Σάββατο, Αυγούστου 10, 2019

Ρώτησαν τον κ. Κόινε : Τι φτιάχνετε τώρα; Ο κ. Κόινε αποκρίθηκε: Κουράζομαι πάρα πολύ, ετοιμάζω το επόμενο λάθος μου!

 
Αποτέλεσμα εικόνας για Μπέρτολτ Μπρεχτ: Ιστορίες του κ. Κόϋνερ. Η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής (Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης, εκδ. Θεμέλιο)

Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956) - Βικιπαίδεια

Για την αλήθεια



Στον κ. Κόινερ το στοχαστή, πήγε ο μαθητής Τιφ και του είπε: Θέλω να μάθω την αλήθεια.



Ποιαν αλήθεια; Η αλήθεια είναι γνωστή. Θέλεις να μάθεις την αλήθεια για το εμπόριο των ψαριών; Ή μήπως θέλεις να μάθεις την αλήθεια για το φορολογικό σύστημα; Αν μαθαίνοντας την αλήθεια για το εμπόριο των ψαριών πάψεις να πληρώνεις ακριβά τα ψάρια τους, τότε δε θα σου πουν την αλήθεια, είπε ο κ. Κ.
Μπέρτολντ Μπρέχτ


🔻

Αποτέλεσμα εικόνας για Μπέρτολτ Μπρεχτ: Ιστορίες του κ. Κόϋνερ. Η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής (Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης, εκδ. Θεμέλιο)

 

Ιστορίες του κ. Κόϋνερ 

 (Όλο το βιβλίο)

 

Πηγή: Μπέρτολτ Μπρεχτ: Ιστορίες του κ. Κόϋνερ. Η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής (Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης, εκδ. Θεμέλιο).

Αντιγραφή για το ιστολόγιο «Ορίζοντας»: (orizondas.blogspot.com) Παναγιώτης Γαβάνας




Η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής
Οι «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» γράφτηκαν από τον Μπρεχτ κατά τη διάρκεια μιας περιόδου περίπου 30 χρόνων. Το κέντρο βάρους της δουλειάς αυτής βρίσκεται στη δεκαετία του 1920. Σ’ αυτά τα μικρά κείμενα (87 συνολικά) ο Μπρεχτ προσπάθησε ν’ αναπτύξει ένα σύντομο μοντέλο πεζού λόγου, με τη βοήθεια του οποίου μπορούν να πραγματευτούν ζητήματα που αφορούν στη συμπεριφορά ενταγμένη μέσα σ’ ένα πολιτικο-κοινωνικό πλαίσιο καθώς και προβλήματα γνωσιοθεωρίας. Οι «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» δεν πρέπει επομένως να διαβαστούν ως μικρά αφηγήματα, αλλά σύμφωνα με την πρόθεση του Μπρεχτ, ως φιλοσοφικά κείμενα. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται οι έννοιες της «αλλαγής» και της «ενεργητικής παρέμβασης» (ΠΓ).
του Μπέρτολτ Μπρεχτ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή
44. Προσβολή που την ανέχεσαι
1. Σοφή στους σοφούς είναι η στάση
45. Ο κ. Κ. οδηγεί αυτοκίνητο
2. Οργάνωση
46. Ο κ. Κ. και η ποίηση
3. Μέτρα ενάντια στη βία
47. Το ωροσκόπιο
4. Για τους φορείς της γνώσης
48. Παρεξήγηση
5. Αυτός που υπηρετεί το σκοπό του
49. Οι δυό οδηγοί
6. Μόχθος των καλών
50. Αίσθημα δικαιοσύνης
7. Η τέχνη του να μην εξαγοράζεις
51. Φιλική συμπεριφορά
8. Αγάπη για την πατρίδα (μίσος για τους πατριδολάτρες)
52. Ο κ. Κ. και η ζωγραφική της ανεψιάς του*
9. Και το κακό πράμα δεν είναι φτηνό
53. Ο κ. Κ. και οι σωματικές ασκήσεις
10. Πείνα
54. Οργή και συμβουλή
11. Πρόταση για την περίπτωση που δε θα προσέξουν την πρόταση
55. Δωροδοκία*
12. Πρωτοτυπία
56. Λάθος και πρόοδος*
13. Το ερώτημα αν υπάρχει Θεός
57. Να γνωρίζεις τους ανθρώπους*
14. Το δικαίωμα της αδυναμίας
58. Ο κ. Κ. και η παλίρροια*
15. Το αβοήθητο παιδί
59. Ο κ. Κ. και η ηθοποιός
16. Ο κ. Κ. και η φύση
60. Ο κ. Κ. και οι εφημερίδες*
17. Ερωτήματα που πείθουν
61. Για την προδοσία
18. Εμπιστοσύνη
62. Σχόλιο
19. Το ξαναντάμωμα
63. Η εξυπηρέτηση των συμφερόντων
20. Επιλογή από κτήνη
64. Οι δυό θυσίες
21. Μορφή και περιεχόμενο
65. Δείγμα καλής ζωής*
22. Κουβέντες
66. Για την αλήθεια*
23. Φιλοξενία
67. Αγάπη για ποιον;
24. Όταν ο κ. Κ. αγαπούσε έναν άνθρωπο
68. Ποιος γνωρίζει ποιον;
25. Η ενόχληση του να ζεις για το σήμερα
69. Το πιο καλό ύφος*
26. Επιτυχία
70. Ο κ. Κ. και ο γιατρός
27. Ο κ. Κ. και οι γάτες
71. Καλύτερα όμοιος παρά διαφορετικός*
28. Το αγαπημένο ζώο του κ. Κ.
72. Ο στοχαστής και ο κουτός μαθητής*
29. Η αρχαιότητα
73. Για τη στάση*
30. Μια καλή απάντηση
74. Σε τι ήταν ενάντιος ο κ. Κ.*
31. Ο έπαινος
75. Πως ν’ αντέχεις στο σίφουνα*
32. Δυό πολιτείες
76. Η αρρώστια του κ. Κ.*
33. Φιλική εξυπηρέτηση
77. Ακεραιότητα
34. Ο κ. Κ. σε ξένο σπίτι
78. Περίπτωση ενοχής*
35. Ο κ. Κ. και η συνέπεια
79. Ο ρόλος των συναισθημάτων
36. Η πατρότητα της σκέψης
80. Για τον νεαρό Κόϋνερ
37. Νομολογία
81. Πολυτέλεια*
38. Σωκράτης
82. Δούλος ή άρχοντας*
39. Ο απεσταλμένος
83. Μια αριστοκρατική στάση*
40. Το ένστικτο της ιδιοκτησίας
84. Η εξέλιξη των μεγαλουπόλεων*
41. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι
85. Για τα Συστήματα
42. Αναμονή
86. Αρχιτεκτονική
43. Ο απαραίτητος υπάλληλος
87. Κόμμα και μηχανισμός
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Πέτρος Μάρκαρης)
Ο Μπρεχτ αρχίζει να γράφει τις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» εκεί γύρω στο 1927, μια περίοδο σημαδιακή για την εξέλιξή του. Ένα χρόνο νωρίτερα κάποιο περιστατικό, που από πρώτη ματιά ίσως φανεί ασήμαντο, ένα είδος «εργατικό ατύχημα», όπως λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό «Κόσμος των Γραμμάτων», θα γίνει αφορμή για να κάνει την πιο αποφασιστική στροφή στη σταδιοδρομία του.



«Για ένα καινούριο θεατρικό έργο που έγραφα, λέει στη συνέντευξη ο Μπρεχτ, μου χρειάστηκε σαν φόντο το χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου. Σκέφτηκα πως με μια έρευνα ανάμεσα στους ειδικούς θα μπορούσα να συγκεντρώσω τις πληροφορίες που χρειαζόμουν. Τα πράγματα ήρθαν αλλιώτικα. Κανένας, ούτε γνωστοί οικονομολόγοι, ούτε επιχειρηματίες (…) μπόρεσαν να μου εξηγήσουν ικανοποιητικά τη λειτουργία ενός χρηματιστηρίου εμπορευμάτων. Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αυτά που συνέβαιναν εκεί μέσα ήταν τελείως ανεξήγητα, που σημαίνει ότι ήταν ασύλληπτα από τη λογική, που σημαίνει πάλι ότι ήταν κοινώς παράλογα. Ο τρόπος που γινόταν η κατανομή του σιταριού στον κόσμο ήταν ακατανόητος».



Η διαπίστωση ότι φαινόμενα και διαδικασίες που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή και την καθημερινή επιβίωση των ανθρώπων είναι ανεξήγητες, ασύλληπτες από τη λογική, και κατά συνέπεια παράλογες, θα «εξωθήσει» κατά κάποιο τρόπο τον Μπρεχτ στη μελέτη του μαρξισμού. Λέει παρακάτω στην ίδια συνέντευξη:



«Το έργο που προγραμμάτιζα δε γράφτηκε τελικά, αντί γι’ αυτό άρχισα να διαβάζω τον Μαρξ, κι έτσι διάβασα Μαρξ για πρώτη φορά. Τότε ζωντάνεψαν πραγματικά και οι δικές μου σκόρπιες πρακτικές εμπειρίες και εντυπώσεις».



Αυτή η σύνδεση του καθημερινού με την υλιστική θεωρία, η επιστράτευση του μαρξισμού για την κατανόηση, την ερμηνεία και, κυρίως, την αποκάλυψη του ακατανόητου και του κοινωνικά παράλογου στα καθημερινά γεγονότα, θ’ αποτελέσει από δω και πέρα ένα από τα σημεία αιχμής σ’ ολόκληρη την αντίληψη και τη μεθοδολογία του Μπρεχτ. Γιατί το ερώτημα, πως είναι δυνατό γεγονότα και καταστάσεις που τις συναντάμε κάθε μέρα γύρω μας, που τις θεωρούμε φυσικές και αυτονόητες, να είναι ανεξήγητες, αφύσικες και παράλογες δεν μπορεί ν’ απαντηθεί παρά μόνο με την επιστράτευση της μαρξιστικής διαλεκτικής. Στις αρχικές αυτές διαπιστώσεις θα στηρίξει ο Μπρεχτ, μερικά χρόνια αργότερα, ένα από τα κλειδιά της θεατρικής μεθοδολογίας του: το παραξένισμα. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το παραξένισμα δεν είναι όρος θεατρικός αλλά φιλοσοφικός που ο Μπρεχτ τον μεταφέρει στο θέατρο. Όπως λέει ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Μπρεχτ, ο Μάνφρεντ Βέκβερτ: «Το παραξένισμα δεν είναι κατ’ αρχήν όρος της θεατρικής πρακτικής αλλά της φιλοσοφίας. Χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο τρόπο θεώρησης του κόσμου που πηγάζει από τον διαλεκτικό υλισμό. Ο κόσμος θεωρείται αναγνωρίσιμος ενόσω τον αναγνωρίζει κανείς μέσα στην κίνησή του». Το παραξένισμα επιδιώκει ν’ αποκαλύψει το κοινωνικά παράλογο, το αφύσικο σε φαινόμενα και καταστάσεις της καθημερινής ζωής που το αποξενωμένο, το αλλοτριωμένο μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία άτομο έχει συνηθίσει να τις αποδέχεται σαν φυσικές και οικείες. Η καθημερινότητα είναι αναπόσπαστο στοιχείο του παραξενίσματος, είναι μια από τις προϋποθέσεις του. Μόνο που το αφύσικο δεν το αποκαλύπτει επεξηγηματικά, δηλαδή εξηγώντας και αναλύοντας τα φαινόμενα, αλλά δηκτικά, δηλαδή με το ξάφνιασμα που πολλές φορές το πετυχαίνει τραβώντας το παράλογο φαινόμενο, μα και την αλλοτριωμένη ματιά του ατόμου, στην ακραία τους συνέπεια.



Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι ο Μπρεχτ αρχίζει να γράφει τις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» αμέσως μετά την ανακάλυψη που κάνει για τη σύνδεση του μαρξισμού με τα καθημερινά γεγονότα. Γιατί οι ιστορίες αυτές έχουν έναν κοινό άξονα: δείχνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, του κ. Κόϋνερ, απέναντι σε φαινόμενα της καθημερινής ζωής, και τις αντιδράσεις του απέναντι σε καθιερωμένες αντιλήψεις και καταστάσεις. Καθώς μάλιστα ο κ. Κόϋνερ τοποθετείται, από τη μια ιστορία στην άλλη μέσα σε μια διαφορετική κατάσταση, όλες οι ιστορίες μαζί συνθέτουν έναν κόσμο «εν κινήσει».



Βέβαια η καθημερινότητα δεν είναι ένα στοιχείο που μπαίνει στο έργο του Μπρεχτ μαζί με το μαρξισμό. Τη συναντάμε και νωρίτερα, ιδιαίτερα στην ποίησή του. Ένα μεγάλο μέρος από τα ποιήματα που περιέχονται στην πρώτη συλλογή του, «Το συναξάρι του Μπέρτολτ Μπρεχτ», βασίζονται ή πραγματεύονται γεγονότα από την καθημερινή ζωή και το περιβάλλον του. Το καινούριο και καθοριστικό στοιχείο που παρεμβαίνει στην καθημερινότητα μαζί με το μαρξισμό και μέσα από το μαρξισμό είναι η διαλεκτική. Η διαλεκτική είναι ο κρίκος που δένει τα καθημερινά γεγονότα με το μαρξισμό, την αποξένωση με το παραξένισμα. Στις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» η συμπεριφορά του ατόμου απέναντι στα καθημερινά γεγονότα δεν είναι μια οποιαδήποτε συμπεριφορά αλλά μια συμπεριφορά συγκεκριμένη, δηλαδή κοινωνικά προσδιορισμένη, που έχει στην αφετηρία της τη διαλεκτική και που εκφράζεται πρακτικά με τη στάση του ατόμου απέναντι στα γεγονότα και τα φαινόμενα. Η στάση αυτή, μαζί με τη μαρξιστική διαλεκτική που τη θεμελιώνει, τη φωτίζει και την εξηγεί, είναι εκείνες που συντελούν στην αναγωγή του καθημερινού γεγονότος σε ιστορικό γεγονός, που τοποθετούν το καθημερινό γεγονός μέσα στις κοινωνικές και τις ιστορικές διαστάσεις του. Στη «Μάνα Κουράγιο», λόγου χάρη, η γυρολόγισσα Άννα Φίρλινγκ δε συμμετέχει άμεσα στα πολιτικά γεγονότα γύρω από τον τριαντάχρονο πόλεμο, συμμετέχει μόνο στην καθημερινή τριβή του πολέμου. Ωστόσο η στάση της Άννας Φίρλινγκ απέναντι στα καθημερινά γεγονότα και η διαλεκτική θεμελίωση της στάσης αυτής δίνουν στα γεγονότα αυτά την ιστορική τους διάσταση: ιστορικό γεγονός δεν είναι μόνο ο τριαντάχρονος πόλεμος, ιστορικό γεγονός είναι και η συμπεριφορά της Άννας Φίρλινγκ που ενώ καταστρέφεται από τον πόλεμο δε μαθαίνει κι εξακολουθεί ως το τέλος να πιστεύει ότι ο πόλεμος είναι μια καλή ευκαιρία για τους μικρούς ανθρώπους να κερδίσουν λεφτά.



Έτσι το καθημερινό γεγονός υποβάλλεται σε μια σειρά από επεξεργασίες που έχουν στόχο ν’ αποκαλύψουν τον υποδειγματικό χαρακτήρα του. Η διαλεκτική έρχεται ν’ ανοίξει το δρόμο για τη διερεύνηση του γεγονότος από μαρξιστική σκοπιά. Το παραξένισμα έρχεται ν’ απαλλάξει το άτομο από την αλλοτριωμένη ματιά του και να το βοηθήσει να δει το γεγονός όχι σαν φυσικό, καθημερινό γεγονός, μα σαν κάτι αφύσικο, σαν αποτέλεσμα διαδικασιών που πηγάζουν από μια ταξική κοινωνία, δηλαδή παράλογο και αφύσικο στο βαθμό που η κυρίαρχη τάξη και η ιδεολογία της, σε μια ταξική κοινωνία, προκαθορίζουν το γεγονός και το κατευθύνουν. Έτσι το άτομο, απαλλαγμένο από την αλλοτριωμένη οπτική του μπορεί πια να τοποθετηθεί διαλεκτικά απέναντι στο γεγονός και η στάση που παίρνει συντελεί στην «ιστορικοποίηση» του γεγονότος, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Μπρεχτ, με την έννοια ότι το άτομο κρίνει και αξιολογεί το συγκεκριμένο γεγονός μέσα από τους νόμους και τη δυναμική μιας ταξικής κοινωνίας.



Ο Μπρεχτ ήταν πάνω απ’ όλα άνθρωπος του θεάτρου. Γι’ αυτό και τις απαντήσεις σε πολλά από τα ερωτήματα που θέτουν η ποίηση και η πεζογραφία του πρέπει να τις αναζητήσουμε στο θεωρητικό του έργο για το θέατρο. Αυτό εξηγεί ως ένα σημείο και τις παραπάνω παρατηρήσεις που σχετίζονται με τη θεατρική θεωρία και μεθοδολογία του Μπρεχτ. Ωστόσο εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι τα στοιχεία αυτά της θεατρικής μεθοδολογίας του τα βρίσκουμε πολλές φορές πρακτικά εφαρμοσμένα στην πεζογραφία του. Το παραξένισμα λόγου χάρη χρησιμοποιείται επανειλημμένα από τον Μπρεχτ στις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ». Στην Ιστορία «Για τους φορείς της γνώσης», τα φυσικά προνόμια του φορέα της γνώσης παραξενίζονται με το να οδηγούνται στην ακραία τους συνέπεια, οπότε και αποκαλύπτεται το αφύσικο γεγονός, ότι δηλαδή σε μια ταξική κοινωνία αυτή καθαυτή η γνώση είναι ένα προνόμιο. Στην ιστορία «Επιλογή από κτήνη», αυτό που φαίνεται φυσικό σε όλους, ότι οι ληστές και οι δολοφόνοι θάβονται «χωρίς παπά και διάκο», παραξενίζεται και δείχνεται αφύσικο, να μη νιώθουν ασφαλείς ούτε οι ληστές και οι δολοφόνοι μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στη ληστεία και την εκμετάλλευση.



Μιλήσαμε πιο πάνω για τη στάση του ατόμου απέναντι στα γεγονότα. Ο Μπρεχτ της αφιερώνει δυό ιστορίες: την ιστορία «Σοφή στους σοφούς είναι η στάση» και την ιστορία «Για τη στάση». Εκείνο που έχει ενδιαφέρον στην πρώτη ιστορία είναι η διαλεκτική αντίθεση ανάμεσα στη στάση –ή μάλλον στην έλλειψη στάσης- του καθηγητή της φιλοσοφίας και τη στάση του κ. Κόϋνερ. Επειδή ακριβώς λείπει από τον καθηγητή της φιλοσοφίας η στάση, αυτά που λέει παύουν να ‘χουν περιεχόμενο και στόχο. Η στάση πάλι του κ. Κόϋνερ απέναντι στον καθηγητή καθορίζεται όχι μόνο απ’ αυτά που λέει ο καθηγητής μα και από τη στάση που παίρνει ή δεν παίρνει. Με τη δεύτερη ιστορία ο Μπρεχτ κατά κάποιο τρόπο εξηγεί και συμπληρώνει την πρώτη ιστορία λέγοντας ότι «η σοφία είναι αποτέλεσμα της στάσης». Ένα άλλο σημείο στην πρώτη ιστορία που έχει σημασία είναι το σχόλιο του κ. Κόϋνερ. Ο κ. Κόϋνερ σχολιάζει τη στάση του καθηγητή και φέρνει το περιεχόμενο των λόγων του σε συνάρτηση με τη στάση του. Από την άλλη πλευρά το σχόλιο εκφράζει τη στάση του ίδιου του κ. Κόϋνερ αλλά ταυτόχρονα και την τοποθέτησή του προς τα έξω. Το σχόλιο είναι ο κρίκος που δένει τη στάση με την τοποθέτηση, δηλαδή τη δέσμευση που παίρνει το άτομο απέναντι σε τρίτους. Για τον Μπρεχτ η στάση είναι απαραίτητη μα δεν είναι το άπαντο, πρέπει να εξωτερικεύεται, να μεταβάλλεται μέσα από το σχόλιο σε θέση. Ναι, μα ποια είναι η θέση αυτή; Με ποιους είναι ο κ. Κόϋνερ; Ο Μπρεχτ δεν αφήνει αμφιβολίες για την τοποθέτησή του: ο κ. Κόϋνερ είναι μ’ αυτούς που τους εκμεταλλεύονται, είναι με το μέρος των «σκλάβων». Αυτό, λόγου χάρη, φαίνεται στην ιστορία «Οργάνωση»: «Ο κ. Κόϋνερ είπε κάποτε: αυτός που σκέφτεται δεν ξοδεύει ούτε μια σταλιά φως παραπάνω, ούτε ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω, ούτε μια σκέψη παραπάνω». Εδώ το σχόλιο εκφράζει απευθείας τη στάση του κ. Κόϋνερ: επειδή ακριβώς είναι με το μέρος των καταπιεσμένων πρέπει να κάνει οικονομία στο φως που καταναλώνει και στο ψωμί που τρώει, πρέπει να μην ξοδεύει αλόγιστα τις σκέψεις του –πρώτο γιατί η τάξη που θα χρησιμοποιήσει τις σκέψεις του δεν έχει ούτε το χρόνο, ούτε την άνεση ν’ απασχολείται με περιττά πράγματα, ακόμα κι όταν αυτά είναι ωραίες σκέψεις, δεύτερο γιατί αυτός ακριβώς που είναι ταγμένος στο πλευρό των καταπιεσμένων πρέπει να κάνει οικονομία στις σκέψεις του και να τις χρησιμοποιεί εκεί που χρειάζονται και στο βαθμό που χρειάζονται. Ο τίτλος, «Οργάνωση», συμπληρώνει το σχόλιο: η οργάνωση δε χρειάζεται μόνο στους καταπιεσμένους που αγωνίζονται ν’ απαλλαγούν από τους καταπιεστές τους, μα ιδιαίτερα στους «στοχαστές» που είναι στο πλευρό των καταπιεσμένων. Το σχόλιο έχει τριπλό στόχο: α) εκφράζει τη στάση και την τοποθέτηση του κ. Κόϋνερ, β) δείχνει πως πρέπει να ενεργεί με βάση αυτή τη συγκεκριμένη στάση και τοποθέτηση, γ) δείχνει τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην τοποθέτηση του ατόμου, σ’ αυτούς που υπηρετεί μ’ αυτή τη συγκεκριμένη τοποθέτηση, και τον τρόπο ενέργειας, τη μέθοδο που επιλέγει σε συσχετισμό με τα δυό πρώτα στοιχεία. Ένα άλλο παράδειγμα για την τοποθέτηση του κ. Κόϋνερ είναι η ιστορία «Πείνα». Η ιστορία κλείνει με τα λόγια του κ. Κόϋνερ: «…για τους άλλους δεν έχει σημασία αν εγώ πεινάω, έχει όμως μεγάλη σημασία ότι είμαι εναντίον της πείνας». Όλο το βάρος πέφτει στη στάση που εκφράζει ο κ. Κόϋνερ με το σχόλιό του: έχει μεγάλη σημασία ότι είμαι εναντίον της πείνας, δηλαδή ενάντια στο κοινωνικό σύστημα που συντηρεί την πείνα κι επωφελείται απ’ αυτή. Σημασία έχει ακόμα να ξέρουν οι άλλοι (δηλαδή αυτοί που αγωνίζονται ενάντια στην πείνα) ότι είμαι με το μέρος τους. Εδώ η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη στάση, το σχόλιο και τη θέση φαίνεται ακόμα πιο καθαρά: σημασία δεν έχει το κοινό πρόβλημα, το κοινό μαρτύριο, αλλά η κοινή συνείδηση απέναντι στο πρόβλημα. Η λύση του προσωπικού προβλήματος εξαρτάται από τη λύση του γενικότερου προβλήματος που δεν είναι άλλη από το μετασχηματισμό της κοινωνίας.



Αλλού πάλι το σχόλιο μπαίνει με τη μορφή ερωτήματος, όπως στα «Ερωτήματα που πείθουν»: «Πρόσεξα, είπε ο κ. Κόϋνερ, ότι κάνουμε πολλούς να τρομάζουν από τη θεωρία μας επειδή βρίσκουμε σε κάθε ερώτημα και μιαν απάντηση…». Η θέση είναι ξεκάθαρη: αυτοί που τρομάζουν από τη θεωρία είναι αυτοί που τη χρειάζονται, πρέπει λοιπόν να τους κερδίσουμε. Και πάλι όμως ο τίτλος, «Ερωτήματα που πείθουν», έχει αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Εκείνο που θα πείσει αυτούς που χρειάζονται τη θεωρία μας (δηλαδή τους καταπιεσμένους, τους «σκλάβους») δεν είναι κατ’ ανάγκη οι απαντήσεις. Γιατί να πειστούν όταν η κυρίαρχη τάξη τούς κατακλύζει κάθε μέρα με ψεύτικες απαντήσεις σε ψεύτικα προβλήματα ενώ τους αποκρύπτει τα πραγματικά; Αντίθετα εκείνο που μπορεί να τους πείσει είναι ακριβώς τα ερωτήματα που μπαίνουν με διάταξη έρευνας. Η μαρξιστική έρευνα και η μαρξιστική διαλεκτική πείθουν στο βαθμό που θέτουν ή ξαναθέτουν τέτοια ερωτήματα κι όχι στο βαθμό που έχουν έτοιμες απαντήσεις.



Επτά χρόνια ύστερα από τις πρώτες «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» και ένα χρόνο μετά την επιβολή του ναζισμού στη Γερμανία, το 1934, ο Μπρεχτ γράφει ένα κείμενο με τίτλο: «Πέντε δυσκολίες όταν γράφει κανείς την αλήθεια» (βλ. «Επιθεώρηση Τέχνης», τεύχος 83, Νοέμβριος 1961, «Αφιέρωμα στον Μπρεχτ»). Ποιες είναι αυτές οι πέντε δυσκολίες; Η πρώτη είναι να ‘χεις το θάρρος να γράφεις την αλήθεια. Η δεύτερη είναι να ‘χεις τη γνώση ν’ αναγνωρίζεις την αλήθεια. Η τρίτη είναι να ‘χεις την τέχνη να κάνεις την αλήθεια χρησιμοποιήσιμη σαν ένα όπλο. Η τέταρτη είναι να ‘χεις αρκετή κρίση ώστε να διαλέγεις αυτούς που η αλήθεια στα χέρια τους θα ‘ναι αποτελεσματική. Και τέλος η πέμπτη δυσκολία είναι να ‘χεις την απαραίτητη πονηριά για να διαδώσεις την αλήθεια σε πολλούς. Είναι φανερή η σχέση που έχουν οι τέσσερις πρώτες δυσκολίες με τη μαρξιστική θεωρία γενικότερα, και δεν αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Μπρεχτ. Η καινούρια δυσκολία είναι η πέμπτη που γίνεται αισθητή τώρα, με την επιβολή του ναζισμού στη Γερμανία. Από δω και πέρα η πονηριά γίνεται ένα από τα κυριότερα στοιχεία στο έργο του Μπρεχτ. Είναι η πονηριά του Γαλιλαίου που υποκρίνεται τον μετανοημένο στην Ιερά Εξέταση για να μπορέσει να συνεχίσει κρυφά το έργο του. Είναι η πονηριά του Αζντάκ, όταν δικάζει, στον «Καυκασιανό Κύκλο με την Κιμωλία». Η ίδια πονηριά υπάρχει και στον Μάττι όταν αντιμετωπίζει τον αφέντη του, τον Πούντιλα, και στη Σεν Τε, στον «Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν», όταν επινοείται τον ξάδερφο της, Σουί Τα, για να σωθεί από την καταστροφή. Αυτή την πονηριά τη συναντάμε κιόλας στις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ». Η πονηριά του κ. Κόϋνερ συγγενεύει με την πονηριά που χρησιμοποιούν οι κατοπινοί ήρωες του Μπρεχτ σε δυό σημεία. Πρώτο, χρησιμοποιείται και στον κ. Κόϋνερ και στους ήρωες που αναφέραμε πιο πάνω για την επιβίωσή τους. Δεύτερο, και κυριότερο, η πονηριά χρησιμοποιείται πάντα από τους καταπιεσμένους, τους «σκλάβους». Για ν’ αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις θα πρέπει να πούμε ότι αυτή η πονηριά της επιβίωσης δεν είναι η κουτοπονηριά αυτού που ταυτίζεται ή υπηρετεί τους καταπιεστές για να επιβιώσει, αλλά είναι η πονηριά που επιστρατεύουν οι «σκλάβοι» για την άμυνά τους και για να φθείρουν τους δυνάστες. Όπως παρατηρεί ένας μελετητής του Μπρεχτ, ο Χανς Μάγιερ, είναι το δίδαγμα από το βιβλίο του Τάο Τε Κινγκ, που τόσο θαύμαζε ο Μπρεχτ:



Ότι το απαλό νερό με την κίνηση

και το χρόνο νικάει την επιβλητική πέτρα.

Καταλαβαίνεις, το σκληρό νικάται.



Έτσι ακριβώς με την κίνηση, το χρόνο, και την πονηριά ο κ. Έγκε εξοντώνει τον πράκτορα στην ιστορία «Μέτρα ενάντια στη βία». Είναι η πονηριά που επιστρατεύει ο κ. Κόϋνερ για να γλιτώσει από την καταιγίδα, στην ιστορία «Πως ν’ αντέχεις στο σίφουνα».



Για να περάσει όμως η αλήθεια στους «σκλάβους» και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί απ’ αυτούς πρέπει να είναι γραμμένη στη «γλώσσα των σκλάβων». Ας μη βιαστεί κανείς να παρεξηγήσει τον όρο. Η «γλώσσα των σκλάβων» δεν είναι η απλουστευμένη, τάχατες επαναστατική και τελείως αντιδιαλεκτική γλώσσα που, για να θυμηθούμε τον κ. Κόϋνερ, «έχει σε κάθε ερώτημα και μιαν απάντηση». Αντίθετα είναι η γλώσσα που βασίζεται στις μεταφορικές έννοιες (η παραβολή, λόγου χάρη, που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο Μπρεχτ, είναι ένα από τα δείγματα της «γλώσσας των σκλάβων»), την αφαίρεση –που βάζει συνέχεια ερωτήματα, σχολιάζει και εκφράζεται μ’ ένα ύφος αποφθεγματικό. «Το ύφος πρέπει να είναι αποφθεγματικό…», λέει ο κ. Κόϋνερ στην ιστορία «Το πιο καλό ύφος». Πολλά από τα στοιχεία της «γλώσσας των σκλάβων» τα βρίσκουμε και στις ιστορίες αυτές: το σχόλιο, το απόφθεγμα, τις μεταφορικές έννοιες, τα αδιάκοπα ερωτήματα. Φτάνει να παραπέμψουμε σε δυό ιστορίες: στην ιστορία «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι», και στην ιστορία «Το αβοήθητο παιδί». Έτσι, με τη «γλώσσα των σκλάβων» καταλήγουμε πάλι εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: στο παραξένιασμα.



Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Χανς Μάγιερ, στον Μπρεχτ «τα πάντα καταλήγουν στη διαλεκτική». Το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό είναι η σχέση ανάμεσα στο καθαρά θεωρητικό του έργο και στο θέατρο, την ποίηση και την πεζογραφία του. Πολλές από τις θεωρητικές του απόψεις προϋπάρχουν σε διάφορα έργα του, η θεωρητική θεμελίωσή τους έρχεται μετά, προηγείται η διαπίστωση στην πράξη κι ακολουθεί η θεωρητική επεξεργασία. Άλλοτε πάλι συναντάμε τη θεωρητική άποψη πρακτικά εφαρμοσμένη σε διάφορα έργα. Εδώ προηγείται η θεωρητική επεξεργασία κι ακολουθεί η εφαρμογή. Λόγου χάρη η μελέτη της μαρξιστικής διαλεκτικής τον βοηθάει να επεξεργαστεί τη θεωρία του για το επικό θέατρο. Για να καταλήξει όμως στα τελευταία χρόνια της ζωής του, και ύστερα από πολλές εφαρμογές στο επικό θέατρο, να μιλάει για ένα «διαλεκτικό θέατρο», που σκόπευε να αναμορφώσει το επικό θέατρο σε μεγάλο βαθμό. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμα το γεγονός ότι ο Μπρεχτ μεταφέρει ορισμένες από τις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» σε άλλα του έργα. Έτσι η ιστορία «Πως ν’ αντέχεις στο σίφουνα» ενσωματώνεται στο «Διδακτικό έργο του Μπάντεν για τη συγκατάθεση», που γράφτηκε το 1929. Το δεύτερο μέρος από την ιστορία «Μέτρα ενάντια στη βία», την ιστορία του κ. Έγκε, τη συναντάμε στην πρώτη μορφή του «Γαλιλαίου» που γράφτηκε το 1938. Ας σταθούμε ακόμα στη σχέση που έχει η ιστορία «Πρόταση για την περίπτωση που δε θα προσέξουν την πρόταση» με το διδακτικό έργο «Η πτήση του ωκεανού». Στις σημειώσεις για την παράσταση του έργου, ο Μπρεχτ προτείνει για την περίπτωση που το έργο δε θα παιχτεί σαν διδακτικό έργο αλλά σαν ορατόριο, ο ρόλος των αεροπόρων να διαβαστεί χορωδιακά για να διαφυλαχτεί ένα ελάχιστο από τον παιδαγωγικό σκοπό του έργου και παραπέμπει στην παραπάνω ιστορία.



Όλες οι ιστορίες συγκεντρωμένες κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στη δεύτερη έκδοση των «Απάντων» του Μπρεχτ το 1967.



Οι τίτλοι των ιστοριών που σημειώνονται με (*) δεν είναι του Μπρεχτ αλλά των εκδοτών και προστέθηκαν στην έκδοση του 1967.



Πέτρος Μάρκαρης
Σοφή στους σοφούς είναι η στάση
Κάποτε επισκέφτηκε τον κ. Κ. ένας καθηγητής της φιλοσοφίας κι άρχισε να του μιλάει για τη σοφία του. Μετά από λίγη ώρα ο κ. Κ. είπε στον καθηγητή: Κάθεσαι ενοχλητικά, μιλάς ενοχλητικά, σκέφτεσαι ενοχλητικά. Σαν τ΄ άκουσε αυτό ο καθηγητής θύμωσε και του είπε: Δε μ΄ ενδιαφέρει τι σκέφτεσαι για το άτομό μου, μ΄ ενδιαφέρει να μάθω τη γνώμη σου γι΄ αυτά που λέω. Αυτά που λες δεν έχουν περιεχόμενο, αποκρίθηκε ο κ. Κ. Σε βλέπω να βαδίζεις αδέξια, και το βάδισμά σου δεν έχει προορισμό. Μιλάς σκοτεινά και η ομιλία σου δε φωτίζει τίποτα. Βλέποντας τη στάση σου παύει να μ΄ ενδιαφέρει ο στόχος σου.
Οργάνωση
Ο κ. Κ. είπε κάποτε: Αυτός που σκέφτεται δεν ξοδεύει ούτε μια σταλιά φως παραπάνω, ούτε ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω, ούτε μια σκέψη παραπάνω.
Μέτρα ενάντια στη βία
Όταν ο κ. Κ. ο στοχαστής έτυχε να μιλήσει κάποτε σε μιαν αίθουσα μπροστά σε πολύ κόσμο ενάντια στη βία, είδε τους ανθρώπους γύρω του να οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Γύρισε τότε κι αντίκρισε τη βία. Τι έλεγες; Τον ρώτησε η βία. Εγώ; Αποκρίθηκε ο κ. Κ. υποστήριζα τη βία. Σαν έφυγε η βία οι μαθητές του κ. Κ. τον ρώτησαν γιατί έσκυψε το κεφάλι. Γιατί δεν έχω κεφάλι για σπάσιμο, αποκρίθηκε ο κ. Κ. Εξάλλου εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη βία.
Και ο κ. Κ. αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
Στο σπίτι του κ. Έγκε, που είχε μάθει να λέει όχι, ήρθε μια μέρα τον καιρό της παρανομίας ένας πράκτορας και του παρουσίασε ένα χαρτί, που το είχαν εκδώσει αυτοί που εξουσίαζαν την πόλη. Το χαρτί έλεγε ότι στον πράκτορα αυτόν θ΄ ανήκε κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του, όπως και κάθε φαγητό που θα ζητούσε. Θα ‘πρεπε ακόμα να τον υπηρετεί και κάθε άνθρωπος που θ΄ αντάμωνε.
Ο πράκτορας κάθισε σε μια καρέκλα, ζήτησε φαγητό, πλύθηκε, πλάγιασε και προτού κοιμηθεί ρώτησε τον κ. Έγκε με το πρόσωπο στον τοίχο: Θα με υπηρετείς;
Ο κ. Έγκε τον σκέπασε με την κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι του, κι όπως εκείνη την ημέρα τον υπάκουσε άλλα εφτά χρόνια. Ό,τι κι αν έκανε όμως για δαύτον, ένα πράγμα απόφυγε να κάνει: δεν του είπε ποτέ μια λέξη. Σαν πέρασαν τα εφτά χρόνια κι ο πράκτορας χόντρυνε από το πολύ φαί, τον ύπνο και τις διαταγές –πέθανε. Ο κ. Έγκε τον τύλιξε τότε στην ξεφτισμένη κουβέρτα, τον έσυρε έξω από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, άσπρισε τους τοίχους, ανάσανε βαθιά κι αποκρίθηκε: Όχι.
Για τους φορείς της γνώσης
Όποιος είναι φορέας της γνώσης δεν επιτρέπεται ν’ αγωνίζεται, ούτε να λέει την αλήθεια, ούτε να προσφέρει υπηρεσίες, ούτε να μένει νηστικός, ούτε ν’ αρνιέται τις τιμές, ούτε να γίνεται εύκολα αντιληπτός. Όποιος είναι φορέας της γνώσης έχει μονάχα μιαν αρετή: ότι είναι φορέας της γνώσης, είπε ο κ. Κ.
Αυτός που υπηρετεί το σκοπό του
Ο κ. Κ. έβαλε τα παρακάτω ερωτήματα: 
Κάθε πρωί ο γείτονάς μου ακούει μουσική από ένα γραμμόφωνο. Γιατί ακούει μουσική; Γιατί γυμνάζεται, καθώς μαθαίνω. Και γιατί γυμνάζεται; Γιατί του χρειάζεται δύναμη, καθώς μου λένε. Καλά, και γιατί του χρειάζεται η δύναμη; Γιατί πρέπει να νικήσει τους εχθρούς του στην πόλη, καθώς λέει. Γιατί πρέπει να νικάει τους εχθρούς του; Γιατί θέλει να φάει, καθώς μαθαίνω.
Όταν ο κ. Κ. τ΄ άκουσε όλα αυτά, ότι δηλαδή ο γείτονάς του άκουγε μουσική για να γυμνάζεται, γυμναζόταν για να είναι δυνατός, ήθελε να ΄ναι δυνατός για να νικάει τους εχθρούς του, νικούσε τους εχθρούς του για να τρώει, έβαλε τούτο το ερώτημα: Καλά, γιατί τρώει;
Μόχθος των καλών
Ρώτησαν τον κ. Κ.: Τι φτιάχνετε τώρα; Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Κουράζομαι πάρα πολύ, ετοιμάζω το επόμενο λάθος μου.
Η τέχνη τού να μην εξαγοράζεις
Ο κ. Κ. σύστησε σ΄ έναν έμπορα κάποιον άνθρωπο και τον βεβαίωσε ότι ο άνθρωπος αυτός δεν εξαγοράζεται. Μετά από δυό εβδομάδες ο έμπορας ξαναπήγε στον κ. Κ. και τον ρώτησε: Τι εννοείς όταν λες ότι ο άνθρωπος αυτός δεν εξαγοράζεται; Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Όταν λέω πως ο άνθρωπος που πήρες στη δούλεψή σου δεν εξαγοράζεται, θέλω να πω ότι είναι αδύνατο να τον εξαγοράσεις. Έτσι λοιπόν, είπε ο έμπορας πικραμένος, εγώ όμως έχω λόγους να φοβάμαι ότι ο άνθρωπός σου εξαγοράζεται ακόμα κι από τους εχθρούς μου. Αυτό δεν το ξέρω, είπε ο κ. Κ. αδιάφορα. Ναι, μα αυτός καμώνεται πως συμφωνεί πάντα μαζί μου, φώναξε ο έμπορας φουρκισμένος, που σημαίνει ότι μπορεί να εξαγοραστεί ακόμα κι από μένα! Ο κ. Κ. γέλασε με αυταρέσκεια: Από μένα δεν εξαγοράζεται, είπε.
Αγάπη για την πατρίδα
(μίσος για τους πατριδολάτρες)
Ο κ. Κ. δεν το έκρινε απαραίτητο να ζει σε μια συγκεκριμένη χώρα. Έλεγε: Παντού μπορώ να πεινάσω. Κάποτε όμως έλαχε να περνάει από μια πόλη που την είχε κυριέψει ο εχθρός της χώρας όπου ζούσε. Τον πλησίασε τότε ένας αξιωματικός του εχθρού και τον ανάγκασε να κατεβεί από το πεζοδρόμιο. Ο κ. Κ. κατέβηκε και διαπίστωσε ξαφνικά ότι είχε αγανακτήσει ενάντια σ΄ αυτόν τον άνθρωπο, και μάλιστα όχι μόνο ενάντια στον άνθρωπο μα προπαντός ενάντια στη χώρα που ανήκε ο άνθρωπος αυτός, τόσο, που ευχήθηκε να γίνει ένας σεισμός και να τον καταπιεί. Γιατί, ρώτησε ο κ. Κ., έγινα εθνικιστής εκείνη τη στιγμή; Γιατί συνάντησα έναν εθνικιστή. Μα γι΄ αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία˙ γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν.
Και το κακό πράμα δεν είναι φτηνό
Καθώς έκανε διάφορες σκέψεις γύρω απ΄ την ανθρωπότητα ο κ. Κ. κατάληξε σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με την κατανομή της φτώχειας. Κάποια μέρα κοίταξε γύρω του στο σπίτι και βρήκε πως ήθελε άλλα έπιπλα, πιο κακής ποιότητας, πιο φτηνά, πιο φτωχικά. Πήγε παρευθύς σ΄ έναν μαραγκό και του παράγγειλε να ξύσει το βερνίκι από τα έπιπλά του. Χωρίς βερνίκι όμως τα έπιπλα δεν έδειχναν φτωχικά μα καταστραμμένα. Κι όμως ο λογαριασμός του μαραγκού έπρεπε να πληρωθεί κι ο κ. Κ. αναγκάστηκε ακόμα να πετάξει τα έπιπλά του και ν΄ αγοράσει καινούργια, πιο φτηνά, πιο φτωχικά, πιο κακής ποιότητας, μια και τα ΄θελε έτσι. Κάποιοι που το ΄μαθαν γέλασαν σε βάρος του κ. Κ. γιατί τα φτωχικά έπιπλα του κόστισαν πιο ακριβά από τα βερνικωμένα. Ο κ. Κ. όμως είπε: Χαρακτηριστικό της φτώχειας δεν είναι η οικονομία μα το έξοδο. Σας ξέρω του λόγου σας: η φτώχεια σας δεν ταιριάζει στις ιδέες σας. Μα στις δικές μου ιδέες δεν ταιριάζει ο πλούτος.
Πείνα
Σε μια ερώτηση σχετικά με την πατρίδα ο κ. Κ. έδωσε τούτη την απάντηση: Παντού μπορώ να πεινάσω. Ένας προσεκτικός ακροατής ρώτησε τότε τον κ. Κ. πως γίνεται να λέει ότι πεινάει όταν στην πραγματικότητα έχει να φάει. Ο κ. Κ. δικαιολογήθηκε λέγοντας: Προφανώς ήθελα να πω ότι μπορώ να ζήσω παντού όπου υπάρχει πείνα, φτάνει να θέλω να ζήσω. Ομολογώ πως υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να πεινάω εγώ ο ίδιος και στο να ζω σε τόπο όπου ο κόσμος πεινάει. Ας μου επιτραπεί ωστόσο ν΄ αναφέρω σαν ελαφρυντικό μου το γεγονός ότι να ζω σε τόπο όπου υπάρχει πείνα είναι για μένα αν ίσως όχι τόσο κακό όσο να πεινάω ο ίδιος, τουλάχιστο όμως πολύ κακό. Στο κάτω-κάτω για τους άλλους δεν έχει τόση σημασία αν εγώ πεινάω, έχει όμως μεγάλη σημασία ότι είμαι εναντίον της πείνας.
Πρόταση για την περίπτωση που δε θα προσέξουν την πρόταση
Ο κ. Κ. συμβούλευε να προσθέτουμε, αν είναι δυνατό, σε κάθε πρόταση καλού-κακού και μιαν άλλη, για την περίπτωση που οι άνθρωποι δε θα προσέξουν την πρόταση. Όταν λόγου χάρη πρότεινε σε κάποιον που βρισκόταν σε δύσκολη θέση ένα συγκεκριμένο τρόπο δράσης που έβλαφτε τους άλλους όσο το δυνατό λιγότερο, του έδειχνε ταυτόχρονα κι έναν άλλο τρόπο, λιγότερο ακίνδυνο, όχι όμως και τον πιο σκληρό απ΄ όλους. Αυτός που δεν είναι έτοιμος για όλα, έλεγε, θα πρέπει να κάνει τουλάχιστον το λιγότερο.
Πρωτοτυπία
Σήμερα, παραπονέθηκε ο κ. Κ., είν΄ αμέτρητοι αυτοί που παινεύονται δημόσια ότι μπορούν να γράψουν μόνοι τους τόμους ολάκερους βιβλία. Κι αυτό το βλογάει όλος ο κόσμος. Ο Κινέζος φιλόσοφος Τσουάνγκ Τσι έγραψε, φτασμένος άντρας, ένα βιβλίο μ΄ εκατό χιλιάδες λέξεις που τα εννιά δέκατά του, ήταν αποφθέγματα. Τέτοια βιβλία δεν μπορούν πια να γραφτούν στην εποχή μας γιατί λείπει το πνεύμα. Έτσι οι σκέψεις κατασκευάζονται στο ιδιωτικό εργαστήρι του καθενός, και θεωρείται ακαμάτης εκείνος που δεν μπορεί να βγάλει αρκετές. Βέβαια έτσι δεν υπάρχει ούτε μια σκέψη που να μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις μα ούτε και διατύπωση της σκέψης που να μπορείς να την αναφέρεις. Πόσο λίγο υλικό χρειάζονται αυτοί για τη δουλειά τους! Μια πένα και μερικές κόλλες χαρτί είναι το μόνο που μπορούν να παρουσιάσουν. Και δίχως καθόλου βοήθεια, μονάχα με το λιγοστό υλικό που ο καθένας μπορεί να κουβαλήσει με τα χέρια του, φτιάχνουν τις καλύβες τους! Τα μόνα κτίρια που γνωρίζουν είναι εκείνα που μπορεί να χτίσει ένας άνθρωπος μόνος του.
Το ερώτημα αν υπάρχει θεός
Κάποιος ρώτησε τον κ. Κ. αν υπάρχει θεός. Ο κ. Κ. του είπε: Σε συμβουλεύω να σκεφτείς αν η συμπεριφορά σου θ΄ αλλάξει ανάλογα με την απάντηση που θα δώσεις στο ερώτημα. Αν δε θ΄ αλλάξει τότε η ερώτηση είναι περιττή. Αν θ΄ αλλάξει τότε μπορώ τουλάχιστο να σε βοηθήσω λέγοντας πως εσύ αποφάσισες κιόλας: χρειάζεσαι ένα θεό.
Το δικαίωμα της αδυναμίας
Ο κ. Κ. έτυχε να βοηθήσει κάποιον σε μια δύσκολη περίσταση, μα σαν τέλειωσε η υπόθεση ο άλλος δεν του είπε ούτε ευχαριστώ.
Οι φίλοι του κ. Κ. απόρησαν όταν τον άκουσαν να υψώνει τη φωνή του και να παραπονιέται για την αχαριστία του ανθρώπου. Βρήκαν τη συμπεριφορά του κ. Κ. άπρεπη και του είπαν ακόμα: Δεν το ξέρεις πως ο άνθρωπος πρέπει να κάνει το καλό δίχως να ζητάει ευγνωμοσύνη, γιατί οι άνθρωποι είναι πολύ αδύνατοι για να νιώσουν ευγνωμοσύνη; Κι εγώ; αποκρίθηκε ο κ. Κ., καλά εγώ δεν είμαι άνθρωπος; Γιατί λοιπόν δεν πρέπει να είμαι τόσο αδύνατος που να ζητάω ευγνωμοσύνη; Οι άνθρωποι έχουν πάντα την εντύπωση ότι θα παραδεχτούν πως είναι βλάκες αν τύχει κι ομολογήσουν πως κάποιος τους φέρθηκε πρόστυχα. Γιατί αλήθεια;[...........]

Συνεχίστε την ανάγνωστη και διαβάστε όλο το βιβλίο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Take My Life/Η ζωή μου είναι στα χέρια σου (1947): μια καλογυρισμένη αγγλική ταινία νουάρ

Ένας άντρας που κατηγορείται άδικα για τη δολοφονία μιας πρώην φίλης πρέπει να βασιστεί στη σύζυγό του για να κάνει το ντετέκτιβ και να βρει...