Τετάρτη, Αυγούστου 14, 2019

Η εκθαμβωτική αυτοβιογραφία του Κώστα Γαβρά


Η μεγάλη περιπέτεια της ζωής του Κώστα Γαβρά 

Θανάσης Αγάθος



Του Θανάση Αγάθου (*)


Αληθινά εκθαμβωτική είναι η αυτοβιογραφία του Κώστα Γαβρά, που εκδόθηκε πριν από λίγους μήνες στη Γαλλία με τον τίτλο Va où il est impossible daller, και τώρα φτάνει και στο ελληνικό κοινό με τον τίτλο Αυτοβιογραφία. Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας, σε μια εξαιρετική μετάφραση του Ωρίωνος Αρκομάνη, με τη σφραγίδα της υψηλής ποιότητας των εκδόσεων Gutenberg, της τυπογραφικής τέχνης του Γιάννη Μαμάη και της φροντίδας του Βασίλη Βασιλικού, που παρακολούθησε την πορεία της ελληνικής έκδοσης.Αποτέλεσμα εικόνας για αυτοβιογραφία του Κώστα Γαβρά
Στις 500 περίπου σελίδες του βιβλίου κυλάει σαν μυθιστόρημα –ή, προτιμότερα, σαν κινηματογραφική ταινία– όλη η συναρπαστική περιπέτεια του βίου και του έργου του Κώστα Γαβρά, ο οποίος γεννιέται το 1933 στα Λουτρά Ηραίας, ένα χωριό της Αρκαδίας, μεταναστεύει στο Παρίσι το 1955 και μέσα σε μερικά χρόνια κατορθώνει να γίνει σημείο αναφοράς στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης, ο Γαβράς περιγράφει τα δύσκολα πρώτα χρόνια του στην Πόλη του Φωτός, όταν, παράλληλα με τις σπουδές του στην IDHEC (Ινστιτούτο Ανωτάτων Κινηματογραφικών Σπουδών), τη διαμονή στο «Ελληνικό Σπίτι» και τη σκληρή δουλειά στο φόρτωμα καφασιών για να εξασφαλίσει τον επιούσιο, ανακαλύπτει τις προβολές της «Σινεματέκ» με τις θρυλικές εισηγήσεις του Ανρί Λαγκλουά, τα μαθήματα του Ζιλ Ντελέζ, του Ζαν Μιτρύ και του Ζωρζ Σαντούλ στη Σορβόννη. Θυμίζοντας τον νεαρό Καζαντζάκη των αρχών του εικοστού αιώνα που παρακολουθεί με δέος τις διαλέξεις του Ανρί Μπερξόν και περνά ώρες μπροστά στα αριστουργήματα των παρισινών μουσείων, ο νεαρός Γαβράς της δεκαετίας του 1950 μυείται στα μυστήρια της γαλλικής γλώσσας («Το να διαβάζεις και να διαβάζεις κι άλλο, να μαθαίνεις μια γλώσσα, να μπαίνεις στους μαιάνδρους της, στα μυστικά της, στα εκκωφαντικά σοκάκια της, δημιουργούσε τόσο μια μεταφυσική ανησυχία όσο και μια διαρκώς ανανεούμενη ικανοποίηση», σ. 42), μελετά Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μένανδρο στη Βιβλιοθήκη της Σορβόννης, γοητεύεται από τον Νταίηβιντ Γ. Γκρίφιθ, τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και τον Ζαν Ρενουάρ, μαθαίνει όλες τις λεπτομέρειες για τις κινηματογραφικές μηχανές, τους φακούς, τα είδη των πλάνων και τη διεύθυνση των ηθοποιών και λαμβάνει το δίπλωμά του το 1959, πραγματοποιώντας, ως διπλωματική εργασία, την ταινία Οι αποτυχημένοι.
Αμέσως μετά, ο 26χρονος Έλληνας διαβαίνει τη μεγάλη πύλη του κινηματογράφου, πρώτα ως μαθητευόμενος (για την ακρίβεια, ως βοηθός του βοηθού σκηνοθέτη Κλωντ Πινοτώ, με τον οποίο θα συνδεθεί με μακρά φιλία) στην ταινία του Υβ Αλλεγκρέ Η φιλόδοξη, και ύστερα ως βοηθός σκηνοθέτη στη λαϊκή κωμωδία Ο Ρομπενσόν και το τρίκυκλο, στο αστυνομικό φιλμ του Ζακ Ναούμ Ο Άγιος σέρνει τον χορό, στην ταινία του Ζαν Ζιονό Ο Κροίσος (με πρωταγωνιστή τον πανίσχυρο Φερναντέλ), στην ταινία του εμβληματικού Ρενέ Κλαιρ Όλο το χρυσάφι του κόσμου, με πρωταγωνιστή τον Μπουρβίλ, στο γκαγκστερικό δράμα του Ανρί Βερνέιγ Ένας πίθηκος τον χειμώνα με τον Ζαν Γκαμπέν και τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό. Όλες αυτές οι ταινίες είναι «παραδοσιακές», «ακαδημαϊκές» παραγωγές υψηλού κόστους και εμπορικών προδιαγραφών, που κινούνται στον αντίποδα της «Νουβέλ Βαγκ», του Νέου Κύματος, που αρχίζει να επιβάλλεται με σκηνοθέτες περίπου συνομήλικους του Γαβρά, όπως ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Φρανσουά Τρυφφώ, ο Κλωντ Σαμπρόλ, ο Αλαίν Ρεναί, ο Λουί Μαλ: «Αυτές οι ιεραρχικές σχέσεις, αυτή η οργάνωση των εργασιών και των οικονομικών της ταινίας, η καλύβα-γραφείο, τα γυρίσματα στο στούντιο, τα θέματα χωρίς υποκειμενισμό, μ’ άλλα λόγια ο ακαδημαϊσμός, ήταν όλα αυτά που το Νέο Κύμα έβριζε και απέρριπτε χωρίς αντίρρηση» (σ. 81). Ωστόσο, ο Γαβράς αναγνωρίζει ότι ο «ακαδημαϊσμός» των παλαιότερων παρήγαγε και σημαντικές ταινίες (σ. 81), ενώ από την ορμή της νέας γενιάς κρατά όχι τόσο το θεματικό της επίκεντρο, τον έρωτα, όσο «τον ρεαλισμό που πετύχαιναν να εισαγάγουν στη σκηνοθεσία και το σενάριό τους» (σ. 66).
Για μερικά χρόνια ακόμη ως βοηθός, ο Γαβράς θα κάνει μια σειρά από συναντήσεις που θα καθορίσουν την πορεία του: ο μεγάλος σκηνοθέτης Ρενέ Κλεμάν τον χρησιμοποιεί για το πολεμικό δράμα Η ημέρα και η ώρα (1962), όπου θα γνωρίσει τη Σιμόν Σινιορέ, η οποία θα τον εκπλήξει με την απλότητά της και θα εξελιχθεί σε επιστήθια φίλη του («Το ότι είπα με το μικρό της όνομα αυτή τη μεγάλη ηθοποιό, που είχε κερδίσει ένα Όσκαρ, ήταν το σοκ της ζωής μου. Αισθάνθηκα λίγο βλαχαδερό, αλλά ειλικρινές», σ. 91), ο σκηνοθέτης του «Νέου Κύματος» Ζακ Ντεμύ τον αγκαζάρει για το ερωτικό μελόδραμα Το λιμάνι των αγγέλων, με πρωταγωνίστρια τη Ζαν Μορώ, ο Μαρσέλ Οφύλς τον προσλαμβάνει ως βοηθό του στην αστυνομική κωμωδία Καυτό πεζοδρόμιο με τη Ζαν Μορώ και τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό, ο Ρενέ Κλεμάν τον θέλει ξανά για συνεργάτη του στην ταινία Τα αιλουροειδή, με τον Αλαίν Ντελόν και την Τζαίην Φόντα. Την ίδια περίοδο γνωρίζει τη γυναίκα που θα πρωταγωνιστήσει στη ζωή του, ένα μανεκέν της Σανέλ που ακούει στο όνομα Μισέλ Ραι («Όσο για μένα, βλέποντάς την να πλησιάζει, έκανα την πρώτη στιγμιαία εκτίμηση, σαν, λόγω συνήθειας, να έκανα κάστινγκ. Γενική εικόνα: τέλεια κομψότητα, στο ντύσιμο καμία απ’ αυτές τις μοντερνιές που διαρκούν μόνο μια σεζόν, πρόσωπο ενός κλασικού οβάλ, ωραία μάτια», σ. 107).
Ακριβώς τη στιγμή που ο πολύς Ανρί-Ζωρζ Κλουζό τον ζητά για τη φιλόδοξη ταινία του Η κόλαση (που δεν ολοκληρώνεται ποτέ), ο Γαβράς θα αποτολμήσει να γυρίσει την πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης, το αστυνομικό Διαμέρισμα δολοφόνων, με όλο το άγχος και την ανασφάλεια που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή («Αν έκανα ταινία και αποτύγχανε, σε τι κατάσταση θα βρισκόμουνα μετά; Είχα γνωρίσει σκηνοθέτες που η πρώτη τους ταινία δεν σημείωσε επιτυχία και εξαφανίστηκαν. Να επιστρέψω ως βοηθός, ούτε συζήτηση! Ποιος θα ήθελε έναν συνάδελφο για βοηθό; Και τι ξεφτίλα;»). Με την ενθάρρυνση της Σιμόν Σινιορέ και του Υβ Μοντάν, που δέχονται να παίξουν στην ταινία, ο Έλληνας σκηνοθέτης ξεκινά γυρίσματα, παρακολουθώντας καθημερινά το μοντάζ, το οποίο θεωρεί «ως την τελική γραφή μιας ταινίας» (σ. 131) και επινοώντας ένα θεαματικό φινάλε, με καταδιώξεις αυτοκινήτων. Στο σχετικό κεφάλαιο εντοπίζεται μια από τις πιο γλαφυρές και ειλικρινείς περιγραφές αναφορικά με τη δημιουργία μιας ταινίας (σ. 132). Το φιλμ θα αρέσει σε κοινό και κριτικούς, με αποτέλεσμα ο Γαβράς να περάσει στη δεύτερη σκηνοθετική εργασία του, το Μακί, τα λιοντάρια της κολάσεως, ένα αντιστασιακό δράμα με αμερικανική χρηματοδότηση και συμμετοχή βετεράνων και νεότερων Γάλλων ηθοποιών (Σαρλ Βανέλ, Ζαν-Κλωντ Μπριαλύ, Μισέλ Πικολί, Ζακ Περέν, Κλωντ Μπρασέρ), που δεν θα σημειώσει την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία, αλλά θα δώσει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να εντρυφήσει στις ηρωικές πράξεις των Γάλλων κομμουνιστών αντιστασιακών και να ανακαλέσει προσωπικές μνήμες από τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής στην Πελοπόννησο.
Η ταινία που θα βάλει θριαμβευτικά τον Κώστα Γαβρά στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη είναι, βεβαίως, το θρυλικό Ζ. Ο σκηνοθέτης ανακαλύπτει το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού στο αεροπλάνο της επιστροφής από την Αθήνα (την οποία επισκέπτεται τον Απρίλιο 1967 για λίγες μέρες) στο Παρίσι και την πρώτη αυθόρμητη αντίδραση («Ένας χαζός τίτλος», σ. 148) διαδέχεται η αναστάτωση («Αναδύομαι από έναν κόσμο που δεν υποψιάζεσαι, έναν πιο ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, λόγω της ανισότητας στη Δικαιοσύνη του κρατικού του μηχανισμού και της προδοσίας κάθε ηθικής», σ. 149). Η ολοκλήρωση της ανάγνωσης συμπίπτει με το ξέσπασμα της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και ο Γαβράς αποφασίζει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο· παίρνει τα δικαιώματα από τον Βασίλη Βασιλικό, ο οποίος βρίσκεται στη Ρώμη («Βρίσκω τον Βασίλη, που τα χάνει με την πρότασή μου. Χωρίς δισταγμό, μου δίνει την άδεια. Μια φιλία, που παραμένει πάντα ζωντανή και βαθιά, γεννήθηκε εκεί», σ. 153), εξασφαλίζει τη συνεργασία του σεναριογράφου Χόρχε Σεμπρούν (ο οποίος επιμελείται κυρίως τους διαλόγους του σεναρίου, ενώ ο Γαβράς επιμένει στην ψυχολογία των χαρακτήρων, τις τεχνικές λεπτομέρειες και τη σκηνοθεσία) και του (τότε εκτοπισμένου στη Ζάτουνα) Μίκη Θεοδωράκη, συγκροτεί μια θαυμαστή διανομή (Υβ Μοντάν, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Ειρήνη Παπά, Σαρλ Ντενέρ, Ρενάτο Σαλβατόρε, Φρανσουά Περριέ και πολλοί άλλοι) και αρχίζει να αναζητεί απεγνωσμένα παραγωγό, για να καταλήξει στον γνωστό ηθοποιό Ζακ Περρέν, που κατορθώνει να γυρίσει την ταινία στην Αλγερία. Η συνέχεια είναι γνωστή: η ταινία σημειώνει παγκόσμια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, βραβεύεται στο Φεστιβάλ Καννών του 1969 και στα Όσκαρ του 1970 και χρησιμοποιείται, μαζί με το βιβλίο του Βασιλικού, ως αναφορά στις ομιλίες και στις εκδηλώσεις των ελληνικών αντιδικτατορικών κινημάτων.[............]

Η μεγάλη περιπέτεια της ζωής του Κώστα Γαβρά


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο μοναδ(χ)ικός Βάρναλης

  ...