Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2018


«Τα νιάτα μας. Αυτό ήταν η Λούλα»

Της Χρύσας Φωτοπούλου
 neaselida.gr



Ενας χρόνος συμπληρώνεται αύριο, Δευτέρα 8 Οκτωβρίου, από τον θάνατο της Λούλας Αναγνωστάκη, που υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες γυναικείες μορφές των ελληνικών γραμμάτων. Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη στα τέλη της δεκαετίας του 1920, σε μια οικογένεια που τα μισά της μέλη ήταν δημιουργοί -ήταν η μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη-, τελειώνοντας το σχολείο σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στην Αυστρία. Αγάπησε πολύ το θέατρο κι έγραψε μόνο θέατρο. Τα πρώτα τρία μονόπρακτα έργα της που ανέβηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή το 1965 και εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1974 ήταν «Η διανυκτέρευση», «Η πόλη» και «Η παρέλαση». Αυτά πρωτοπαρουσιάστηκαν σε μια ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν. «Αν δεν ήταν ο Κουν και να ξέρω ότι με πιστεύει και ότι θα ανέβαζε τα έργα μου, ίσως να μην είχα γράψει κανένα», συνήθιζε να λέει η Αναγνωστάκη. Ακολούθησε το τρίπρακτο έργο «Η συναναστροφή», που παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1967. Τα μεταγενέστερα έργα της έχουν ανεβεί στην Ελλάδα από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης και σε πολλές ευρωπαϊκές σκηνές, όπως στην Κύπρο, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, τη Γερμανία, την Ισπανία και τις ΗΠΑ. Τα ερμήνευσαν καλλιτέχνες όπως οι Πιττακή, Ζαβιτσιάνου, Κονιόρδου, Λαζαρίδου, Αρμένης, Τζώρτζογλου και τα σκηνοθέτησαν οι Κουν, Βογιατζής, Τριβιζάς, Παπαβασιλείου, Κουγιουμτζής και Αρδίττης.
Γράφοντας γρήγορα στιγμιότυπα ζωής
Επίτευγμά της: οι ήρωες των έργων της να δείχνονται με το δάχτυλο μέσα σ’ έναν κόσμο άχρονο που σέρνει από γενιά σε γενιά ανεπίλυτα προβλήματα. Η Λούλα Αναγνωστάκη, εξάλλου, έδινε πάντα την εντύπωση ότι έγραφε έχοντας τοποθετήσει το γραφείο με τη γραφομηχανή της στο φανάρι σε μια μεγάλη λεωφόρο ή στο κέντρο μιας επαρχιακής πλατείας. Εγραφε γρήγορα. Οι μετωπικές με τις αλήθειες τής προκαλούσαν πόνο αλλά και εθισμό. Θα συνεχίσει να επιβάλλεται η μοναξιά ως κανονική εκδοχή ζωής; Θα γίνει ποτέ το τραύμα καινούριο δέρμα; Θα περπατήσει ποτέ ο κόσμος χωρίς το κομμένο θάρρος του ηττημένου; Η Λούλα Αναγνωστάκη, γράφοντας σαν να έχει απαθανατίσει δισεκατομμύρια στιγμιότυπα κόσμου κι έχοντας σκανάρει το μαρτύριο που γεννούν για τον άνθρωπο το σκοτάδι και το αδιέξοδο, είχε σίγουρα καταφέρει να δει το σχήμα που παίρνει μια κοινωνία που εξελίσσει το σθένος της. Το είχε ονειρευτεί. Είχε την περιέργεια. Ηταν και είναι αγαπημένη πολλών. Οι νέοι άνθρωποι ειδικά παθιάστηκαν και παθιάζονται μαζί της. Γιατί δεν υπήρξε η ντεμέκ αλλοπαρμένη φιγούρα της διανοούμενης που έχει χάσει την μπάλα. Δεν αγόρευε η Αναγνωστάκη όταν βρισκόταν απέναντι από τους ανθρώπους. Δεν υπονοούσε καν ότι υπάρχει κάτι που γνωρίζει καλύτερα από τον συνομιλητή της. Μιλούσε και άναβε ένα φως μέσα στο διαρκές σκοτάδι του χώρου της. Στιλπνά μαλλιά, μάτια πίσω από μαύρα μαλλιά, παντοτινό κόκκινο κραγιόν. Και μια φωνή σαν να ακούγεται από μαγνητοταινία. Και πάντα νέα. Οπως πρέπει να είναι κάθε συγγραφέας που δεν παραιτείται από το μέλλον.

Ενα αγωνιώδες ερώτημα
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Μάνος Καρατζογιάννης, μιλώντας στη «Νέα Σελίδα», υπογραμμίζει: «“Υπάρχει καμιά κοινωνία, πού είναι να τη δω;” αναρωτιέται η Σοφία Αποστόλου στον “Ουρανό κατακόκκινο” (1998). Πρόκειται για ένα αγωνιώδες ερώτημα που διατρέχει όλη τη δραματουργία της Αναγνωστάκη, από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή, το 1965, μέχρι και το τελευταίο της έργο, “Σ’ εσάς που με ακούτε”, το 2003. Το ερώτημα αυτό αναφορικά με τον κοινωνικό ιστό φαίνεται να απασχολεί την Αναγνωστάκη ήδη από την τριλογία της “Πόλης”, όπου κυριαρχούν η ιδιώτευση, η καχυποψία, ο φόβος, ακόμη και τα δημόσια εγκλήματα. Η “Πόλη”, γραμμένη μέσα στον απόηχο του Εμφυλίου, φέρει αναμφίβολα όχι μόνο το κλίμα των εσωτερικών συγκρούσεων ανάμεσα στους πολίτες, αλλά και την ανησυχία για το ιδεολογικό υπόβαθρο της νέας Πόλης, όπως αυτή ανασυγκροτείται με τη λήξη του Εμφυλίου. Η ανησυχία αυτή διατυπώνεται πιο καθολικά στα τελευταία έργα της Αναγνωστάκη “Ουρανός κατακόκκινος” και “Σ’ εσάς που με ακούτε”, που είναι γραμμένα στον απόηχο της διάλυσης της Σοβιετικής Ενωσης, της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου και της παγκοσμιοποίησης. Σήμερα που ο κοινωνικός ιστός απειλείται, η γραφή της Αναγνωστάκη μοιάζει πιο λυτρωτική από ποτέ, ίσως και λόγω της “επαναστατημένης εφηβείας” που εκφράζουν οι περισσότεροι από τους ήρωές της. Τα νιάτα μας… Ναι, τώρα που το αναλογίζομαι, αυτό ήταν η Λούλα. Οχι μόνο για μένα, που πρωτοέπαιξα και σκηνοθέτησα τα έργα της, αλλά και για τους περισσότερους συναδέλφους μου από το ’65 και μετά. Εγραψε, άλλωστε, όσο κανείς για τόσο νέους σε ηλικία χαρακτήρες. Γι’ αυτά τα “νιάτα που φεύγουν ώρα με την ώρα βιαστικά, που δεν θα ξαναρθούν, που κάποιος μας τα κλέβει μυστικά”…».

«Πάντα αφορμή για συζήτηση το έργο της»
«Η πρώτη εμπειρία μου με το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη ήταν όταν κάναμε με τον σκηνοθέτη και συγγραφέα Θοδωρή Γκόνη τον “Ουρανό κατακόκκινο”. Εκεί την αγάπησα. Μέχρι τότε παρέμενε άγνωστη σ’ εμένα, δεν την είχα ανακαλύψει. Κατάλαβα αμέσως ότι τα κείμενα της Λούλας είναι γραμμένα πάνω σε μια άχρονη γραμμή γι’ αυτό τον τόπο που ζούμε και πολύ κοντά στην ελληνική λαϊκή νοοτροπία. Γι’ αυτό πάντα το έργο της θα είναι μια αφορμή για συζήτηση. Τις παραστάσεις η Αναγνωστάκη τις έβλεπε μόνο σε βίντεο, γιατί τα τελευταία χρόνια σπάνια έβγαινε από το σπίτι. Ενάμιση χρόνο μετά τον “Ουρανό κατακόκκινο” που έκανα με τον Γκόνη, συμμετείχα στον “Ουρανό” που σκηνοθέτησε ο Σταμάτης Κραουνάκης. Ο τίτλος εκείνης της παράστασης ήταν “I love you”, ένας τίτλος που έδωσε η ίδια η Λούλα. Ηταν μια καταπληκτική στιγμή, με τον Σταμάτη παρόντα στη σκηνή να παίζει πιάνο, να αυτοσχεδιάζει – υπήρχαν αποσπάσματα κι από άλλα κείμενα της Αναγνωστάκη. Εκείνη την περίοδο μιλούσα πολύ συχνά μαζί της στο τηλέφωνο. “Μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος που παίζετε τα έργα μου”, συνήθιζε να μου λέει μ’ εκείνη την ωραία ευγένεια που τη χαρακτήριζε. Ήταν μια πολύ σπουδαία γυναίκα», αναφέρει στη «Νέα Σελίδα» η ηθοποιός Λένα Ουζουνίδου.
Το Φεστιβάλ Αθηνών το περασμένο καλοκαίρι προκειμένου να τιμήσει τη μνήμη της σημαντικής συγγραφέως πραγματοποίησε ένα φιλόδοξο αφιέρωμα στο έργο της, συστήνοντάς τη εκ νέου. Ηταν ιδιαίτερη στιγμή, ένα ακόμη τεκμήριο, δηλαδή, ότι η Λούλα Αναγνωστάκη φέρει ένα κομμάτι που θα μένει πάντα ανεξερεύνητο. Αυτή η σπουδαία γυναίκα που διέθεσε τον άσπιλο χρόνο της για να γεμίσει σελίδες με τη ζωή που ξέρουμε, την έλξη που ξέρουμε, την απώθηση που ξέρουμε. Με το «αλλιώς» που ονειρευόμαστε και θέλει την έμπρακτη συμμετοχή μας.
Φωτογραφία: Σπύρος Στάβερης
Δημοσιεύθηκε στο φύλλο 70 της «Νέας Σελίδας» την Κυριακή 7 Οκτωβρίου

Λούλα Αναγνωστάκη - Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: