας.
«Όλα αυτά μου φαίνονται σαν χαρακτηριστικά μιας δικτατορίας», κατέληξε.
Ο Τάκερ Κάρλσον, έχει κατ’ επανάληψη αναφερθεί και στο παρελθόν στις
διώξεις στις οποίες υποβάλλεται η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ ακόμα εργάζονταν για το Fox News, ο
Κάρλσον είπε δηλώσει ότι «δεν μπορεί να υπάρξει καμία αιτιολόγηση που να
στέκει για την απαγόρευση της UOC» και επέκρινε δριμύτατα τον Ζελένσκι
για την κατάσχεση μονών και εκκλησιών.
Τον Ιούλιο του 2023, επέστησε και πάλι την προσοχή για τις διώξεις
κατά ιερέων και πιστών στην Ουκρανία και χαρακτήρισε της ενέργειες των
Αρχών «βάρβαρες», ενώ δύο μήνες αργότερα επανήλθε υπογραμμίζοντας ότι κανείς στις ΗΠΑ δεν μιλάει για τις ανηλεείς διώξεις εναντίον πιστών ενός δόγματος στην Ουκρανία.
Τον Απρίλιο του 2024, ο Κάρλσον επεσήμανε ότι «η κυβέρνηση Ζελένσκι
είναι απασχολημένη με το να ρίχνει Ορθόδοξους ιερείς και μοναχές στις
φυλακές και να στέλνει τον στρατό για να οργανώσει επιδρομές σε εκκλησίες».
Έγκλημα στα Τέμπη: Προκλητικό σκίτσο του Αρκά υπέρ της κυβέρνησης (Photo)
documentonews.gr
Ο Αρκάς έχει διχάσει
πολλές φορές αφού στο παρελθόν έχει λάβει μέσα από τα σκίτσα του θέσεις
που δεν συνάδουν με το γενικό αίσθημα.
Αυτή τη φορά αναφερόμενος στα Τέμπη, το σκίτσο του παραπέμπει σε
καπηλεία της τραγωδίας από την αντιπολίτευση αφού -όπως δείχνει το
σκίτσο- με κάλπες προσπαθούν να μαζέψουν τα δάκρυα του κόσμου.
Αυτή η μεγάλη «υπέρβαση» της πραγματικότητας με το σύνολο των Ελλήνων
να βρίσκεται απέναντι στις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης, εδώ και δύο
χρόνια, ώστε να καλυφθεί το σκάνδαλο μπαίνει στις μαύρες σελίδες του
Αρκά.
Η περίφημη ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι / Το Ρεμπέτικο, θεμέλιος λίθος της λαϊκής μουσικής
Tvxs Team
21–26 λεπτά
Στις 31 Ιανουαρίου του 1949 ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις δίνει την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν.
Με τη διάλεξή του ο Μάνος Χατζιδάκις επαναπροσδιορίζει τη θέση του
ρεμπέτικου. Εκείνη την περίοδο, το ρεμπέτικο τραγούδι εξαπλωνόταν στις
λαϊκές γειτονιές και σταδιακά σπάει τα όρια τους. Η εξουσία και οι αρχές
το κυνηγούσαν. Οι αστοί και οι διανοούμενοι το περιφρονούσαν.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μάνος Χατζιδάκις, νεαρός τότε συνθέτης, τόλμησε
να δώσει μια διάλεξη για την ανάδειξη του ρεμπέτικου ως θεμέλιου λίθου
της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παρουσιάζει τον Μάρκο Βαμβακάρη
και τη Σωτηρία Μπέλλου, οι οποίοι τραγούδησαν μπροστά στο έκπληκτο
κοινό του Θεάτρου Τέχνης. Η διάλεξη προκαλεί αντιδράσεις. Μέχρι που
αστυνομία ειδοποιεί τη μητέρα του Χατζιδάκι να προσέχει για λίγο καιρό ο
γιος της όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι.
Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι
EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)
«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή
διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα
μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως, κι όσο μπορώ πιο
καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του
μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.
Τώρα, αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν
δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο
μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το
θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν
θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός
μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να
μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.
Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να
προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε
τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια
τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.
Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει
τη δύναμή του, λίγο – πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά,
είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να
έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει
ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη
μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν
δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα
περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι
τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα
των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με
τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος
προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;
Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος
μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας
-ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική
τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα.
Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει
ν΄αντικαταστήσει το ταγκό.
Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο
χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες – άσχετα
αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.
Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να
εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι
τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο
διάβολο – που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για
μια ώρα.
Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται
μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το
ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα
λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της
στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ’ την
καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο
τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι.
Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που
ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά
κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν;
(Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που
μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα
θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει
απολύτως καμία σχέση).
Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο
τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε
προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που
περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο
σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να
ισχυριστούμε το ίδιο.
Μα πριν μπούμε σ’ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των
τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη
πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που
συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους
περιοχή.
Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό
την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ’ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα
διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και
μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη
διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι
τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην
αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου
δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» –
καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των
Αθηνών.
Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες
ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά
επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από
Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου
είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε
λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να
μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι
καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο
σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους
στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή
-καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και
βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας.
Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω
αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον
ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να
μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο
σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ,
θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με
τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.
Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα
έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η
απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή
τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω
της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και
πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές
περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του
θέματα: του έρωτα και της φυγής.
Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και
φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατιά χριστιανικά όρια της
αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά – θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια
που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που
κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.
Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα.
Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν
μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός
ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου,
δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα,
έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.
Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι
υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’
αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και
κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας
τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά
πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν
και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι
παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο
είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι
φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες.
Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της
κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται
δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους
Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι
ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή
μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια
φυλή, σ’ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.
Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του
δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και
μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα
ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής
και της κοινωνιολογίας, μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη
φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄
ανθρώπου.
Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με
επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα
σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις
αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας. Παρθενική,
γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την
ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία
ευρωπαϊκά ρεύματα.
Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα
συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με
τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν
κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του
τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα
παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία
του.
Eπαναλαμβάνω – ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η
ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια
επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν
μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή
του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.
Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού
μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής –
καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν
αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική
δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική
υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις
είναι μια παρακμή.
Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη
από το θάνατο. Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα
και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει.
Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν
φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να
νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας
τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.
Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι
σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η
σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να
συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού
μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που
εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»
Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως
μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το
πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και της εποχής μας. Aυτόματα επίσης
καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών
καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και
κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία
που αντλεί απ΄ αυτήν. Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε
μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο
ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το
ύφος του.
Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το
λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’
ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική
συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας
θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι
συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι
τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο
μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης,
πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του
τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις
χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο
(ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).
Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης
μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του
Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει
γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν
μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο
δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι
εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη
πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη
δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο
δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται
-δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται
σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια
ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ
μακριά όμως- τη γαλλική java!
Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι
ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη
μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή.
Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο, παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo
να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών
κάποιου χορευτή. Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός
ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία.
Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του
οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την
επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο
εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών
διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα
διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν
είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία.
Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα
στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα
στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μια χάρη και μια
νησιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το
«Πάρτη βάρκα στο λιμάνι , κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο
«Ανδρέα Zέππo». Και τα δυο έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του
δημοτικού μας τραγουδιού.
Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους
στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η
παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα. Ατμόσφαιρα το ίδιο
καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από
ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά
στοιχεία του ετoιμόρρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους
βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος-
για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το
ίδιο έντονης παθητικότητας.
Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη
θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης
μουσικής, τίποτες παραπάνω.
Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το
βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια
ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα
λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα,
καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατιά
έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές
φορές συγκλονίζει.
Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει
την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας
τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην
καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto
που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo;
Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί
ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά
που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική
μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό
μέλος, πέρα απ΄ το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρ’
απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι
βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο
τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.
Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και
πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλληνικης λαϊκής μουσικής, τον
Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)
Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να
παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε
έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω.
Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω
στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου»
(τραγούδι).
Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου
Βαμβακάρη σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).
Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε
μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος
του. (τραγούδι)
Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».
Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε – άνοιξε»
του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το
σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας
βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή
παρεμβολή.
Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη
φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή, κουράστηκα να σ’ αποκτήσω». Ήταν
ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η
δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του
Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του
Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα
πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια
τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας
γενιάς.
Πριν δυο χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι
αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι / το σκοτάδι είναι βαθύ / κι
όμως ένα παλικάρι / δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και
θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη
αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια
καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το
άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄
αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα
τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και
μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή (τραγούδι).
Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον
διασκεδάσεως «Ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον
Αϊ-Παντελεήμονα, όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν
πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου
με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί
τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα
για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα
γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι –
θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να
μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου. Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.
Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε
τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο
έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν
συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να
τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή
τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς.
Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα
το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα
νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για
καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους.
Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον
άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για
να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.».