Ο
Λευτέρης δεν ήταν κακό παιδί, δηλαδή δεν ήταν πολύ κακό παιδί. Αλλά
δεν έκανε και καλά πράγματα. Όταν είχε έρθει στην τάξη του ο
Γιάννης, ο καινούριος συμμαθητής, ο Λευτέρης ήταν ο πρώτος που
άρχισε να τον κοροϊδεύει. Κι αυτό γιατί ο Γιάννης ήταν μαύρος…
«Μην τον πλησιάζετε, θα ξεβάψει», έλεγε στους άλλους συμμαθητές του κι αυτοί στην αρχή χαμογελούσαν με αυτό που ο Λευτέρης νόμιζε αστείο. Όμως επειδή τον ήξεραν από τη γειτονιά κι έπαιζαν κάθε μέρα ποδόσφαιρο μαζί, τελικά πήγαν με το μέρος του και γέλαγαν τελικά με τα πειράγματα του.
Και ο Γιάννης έμεινε μόνος. Μόνος στα διαλείμματα, μόνος στην τάξη στο θρανίο, μόνος και στην επιστροφή για το σπίτι. Ο Γιάννης ήταν ο ξένος, ήταν ο μαύρος, δεν ήταν σαν και τους άλλους.
«Εσύ δεν είσαι σαν κι εμάς, είσαι μαύρος», του είχε πετάξει μια μέρα στα καλά καθούμενα ο Λευτέρης και ο συμμαθητής του δεν είπε τίποτα. Μόνο πήγε παρακεί στο προαύλιο, για να μη δουν οι υπόλοιποι ότι είχε δακρύσει.
Η δασκάλα έκανε παρατηρήσεις στο Λευτέρη, τον έπαιρνε στο γραφείο και του έλεγε ότι δεν είναι σωστό να κοροϊδεύει τον καινούριο του συμμαθητή.
«Μα είναι μαύρος κυρία, δεν το βλέπετε;»
Η δασκάλα είχε φωνάξει και τους γονείς του Λευτέρη, όμως αυτοί υπερασπίστηκαν το γιο τους.
«Έχουμε γεμίσει τα σχολεία μας όλο ξένους, τι θα γίνει με αυτό;», έλεγαν φωναχτά και η κυρία Ειρήνη, η δασκάλα, για να τους ηρεμήσει τους έλεγε ότι ο Γιάννης δεν είναι ξένος, απλά η μητέρα του έχει άλλο χρώμα από τις Ελληνίδες.
«Ε, τότε να πάει σε σχολείο, όπου έχουν άλλο χρώμα οι μαθητές και να μην αγριεύει τα παιδιά μας», απαντούσαν αυτοί κι έφευγαν εκνευρισμένοι.
Ο Γιάννης προσπάθησε να κάνει κάποιους φίλους, δηλαδή άρχισε να μιλά με το Σωτήρη, που κι αυτόν δεν τον έκανε κανείς παρέα γιατί ήταν χοντρός. Επιπλέον καμία ομάδα δεν ήθελε να έχει το Σωτήρη, γιατί θα ερχόταν τελευταία. Οι δυο τους όλη τη χρονιά μίλαγαν μαζί στο προαύλιο, αλλά δεν έκαναν παρέα έξω από το σχολείο.
Όσο πέρναγε η σχολική χρονιά, ο Λευτέρης άρχισε να γίνεται όλο και πιο προσβλητικός στο Γιάννη, έβριζε τη χώρα της μητέρας του, έλεγε πως οι συμπατριώτες του είναι υπηρέτες, ότι δεν μιλά καλά ελληνικά.
«Μα είμαι Έλληνας κι εγώ», τόλμησε να διαμαρτυρηθεί κάποια φορά με δάκρυα στα μάτια ο Γιάννης.
«Δεν έχω δει μαύρους Έλληνες», του είχε απαντήσει ο Λευτέρης, «εκτός από τους βρώμικους»
Έτσι ήταν μεγάλη ανακούφιση για το Γιάννη όταν τέλειωσαν τα σχολεία, όταν ήρθε το καλοκαίρι και δε θα ξανάβλεπε το συμμαθητή του. Το Λευτέρη δεν τον πείραζε τίποτα, αυτός ήταν χαρούμενος γιατί οι γονείς του θα περνούσαν δυο μήνες για δουλειές στο εξωτερικό και θα τον έστελναν κατασκήνωση, δηλαδή σε ένα μέρος που δε θα ήταν ακριβώς με σκηνές, αλλά κανονικά σπιτάκια, που τα παιδιά θα έπαιζαν κάθε μέρα και θα έκαναν δραστηριότητες.
«Γιούπιιιιι!!!!!», είχε φωνάξει ο Λευτέρης μόλις το πρωτάκουσε. Θα ήταν ο μόνος στο σχολείο που θα είχε κάνει αυτές τις φανταστικές διακοπές το καλοκαίρι. Όλοι οι άλλοι θα πήγαιναν ξανά στα χωριά τους, όπως και κάθε χρόνο και δε θα είχαν τίποτα να διηγηθούν όταν γύρναγαν στο σχολείο το Σεπτέμβρη. Ενώ αυτός!!!
Η αναμονή μεγάλωνε την περιέργειά του. Ήθελε να είναι κιόλας εκεί, να γνωρίσει τα παιδιά από τις άλλες χώρες, να μιλήσει μαζί τους αγγλικά που του άρεσαν. Το χωριό ήταν κάπου στην Κεντρική Ευρώπη, δεν είχε ξαναπάει σε αυτά τα μέρη και ήθελε πάρα πολύ να τα γνωρίσει. Θα έβγαζε και ένα σωρό φωτογραφίες, που θα τις έδειχνε μετά στους άλλους, να ζηλέψουν.
Έτσι την πρώτη μέρα στο καινούριο του σχολείο, αυτό που θα πέρναγε όλο του το καλοκαίρι, ήταν τρισευτυχισμένος. Πήγε να μιλήσει στα άλλα παιδιά, από τις βόρειες χώρες, αλλά αυτά είχαν κάνει τις παρέες τους. Στην αρχή δεν του έδωσαν σημασία, όσο περνούσε όμως η μέρα και οι υπόλοιπες μέρες και οι εβδομάδες, τόσο αυτά απέφευγαν το Λευτέρη. Αυτός δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει.
«Μα καλά, γιατί δε μου μιλάτε; Τι σας έχω κάνει;», είπε μια μέρα σε ένα αγόρι όταν η δασκάλα τον έβαλε υποχρεωτικά σε μια ομάδα.
«Δεν είσαι σαν κι εμάς…»
«Μα τι εννοείς; Αφού είμαι σαν κι εσάς, είμαι κι εγώ άσπρος, δε με βλέπετε;»
«Ναι, αλλά εμείς είμαστε ακόμα πιο άσπροι…»
Από τότε ο Λευτέρης άρχισε να βλέπει κακά όνειρα στον ύπνο του, εφιάλτες. Ήταν λέει σε μία πόλη, όπου οι κάτοικοί της ήταν οι σούπερ-άσπροι κι αυτός ήταν ο υπηρέτης τους. Όταν τον έβλεπαν στο δρόμο τον έπαιρναν με τις πέτρες. Ακόμα και οι γονείς του δεν είχαν καλύτερη τύχη. Η μαμά του δούλευε σε μια σούπερ-άσπρη κυρία, έπλενε, σφουγγάριζε, σιδέρωνε και η κυρία της φερόταν με το χειρότερο τρόπο, της πετούσε στο πάτωμα ένα κομμάτι ψωμί, για να ταΐσει όλη της την οικογένεια. Και ο μπαμπάς του δούλευε σε έναν σούπερ-άσπρο εργοδότη, που το έβριζε όλη τη μέρα και τον έβαζε να κουβαλά και να φορτώνει και να γυαλίζει τις μηχανές, ενώ οι υπόλοιποι σούπερ-άσπροι υπάλληλοι τον έβλεπαν και γέλαγαν.
Και ο Λευτέρης ξύπναγε γεμάτος ιδρώτα και δεν ήθελε να ξανακοιμηθεί, γιατί φοβόταν πως θα ξανάβλεπε αυτά τα όνειρα. Και όταν ξημέρωνε το πρωί, δεν ήθελε να πάει σε αυτό το σχολείο πάλι, γιατί ήξερε ότι κανείς δεν θα τον έκανε παρέα κι όλοι θα τον κορόιδευαν.
Έβλεπε από την άλλη ότι και οι γονείς του δεν είχαν καμία παρέα, έκαναν τις δουλειές τους και γύρναγαν στο σπίτι και κάθονταν και οι τρεις να φάνε και να δούνε τηλεόραση, χωρίς να έχουν έναν άνθρωπο να μιλήσουν. Αχ, τι ωραία θα ήταν να βρίσκεται στο χωριό του, με τον παππού και τη γιαγιά και τους άλλους φίλους του που θα τον περίμεναν για καλοκαίρι για να παίξουν και να πάνε για μπάνιο. Ή πάλι τι ωραία θα ήταν να έμενε έστω στην πόλη, στην πολυκατοικία του και να πηγαίνει κάθε απόγευμα στην πλατεία, να παίζει με τα άλλα παιδιά και να γυρνά το βράδυ, όταν έχει για τα καλά νυχτώσει;
Ο Λευτέρης δεν έβγαλε τελικά πολλές φωτογραφίες από το καλοκαίρι του, είχε κάποιες με τους γονείς του σε κάποια εκδρομή στα γύρω χωριά και μερικές από το σχολείο του την πρώτη μέρα. Αλλά κι αυτές δεν ήθελε να τις βλέπει, ούτε θα τις έδειχνε στους συμμαθητές του. Θα τους έλεγε ότι είχε χάσει τη φωτογραφική του μηχανή, φοβόταν μήπως τον κοροϊδέψουν που τα πέρασε άσχημα.
Όταν λοιπόν πήγε την πρώτη μέρα στο σχολείο για να κάνει αγιασμό και μετά μπήκε στην τάξη, η έκπληξή του ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Σχεδόν όλα τα παιδιά μίλαγαν κι έκαναν παρέα με το Γιάννη και το Σωτήρη, τους είχαν δεχτεί σαν φίλους, έπαιζαν μαζί τους το καλοκαίρι, όταν αυτός βρισκόταν στην Ευρώπη, στο καλοκαιρινό του σχολείο. Και μπορεί στους συμμαθητές του να έλεγε το πόσο καλά αγγλικά είχε μάθει τους μήνες που πέρασαν, αλλά αυτό δεν ενδιέφερε κανένα παιδί, γιατί είχαν κάνει όλα τους μπάνια, πολλά μπάνια, και καινούριους φίλους και είχαν παίξει, τρέξει και χαρεί.
Και όταν είδε ότι τα περισσότερα παιδιά του γύρναγαν την πλάτη και δεν είχαν όρεξη να μιλήσουν μαζί του, τότε κι αυτός δεν άντεξε και ρώτησε
«Σας έχω κάνει κάτι; Γιατί δε μου μιλάτε;»
Τότε ένας συμμαθητής του γύρισε και του είπε:
«Σε αποφεύγουμε γιατί δεν είσαι σαν κι εμάς…είσαι κακό παιδί…»
Ο Λευτέρης άρχισε να καταλαβαίνει το λάθος του. Ήθελε να το διορθώσει, αλλά μάλλον ήταν αργά. Ό,τι είχε κάνει την προηγούμενη χρονιά, το πλήρωνε τώρα. Το είχε μετανιώσει σίγουρα, αλλά σε ποιον να το έλεγε; Ποιος θα τον άκουγε;
Έβλεπε το Γιάννη και το Σωτήρη να τρέχουν και να γελάνε με τους άλλους, έβλεπε καινούρια παιδιά στο σχολείο, από ξένες χώρες, να μιλάνε και να κάνουν παρέα με παλιούς συμμαθητές και ζήλευε. Αλλά δεν ήταν που ζήλευε τα άλλα παιδιά, όσο που κατηγορούσε τον εαυτό του.
Απομακρύνθηκε από τη μέση του προαυλίου και πήγε να σταθεί σε μια γωνιά, για να μην τον βλέπουν. Και τότε, μετά από λίγη ώρα, έγινε αυτό που δε θα φανταζόταν ούτε στα όνειρά του. Ο Γιάννης τον πλησίασε και τον ρώτησε πώς τα πέρασε το καλοκαίρι.
«Όχι και τόσο καλά», απάντησε με ειλικρίνεια ο Λευτέρης. «Πιστεύω όμως εσύ να τα πέρασες καλά».
Ο Γιάννης του χαμογέλασε.
«Λευτέρη, δεν έχω βρει ακόμα διπλανό. Θέλεις να κάτσουμε μαζί;»
Ο Λευτέρης τον κοίταξε συγκινημένος αλλά και γεμάτος ευγνωμοσύνη.
«Θέλω», του είπε με σιγουριά.
Οι δυο συμμαθητές άρχισαν να προχωρούν προς τις τάξεις κουβεντιάζοντας.
Ο Λευτέρης αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πει ένα μεγάλο «συγγνώμη» στο Γιάννη. Κι ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Δε βιάστηκε όμως. Ήξερε τελικά ότι όλη την επόμενη χρονιά θα είχε κάθε μέρα την ευκαιρία του για να τα πει. Κι όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στη γειτονιά. Γιατί ο Γιάννης ήταν πλέον φίλος του. Και τους φίλους τους συναντάς κάθε μέρα και δεν ντρέπεσαι να τους μιλήσεις. Για τους φίλους ποτέ δεν είναι αργά!
Διαβάστε ηλεκτρονικά=> 12 διηγήματα |
Βασίλης Παπαθεοδώρου - Βικιπαίδεια
«Μην τον πλησιάζετε, θα ξεβάψει», έλεγε στους άλλους συμμαθητές του κι αυτοί στην αρχή χαμογελούσαν με αυτό που ο Λευτέρης νόμιζε αστείο. Όμως επειδή τον ήξεραν από τη γειτονιά κι έπαιζαν κάθε μέρα ποδόσφαιρο μαζί, τελικά πήγαν με το μέρος του και γέλαγαν τελικά με τα πειράγματα του.
Και ο Γιάννης έμεινε μόνος. Μόνος στα διαλείμματα, μόνος στην τάξη στο θρανίο, μόνος και στην επιστροφή για το σπίτι. Ο Γιάννης ήταν ο ξένος, ήταν ο μαύρος, δεν ήταν σαν και τους άλλους.
«Εσύ δεν είσαι σαν κι εμάς, είσαι μαύρος», του είχε πετάξει μια μέρα στα καλά καθούμενα ο Λευτέρης και ο συμμαθητής του δεν είπε τίποτα. Μόνο πήγε παρακεί στο προαύλιο, για να μη δουν οι υπόλοιποι ότι είχε δακρύσει.
Η δασκάλα έκανε παρατηρήσεις στο Λευτέρη, τον έπαιρνε στο γραφείο και του έλεγε ότι δεν είναι σωστό να κοροϊδεύει τον καινούριο του συμμαθητή.
«Μα είναι μαύρος κυρία, δεν το βλέπετε;»
Η δασκάλα είχε φωνάξει και τους γονείς του Λευτέρη, όμως αυτοί υπερασπίστηκαν το γιο τους.
«Έχουμε γεμίσει τα σχολεία μας όλο ξένους, τι θα γίνει με αυτό;», έλεγαν φωναχτά και η κυρία Ειρήνη, η δασκάλα, για να τους ηρεμήσει τους έλεγε ότι ο Γιάννης δεν είναι ξένος, απλά η μητέρα του έχει άλλο χρώμα από τις Ελληνίδες.
«Ε, τότε να πάει σε σχολείο, όπου έχουν άλλο χρώμα οι μαθητές και να μην αγριεύει τα παιδιά μας», απαντούσαν αυτοί κι έφευγαν εκνευρισμένοι.
Ο Γιάννης προσπάθησε να κάνει κάποιους φίλους, δηλαδή άρχισε να μιλά με το Σωτήρη, που κι αυτόν δεν τον έκανε κανείς παρέα γιατί ήταν χοντρός. Επιπλέον καμία ομάδα δεν ήθελε να έχει το Σωτήρη, γιατί θα ερχόταν τελευταία. Οι δυο τους όλη τη χρονιά μίλαγαν μαζί στο προαύλιο, αλλά δεν έκαναν παρέα έξω από το σχολείο.
Όσο πέρναγε η σχολική χρονιά, ο Λευτέρης άρχισε να γίνεται όλο και πιο προσβλητικός στο Γιάννη, έβριζε τη χώρα της μητέρας του, έλεγε πως οι συμπατριώτες του είναι υπηρέτες, ότι δεν μιλά καλά ελληνικά.
«Μα είμαι Έλληνας κι εγώ», τόλμησε να διαμαρτυρηθεί κάποια φορά με δάκρυα στα μάτια ο Γιάννης.
«Δεν έχω δει μαύρους Έλληνες», του είχε απαντήσει ο Λευτέρης, «εκτός από τους βρώμικους»
Έτσι ήταν μεγάλη ανακούφιση για το Γιάννη όταν τέλειωσαν τα σχολεία, όταν ήρθε το καλοκαίρι και δε θα ξανάβλεπε το συμμαθητή του. Το Λευτέρη δεν τον πείραζε τίποτα, αυτός ήταν χαρούμενος γιατί οι γονείς του θα περνούσαν δυο μήνες για δουλειές στο εξωτερικό και θα τον έστελναν κατασκήνωση, δηλαδή σε ένα μέρος που δε θα ήταν ακριβώς με σκηνές, αλλά κανονικά σπιτάκια, που τα παιδιά θα έπαιζαν κάθε μέρα και θα έκαναν δραστηριότητες.
«Γιούπιιιιι!!!!!», είχε φωνάξει ο Λευτέρης μόλις το πρωτάκουσε. Θα ήταν ο μόνος στο σχολείο που θα είχε κάνει αυτές τις φανταστικές διακοπές το καλοκαίρι. Όλοι οι άλλοι θα πήγαιναν ξανά στα χωριά τους, όπως και κάθε χρόνο και δε θα είχαν τίποτα να διηγηθούν όταν γύρναγαν στο σχολείο το Σεπτέμβρη. Ενώ αυτός!!!
Η αναμονή μεγάλωνε την περιέργειά του. Ήθελε να είναι κιόλας εκεί, να γνωρίσει τα παιδιά από τις άλλες χώρες, να μιλήσει μαζί τους αγγλικά που του άρεσαν. Το χωριό ήταν κάπου στην Κεντρική Ευρώπη, δεν είχε ξαναπάει σε αυτά τα μέρη και ήθελε πάρα πολύ να τα γνωρίσει. Θα έβγαζε και ένα σωρό φωτογραφίες, που θα τις έδειχνε μετά στους άλλους, να ζηλέψουν.
Έτσι την πρώτη μέρα στο καινούριο του σχολείο, αυτό που θα πέρναγε όλο του το καλοκαίρι, ήταν τρισευτυχισμένος. Πήγε να μιλήσει στα άλλα παιδιά, από τις βόρειες χώρες, αλλά αυτά είχαν κάνει τις παρέες τους. Στην αρχή δεν του έδωσαν σημασία, όσο περνούσε όμως η μέρα και οι υπόλοιπες μέρες και οι εβδομάδες, τόσο αυτά απέφευγαν το Λευτέρη. Αυτός δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει.
«Μα καλά, γιατί δε μου μιλάτε; Τι σας έχω κάνει;», είπε μια μέρα σε ένα αγόρι όταν η δασκάλα τον έβαλε υποχρεωτικά σε μια ομάδα.
«Δεν είσαι σαν κι εμάς…»
«Μα τι εννοείς; Αφού είμαι σαν κι εσάς, είμαι κι εγώ άσπρος, δε με βλέπετε;»
«Ναι, αλλά εμείς είμαστε ακόμα πιο άσπροι…»
Από τότε ο Λευτέρης άρχισε να βλέπει κακά όνειρα στον ύπνο του, εφιάλτες. Ήταν λέει σε μία πόλη, όπου οι κάτοικοί της ήταν οι σούπερ-άσπροι κι αυτός ήταν ο υπηρέτης τους. Όταν τον έβλεπαν στο δρόμο τον έπαιρναν με τις πέτρες. Ακόμα και οι γονείς του δεν είχαν καλύτερη τύχη. Η μαμά του δούλευε σε μια σούπερ-άσπρη κυρία, έπλενε, σφουγγάριζε, σιδέρωνε και η κυρία της φερόταν με το χειρότερο τρόπο, της πετούσε στο πάτωμα ένα κομμάτι ψωμί, για να ταΐσει όλη της την οικογένεια. Και ο μπαμπάς του δούλευε σε έναν σούπερ-άσπρο εργοδότη, που το έβριζε όλη τη μέρα και τον έβαζε να κουβαλά και να φορτώνει και να γυαλίζει τις μηχανές, ενώ οι υπόλοιποι σούπερ-άσπροι υπάλληλοι τον έβλεπαν και γέλαγαν.
Και ο Λευτέρης ξύπναγε γεμάτος ιδρώτα και δεν ήθελε να ξανακοιμηθεί, γιατί φοβόταν πως θα ξανάβλεπε αυτά τα όνειρα. Και όταν ξημέρωνε το πρωί, δεν ήθελε να πάει σε αυτό το σχολείο πάλι, γιατί ήξερε ότι κανείς δεν θα τον έκανε παρέα κι όλοι θα τον κορόιδευαν.
Έβλεπε από την άλλη ότι και οι γονείς του δεν είχαν καμία παρέα, έκαναν τις δουλειές τους και γύρναγαν στο σπίτι και κάθονταν και οι τρεις να φάνε και να δούνε τηλεόραση, χωρίς να έχουν έναν άνθρωπο να μιλήσουν. Αχ, τι ωραία θα ήταν να βρίσκεται στο χωριό του, με τον παππού και τη γιαγιά και τους άλλους φίλους του που θα τον περίμεναν για καλοκαίρι για να παίξουν και να πάνε για μπάνιο. Ή πάλι τι ωραία θα ήταν να έμενε έστω στην πόλη, στην πολυκατοικία του και να πηγαίνει κάθε απόγευμα στην πλατεία, να παίζει με τα άλλα παιδιά και να γυρνά το βράδυ, όταν έχει για τα καλά νυχτώσει;
Ο Λευτέρης δεν έβγαλε τελικά πολλές φωτογραφίες από το καλοκαίρι του, είχε κάποιες με τους γονείς του σε κάποια εκδρομή στα γύρω χωριά και μερικές από το σχολείο του την πρώτη μέρα. Αλλά κι αυτές δεν ήθελε να τις βλέπει, ούτε θα τις έδειχνε στους συμμαθητές του. Θα τους έλεγε ότι είχε χάσει τη φωτογραφική του μηχανή, φοβόταν μήπως τον κοροϊδέψουν που τα πέρασε άσχημα.
Όταν λοιπόν πήγε την πρώτη μέρα στο σχολείο για να κάνει αγιασμό και μετά μπήκε στην τάξη, η έκπληξή του ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Σχεδόν όλα τα παιδιά μίλαγαν κι έκαναν παρέα με το Γιάννη και το Σωτήρη, τους είχαν δεχτεί σαν φίλους, έπαιζαν μαζί τους το καλοκαίρι, όταν αυτός βρισκόταν στην Ευρώπη, στο καλοκαιρινό του σχολείο. Και μπορεί στους συμμαθητές του να έλεγε το πόσο καλά αγγλικά είχε μάθει τους μήνες που πέρασαν, αλλά αυτό δεν ενδιέφερε κανένα παιδί, γιατί είχαν κάνει όλα τους μπάνια, πολλά μπάνια, και καινούριους φίλους και είχαν παίξει, τρέξει και χαρεί.
Και όταν είδε ότι τα περισσότερα παιδιά του γύρναγαν την πλάτη και δεν είχαν όρεξη να μιλήσουν μαζί του, τότε κι αυτός δεν άντεξε και ρώτησε
«Σας έχω κάνει κάτι; Γιατί δε μου μιλάτε;»
Τότε ένας συμμαθητής του γύρισε και του είπε:
«Σε αποφεύγουμε γιατί δεν είσαι σαν κι εμάς…είσαι κακό παιδί…»
Ο Λευτέρης άρχισε να καταλαβαίνει το λάθος του. Ήθελε να το διορθώσει, αλλά μάλλον ήταν αργά. Ό,τι είχε κάνει την προηγούμενη χρονιά, το πλήρωνε τώρα. Το είχε μετανιώσει σίγουρα, αλλά σε ποιον να το έλεγε; Ποιος θα τον άκουγε;
Έβλεπε το Γιάννη και το Σωτήρη να τρέχουν και να γελάνε με τους άλλους, έβλεπε καινούρια παιδιά στο σχολείο, από ξένες χώρες, να μιλάνε και να κάνουν παρέα με παλιούς συμμαθητές και ζήλευε. Αλλά δεν ήταν που ζήλευε τα άλλα παιδιά, όσο που κατηγορούσε τον εαυτό του.
Απομακρύνθηκε από τη μέση του προαυλίου και πήγε να σταθεί σε μια γωνιά, για να μην τον βλέπουν. Και τότε, μετά από λίγη ώρα, έγινε αυτό που δε θα φανταζόταν ούτε στα όνειρά του. Ο Γιάννης τον πλησίασε και τον ρώτησε πώς τα πέρασε το καλοκαίρι.
«Όχι και τόσο καλά», απάντησε με ειλικρίνεια ο Λευτέρης. «Πιστεύω όμως εσύ να τα πέρασες καλά».
Ο Γιάννης του χαμογέλασε.
«Λευτέρη, δεν έχω βρει ακόμα διπλανό. Θέλεις να κάτσουμε μαζί;»
Ο Λευτέρης τον κοίταξε συγκινημένος αλλά και γεμάτος ευγνωμοσύνη.
«Θέλω», του είπε με σιγουριά.
Οι δυο συμμαθητές άρχισαν να προχωρούν προς τις τάξεις κουβεντιάζοντας.
Ο Λευτέρης αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πει ένα μεγάλο «συγγνώμη» στο Γιάννη. Κι ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Δε βιάστηκε όμως. Ήξερε τελικά ότι όλη την επόμενη χρονιά θα είχε κάθε μέρα την ευκαιρία του για να τα πει. Κι όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στη γειτονιά. Γιατί ο Γιάννης ήταν πλέον φίλος του. Και τους φίλους τους συναντάς κάθε μέρα και δεν ντρέπεσαι να τους μιλήσεις. Για τους φίλους ποτέ δεν είναι αργά!
Διαβάστε ηλεκτρονικά=> 12 διηγήματα |
Βασίλης Παπαθεοδώρου - Βικιπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου