Τετάρτη, Ιουνίου 24, 2020

Το νόμιμο και το ηθικό σε καπιταλιστικό φόντο: ένα αστυνομικό-δικαστικό δράμα με φιλοσοφικό υπόβαθρο



Εγκλήματα με θέα τη θάλασσα

Tanguy Viel, Άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα,

Αποτέλεσμα εικόνας για Λίνα ΠανταλέωνΛίνα Πανταλέων

Πηγή: literature.gr

«… η σειρά των γεγονότων ήταν επίσης το άθροισμα όσων παραλείψαμε και απαρνηθήκαμε και δεν εκπληρώσαμε…»


Το μυθιστόρημα του Τανγκύ Βιέλ (Βρέστη, 1973) ξεκινά μετά την απονομή της δικαιοσύνης, μολονότι κατακλείδα του είναι μια ετυμηγορία, το άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα. Τρεις είναι οι δικαστές του βιβλίου. Ο δικαστής, ένα ανώνυμο πρόσωπο, κυρίως ένας ακροατής, με το προνόμιο της δικαστικής εξουσίας. Ο Εργουάν Κερμέρ, ένας γιος που επιχειρεί να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια του πατέρα του και ο Μαρσιάλ Κερμέρ, ο εν λόγω πατέρας και αφηγητής, ο οποίος εξιστορεί στον δικαστή τα γεγονότα που τον οδήγησαν στην καρέκλα απέναντί του.
Ο Βιέλ στήνει το δράμα σε μια έκταση είκοσι στρεμμάτων. Είκοσι στρέμματα σε έναν όρμο της Βρέστης, όπου από χρόνια ριζώνουν, πέρα από ακαλλιέργητα χωράφια, ένα κάστρο, «περισσότερο ένα μεγάλο σπίτι με πελεκητή πέτρα και παμπάλαιους σχιστόλιθους», και μια καλύβα σαράντα πέντε τετραγωνικών, όπου ζουν ο Μαρσιάλ και ο Εργουάν.
«Καταλαβαίνετε, είπα στον δικαστή, εμείς δεν ήμασταν η πόλη. Εμείς ήμασταν η χερσόνησος απέναντι».
Μια μέρα του 1990 ένας ουρανοκατέβατος μεσσίας, ονόματι Αντουάν Λαζενέκ, ήρθε να αγοράσει τα είκοσι στρέμματα στην χερσόνησο, υποσχόμενος στους κατοίκους την ανέγερση ενός παραθαλάσσιου θερέτρου. Οι κάτοικοι, κατάκοποι από την αδιάκοπη αναμέτρησή τους με τη γη και τη θάλασσα, τον αέρα, τη βροχή και τη μόνιμη καταχνιά, άρχισαν να ονειρεύονται τη θέα από τα παραθαλάσσια διαμερίσματά τους. Το ίδιο έκανε και ο Κερμέρ, μέχρι που υπέγραψε στον Λαζενέκ μια επιταγή 512.000 φράγκων. Η οικονομική του δυνατότητα έφτανε τα 400.000 φράγκα, όση ήταν η αποζημίωση της απόλυσής του από το ναυπηγείο. Όμως, το όνειρο της κοινωνικής αποκατάστασης υπερέβαινε το απόθεμα της κατάθεσης. Έτσι, ο Μαρσιάλ Κερμέρ αγόρασε ένα ανύπαρκτο διαμέρισμα σε μια ανύπαρκτη οικοδομή. Ο σοσιαλιστής του 1981, ο οποίος είχε πανηγυρίσει την ίδια ημέρα την εκλογική νίκη του Μιτεράν και τη γέννηση του γιου του, είχε επενδύσει όλα του τα χρήματα «σε ένα σχέδιο ανέγερσης πολυτελών κατοικιών». Ήταν ντροπή, την οποία ωστόσο δρόσιζε ένα ευάερο όνειρο, ένα τριάρι στον τέταρτο όροφο μιας εξαώροφης πολυκατοικίας.
Το μόνο θεμέλιο που μπήκε ποτέ στη φαντασίωση αυτής της κατοίκησης, ήταν η ελπίδα. Επενδύοντας σε ένα σχέδιο φτιαγμένο πάνω σε κινούμενη άμμο, ο Κερμέρ απλώς ανατόκιζε την ελπίδα πως κάποτε η ζωή του θα διέφευγε από την κανονική ροή, από ημέρες απαράλλαχτες που αραδιάζονταν και οξειδώνονταν αργόσυρτα δίπλα στην ακτή. Όταν ο δικαστής απόρησε με την επιμονή της πίστης του στις επαγγελίες του Λαζενέκ, ο δικαζόμενος του υπενθύμισε πως ακόμα και στο χείλος της συντριβής απομένει μέσα σου κάτι που σε εμποδίζει να σωριαστείς, κάτι παράξενο, ανεξιχνίαστο «[…] και, θα λέγατε, παράλογο, φυσικά, παράλογο, μα το χειρότερο είναι πως, για τούτο το παράλογο πράγμα που έχει απομείνει μέσα σου και σε εμποδίζει να τα παρατήσεις, έχουμε εφεύρει μια ωραία λέξη, και τούτη η ωραία λέξη είναι “ελπίδα”».
«Έτσι είναι, ακόμα κι όταν νιώθεις πως τα πάντα έχουν χαθεί, ακόμα κι όταν δεν κοιτάζεις πια προς το μέλλον, ακόμα και τότε, τα σκαλιά της απελπισίας τα κατεβαίνεις σιγά σιγά, ένα ένα, ποτέ όμως όλα μαζί. Σας τ’ ορκίζομαι πως κάτι μέσα στο μυαλό σου σε εμποδίζει να τα κατέβεις με φόρα».
Τη μέρα που ο Λαζενέκ παρουσίασε τη μακέτα της αναμορφωμένης χερσονήσου στη μεγάλη αίθουσα του δημαρχείου, όλοι οι παρευρισκόμενοι μοιράζονταν την εντύπωση πως γιόρταζαν τη μεγαλοπρεπή αναγγελία ενός μακάριου μέλλοντος. Ο Κερμέρ ανακαλεί την ευφροσύνη της μέρας, χωρίς βέβαια να μπορεί να σβήσει από το μυαλό του τα έξι χρόνια παρατεταμένης διάψευσης που ακολούθησαν.
«Για λίγη ώρα, εκείνο το πρωί, ζήσαμε όλοι σε αυτό το μέρος, μέσα στο γυάλινο ορθογώνιο όπου ούτε η βροχή ούτε η σκόνη θα έμπαιναν ποτέ. Και νιώθαμε μαγνητισμένοι, θαρρείς, από το μέλλον».
Ξαναβλέποντας τον εαυτό του και τους υπόλοιπους κατοίκους της χερσονήσου στην εορταστική ατμόσφαιρα του δημαρχείου, ο Κερμέρ επιλέγει μια παράξενη λέξη για να περιγράψει τους παριστάμενους· τους αποκαλεί «εμπλεκόμενους», σαν να αναγνωρίζει, με τη στερνή του γνώση, την ομαδική συνέργεια σε ένα έγκλημα.
«Όπως και ’χει, κάτι σκίρτησε μέσα μου βλέποντάς μας συγκεντρωμένους εκεί, όλους τους κατοίκους της χερσονήσου, μερικές εκατοντάδες μαζί και, κατά κάποιον τρόπο, εμπλεκόμενους, ναι, κάτι σκίρτησε μέσα μου».
Ο Μαρσιάλ Κερμέρ οδηγείται ενώπιον του δικαστή κατηγορούμενος για τη δολοφονία του Αντουάν Λαζενέκ. Έξι χρόνια μετά την υπογραφή της επιταγής, ο Κερμέρ πέταξε τον Λαζενέκ στη θάλασσα. Όπως λέει στον δικαστή, όλη η ιστορία δεν ήταν παρά «μια συνηθισμένη ιστορία απάτης», «τίποτα παραπάνω». Η απονομή της δικαιοσύνης ήταν μια άλλη ιστορία, η ευθύνη της οποίας επιμεριζόταν ανάμεσα σε έναν πατέρα και τον γιο του. Και δευτερευόντως σε έναν ανώνυμο δικαστή.
Κοιτάζοντας τα είκοσι στρέμματα που απλώνονταν κάτω από τα παράθυρα του μικρού του σπιτιού, ο Κερμέρ τα φανταζόταν «να συναρμολογούνται κάθετα» μέσα στο μυαλό του. Μόνο μέσα στο μυαλό του, γιατί καθώς περνούσε ο καιρός και οι μήνες της αναμονής αθροίζονταν σε χρόνια, έξω από τα παράθυρά του αντίκριζε μπάζα, ίχνη από ερπύστριες και εκσκαφείς και έναν ανοιγμένο λάκκο, «ένα κενό ορθογώνιο που θα σκιαγραφούσε ένα υποθετικό μέλλον – μα απλώς υποθετικό». Στη θέση της εξαώροφης πολυκατοικίας με κήπο στην ταράτσα και εσωτερική πισίνα, στη θέση του τριαριού στον τέταρτο όροφο με θέα στη θάλασσα, έχασκε μια «ορθογώνια τρύπα», καταμεσής είκοσι στρεμμάτων αναποδογυρισμένου χώματος μπροστά στη θάλασσα. Τη λεηλατημένη έκταση λόγχιζαν οι πάσσαλοι ενός φασματικού εργοταξίου και οι διαλυμένες διαφημιστικές πινακίδες «[…] που κρέμονταν στο κιγκλίδωμα και οι οποίες συνέχιζαν να υπόσχονται ένα λαμπρό μέλλον, ενώ πιο πέρα, από πίσω τους, υπήρχε όλη η ειρωνεία του γρασιδιού που έγινε λάσπη και τα ερείπια του κάστρου […]».
Αντί για πέτρα και τζαμαρίες όπου θα καθρεφτιζόταν ο ήλιος, αντί για μπετόν, τσουβάλια με κονίαμα και τσιμεντόλιθους που θα στερεώνονταν ο ένας πάνω στον άλλο για να μεταμορφώσουν τον όρμο σε παραθαλάσσιο θέρετρο, ο Κερμέρ έβλεπε τη λιγοστή επικράτεια της ζωής του να καταπλακώνεται από «εβδομάδες κι έπειτα μήνες κι έπειτα χρόνια» που στοιβάζονταν οριζόντια, «σαν μια συμπαγής κι όλο και πιο αδιαφανής μάζα». Και πάνω απ’ όλα έβλεπε ερείπια, «αν βέβαια μπορούμε να ονομάσουμε ερείπια τα σημάδια ενός πράγματος που ποτέ δεν υπήρξε».
Όπως ομολογεί στον δικαστή, ο γιος του ο Εργουάν τον κατηγορούσε συχνά πως είχε γεράσει πριν της ώρας του, πως τα αυτιά του κώφευαν στον άνεμο που εξακολουθούσε να φυσά πάνω από την χερσόνησο, «τούτο το είδος ανέμου» που τρικύμιζε από μέσα τον Εργουάν. Ο Κερμέρ, ωστόσο, θυμόταν πως κάποτε, τόσο ο ίδιος όσο και 5.000 άλλοι, ένιωσαν «λίγο τον άνεμο που φυσούσε». Ο Λαζενέκ είχε μπει μέσα του σαν τον άνεμο, από μια ρωγμή της ψυχής του που βρήκε αφύλαχτη.
«Υπήρξε μια ρωγμή μέσα μου και εκείνος μπήκε σαν τον άνεμο, διότι φυσούσε όσο κι ο άνεμος, πάντα έτοιμος να ορμήσει σε κάθε άνοιγμα ή σχισμή του ψεύτικου τοίχου που προσπαθούσα ωστόσο να παρουσιάσω ως φτιαγμένο από τούβλα, μα τέλος πάντων δεν είμαι από γρανίτη».
Οι κάτοικοι της χερσονήσου, θαμμένοι ο καθένας «μες στη σιωπή της παγίδας του», παρακολουθούσαν τον Λαζενέκ να περιδιαβαίνει χαμογελώντας στη χωματερή των είκοσι στρεμμάτων και να ποδοπατά ανέμελος τα παρτέρια τους, «[…] τα ίδια παρτέρια όπου όλοι εμείς είχαμε καλλιεργήσει τις ζωές μας χωρίς καν να γνωρίζουμε την ύπαρξή του, και όπου ασφαλώς δεν χρειαζόμασταν λίπασμα για να τις κάνουμε να μεγαλώσουν πιο γρήγορα».
Μιλώντας στον δικαστή, ο Κερμέρ παραδέχεται πως όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της χερσονήσου συνέβαλαν στην καταστροφή της, πως οι περισσότεροι υπήρξαν μεν μπλεγμένοι, αλλά ήταν κυρίως εμπλεκόμενοι στην απάτη του Λαζενέκ. Και αν ο ίδιος βρέθηκε τελικά να είναι «πιο ένοχος ή πιο εμπλεκόμενος ή πιο νόμιμος αφηγητής», αν η ευθύνη που του αναλογούσε να αφηγηθεί την ιστορία, έμοιαζε «ελάχιστα μεγαλύτερη απ’ ό,τι για τους άλλους», ήταν επειδή κάτω από τα παράθυρά του δεν σωρεύονταν μόνο ερείπια, αλλά και τα πιο κοφτερά θραύσματα της ναυαγισμένης εικόνας της χερσονήσου. Τα θραύσματα επίσης του κομματιασμένου του ειδώλου, καθώς ο Λαζενέκ ήρθε και ταρακούνησε συθέμελα τον καθρέφτη όπου επί πενήντα χρόνια αναγνώριζε τον εαυτό του. Του ήταν αδύνατον να σταματήσει τον δαιμονισμένο θόρυβο που έκανε ο καθρέφτης καθώς κοπανιόταν στα τειχία του μυαλού του, μέχρι που από τον εαυτό του δεν έμειναν παρά «σπασμένα γυαλιά», τα οποία έσερνε μαζί του με κάθε του φράση. Και αυτός ο καθρέφτης, επειδή ήταν κάτι που έκοβε αλλά και έσπαγε, θα μπορούσε να ονομαστεί συνείδηση. Η αντανάκλασή του μας δυσκολεύει, αλλά ενίοτε μας τιμά.
Με τον ερχομό του Λαζενέκ στον όρμο, ο Κερμέρ υποχρεώθηκε να βγει έξω από το σπίτι του και να παραδώσει τον ελάχιστο κόσμο του σε ένα προμελετημένο μακελειό, που τον έκανε κομμάτια. Ο Λαζενέκ στέρησε ανέκκλητα από τον Κερμέρ «το φιλικό βλέμμα» που φυλούσε στην καρδιά του για τον εαυτό του.
Αφήνοντας τον Λαζενέκ να πνιγεί στη θάλασσα της χερσονήσου, ο Κερμέρ αισθάνθηκε σαν να αποκτούσε ξαφνικά πανοραμική θέα της πόλης, σαν να είχε μεταμορφωθεί σε γλάρο και μετεωριζόταν πάνω από το νερό, μέσα στην αχλή της καταχνιάς, αλλά ακόμα και τότε, παρά την πλεονεκτική οπτική γωνία, διέκρινε μια πόλη που έμοιαζε «γραμμένη σε μια γλώσσα» την οποία δεν κατανοούσε· «ένα αλφάβητο που αποτελείται από ανακατασκευασμένες πολυκατοικίες και ανοιχτά παράθυρα, και μόνο στα περβάζια βλέπω κάποια ψίχουλα που έχουν απομείνει».
Τη μέρα που είχε σταθεί πάνω από τη μακέτα, κοιτάζοντας τη γενέτειρά του κλεισμένη σε ένα γυάλινο κουτί που λαμποκοπούσε, είχε και πάλι την αίσθηση πως πετούσε και αγνάντευε τα γνώριμα τοπία από ψηλά. Τότε ακόμα ο Λαζενέκ θριάμβευε ολόστεγνος, γι’ αυτό ίσως ο Κερμέρ μπορούσε να απολαμβάνει, συντροφιά με τους άλλους εμπλεκόμενους, το αιφνίδιο πέταγμα.
[................................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα, Tanguy Viel, από την Λίνα ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: