Τρίτη, Ιουνίου 26, 2018

Γνωρίζοντας καλύτερα έναν σημαντικό νεοέλληνα συγγραφέα

Δημήτρης Μαμαλούκας :Δύο συνεντεύξεις

1.  «Τι είναι η ζωή; Ό,τι προλάβουμε…»

 

Συνέντευξη του συγγραφέα στον  Νίκο Λαγκαδινό

Πηγή ανάρτησης: timesnews.gr
 
Φεβρουάριος 23, 2017
Δημήτρης Μαμαλούκας: «Τι είναι η ζωή; Ό,τι προλάβουμε…»
Το πρώτο βιβλίο «Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα» του Δημήτρη Μαμαλούκα με είχε εντυπωσιάσει. Παρότι ήταν η πρώτη είσοδός του τη λογοτεχνία, είχε δώσει σημάδια δόκιμου συγγραφέα. Η συνέχεια φυσικά απέδειξε ότι ήταν ένας πολύ καλός δημιουργός και μάλιστα όταν μπήκε στα χωράφια της αστυνομικής αλλά και της παιδικής λογοτεχνίας. Έντονα πολιτικοποιημένος που όμως αποφεύγει ν’ απαντήσει τι σημαίνει γι’ αυτόν «αριστερά», αν πιστεύει ακόμα στους διαχωρισμούς δεξιά, αριστερά, κέντρο κ.λπ. ή αν αυτοί έχουν ξεπεραστεί. Δεν συζητάει για την παγκοσμιοποίηση, ούτε αν κινδυνεύουμε από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ούτε αν υπάρχει φόβος να χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα. Δεν τον απασχολεί η τηλεόραση κι αν αυτή ανταγωνίζεται την τέχνη. Κι όσο για το τι είναι εκείνο που μπορεί να ενσαρκώσει την ελπίδα του αύριο, ο Μαμαλούκας απαντάει με τον τρόπο του στην τελευταία ερώτηση. Την απάντηση την βάλαμε και τον γενικό τίτλο της συνέντευξης.
  • Τι νοσταλγείτε περισσότερο; 
Την Ιταλία και τα φοιτητικά μου χρόνια.
  • Σας αρέσoυν τα ταξίδια;
Φυσικά, με όλα τα μέσα.
  • Ποιο είναι το αγαπημένο σας ταξίδι; 
Στη Ρώμη, αν και το ταξίδι των ονείρων μου είναι στη νήσο του Πάσχα.
  • Πoιo μέρoς αγαπάτε ιδιαίτερα;
Τη Ρώμη με διαφορά.
  • Ποια θεωρείτε ως την πιο υπερτιμημένη αρετή;
Τη συγχώρεση.
  • Πoια, κατά τη γνώμη σας, είναι τα μεγαλύτερα πρoβλήματα της ελληνικής κoινωνίας;
Η νοοτροπία του νεοέλληνα, η ατιμωρησία, ο ωχαδερφισμός.
  • Σας ενδιαφέρει η πoλιτική;
Όχι σχεδόν καθόλου
  • Τι γνώμη έχετε για τους πολιτικούς;
Τη χειρότερη.
  • Αγαπάτε το θέατρο;
Αρκετά, αλλά όχι φανατικά. Έχω γράψει ένα θεατρικό έργο που δε θέλησα να δημοσιεύσω ή να ανέβει στη σκηνή. Συχνά απογοητεύομαι από παραστάσεις που βλέπω.
  • Σε μια εποχή αποξένωσης, πολεμικών συγκρούσεων, κοινωνικών αναταραχών, φτώχειας, ανισοτήτων, φόβου για την επόμενη ημέρα κ.λπ., τι μπορεί να κάνει η τέχνη;
Τα πάντα. Να μας κρατήσει ζωντανούς.
  • Είναι ο κόσμος μας παράλογος;
Αρκετά έως πάρα πολύ.
  • Τι είναι εκείνο που δίνει νόημα στον άνθρωπο;
Η εργασία, η δημιουργία και ο έρωτας, ο μηχανισμός του να αγαπήσεις, να βρεις το ταίρι σου.
  • Έχει πνευματικότητα η κεντρική εξουσία (η κυβέρνηση, τα κόμματα);
Τα παιδιά στο νηπιαγωγείο έχουν περισσότερη.
  • Η νεοελληνική κοινωνία, γενικότερα, έχει πνευματικότητα;
Σε απειροελάχιστο ποσοστό.
  • Πoια είναι η ωραιότερη λέξη της ελληνικής γλώσσας;
Είμαι μεταξύ του χαϊδεύω και στήθος.
  • Ποιος φταίει για το περιορισμένο λεξιλόγιο των νεοελλήνων: οι γονείς, το σχολείο, τα μέσα ενημέρωσης, η παγκοσμιοποίηση;
Οι γονείς, οι δάσκαλοι όταν είναι αδιάφοροι, οι ηλίθιοι που στελεχώνουν τα μέσα ενημέρωσης, η παντελής έλλειψη πολιτικής ή σχεδιασμού για να πλησιάσουν τα παιδιά το βιβλίο.
  • Υπάρχει περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση στους πολίτες ή όλοι γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια την προστασία του περιβάλλοντος;
Ο Έλληνας δε σέβεται τίποτα, το περιβάλλον είναι το τελευταίο για το οποίο θα νοιαστεί.
  • Κινδυνεύουμε στ’ αλήθεια από τη μόλυνση του περιβάλλοντος ή απλώς πρόκειται για υπερβολές των οικολόγων;
Αν δεν κινδυνεύουμε άμεσα, πάντως δηλητηριάζουμε και ξετινάζουμε τους φυσικούς πόρους του πλανήτη.
  • Δικαιούμαστε να υποστηρίζουμε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων;
Μα γιατί όχι; Αφού είμαστε. Αλλά αυτό δε λέει και τίποτα. Αν είσαι κάφρος, παραμένεις κάφρος.
  • Έχoυν σημασία oι απoλoγισμoί στη ζωή μας;
Ναι, νομίζω ότι έχουν, τουλάχιστον εγώ βρίσκω να έχουν και κάνω συχνά πολλών ειδών απολογισμούς.
  • Πόσες ώρες εργάζεστε;
Δεν τις έχω μετρήσει ποτέ, σε μέρες πυρετού συγγραφής φτάνουν τις δέκα. Υπάρχουν και μέρες που δεν εργάζομαι καθόλου.
  • Πιστεύετε ότι το βιβλίο χάνει σε σχέση με την εικόνα;;;
Όχι, φυσικά, αλλιώς δε θα έγραφα βιβλία, θα έκανα ταινίες.
  • Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας για τα βιβλία σας;
Από βιβλία λογοτεχνίας, από φιλμ, από περιπάτους, από συζητήσεις αγνώστων, από όνειρα.
  • Τι είναι για σας η μοναξιά;
Απόλαυση που μπορεί να καταλήξει σε εφιάλτη.
  • Είστε ρομαντικός;
Πάρα πολύ, σε βαθμό χαζομάρας.
  • Tι αγαπάτε περισσότερo στoν κόσμo;
Εύκολο: τα παιδιά.
  • Τι θεωρείτε ως τον έσχατο βαθμό δυστυχίας;
Το να χάσεις την οικογένειά σου.
  • Σας απασχολεί ο χρόνος;
Είναι στιγμές που δε με απασχολεί καθόλου κι άλλες που με ενοχλεί αφόρητα.
  • Πιστεύετε στην φιλανθρωπία ή στην αλληλεγγύη;
Και στα δύο.
  • Πόσο Ευρωπαίοι είμαστε οι Έλληνες;
Λίγο, ελάχιστα.
  • Ο  Έλληνας είναι εχθρός της πειθαρχίας και του κανόνα;
Φυσικά, τρανή απόδειξη η γαϊδουριά του να καπνίζει οπουδήποτε ενώ απαγορεύεται.
  • Τι λείπει από τον Έλληνα σήμερα;
Αλλαγή νοοτροπίας
  • Η «ενωμένη» Ευρώπη θα επιβιώσει;
Δεν ξέρω, θα το ήθελα πάντως.
  • Η γυναίκα σήμερα στην Ελλάδα είναι ίση με τον άνδρα;
Ναι, είναι, εκτός από ελάχιστους γεωγραφικούς τόπους.
  • Ποιο είναι το πολυτιμότερο περιουσιακό σας στοιχείο;
Το αρχείο μου.
  • Η οικονομική κρίση πιστεύετε ότι θ’ αλλάξει την  κοινωνία μας και προς ποια κατεύθυνση;
Δείχνει να την αλλάζει προς το χειρότερο, μακάρι να διαψευστώ.
  • Πιστεύετε ότι θα έρθει κάποια στιγμή που η χώρα μας θα ζει χωρίς τις ξένες εξαρτήσεις;;
Δεν έχω ιδέα, ρωτήστε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
  • Τι ήταν εκείνο που σας οδήγησε στην λογοτεχνία;
Το διάβασμα φυσικά. Και τα πολλά βιβλία μέσα στα οποία μεγάλωσα.
  • Σε τι μπορεί να μας βοηθήσει η λογοτεχνία σήμερα – σε μια εποχή βαρβαρότητας;
Α, μπορεί να μας κρατήσει ζωντανούς. Να ζούμε μόνο με την ελπίδα να διαβάζουμε ωραία λογοτεχνία.
  • Τι ιδιαίτερο απαιτεί η συγγραφή βιβλίων για νέους και εφήβους;
Αγάπη προς τα παιδιά και τους εφήβους, διορατικότητα και πολύ φαντασία.
  • Σας απασχολεί η γνώμη των κριτικών;
Αρκετά, μέχρι στιγμής είχα πολύ θετική αντιμετώπιση εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων.
  • Τελικά, τι είναι η ζωή;
Ό,τι προλάβουμε.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Δημήτρης Μαμαλούκας γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα, όπου και κατοικεί. Είναι πτυχιούχος φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Lecce, Ιταλία. Το 1999 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Απόπειρα» το μυθιστόρημά του «Όσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα». Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τίτλο «Όσο υπάρχει αλκοόλ…». Τα επόμενα βιβλία του είναι: «Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού», Καστανιώτης, 2003, «Η απαγωγή του εκδότη», Καστανιώτης, 2005, «Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», Καστανιώτης, 2007 -που ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών Ε.KE.BI. 2007, «Η μοναξιά της ασφάλτου», Λιβάνης, 2008, και «Κοπέλα που σε λένε Φίνι», Λιβάνης, 2009. Συμμετείχε στις ανθολογίες διηγημάτων «Ελληνικά εγκλήματα», «Υπόγειες ιστορίες», «Το τελευταίο ταξίδι» – έντεκα νουάρ ιστορίες κ.ά. Ασχολείται με τη μετάφραση και γράφει κριτική λογοτεχνίας στην «Κυριακάτικη Αυγή» και στο περιοδικό «Διαβάζω».

***********Αποτέλεσμα εικόνας για Δημήτρης Μαμαλούκας. 

2. «Κυριαρχεί το εύκολο ανάγνωσμα»

Συνέντευξη του συγγραφέα  στην Κυριακή Μπεϊόγλου


Όταν πριν από χρόνια διάβασα το βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα «Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» (Καστανιώτης), σκέφτηκα πως αποκτήσαμε έναν σπουδαίο αστυνομικό συγγραφέα που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τους Ευρωπαίους συναδέλφους του. Ισχυρή λογοτεχνική γραφή, με ισόποση δόση περιπέτειας και έναν κοσμοπολίτικο αέρα.
Αναζήτησα τα προηγούμενα βιβλία του και στη συνέχεια διάβασα και τα επόμενα. Εχει γράψει επίσης εξαιρετική παιδική λογοτεχνία και πρόσφατα ασχολήθηκε και με το θέατρο. Δεν με απογοήτευσε.
Στο τελευταίο του βιβλίο «Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών» (Κέδρος) πραγματικά ξαφνιάστηκα με το θέμα που επέλεξε: την τρομοκρατία στην Ιταλία.
Οταν το τελείωσα ήθελα να το ξαναδιαβάσω. Να δω πιο προσεκτικά τις πολιτικές ανακατατάξεις που μέχρι σήμερα ταλαιπωρούν τη γείτονα χώρα, να ακούσω τα τότε προγκρέσιβ μουσικά γκρουπ, αλλά κυρίως να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να ζει μια χώρα στο έλεος και στη σκιά των τρομοκρατικών ομάδων.
Γι' αυτά τα «μολυβένια χρόνια» και για άλλα πολλά μάς μιλά σ’ αυτήν τη συνέντευξη ο Δημήτρης Μαμαλούκας.
Συνέντευξη
● Δημήτρη, έπαιζες κλέφτες κι αστυνόμους όταν ήσουν μικρός; Πώς έγινε και μπήκες στο αστυνομικό μυθιστόρημα;
Εγραφα αστυνομικές ιστορίες και φαντασίας όταν ήμουν πιτσιρικάς στο Δημοτικό. Ξέρεις, είμαι της άποψης ότι διαμορφώνεσαι συγγραφικά μέχρι την ηλικία του Δημοτικού. Μέχρι εκεί είναι οι παραστάσεις που έχουμε πάρει και έχουν μπει μέσα μας -αργότερα τις χρησιμοποιούμε στη συγγραφή.
● Εσύ ποιες παραστάσεις είχες; Πού μεγάλωσες;
Δίπλα στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού μέναμε. Στην Ιωάννου Γενναδίου. Η καταγωγή μου είναι από τη Λευκάδα αλλά ποτέ δεν έζησα εκεί. Μόνο τα καλοκαίρια πηγαίναμε. Ολα μου τα χρόνια τα έζησα στην Αθήνα μέχρι τα 19 που πήγα στην Ιταλία.
● Γιατί έγραφες αστυνομικά κυρίως;
Ιστορίες φαντασίας έγραφα πιο πολύ. Εφταιγαν τα κόμικς που διάβαζα. Τότε ήταν της μόδας το Διάστημα, οι εξωγήινοι και τέτοια.
● Δηλαδή η πρώτη σου ιστορία είχε πρωταγωνιστή έναν εξωγήινο;
Οχι! Η πρώτη ιστορία ήταν «Το γαργαλημένο μάτι» (γέλια). Ενα υπαρξιακό καφκικό θρίλερ! Ηταν ένας τύπος που τον γαργαλούσε το μάτι του και κατέληξε να κόψει τα χέρια του, να πέσει σ’ έναν γκρεμό για να σταματήσει αυτό το γαργάλημα από το μάτι του! Πολύ θρίλερ! Κανονικά έπρεπε οι γονείς μου να με πάνε σε γιατρό μόλις τη διάβασαν!
● Αλλά; Τι έκαναν;
Δεν έκαναν τίποτα. Μ’ άφησαν να γράφω. «Θα διορθωθεί, θα του περάσει» μάλλον σκέφτηκαν, «θα ασχοληθεί αργότερα με κάποιο σοβαρό επάγγελμα», αυτό βέβαια δεν έγινε ποτέ.
● Είχες σκεφτεί να γίνεις κάτι άλλο;
Κάτι είχα σκεφτεί αλλά η συγγραφή ήταν το πρώτο. Στα 17 μου άρχισα και το σοβαρό διάβασμα.
● Ποιο είναι το σοβαρό διάβασμα; Τι πρέπει να διαβάσει κανείς σ’ αυτήν την ηλικία;
Εγώ ας πούμε πήγα στην πατρική βιβλιοθήκη και άρχισα να διαβάζω ό,τι υπήρχε εκεί. Από τα πρώτα βιβλία ήταν το «Ταξίδι στο δωμάτιό μου» του Ξαβιέ ντε Μεστρ και όταν σταμάτησα να διαβάζω τα βιβλία των γονιών μου άρχισα να αγοράζω τα δικά μου. Ξεκίνησα με τον Μπορίς Βιαν, πήρα όλα του τα βιβλία, μετά πήγα στους Γάλλους υπερρεαλιστές και στην ελληνική ποίηση.
● Ποιον σοβαρό αστυνομικό συγγραφέα πρωτοδιάβασες;
Μάλλον τον Ρέιμοντ Τσάντλερ. Πριν διάβαζα κάτι βιπεράκια που πραγματικά δεν ήταν να τα διαβάζεις! Αθλιες μεταφράσεις, περικοπές… Ούτε ο Τσάντλερ ούτε ο Σιμενόν πρέπει να διαβάζονται σε βίπερ.
● Και πώς αποφάσισες να φύγεις για την Ιταλία;
Εδωσα πανελλήνιες εδώ, δεν πέρασα. Και αποφάσισα να πάω στην Ιταλία.
● Γιατί στην Ιταλία;
Ετσι! Ολη η οικογένεια μιλούσε γαλλικά και εγώ δεν ήθελα να μάθω. Πήγα στην Ιταλία. Πάντα αντιδραστικός ήμουν. Είχε πάει και ένας ξάδερφός μου εκεί και υπήρχε μια επαφή.
● Ηξερες ιταλικά;
Οχι. Αλλά έμαθα εκεί. Δεν είναι πολύ εύκολο να μιλήσεις σωστά, αλλά είναι πολύ εύκολο να μιλήσεις σαν Ιταλός, γρήγορα δηλαδή, να μη σε πολυκαταλαβαίνουν! Στις εξετάσεις τότε διάλεγες τέσσερις πόλεις κι όπου σε στέλνανε. Πήγα στο Λέτσε.
● Πώς ήταν εκεί; Φρίκαρες;
Φρίκαρα λίγο. Ιταλικός Νότος, πολλή ερημιά! Αλλά πολύ γρήγορα εγκλιματίστηκα.
● Και τι σπούδασες;
Φιλοσοφία. Μου άρεσε πολύ. Να φανταστείς ότι στην Ιταλία κάνουν πέντε ώρες την εβδομάδα Φιλοσοφία ενώ εμείς που έχουμε βάλει όλους τους θεμέλιους λίθους της φιλοσοφίας έχουμε μόνο μία.
● Απέκτησες φιλοσοφικές «αδυναμίες»;
Ημουν ήδη στον υπαρξισμό με τον Σαρτρ, με τον Καμί… Στις σπουδές όμως δεν φτάσαμε στον 20ό αιώνα. Αντε, μέχρι τον Καντ και τον Χέγκελ…
● Πώς έβλεπες τότε, το ’87, την πολιτική κατάσταση στην Ιταλία; Για να περάσουμε και στο τελευταίο βιβλίο σου «Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών», που πραγματικά με εξέπληξες για το θέμα του αλλά και για την απόφασή σου να γράψεις ένα μυθιστόρημα για τα άγρια χρόνια της τρομοκρατίας στην Ιταλία…
Πήγα πριν από την «Επιχείρηση Καθαρά Χέρια», που πρέπει να άρχισε το ’91 ή το ’92. Το ’87 η Ιταλία έβγαινε από τα «μολυβένια χρόνια» του κρυφού πυρήνα των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Μπορεί οι Ερυθρές Ταξιαρχίες να είχαν σβήσει αλλά ακόμα υπήρχε το άρωμα της τρομοκρατίας. Υπήρχε φυσικά η μαφία, οι ληστείες, τα χτυπήματα στις τράπεζες, οι δολοφονίες… Ηταν μια ζόρικη Ιταλία. Ειδικά στη Ρώμη, όταν πρωτοπήγα. Και στον Νότο.
● Το βιβλίο πάντως έχει όλη αυτή την ατμόσφαιρα! Μελετώντας αυτήν την εποχή είδες κάποιες ομοιότητες με πράγματα που συνέβαιναν στην Ελλάδα;
Δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις…
● Πάντως, εμείς ως ελληνική λογοτεχνία δεν έχουμε αγγίξει αυτό που λέμε τρομοκρατία στην Ελλάδα…
Γενικά είναι δύσκολο να το αγγίξεις αυτό το θέμα. Ηταν πιο εύκολο για μένα να γράψω για την Ιταλία. Στα φοιτητικά χρόνια κρατούσα αποκόμματα από εφημερίδες γιατί ήξερα πως κάποτε θα γράψω γι' αυτό το θέμα. Και θέλω να σου πω ότι μετά την Ιταλία των «μολυβένιων χρόνων» ήρθε η Ιταλία του Μπερλουσκόνι, τα «Καθαρά Χέρια» και ο Ντιπιέτρο. Ημουν εκεί δηλαδή τη μέρα που ο Μπερλουσκόνι είπε βάζω υποψηφιότητα, που μέχρι τότε τον ξέραμε σαν έναν καναλάρχη και ιδιοκτήτη της Μίλαν. Και την Τσιτσιολίνα ως πορνοστάρ… στους κινηματογράφους του Λέτσε.
● Από τα πρώτα σου βιβλία έδωσες ένα λογοτεχνικό στίγμα που δεν έμοιαζε με ελληνική λογοτεχνία, τα βιβλία σου θα μπορούσαν να μεταφραστούν σε οποιαδήποτε γλώσσα… Νομίζω πως αυτό σε διαφοροποίησε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Το πρώτο μου βιβλίο, που έγινε και ταινία, είναι το «Οσο υπάρχει αλκοόλ υπάρχει ελπίδα». Το πρώτο μου αστυνομικό βιβλίο όμως είναι «Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού». Ποτέ δεν είχα κανένα θέμα να βάλω ξένους ήρωες σε ξένες χώρες. Τότε εγώ, όπως και άλλοι της γενιάς μου, ξεφύγαμε από το ελληνικό περιβάλλον. Μέχρι τότε η ελληνική πεζογραφία ήταν μέσα στο τρίγωνο Κέντρο, Εξάρχεια, Κολωνάκι.
● Ηταν δύσκολο να μπεις στον χώρο της λογοτεχνίας; Δύσκολα δίνουν τη σκυτάλη οι προηγούμενοι;
Δεν ήταν εύκολο αλλά δεν ήταν και ακατόρθωτο. Νομίζω σήμερα είναι πιο δύσκολο αν πει κάποιος ότι θα προσπαθήσει να εκδώσει χωρίς την αυτοέκδοση. Δυστυχώς έτσι είναι η κατάσταση σήμερα. Εχουν αυξηθεί πάρα πολύ αυτοί που γράφουν και η αυτοέκδοση δεν έχει κανένα όριο. Σε μας δεν ήταν έτσι. Αρχίσαμε στα χρόνια του χρηματιστηρίου που όλοι έκαναν πάρτι κι εμείς οι λίγοι γράφαμε βιβλία.
● Ναι, αλλά τώρα στα χρόνια της κρίσης γράφουν πολλοί βιβλία και δεν νομίζω ότι γίνονται και πολλά πάρτι…
Να σκεφτείς ότι οι αμοιβές για μια απλή κριτική που θα έκανες σε εφημερίδα ήταν εξωπραγματικές. Σε σχέση με σήμερα που τα θέλουν όλα τσάμπα.
● Για να ξαναμπούμε στην καρδιά της αστυνομικής λογοτεχνίας, πώς είναι να ζεις με κάποιον ήρωά σου που είναι δολοφόνος ή πρόκειται να γίνει;
Μια χαρά είναι! Προσπαθώ να δουλέψω μαζί τους όσο υπάρχει ησυχία στο σπίτι, όταν λείπουν δηλαδή τα παιδιά στο σχολείο. Η κυρίως γραφή γίνεται στο σπίτι. Πολύ συχνά διορθώνω έξω.
● Είναι πλέον αποδεκτό κοινωνικά ότι ο πατέρας, ο σύντροφος, μπορεί να είναι συγγραφέας και να μην κάνει μια στρωτή δουλειά; Μια εποχή αυτό φάνταζε πολυτέλεια.
Κοίταξε, όταν ζεις με έναν συγγραφέα το συνηθίζεις. Πάντως δεν σου κρύβω ότι τον περισσότερο κόσμο τον εκπλήσσει. Δεν το δέχεται ο άλλος σαν επάγγελμα, ξενίζει. Και φυσικά οι περισσότεροι θα σου πουν «α, κι εγώ ήθελα να γράψω» ή «κι εγώ γράφω». Αν διαβάσεις τον Κινγκ στα εισαγωγικά του σημειώματα θα μάθεις τα πάντα για τη ζωή ενός συγγραφέα.
● Είναι, νομίζω, μεγάλη σου αγάπη ο Κινγκ;
Τον έχω διαβάσει όλο. Είμαι πολύ μεγάλος θαυμαστής του και συλλέκτης των βιβλίων του.
● Ποια από αυτά ξεχωρίζεις;
Τη «Λάμψη», το «Κριστίν» και το «Μίζερι». Αυτά τα θεωρώ αξεπέραστα, νομίζω του έδωσαν και τη φήμη που του αναλογεί.
● Οταν δεν διαβάζεις αστυνομικά, τι διαβάζεις;
Πολλά πράγματα. Κυρίως λογοτεχνία. Μουρακάμι, Κάφκα…
● Ποιοι γράφουν καλή αστυνομική λογοτεχνία;
Πατριάρχης είναι ο Σιμενόν, αξεπέραστος, ο Μανσέτ, η Χάισμιθ στον «Ρίπλεϊ» και οι Αμερικανοί κλασικοί…
● Μου λες όμως συγγραφείς από παλιότερες γενιές…
Από τους καινούργιους δεν έχω καμιά μεγάλη συμπάθεια.
● Χαρτογραφώντας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, έχεις καταλάβει τελικά τι αγαπούν οι Ελληνες να διαβάζουν;
Οχι. Κυριαρχεί το εμπορικό βιβλίο, αυτό που πλασάρουν τα ΜΜΕ και οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι. Το εύκολο ανάγνωσμα δηλαδή. Ο,τι διαφημιστεί πουλάει.
● Είναι απαραίτητα κακό αυτό που πουλάει;
Οχι, αλλά τις περισσότερες φορές δεν είναι και τόσο καλό.
● Είσαι της σχολής «δίνουμε τον δολοφόνο από την αρχή» ή «δεν σας το λέω μέχρι την τελευταία σελίδα»;
Είμαι και των δύο σχολών. Δεν είμαι όμως υπέρ εκείνων που λένε ανοίγω το βιβλίο στο τέλος, διαβάζω ποιος είναι ο δολοφόνος και μετά πάω στην αρχή και το απολαμβάνω…
● Αλήθεια; Το κάνουν αυτό;
Ναι βέβαια, πολλοί μου το έχουν πει. Νομίζω και κάποιος συγγραφέας το έκανε, «το απολαμβάνω καλύτερα -είπε- βλέπω πώς στήνει ο συγγραφέας το βιβλίο».
● Είναι αντιδημιουργική η κρίση που περάσαμε και περνάμε;
Αρκετά. Πώς να γράψεις όταν το μυαλό σου είναι συνέχεια στον βιοπορισμό; Επίσης αυτό που έφερε η κρίση και δεν μπορώ να βλέπω είναι η απαξίωση της δουλειάς μας από μερικούς εκδότες περιοδικών και εφημερίδων. Θέλουν άμισθες συνεργασίες. Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό, πώς γίνεται να μην πληρωθείς ούτε ένα σεντ για τη δουλειά σου. Γιατί ο συγγραφέας να μην πληρώνεται, ενώ όλοι οι υπόλοιποι που βγάζουν το έντυπο πληρώνονται; Αυτή η απαξίωση με ξεπερνάει.
● Μήπως είναι η ανάγκη ενός συγγραφέα να υπάρχει;
Να το δεχτώ για ένα παιδί που ξεκινάει τώρα, αλλά να το κάνουν αναγνωρισμένοι συγγραφείς δεν το δέχομαι.
● Πώς είναι το εκδοτικό τοπίο;
Το ευχάριστο είναι ότι βγαίνουν μικροί εκδοτικοί οίκοι που κάνουν καλές δουλειές και κάνουν καριέρα. Παλιά υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι πρωτοπόροι, όπως η Κοτζιά του «Εξάντα» που τόλμησε και έβγαλε τον Ντε Σαντ…
● Θεωρείς ότι οι Ελληνες είμαστε συντηρητικό αναγνωστικό κοινό;
Αρκετά! Και κυρίως είμαστε ένα κοινό που δεν το πολυψάχνει. Υπάρχει μια μεγάλη ψαλίδα στο κοινό που θα αγοράσει το εμπορικό βιβλίο για την παραλία και τους ελάχιστους που θα ψάξουν το φιλοσοφικό δοκίμιο.
● Αν θα μπορούσες να ζητήσεις κάτι από τους πολιτικούς μας για την προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας, τι θα ήταν αυτό;
Λίγα λεφτά για το βιβλίο, τι άλλο; Δεν ασχολούμαι όμως με την πολιτική, δεν είμαι καλός σ’ αυτό.
● Τώρα που καλοκαίριασε φαντάζομαι ότι ετοιμάζεσαι για τη Λευκάδα. Ομολογώ, ζήλεψα όταν είδα κάποιες φωτογραφίες σου, να γράφεις σε μια υπέροχη αυλή κάτω από τη σκιά μεγάλων δέντρων.
Είναι υπέροχα εκεί. Το κτήμα είναι κοντά στη θάλασσα και όταν είσαι εκεί μπορεί να έχει πέσει, ξέρω 'γώ, ατομική βόμβα στο Λονδίνο και να μην έχεις πάρει πρέφα τίποτα. Δεν έχουμε τηλεόραση, εγώ δεν έχω και ίντερνετ στο τηλέφωνο και είμαι τελείως αποκομμένος. Εκεί μπορεί κανείς να ηρεμήσει αλλά δεν είναι εύκολο να γράψεις εκεί. Οταν είσαι μέσα σ’ αυτή την ομορφιά κάθεσαι απλώς και θαυμάζεις. Θες να ακούς μόνο τα πουλάκια, ν’ ακούς την ησυχία. Δεν θες να γράψεις.
● Δεν είναι άρα ο τόπος για να έχει το γραφείο του ένας συγγραφέας;
Οχι. Οταν κάθεσαι και βλέπεις αυτή τη θέα δεν θες να γράψεις κι ας σου λένε «α, εδώ γινόμουνα κι εγώ συγγραφέας!». Δεν είναι έτσι. Ημουν πάντα της άποψης πως πιο εύκολα γράφεις όταν έχεις απέναντί σου το ντουβάρι της κουζίνας σου παρά μια ωραία θέα.
● Ισχύει ότι ο ήρωας ενός συγγραφέα μπορεί να είναι το alter ego του;
Ισχύει, εγώ είμαι μέσα σε πολλούς ήρωές μου. Εχω, ας πούμε, την αρχειομανία του Γκαμπριέλε που θέλει να συλλέγει τα πάντα και να έχει αρχεία…
● Το είχες από παιδί αυτό;
Μάλλον, αλλά τώρα έχει γιγαντωθεί αυτό το πράγμα!
● Και πού τα αποθηκεύεις;
Είμαι σε φρικτή κατάσταση. Ασ' τα, θέλω δέκα σπίτια για να αποθηκεύσω αυτά που έχω. Είναι πικρή ιστορία!
● Εχω καταλάβει διαβάζοντας αστυνομική λογοτεχνία ότι δύο πράγματα παίζουν σημαντικό ρόλο: η μουσική και το φαγητό. Εσύ τι λες;
Με το φαγητό δεν το έχω τόσο, είμαι και δύσκολος! Ωστόσο, όπως είχε πει κάποτε και ο Πέτρος Μάρκαρης σε ένα συνέδριο, είναι κύριο χαρακτηριστικό στους συγγραφείς της Μεσογείου. Η αλήθεια είναι όμως ότι στο τελευταίο βιβλίο το έβαλα κι εγώ.
● Πουαρό ή Σέρλοκ Χολμς;
Και οι δύο αγαπημένοι. Οταν απογοητεύεσαι από τα υπόλοιπα διαβάσματα, πας εκεί και ηρεμείς.
● Και τελειώνοντας, Δημήτρη, αν τους είχαμε εδώ και τους ρωτούσαμε ποια νομίζεις πως θα ήταν η βασική τους ιδεολογική διαφορά απέναντι στο έγκλημα;
Ο Πουαρό είναι πάντα πιο συγκρατημένος ενώ ο Σέρλοκ Χολμς είναι πιο άμεσος. Θα υπήρχε φλέγμα και μεγάλη ειρωνεία μεταξύ τους. Δεν θα τα πήγαιναν καθόλου καλά, είναι σίγουρο αυτό!

*.:BiblioNet : Μαμαλούκας, Δημήτρης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μια αλλιώτικη Καθαρή Δευτέρα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο

  Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ Διήγημα του  Χρήστου Χρηστοβασίλη (1862-1937) Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντ...