Πέμπτη, Απριλίου 02, 2015

Για τους μικρούς μας φίλους

Ο Λευ­τέ­ρης δεν ήταν κακό παιδί, δη­λα­δή δεν ήταν πολύ κακό παιδί. Αλλά δεν έκανε και καλά πράγ­μα­τα. Όταν είχε έρθει στην τάξη του ο Γιάν­νης, ο και­νού­ριος συμ­μα­θη­τής, ο Λευ­τέ­ρης ήταν ο πρώ­τος που άρ­χι­σε να τον κο­ροϊ­δεύ­ει. Κι αυτό γιατί ο Γιάν­νης ήταν μαύ­ρος…
«Μην τον πλη­σιά­ζε­τε, θα ξε­βά­ψει», έλεγε στους άλ­λους συμ­μα­θη­τές του κι αυτοί στην αρχή χα­μο­γε­λού­σαν με αυτό που ο Λευ­τέ­ρης νό­μι­ζε αστείο. Όμως επει­δή τον ήξε­ραν από τη γει­το­νιά κι έπαι­ζαν κάθε μέρα πο­δό­σφαι­ρο μαζί, τε­λι­κά πήγαν με το μέρος του και γέ­λα­γαν τε­λι­κά με τα πει­ράγ­μα­τα του.
Και ο Γιάν­νης έμει­νε μόνος. Μόνος στα δια­λείμ­μα­τα, μόνος στην τάξη στο θρα­νίο, μόνος και στην επι­στρο­φή για το σπίτι. Ο Γιάν­νης ήταν ο ξένος, ήταν ο μαύ­ρος, δεν ήταν σαν και τους άλ­λους.
«Εσύ δεν είσαι σαν κι εμάς, είσαι μαύ­ρος», του είχε πε­τά­ξει μια μέρα στα καλά κα­θού­με­να ο Λευ­τέ­ρης και ο συμ­μα­θη­τής του δεν είπε τί­πο­τα. Μόνο πήγε πα­ρα­κεί στο προ­αύ­λιο, για να μη δουν οι υπό­λοι­ποι ότι είχε δα­κρύ­σει.
Η δα­σκά­λα έκανε πα­ρα­τη­ρή­σεις στο Λευ­τέ­ρη, τον έπαιρ­νε στο γρα­φείο και του έλεγε ότι δεν είναι σωστό να κο­ροϊ­δεύ­ει τον και­νού­ριο του συμ­μα­θη­τή.
«Μα είναι μαύ­ρος κυρία, δεν το βλέ­πε­τε;»
Η δα­σκά­λα είχε φω­νά­ξει και τους γο­νείς του Λευ­τέ­ρη, όμως αυτοί υπε­ρα­σπί­στη­καν το γιο τους.
«Έχου­με γε­μί­σει τα σχο­λεία μας όλο ξέ­νους, τι θα γίνει με αυτό;», έλε­γαν φω­να­χτά και η κυρία Ει­ρή­νη, η δα­σκά­λα, για να τους ηρε­μή­σει τους έλεγε ότι ο Γιάν­νης δεν είναι ξένος, απλά η μη­τέ­ρα του έχει άλλο χρώμα από τις Ελ­λη­νί­δες.
«Ε, τότε να πάει σε σχο­λείο, όπου έχουν άλλο χρώμα οι μα­θη­τές και να μην αγριεύ­ει τα παι­διά μας», απα­ντού­σαν αυτοί κι έφευ­γαν εκνευ­ρι­σμέ­νοι.
Ο Γιάν­νης προ­σπά­θη­σε να κάνει κά­ποιους φί­λους, δη­λα­δή άρ­χι­σε να μιλά με το Σω­τή­ρη, που κι αυτόν δεν τον έκανε κα­νείς παρέα γιατί ήταν χο­ντρός. Επι­πλέ­ον καμία ομάδα δεν ήθελε να έχει το Σω­τή­ρη, γιατί θα ερ­χό­ταν τε­λευ­ταία. Οι δυο τους όλη τη χρο­νιά μί­λα­γαν μαζί στο προ­αύ­λιο, αλλά δεν έκα­ναν παρέα έξω από το σχο­λείο.
Όσο πέρ­να­γε η σχο­λι­κή χρο­νιά, ο Λευ­τέ­ρης άρ­χι­σε να γί­νε­ται όλο και πιο προ­σβλη­τι­κός στο Γιάν­νη, έβρι­ζε τη χώρα της μη­τέ­ρας του, έλεγε πως οι συ­μπα­τριώ­τες του είναι υπη­ρέ­τες, ότι δεν μιλά καλά ελ­λη­νι­κά.
«Μα είμαι Έλ­λη­νας κι εγώ», τόλ­μη­σε να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί κά­ποια φορά με δά­κρυα στα μάτια ο Γιάν­νης.
«Δεν έχω δει μαύ­ρους Έλ­λη­νες», του είχε απα­ντή­σει ο Λευ­τέ­ρης, «εκτός από τους βρώ­μι­κους»
Έτσι ήταν με­γά­λη ανα­κού­φι­ση για το Γιάν­νη όταν τέ­λειω­σαν τα σχο­λεία, όταν ήρθε το κα­λο­καί­ρι και δε θα ξα­νά­βλε­πε το συμ­μα­θη­τή του. Το Λευ­τέ­ρη δεν τον πεί­ρα­ζε τί­πο­τα, αυτός ήταν χα­ρού­με­νος γιατί οι γο­νείς του θα περ­νού­σαν δυο μήνες για δου­λειές στο εξω­τε­ρι­κό και θα τον έστελ­ναν κα­τα­σκή­νω­ση, δη­λα­δή σε ένα μέρος που δε θα ήταν ακρι­βώς με σκη­νές, αλλά κα­νο­νι­κά σπι­τά­κια, που τα παι­διά θα έπαι­ζαν κάθε μέρα και θα έκα­ναν δρα­στη­ριό­τη­τες.
«Γιού­πι­ι­ι­ιι!!!!!», είχε φω­νά­ξει ο Λευ­τέ­ρης μόλις το πρω­τά­κου­σε. Θα ήταν ο μόνος στο σχο­λείο που θα είχε κάνει αυτές τις φα­ντα­στι­κές δια­κο­πές το κα­λο­καί­ρι. Όλοι οι άλλοι θα πή­γαι­ναν ξανά στα χωριά τους, όπως και κάθε χρόνο και δε θα είχαν τί­πο­τα να δι­η­γη­θούν όταν γύρ­να­γαν στο σχο­λείο το Σε­πτέμ­βρη. Ενώ αυτός!!!
Η ανα­μο­νή με­γά­λω­νε την πε­ριέρ­γειά του. Ήθελε να είναι κιό­λας εκεί, να γνω­ρί­σει τα παι­διά από τις άλλες χώρες, να μι­λή­σει μαζί τους αγ­γλι­κά που του άρε­σαν. Το χωριό ήταν κάπου στην Κε­ντρι­κή Ευ­ρώ­πη, δεν είχε ξα­να­πά­ει σε αυτά τα μέρη και ήθελε πάρα πολύ να τα γνω­ρί­σει. Θα έβγα­ζε και ένα σωρό φω­το­γρα­φί­ες, που θα τις έδει­χνε μετά στους άλ­λους, να ζη­λέ­ψουν.
Έτσι την πρώτη μέρα στο και­νού­ριο του σχο­λείο, αυτό που θα πέρ­να­γε όλο του το κα­λο­καί­ρι, ήταν τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος. Πήγε να μι­λή­σει στα άλλα παι­διά, από τις βό­ρειες χώρες, αλλά αυτά είχαν κάνει τις πα­ρέ­ες τους. Στην αρχή δεν του έδω­σαν ση­μα­σία, όσο περ­νού­σε όμως η μέρα και οι υπό­λοι­πες μέρες και οι εβδο­μά­δες, τόσο αυτά απέ­φευ­γαν το Λευ­τέ­ρη. Αυτός δεν κα­τα­λά­βαι­νε τι συμ­βαί­νει.
«Μα καλά, γιατί δε μου μι­λά­τε; Τι σας έχω κάνει;», είπε μια μέρα σε ένα αγόρι όταν η δα­σκά­λα τον έβαλε υπο­χρε­ω­τι­κά σε μια ομάδα.
«Δεν είσαι σαν κι εμάς…»
«Μα τι εν­νο­είς; Αφού είμαι σαν κι εσάς, είμαι κι εγώ άσπρος, δε με βλέ­πε­τε;»
«Ναι, αλλά εμείς εί­μα­στε ακόμα πιο άσπροι…»
Από τότε ο Λευ­τέ­ρης άρ­χι­σε να βλέ­πει κακά όνει­ρα στον ύπνο του, εφιάλ­τες. Ήταν λέει σε μία πόλη, όπου οι κά­τοι­κοί της ήταν οι σού­περ-άσπροι κι αυτός ήταν ο υπη­ρέ­της τους. Όταν τον έβλε­παν στο δρόμο τον έπαιρ­ναν με τις πέ­τρες. Ακόμα και οι γο­νείς του δεν είχαν κα­λύ­τε­ρη τύχη. Η μαμά του δού­λευε σε μια σού­περ-άσπρη κυρία, έπλε­νε, σφουγ­γά­ρι­ζε, σι­δέ­ρω­νε και η κυρία της φε­ρό­ταν με το χει­ρό­τε­ρο τρόπο, της πε­τού­σε στο πά­τω­μα ένα κομ­μά­τι ψωμί, για να τα­ΐ­σει όλη της την οι­κο­γέ­νεια. Και ο μπα­μπάς του δού­λευε σε έναν σού­περ-άσπρο ερ­γο­δό­τη, που το έβρι­ζε όλη τη μέρα και τον έβαζε να κου­βα­λά και να φορ­τώ­νει και να γυα­λί­ζει τις μη­χα­νές, ενώ οι υπό­λοι­ποι σού­περ-άσπροι υπάλ­λη­λοι τον έβλε­παν και γέ­λα­γαν.
Και ο Λευ­τέ­ρης ξύ­πνα­γε γε­μά­τος ιδρώ­τα και δεν ήθελε να ξα­να­κοι­μη­θεί, γιατί φο­βό­ταν πως θα ξα­νά­βλε­πε αυτά τα όνει­ρα. Και όταν ξη­μέ­ρω­νε το πρωί, δεν ήθελε να πάει σε αυτό το σχο­λείο πάλι, γιατί ήξερε ότι κα­νείς δεν θα τον έκανε παρέα κι όλοι θα τον κο­ρόι­δευαν.
Έβλε­πε από την άλλη ότι και οι γο­νείς του δεν είχαν καμία παρέα, έκα­ναν τις δου­λειές τους και γύρ­να­γαν στο σπίτι και κά­θο­νταν και οι τρεις να φάνε και να δούνε τη­λε­ό­ρα­ση, χωρίς να έχουν έναν άν­θρω­πο να μι­λή­σουν. Αχ, τι ωραία θα ήταν να βρί­σκε­ται στο χωριό του, με τον παπ­πού και τη για­γιά και τους άλ­λους φί­λους του που θα τον πε­ρί­με­ναν για κα­λο­καί­ρι για να παί­ξουν και να πάνε για μπά­νιο. Ή πάλι τι ωραία θα ήταν να έμενε έστω στην πόλη, στην πο­λυ­κα­τοι­κία του και να πη­γαί­νει κάθε από­γευ­μα στην πλα­τεία, να παί­ζει με τα άλλα παι­διά και να γυρνά το βράδυ, όταν έχει για τα καλά νυ­χτώ­σει;
Ο Λευ­τέ­ρης δεν έβγα­λε τε­λι­κά πολ­λές φω­το­γρα­φί­ες από το κα­λο­καί­ρι του, είχε κά­ποιες με τους γο­νείς του σε κά­ποια εκ­δρο­μή στα γύρω χωριά και με­ρι­κές από το σχο­λείο του την πρώτη μέρα. Αλλά κι αυτές δεν ήθελε να τις βλέ­πει, ούτε θα τις έδει­χνε στους συμ­μα­θη­τές του. Θα τους έλεγε ότι είχε χάσει τη φω­το­γρα­φι­κή του μη­χα­νή, φο­βό­ταν μήπως τον κο­ροϊ­δέ­ψουν που τα πέ­ρα­σε άσχη­μα.
Όταν λοι­πόν πήγε την πρώτη μέρα στο σχο­λείο για να κάνει αγια­σμό και μετά μπήκε στην τάξη, η έκ­πλη­ξή του ήταν πάρα πολύ με­γά­λη. Σχε­δόν όλα τα παι­διά μί­λα­γαν κι έκα­ναν παρέα με το Γιάν­νη και το Σω­τή­ρη, τους είχαν δε­χτεί σαν φί­λους, έπαι­ζαν μαζί τους το κα­λο­καί­ρι, όταν αυτός βρι­σκό­ταν στην Ευ­ρώ­πη, στο κα­λο­και­ρι­νό του σχο­λείο. Και μπο­ρεί στους συμ­μα­θη­τές του να έλεγε το πόσο καλά αγ­γλι­κά είχε μάθει τους μήνες που πέ­ρα­σαν, αλλά αυτό δεν εν­διέ­φε­ρε κα­νέ­να παιδί, γιατί είχαν κάνει όλα τους μπά­νια, πολλά μπά­νια, και και­νού­ριους φί­λους και είχαν παί­ξει, τρέ­ξει και χαρεί.
Και όταν είδε ότι τα πε­ρισ­σό­τε­ρα παι­διά του γύρ­να­γαν την πλάτη και δεν είχαν όρεξη να μι­λή­σουν μαζί του, τότε κι αυτός δεν άντε­ξε και ρώ­τη­σε
«Σας έχω κάνει κάτι; Γιατί δε μου μι­λά­τε;»
Τότε ένας συμ­μα­θη­τής του γύ­ρι­σε και του είπε:
«Σε απο­φεύ­γου­με γιατί δεν είσαι σαν κι εμάς…είσαι κακό παιδί…»
Ο Λευ­τέ­ρης άρ­χι­σε να κα­τα­λα­βαί­νει το λάθος του. Ήθελε να το διορ­θώ­σει, αλλά μάλ­λον ήταν αργά. Ό,τι είχε κάνει την προη­γού­με­νη χρο­νιά, το πλή­ρω­νε τώρα. Το είχε με­τα­νιώ­σει σί­γου­ρα, αλλά σε ποιον να το έλεγε; Ποιος θα τον άκου­γε;
Έβλε­πε το Γιάν­νη και το Σω­τή­ρη να τρέ­χουν και να γε­λά­νε με τους άλ­λους, έβλε­πε και­νού­ρια παι­διά στο σχο­λείο, από ξένες χώρες, να μι­λά­νε και να κά­νουν παρέα με πα­λιούς συμ­μα­θη­τές και ζή­λευε. Αλλά δεν ήταν που ζή­λευε τα άλλα παι­διά, όσο που κα­τη­γο­ρού­σε τον εαυτό του.
Απο­μα­κρύν­θη­κε από τη μέση του προ­αυ­λί­ου και πήγε να στα­θεί σε μια γωνιά, για να μην τον βλέ­πουν. Και τότε, μετά από λίγη ώρα, έγινε αυτό που δε θα φα­ντα­ζό­ταν ούτε στα όνει­ρά του. Ο Γιάν­νης τον πλη­σί­α­σε και τον ρώ­τη­σε πώς τα πέ­ρα­σε το κα­λο­καί­ρι.
«Όχι και τόσο καλά», απά­ντη­σε με ει­λι­κρί­νεια ο Λευ­τέ­ρης. «Πι­στεύω όμως εσύ να τα πέ­ρα­σες καλά».
Ο Γιάν­νης του χα­μο­γέ­λα­σε.
«Λευ­τέ­ρη, δεν έχω βρει ακόμα δι­πλα­νό. Θέ­λεις να κά­τσου­με μαζί;»
Ο Λευ­τέ­ρης τον κοί­τα­ξε συ­γκι­νη­μέ­νος αλλά και γε­μά­τος ευ­γνω­μο­σύ­νη.
«Θέλω», του είπε με σι­γου­ριά.
Οι δυο συμ­μα­θη­τές άρ­χι­σαν να προ­χω­ρούν προς τις τά­ξεις κου­βε­ντιά­ζο­ντας.
Ο Λευ­τέ­ρης αι­σθάν­θη­κε ότι έπρε­πε να πει ένα με­γά­λο «συγ­γνώ­μη» στο Γιάν­νη. Κι ένα με­γά­λο «ευ­χα­ρι­στώ». Δε βιά­στη­κε όμως. Ήξερε τε­λι­κά ότι όλη την επό­με­νη χρο­νιά θα είχε κάθε μέρα την ευ­και­ρία του για να τα πει. Κι όχι μόνο στο σχο­λείο, αλλά και στη γει­το­νιά. Γιατί ο Γιάν­νης ήταν πλέον φίλος του. Και τους φί­λους τους συ­να­ντάς κάθε μέρα και δεν ντρέ­πε­σαι να τους μι­λή­σεις. Για τους φί­λους ποτέ δεν είναι αργά!

Διαβάστε ηλεκτρονικά=>  12 διηγήματα |

*Δείτε=>Βασίλης Παπαθεοδώρου - Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: