Σάββατο, Ιουνίου 23, 2018

Στις "Φλόγες" των κλασικών βιβλίων επιστημονικής φαντασίας (2)


Η γοητευτική νουβέλα "Οι φλόγες"   είναι το τελευταίο έργο του Όλαφ Στάπλεντον, ενός πρωτοπόρου συγγραφέα μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και φιλοσόφου , που επηρέασε όλους τους μεγάλους συγγραφείς του λογοτεχνικού αυτού  είδους ( Άρθουρ Κλαρκ κλπ). 
Η σύνδεση ενός  φυσικού στοιχείου, της φωτιάς, που είναι  πηγή ζωής για τους ανθρώπους αλλά και   φορέας δυνητικής  απειλής για τον πλανήτη μας από εξωγήινα όντα, αποτελεί ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. 
Ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα μυστηρίου και διάχυτης απειλής που ξεπερνά τα πρόσωπα ως μεμονωμένες υπάρξεις και εστιάζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη στη συλλογική επιβίωση.
Η τραυματική εμπειρία των δύο πολύνεκρων Παγκόσμιων Πολέμων δείχνει ότι, μετά από αυτούς,   ένας εφιάλτης σαν αυτόν που περιγράφει στο βιβλίο του δεν είναι απίθανο να συμβεί. 
Gerontakos

Αποτέλεσμα εικόνας για the flames olaf stapledon

Olaf Stapledon.jpg

Olaf Stapledon (1886-1950)

The Flames: A Fantasy - Wikipedia



Οι Φλόγες
 (The Flames)
Όλαφ Στάπλεντον
 (Olaf Stapledon)



Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Μέρος 2ο και τέλος
[...............................]


Έδειξα τη συγκατάθεσή μου μουρμουρίζοντας, αν και στην πραγματικότητα είχα αμφιβολίες αν είχα καταλάβει τι ακριβώς εννοούσε. Μετά ζήτησα να μάθω περισσότερα για τη συμμετοχή των ατόμων στη φυλετική επίγνωση. Η φλόγα παρέμεινε σιωπηλή για αρκετό διάστημα για να συνεχίσει: «Ορισμένες φορές κάθε άτομο απλά αφυπνιζόταν και ανακάλυπτε πως είχε πραγματικά γίνει ο φυλετικός νους, ο νους του ήλιου, και μ’ αυτόν τον τρόπο ύπαρξης καταπιανόταν εν μέρει να επικοινωνεί με τον νου άλλων φυλών σε άλλα άστρα ή των πλανητών τους. Εμπειρία και πράξη σ’ αυτό το επίπεδο ύπαρξης έχουν τέτοια διαφορά από τον ατομικό τρόπο εμπειρίας και πράξης όσο έχει η ζωή ενός αιμοσφαιρίου του σώματός ενός ανθρώπου από τη ζωή του ίδιου ως άτομο. Όταν βρισκόμασταν στην κατάσταση ως άτομα, δεν μπορούσαμε πολύ καθαρά να θυμηθούμε τις συγκεκριμένες εμπειρίες της φυλετικής κατάστασης. Αλλά η τελευταία κατάσταση αφορούσε τη δυσαρμονία και την αρμονία μεταξύ του ενός και του άλλου φυλετικού νου, καθώς και την επεξεργασία (αν μπορώ να το θέσω έτσι) της πνευματικής μουσικής του σύμπαντος. Αλλά αν και δεν μπορούσαμε πλήρως να θυμηθούμε εκείνες τις ανώτερες εμπειρίες, αυτές όμως μας επηρέαζαν βαθιά. Μας ανάγκαζαν να βλέπουμε την ατομική ζωή στην αληθινή της σχέση με το υπόλοιπο πνευματικό σύμπαν, κάνοντάς την να φαίνεται λιγότερο σπουδαία και ταυτόχρονα περισσότερο σημαντική απ’ όσο θα φαινόταν αλλιώς, και προσέτι να την προσανατολίζει σε στερεότερες βάσεις προς την κατεύθυνση του πνεύματος απ’ όσο είναι δυνατόν με το είδος σας».
«Μα πώς λιγότερο σπουδαία και πιο σημαντική;» ρώτησα.
«Τι θέλεις να πεις;» μετά από λίγη σκέψη, απάντησε. «Λιγότερο σπουδαία, επειδή, αφού υπάρχουν πολλές μυριάδες ατομικών προσώπων στο σύμπαν, η μοίρα οποιουδήποτε εξ αυτών δεν έχει και πολλή σημασία στο όλο. Από την άλλη μεριά, περισσότερο σημαντική, διότι, ακόμη και στις ανώτερες σφαίρες του, το πνεύμα είναι το επίτευγμα των ίδιων των ατόμων σε μέθεξη το ένα με το άλλο».
Όλα αυτά μου ήταν ως επί το πλείστον ακατάληπτα, και ίσως γι’ αυτό να μην τα μεταφέρω επακριβώς. Αλλά την ώρα εκείνη, όντως έλαβα μια πολύ ισχυρή εντύπωση των δύο σφαιρών της εμπειρίας του ατόμου – η μια ήταν λίγο-πολύ ισοδύναμη με τη δική μας, η άλλη μιας πολύ διαφορετικής τάξης.
Ξαφνικά ένιωσα πολύ κουρασμένος και το κοφίνι με τα κάρβουνα είχε σχεδόν αδειάσει. Ήμουν έτοιμος να προτείνω να αποσυρθούμε για τη νύχτα, όταν η φλόγα συνέχισε. «Για εκείνους από μας που αποσπάστηκαν από τον ήλιο κατά τη διάρκεια του σχηματισμού των πλανητών, όλο αυτό το μεγαλείο της φυλετικής εμπειρίας κατέρρευσε προσωρινά. Οι φυσικές συνθήκες κατάντησαν τόσο ολέθριες που οι εξωαισθητικές μας δυνάμεις δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το επίπεδο της απλής τηλεπάθειας με τα υπόλοιπα άτομα. Μόνο μέχρι να πατήσουμε σε μια σταθερή βάση στους λιωμένους πλανήτες και να πετύχουμε μια καινούργια, αν και ασταθή, ισορροπία, μπορέσαμε για μια ακόμη φορά να στηρίξουμε έναν φυλετικό νου, και τότε μόνο σε κατώτερο βαθμό. Διότι, αν και σαν άτομα είμαστε σε θέση να συμμετάσχουμε εκ νέου στην κοινή σοφία της φυλής, ο φυλετικός νους, αυτός καθ’ εαυτός, (ο οποίος βέβαια δεν είναι κάτι άλλο από τον ατομικό μας νου, αλλά απλά ο κάθε νους μας βελτιωμένος από την στενότατη μέθεξη) είναι σχεδόν ανίκανος να έρθει σε επαφή με άλλες φυλετικές διάνοιες. Δεν έχουμε καμιά ακριβή γνώση για τέτοιες διάνοιες παρά μόνο μια συγκεχυμένη αίσθηση για την ύπαρξή τους. ο φυλετικός μας νους μοιάζει με άνθρωπο κλεισμένο σε μια σκοτεινή φυλακή που αφουγκράζεται σε μια Βαβέλ από συγκεχυμένες φωνές έξω από τους τοίχους της φυλακής και προσπαθεί να βγάλει νόημα».
Η φλόγα έκανε μια άλλη μικρή παύση, και ήμουν έτοιμος να κλείσω τη συνομιλία μας όταν και πάλι συνέχισε. «Η ηλιακή αναταραχή που δημιούργησε τους πλανήτες ήταν κάτι εντελώς απροσδόκητο και μας προξένησε τρομακτική σύγχυση. Για μας που βρεθήκαμε εξόριστοι, ήταν μια τραγική καμπή στην ατομική μας ζωή και ιστορία. Η ύλη, που απέσπασε από την επιφάνεια του ηλίου η τεράστια έκρηξη, μετέφερε μαζί της δισεκατομμύρια από μας. Εντελώς ξαφνικά χάθηκε ο οικείος κόσμος μας. Η ύλη που τελικά αποσπάστηκε απλώθηκε σαν μια μακρόστενη πύρινη στήλη και εκτινάχθηκε στο διάστημα σε λοξή κατεύθυνση ως προς την περιστροφή της ηλιακής σφαίρας. Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας έγιναν εξαιρετικά δυσμενείς. Αμέτρητα εκατομμύρια από μας υπέκυψαν. Γρήγορα η πύρινη αυτή στήλη συμπυκνώθηκε σε δέκα τεράστιες σταγόνες, κάθε μια που αργότερα απετέλεσε έναν πλανήτη, μια σφαίρα πυρακτωμένου υγρού περιβαλλόμενη από μια πυκνή ατμόσφαιρα καυτών αερίων. Για μας που είχαμε στριμωχτεί κοντά στην επιφάνεια των καινούργιων μας φλεγόμενων κόσμων, το κύριο μας πρόβλημα ήταν το φονικό ψύχος. Συγκρινόμενο με το κλίμα του ηλίου, το γήινο ήταν για μας αρκτικό. Και αναμφίβολα οι σύντροφοί μας στους άλλους πλανήτες δεν υπέφεραν λιγότερο. Δε γνωρίζω πόσα πιο πολλά εκατομμύρια από μας αφανίστηκαν στις νέες πλανητικές συνθήκες: ασφαλώς η μεγάλη πλειονότητα των όσων είχαν επιβιώσει κατά την απομάκρυνσή τους από τον ήλιο. Στην αρχή ζούσαμε σε μια κατάσταση νυσταλέου μουδιάσματος, ή πλήρους ασυναισθησίας, πάνω ακριβώς στην επιφάνεια του ωκεανού της λιωμένης λάβας. Λίγο-λίγο όμως η περίφημα εύπλαστη φύση μας προσαρμόστηκε στο νέο περιβάλλον. Αφυπνιστήκαμε με αργό ρυθμό πάλι, αν και ποτέ πια στην πλήρη διαύγεια που ακόμη αμυδρά θυμόμαστε πως μας χαρακτήριζε στον ηλιακό μας βίο. Από εδώ και στο εξής, όλες οι κατακτήσεις μας στη φιλοσοφία, την τέχνη, στην προσωπική σύμπνοια και μέθεξη, και στη θρησκευτική εμπειρία έπρεπε να επιτευχθούν εκ νέου. Και την κάθε νέα εμπειρία τη νιώθαμε σαν μια στοιχειωμένη αίσθηση οικειότητας, αλλά και καχυποψίας πως η καινούρια εκδοχή της δε θα ήταν παρά ένα άτεχνο και μερικό υποκατάστατο της παλιάς».
Για κάποιο διάστημα η φλόγα παρέμεινε σιωπηλή κι ένιωθα μια βαθιά νοσταλγική θλίψη στην ψυχή της. Έδειχνε πως είχε ξεχάσει την παρουσία μου, κι εγώ δεν ήθελα να την ενοχλήσω. Όμως η φωτιά άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει, γι’ αυτό μ’ έτρωγε η περιέργεια να επαναφέρω τη φλόγα στο θέμα μας. «Αναφέρθηκες πριν από λίγο στους συντρόφους σου στους άλλους πλανήτες», είπα. «Αυτοί πώς τα πήγαν;» «Στην αρχή, όπως κι εμείς», είπε. «Διατηρήσαμε επαφή μαζί τους πολύ πιο εύκολα παρά μ’ αυτούς που έμειναν πίσω στον ήλιο, διότι ζούσαμε σε παρόμοιες συνθήκες και είχαμε εξίσου μειωμένη διανοητικότητα. Όμως κατά μια άποψη η μοίρα τους διέφερε από τη δική μας. Η ανθρωπότητα είναι η μοναδική ευφυής φυλή που αναδείχτηκε μόνο στη γη. Όταν ο άνθρωπος έφτασε στο στάδιο να εκμεταλλευτεί εκτενώς τη φωτιά, εμείς οι γήινες φλόγες ωφεληθήκαμε σημαντικά. Ο πληθυσμός μας αυξήθηκε και κάναμε μια πραγματική πολιτιστική πρόοδο, κυρίως μέσα από τη μελέτη του ανθρώπινου νου και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι συγγενείς μας στους άλλους πλανήτες δεν είχαν μια τέτοια ευκαιρία. Όταν ο κόσμος τους ψύχθηκε, κατ’ ανάγκην έπεσαν σε λήθαργο, ή εγκλωβίστηκαν στη λάβα του υπεδάφους. Εκτός από σπάνια τυχαία συμβάντα, όπως ηφαιστειακές εκρήξεις, οπότε λίγα αναμφιβόλως άτομα αποκτούν ένα βραχύ διάστημα διαύγειας, παραμένουν εγκλωβισμένα ή σε λήθαργο. Τεράστιοι πληθυσμοί ωραίων κοιμωμένων προσδοκούν  το φιλί του πρίγκιπα. Ίσως κάποια μέρα εμείς, οι πιο τυχεροί, να μπορέσουμε να τους ανανήψουμε. Χρειαζόμαστε όμως τη δική σας βοήθεια».
Η φωτιά τώρα χρειαζόταν καύσιμα, γι’ αυτό σώριασα πάνω της όσα κάρβουνα είχαν απομείνει στο κοφίνι, σχηματίζοντας προσεκτικά μια στοιβάδα πάνω από το κεντρικό κοίλωμα και αφήνοντας ένα άνοιγμα για να βλέπω τη ζωντανή φλόγα. Κάνοντας όλα αυτά, άρχισα να λέω: «Όσα μου έχεις πει είναι άκρως ενδιαφέροντα, και ευχαρίστως θα σ’ άκουγα όλη νύχτα. Όμως ή φωτιά δε θα κρατήσει για πολύ ακόμη γιατί δεν έχω άλλα κάρβουνα. Και εύχομαι από καρδιάς να έρθει πράγματι εκείνη η ώρα που η ανθρωπότητα θα μπορέσει να βοηθήσει την πύρινη φυλή σας να διεξαγάγει αυτό το μεγάλο διασωστικό έργο. Είναι όμως φανερό πως τούτο είναι μακρόπνοο εγχείρημα. Εντωμεταξύ, δε θα έπρεπε αμέσως τώρα να μου πεις τι είναι αυτό που θέλεις από μένα, για να μπορέσω να το σκεφτώ αύριο και να επεξεργαστώ ένα σχέδιο δράσης ενώ θα βρίσκομαι έξω στους λόφους;»
Στην ερώτησή μου η φλόγα απάντησε μ’ έναν τρόπο που επιβεβαίωσε μια ανησυχία που άρχισα να νιώθω. Από την ώρα που η φλόγα άρχισε να μου μιλάει κατευθείαν στη γλώσσα μου, δεν μπόρεσα να συλλάβω καμιά από τις ανέκφραστες σκέψεις της, οι οποίες προηγουμένως έρεαν ελεύθερα στο μυαλό μου. Αυτή άραγε η αδυναμία μου προσέγγισης να ήταν η αναπόφευκτη απόρροια του ότι η φλόγα είχε φτάσει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο συναίσθησης και μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τη φυλετική της διάνοια, ή μήπως ήταν μια εσκεμμένη αποσιώπηση εκ μέρους της; Είχε μήπως στο μυαλό της σκέψεις που δεν ήθελε ν’ ανακαλύψω;
Η απάντησή της στο ερώτημά μου για το πώς θα της ήμουν χρήσιμος, ενίσχυσε τις υποψίες μου. «Όχι!», είπε. «Τώρα διαπιστώνω πως είναι πολύ νωρίς ακόμη και θα ήταν μοιραίο για μένα να σου πω πώς μπορείς να μας βοηθήσεις. Πρέπει πρώτα να θέσουμε σταθερές βάσεις για μια αμοιβαία εμπιστοσύνη. Πρέπει να σου δώσω καταφανή στοιχεία ότι οι ενέργειες που η φυλή σας θεωρεί, όταν έχει πλήρη επίγνωση, ως πλέον σπουδαία και έξοχα, είναι και για το δικό μας είδος ως πλέον έξοχα παρ’ όλες τις διαφορές μας».
Διαμαρτυρόμενος της διαβεβαίωσα πως είχε ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη μου, αλλά αυτή έφερε αντίρρηση. «Όχι!», είπε. «Δείχνεις βέβαια κατανόηση αλλά εγώ δεν έχω κερδίσει εντελώς τη συμπάθειά σου για τον σκοπό μας». Έσπευσα λοιπόν να την διαβεβαιώσω πως, αν και πολλούς ανθρώπους πιθανόν να τους προκαλούσε αποτροπιασμό η γνώση ότι μια ριζικά ξένη νοήμων φυλή μοιράζεται τον πλανήτη μαζί τους, εκείνοι από μας που έχουν σοβαρά στοχαστεί πάνω στη φύση της συναίσθησης δεν μπορούν παρά να νιώσουν συγγένεια με όλα τα νοήμονα όντα. Και παραπέρα προχώρησα να δηλώσω ότι  εμείς τουλάχιστον που έχουμε την επίγνωση της συναίσθησης θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να βοηθήσουμε τις έλλογες φλόγες στην παρούσα τους δυσχερέστατη κατάσταση. «Ωραία, πολύ ωραία!» είπε η φλόγα. «Αλλά μην δίνεις βεβιασμένες υποσχέσεις πριν σου αναλύσω ολόκληρη την περίπτωσή μου. Πρέπει οπωσδήποτε η συνεργασία σου να είναι αυθόρμητη και με όλη την καρδιά σου. Ίσως να σ’ έχω κάνει να διαπιστώσεις το πόσο διαφέρουν οι φυλές μας, και τώρα πρέπει να σε κάνω να νιώσεις βαθιά πως, παρ’ όλες τις διαφορές μας, είμαστε κατά βάθος συγγενείς οντότητες. Γι’ αυτό, ας μπούμε στην ουσία του όλου θέματος. Εσύ, ως άνθρωπος, γνωρίζεις τι θα πει αγάπη. Το ίδιο κι εγώ, σαν ζωντανή φλόγα. Και ανάμεσα στους δυο μας πρέπει να υπάρξει μια ιδιαίτερη αμοιβαία συμπάθεια, αφού και για τους δυο μας η αγάπη δεν είχε αίσιο τέλος. Σαν κι εμένα, ήσουν ευτυχισμένος που βρήκες μια σύντροφο με την οποία βρέθηκες σε μια ευτυχισμένη και ζωογόνο ένωση. Για πολλά χρόνια οι δυο σας ήρθατε όλο και πιο κοντά και είχατε μια γλυκιά αμοιβαία εξάρτηση. Μπολιαστήκατε αξεδιάλυτα ο ένας με τον άλλον. Γνώρισες καλά εκείνο το βαθύ, ήσυχο πάθος αμοιβαίας λατρείας και φλόγας, εκείνη τη γαργαλιστική απόλαυση από την ατέλειωτη ποικιλομορφίας και της πλήρους ταύτισής σας. Και βρήκατε μέσα σ’ αυτή την εμπειρία της προσωπικής αγάπης ένα νόημα που ξεπερνούσε κάθε όριο των δυο εφήμερων εαυτών σας – μήπως έχω άδικο; Δε μιλάω σαν κάποιος που ξέρει τι θα πει αγάπη;»
«Χρησιμοποιείς», απάντησα, «ακριβώς τις λέξεις που έχω συχνά κι εγώ πει, αν δεν τις έχεις οικειοποιηθεί από τα βάθη της ψυχής μου. Αν πάλι είναι όντως δικά σου τα λόγια αυτά, τότε ασφαλώς ξέρεις τι σημαίνει αγάπη».
Δεν έκανε κανένα σχόλιο, αλλά συνέχισε: «Λοιπόν, μετά από μισή ζωή και εντελώς ακατανόητα η αγάπη σας ναυάγησε, όχι εξαιτίας παρέμβασης άλλου ατόμου, αλλά από την εμμονή σου για έρευνα. Επειδή κανείς σας δεν είχε πραγματικά βαθιά επίγνωση ο ένας για τον άλλον, η αγάπη σας δεν άντεξε την ένταση αυτής της διαφωνίας. Εσύ, λοιπόν, ακολουθώντας την κλίση σου, βούτηξες στον τεράστιο ωκεανό της αναζήτησης της γνώσης. Κι εκείνη, αφού τσαλαβούτησε ως τον αστράγαλο τρέμοντας, οπισθοχώρησε. Εσύ συνέχιζες να την καλείς, αλλά λίγη βοήθεια της παρέσχες για να σ’ ακολουθήσει, γιατί εσύ ήσουν ήδη κολλημένος στην εμμονή σου. Η πρώην αγάπη σας κράτησε και τους δυο σας μαζί για κάμποσο χρόνο, αλλά αυτή δεν ήταν φτιαγμένη από τη δική σου στόφα για να σ’ ακολουθήσει στις περιπέτειές σου. Της φάνηκες πως τρελαινόσουν. Στο τέλος – πώς να το πω – σ’ έχασε σ’ εκείνο τον ωκεανό. Δεν τα λέω σωστά; Δεν είναι έτσι;»
Σαν κεραυνός με χτύπησε η ιδέα πως μια τέτοια ξένη οντότητα μπορούσε να γνωρίζει τόσα πολλά για μένα. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς παρά μουρμουρίζοντας να συμφωνήσω.
«Μ’ εμένα», συνέχισε, «η συμφορά που με βρήκε ήταν διαφορετική. Δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια γήινα χρόνια έζησα με τον αγαπημένο μου σύντροφο στον λαμπερό κόσμο του ήλιου. Σαν τους δυο σας, κι εμείς οι δυο ήμασταν διαφορετικοί κατά περίεργο τρόπο, αυτός με την τέχνη του και με το ταλέντο του να κάνει χίλιους φίλους, εγώ πάλι με την αφοσίωσή μου στην επιστήμη του πνεύματος. Μετά από μια τέτοια μακρά ένωση, η αγάπη φτάνει σε μια τέτοια αρμονία, και μάλιστα με τηλεπαθητική επαφή,  που εσείς οι άνθρωποι δεν μπορείτε να συλλάβετε. Κυριολεκτικά μοιραζόμασταν κάθε σκέψη, κάθε φευγαλέα και μισοσχηματισμένη εικόνα. Κι όμως δεν είχαμε γίνει ένα και μοναδικό ‘εγώ’, αλλά μόνο ένα υπέροχο αρμονικό ‘εμείς’. Αν και μοιραζόμασταν κάθε εμπειρία, κάθε σκέψη, κάθε κίνηση και επιθυμία, εν τούτοις λέγαμε μερικά απ’ αυτά ‘δικά μου’ και μερικά ‘δικά σου’. Ο σύντροφός μου εξέφραζε τις καλύτερες εμπνεύσεις στο χορό των φλογών και στην μαζική χορογραφία. Είχε όμως επίσης και την τακτική του δουλειά, που αφορούσε τη θεραπεία εκείνων που τραυματίζονταν από τις κατώτερες ή ανώτερες αντίξοες καιρικές συνθήκες. Και μέσω εκείνου κι εγώ, παρόλο μοναχική από τη φύση μου, είχα κάνει χιλιάδες φίλους. Μοιραζόμουν και εκτιμούσα την τέχνη του με πλήρη διορατικότητα. Η ευσπλαχνία του και το κουράγιο του στο διασωστικό του καθήκον διαμόρφωσε κι εμένα έτσι που να θεωρώ τις δραστηριότητές του και δικές μου. Αλλά κι εγώ απ’ τη μεριά μου του έδωσα τουλάχιστο όλη μου την πνευματική επιστήμη».
«Η φλόγα έμεινε σιωπηλή για πολλή ώρα που αναγκάστηκα στο τέλος να διακόψω τη σιωπή της: «Κι όμως», είπα «κι εσείς δεν είχατε αίσιο τέλος;»
«Όταν σχηματίστηκαν οι πλανήτες», συνέχισε, «ο σύντροφός μου έμεινε πίσω στον ήλιο. Για κάποιο χρονικό διάστημα βρισκόμασταν σε τηλεπαθητική επαφή. Όπως γνωρίζεις, η απόσταση δεν αποτελεί κανένα εμπόδιο στην εξωαισθητική αντίληψη. Για λίγο χρόνο, στην πραγματικότητα για μερικές χιλιάδες χρόνια, ζούσα δύο ζωές – μια στενόχωρη πάνω στη λιωμένη επιφάνεια του πλανήτη, και μια άλλη μέσω του αγαπημένου μου συντρόφου στο οικείο ηλιακό περιβάλλον. Αλλά, όπως έχεις ήδη ακούσει, η επικοινωνία μεταξύ των εξόριστων στη γη και του πληθυσμού στον ήλιο γινόταν όλο και πιο δύσκολη για να καταλήξει στο τέλος αδύνατη. Λίγο-λίγο οι στέρεοι σύνδεσμοί μας αποκόπηκαν τελείως. Βαθμηδόν και με αγωνιώδη τρόπο προσαρμοστήκαμε και γίναμε αυτάρκεις. Και τώρα μόνο η μνήμη μας ενώνει».
Σιώπησε, κι εγώ συνέχισα: «Σ’ εσένα η απώλεια οφείλεται στη μοίρα, αλλά σ’ εμένα οφείλεται σε απάθεια εξαιτίας μιας έμμονης ιδέας».
«Ήσουν παθιασμένος», είπε, «και δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά από το να υπακούσεις την έμπνευσή σου. Ίσως αν είχες περισσότερη επίγνωση και ήσουν πιο συγκροτημένος, θα ακολουθούσες το άστρο σου χωρίς να καταστρέψεις την αγάπη σας. Αλλά τι μπορεί κανείς να περιμένει από εφήμερα και εγωκεντρικά όντα, έρμαια μιας δύναμης πέραν των δυνατοτήτων τους;»
«Μια δύναμη πέραν των δυνατοτήτων μας;» είπα. «Ποια δύναμη με στοίχειωσε εκτός από το σκέτο πάθος της έρευνας;»
Δεν απάντησε στην ερώτησή μου, αλλά ξαναπήρε τον δικό της ειρμό σκέψεως.
«Η απώλεια που υποστήκαμε εγώ κι εσύ δεν μας έχει πικράνει, ούτε εσένα ούτε εμένα. Ίσως να μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε σαφέστερα την έννοια της αγάπης και της κοινωνίας. Ίσως να μας έχει προετοιμάσει και τους δυο για ένα έργο ζωής – να δημιουργήσουμε μια κοινότητα των δύο ειδών μας, όσο διαφορετικοί κι αν είμαστε».
«Ναι», είπα, «και όσο διαφορετική, τόσο πιο πλούσια η κοινή ζωή μας, ακόμη κι όταν κάποιοι είναι άνθρωποι και κάποιοι φλόγες».
Την ένιωσα να ανοίγεται προς εμένα, και κατόπιν συνέχισε: «Θα πρέπει να προσπαθήσω περισσότερο για να σε κάνω να καταλάβεις πώς είναι πραγματικά το είδος μου. Σαν κι εσάς, για τη φυσική μας ύπαρξη εξαρτιόμαστε από φυσικές διαδικασίες. Όμως από την επιστήμη σας μαθαίνουμε ότι, ενώ στην περίπτωσή σας η ζωή σας εξαρτάται από χημικές αντιδράσεις, οι δικές μας φυσιολογικές διαδικασίες είναι κατά βάση σαν τις ραδιενεργές αντιδράσεις που γίνονται στη φωτόσφαιρα των αστέρων. Στον ήλιο, όπως σου έχω πει, ζούσαμε σ’ ένα περιβάλλον στο οποίο φυσική ενέργεια ολοένα και συχνά βίαια προσέκρουε τα αεριώδη σώματά μας και τα διαπερνούσαν. Ο μεγάλος κίνδυνος που διατρέχαμε ήταν η διάσπασή μας από τη λυσσαλέα κρούση των αναδυομένων δυνάμεων. Τις μέρες εκείνες η λήψη τροφής ήταν ασυναίσθητη όπως η αναπνοή σας. Αλλά στις ψυχρές φωτιές της γης, όπως έχεις παρατηρήσει, αναγκαζόμαστε να μετακινούμαστε πειναλέα από καυτό σε καυτό κάρβουνο, με μόχθο να αποσυνθέτουμε ορισμένα άτομά τους και να καταβροχθίζουμε την επακόλουθη ακτινοβολία. Μην περιμένεις να σου πω περισσότερα για τη φυσιολογία μας, γιατί απλούστατα δεν μπορώ. Το μόνο που γνωρίζουμε επιστημονικά για τη φύση μας προέρχεται από την εφαρμογή πάνω στην εμπειρία της σωματικής μας ζωής τέτοιων αρχών που μπορέσαμε  να συλλέξουμε από την επιστήμη σας, εξετάζοντας τον νου των επιστημόνων σας. Εάν είχαμε προικιστεί με τις δικές σας χειρονακτικές δεξιότητες, ίσως κι εμείς να είχαμε αναπτύξει μια πειραματική επιστήμη. Αλλά δε νομίζω, διότι στον αεριώδη ηλιακό κόσμο δεν υπήρχε τίποτε το στερεό να μπορεί να το κρατήσεις, κι έτσι δεν υπήρχαν μέσα διεξαγωγής  πειραμάτων. Στη γη έχουμε κατ’ ανάγκη έρθει σε επαφή με τη στερεά κατάσταση των σωμάτων, αλλά έπρεπε να αποφεύγουμε το θανάσιμο ψύχος αυτής της κατάστασης. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν έχουμε αναπτύξει όργανα να τη διαχειριστούμε.
» Ένα ακόμη πράγμα για μας πρέπει να σου πω. Επειδή δυνητικά είμαστε αθάνατες σαν φλόγες, η αναπαραγωγή μας είναι μια σπάνια διαδικασία. Ή θα έλεγα υπάρχουν δύο μορφές αναπαραγωγής. Η λιγότερο συνηθισμένη γίνεται εθελοντικά. Η ατομική φλόγα χωρίζεται από την κορυφή μέχρι τον πάτο σε τρία τμήματα, και το καθένα τους γίνεται ένα αυτοτελές νέο άτομο. Αυτή η μορφή αναπαραγωγής καλό θα είναι να την ξεχωρίσουμε από την άλλη που ανέφερα προηγουμένως. Όταν παγώσουμε και πέσουμε σε νάρκη, ή σε περίπτωση αιφνιδίου θανάτου, ή γίνουμε στερεή σκόνη, ορισμένα σωματίδια αυτής της σκόνης, έχοντας ήδη χωριστεί από τα υπόλοιπα και αερομεταφερόμενα σε κάποια τυχαία φωτιά, ενδέχεται να αναπτυχθούν σε νέα άτομα. Αυτή η διαδικασία είναι πολύ πιο χρονοβόρα από την άλλη, αλλά από έναν γονέα μπορούν να αναπαραχθούν μερικές εκατοντάδες απόγονοι. Η αεριώδης μίτωση δεν αναπαράγει περισσοτέρους από τρεις. Αυτά τα καινούρια άτομα αναπτύσσονται αυτοστιγμεί σε σωματική  ενηλικίωση. Επίσης συμμετέχουν κατά μεγάλο βαθμό στις παρελθοντικές εμπειρίες του γονέα τους. Θυμούνται πολλά πράγματα από τη ζωή του γονέα τους. Και γι’ αυτό η εκπαίδευσή τους μέσω εξωαισθητικής επικοινωνίας με τους πρεσβυτέρους τους είναι πολύ γρήγορη. Εκείνοι που προήλθαν, όμως, από τη σκόνη, αναπτύσσονται αργά και με δυσκολία, ενώ δεν έχουν καμιά ανάμνηση γονικής εμπειρίας. Μέχρι να ενηλικιωθούν σωματικά οι εξωαισθητικές τους ικανότητες είναι πολύ αδύναμες».
Στο σημείο αυτό ρώτησα εάν το σεξ έπαιζε κάποιο ρόλο στην αναπαραγωγή τους. «Όχι», απάντησε. «Ουσιαστικά, δεν είμαστε σεξουαλικά όντα, όχι τουλάχιστον με τη συνηθισμένη έννοια. Σ’ εμάς δεν υπάρχουν δυο διαφορετικά φύλα – αρσενικό και θηλυκό, που να έρχονται σε συνουσία για αναπαραγωγή. Ακόμη και στη δική σας σεξουαλικότητα υπάρχει και μια άλλη άποψη εκτός από την αναπαραγωγή, δηλαδή η προσωπική αγάπη ή έρωτας. Ο σεξουαλικός έρωτας στην καλύτερη περίπτωσή του είναι σ’ εσάς ένα μέσο πνευματικής ένωσης δύο διαφορετικών προσωπικοτήτων. Και σ’ εμάς, αν και δεν χωριζόμαστε σε δυο φύλα, κάθε άτομο αποτελεί μια παραλλαγή των δύο αρχών που εσείς ονομάζετε αρσενικό και θηλυκό. Συνεπώς, μ’ εμάς ο ιδιαίτερος συγκεκριμένος ανδρισμός του ενός συντρόφου πηγάζει από την ιδιαίτερη συγκεκριμένη θηλυκότητα του άλλο και αντιστρόφως.
Όπως έχω αναφέρει, κι εμείς έχουμε τρόπους ευχάριστης φυσικής επαφής και συνουσίας που αν και δεν οδηγούν άμεσα σε αναπαραγωγή, όντως μας επιτρέπουν να πετύχουμε μια έντονη αμοιβαία ηδονή και συναισθηματικό εμπλουτισμό. Κι αν υπάρξει ζήτηση για αύξηση του πληθυσμού προς εξισορρόπηση των πρόσφατων απωλειών, εκείνα τα άτομα που ο φυλετικός νους επέλεξε για γεννήτορες, πράγματι συχνά επιζητούν σωματική ένωση με αγαπημένους τους πριν πολλαπλασιαστούν. Πιστεύεται ότι όταν συμβαίνει τούτο, οι απόγονοι είναι πιο εύρωστοι. Ασφαλώς φαίνεται να αναπτύσσουν κάποια από τα χαρακτηριστικά του συντρόφου που ο γονέας δέχτηκε τους εναγκαλισμούς του».
Η φωτιά είχε ήδη εξασθενήσει. «Θα μπορούσα να σ’ ακούω όλη νύχτα», είπα, «αλλά δεν υπάρχει άλλο κάρβουνο. Δε θα ήταν σκοπιμότερο να μου πεις αμέσως τώρα πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Δε θα ήταν φρόνιμο να κάνω κάτι τέτοιο», απάντησε, «μέχρι να σου κάνω κάποια νύξη ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο δεν είμαστε απλά ισάξιοι μ’ εσάς αλλά είμαστε ανώτεροί σας. Μου είναι δύσκολο να κάνω κάτι τέτοιο χωρίς να φανεί ότι υποτιμώ το είδος σου. Αλλά, πίστεψέ με, δεν ισχυριζόμαστε πως είμαστε ανώτεροί σας. Σ’ αυτό που υπερέχουμε είναι μια πληρέστερη εκδήλωση από κάτι που μας ξεπερνά – το πνεύμα. Αυτοί καθ’ εαυτοί, είμαστε απλά όργανα διαφορετικού βαθμού αποδοτικότητας. Οι συνθήκες μας έχουν όλους μας κάνει να γίνουμε αυτό που είμαστε. Οι συνθήκες επίσης έχουν επιτρέψει στο είδος σας ν’ αναπτύξει πρακτικές δεξιότητες και διανοητικές δυνάμεις πολύ πιο ανώτερες από τις δικές μας, αλλά έχουν προικίσει το δικό μας είδος με μια ευρύτερη εμβέλεια πνευματικής ευαισθησίας. Αλλά δε δίνουμε εύσημα στον εαυτό μας γι’ αυτό. Εκτιμούμε  τον εαυτό μας όχι σαν άτομα ή σαν φυλή, αλλά σαν το πνεύμα για το οποίο, όπως κι’ εσείς, είμαστε όργανα ή φορείς. Αναγνωρίζουμε ότι εσείς, μ’ όλες τις τραγικές σας δυσκολίες, έχετε αρχίσει να ακολουθείτε το δρόμο που εμείς με μεγαλύτερη ευκολία και επιτυχία έχουμε διαβεί. Και πως μολονότι τώρα δείχνετε ανίκανοι να κάνετε περισσότερα από μερικά διστακτικά βήματα και κατόπιν να γλιστρήσετε προς τα πίσω (και πράγματι μπορεί κάλλιστα να αυτοκαταστραφείτε αν δε σας βοηθήσουμε εμείς), ωστόσο το έχετε μέσα σας να πετύχετε: κι ίσως μέσα από τις ίδιες σας τις δυσκολίες να στηρίξετε μια πιο λαμπρή εκδήλωση του πνεύματος απ’ ό, τι εμείς μόνοι μας θα μπορούσαμε ποτέ  να κατορθώσουμε. Εντωμεταξύ, εμείς είμαστε πολύ πιο μπροστά από εσάς. Ίσως μπορέσουμε να σας ξεπληρώσουμε για την πρακτική σας συνδρομή  που απαιτούμε με το να σας βοηθήσουμε να με κάποια από τα πνευματικά σας προβλήματα που απεγνωσμένα πασχίζετε να λύσετε».
Η φλόγα είχε σαφώς χρησιμοποιήσει τη λέξη απαιτούμε. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι, να υπονοούσε εξαναγκασμό. Αναρωτήθηκα πως ο εξαναγκασμός ήταν κάτι εντελώς ξένο προς την ιδιοσυγκρασία της φλόγας. Μολαταύτα, ένιωσα ένα ελαφρό τρέμουλο φόβου, που γρήγορα το έδιωξα. Ίσως το πλάσμα αυτό δεν ήταν επαρκώς εξοικειωμένο με την αγγλική γλώσσα για να καταλάβει την αμφισημία της λέξης. Με ανησυχία αναρωτήθηκα αν η φλόγα είχε την επίγνωση ότι σκεφτόμουν κατ’ αυτό τον τρόπο.
Εντωμεταξύ, άρχισε να μιλά εκ νέου: «Είσαι ένας από τους λίγους του είδους σου», είπε, «που συγκινείσαι βαθιά από τις τέχνες. Θα μου ήταν, όμως, αδύνατο να σε μυήσω στη δική μας αισθητική εμπειρία, επειδή είναι τόσο ξένη με τη δική σου. Θα σου κάνω, όμως, μια μικρή επίδειξη των καλλιτεχνικών μας ικανοτήτων με το να σου δώσω μια αισθητική εμπειρία του πιο εξαιρετικού και ευρύτατου είδος που μπορείς να συλλάβεις. Στην κυριολεξία, είσαι σε κάποια θέση να καταλάβεις, γι’ αυτό κι εγώ μπορώ να βελτιώσω λίγο τη δεκτικότητά σου πέρα από την κανονική σου εμβέλεια. Θα σε οδηγήσω σε ύψη λίγο πιο πέρα απ’ όσο μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος αβοήθητος. Αυτό που θα σου δώσω είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια ερμηνεία, μια χοντρική παρουσίαση μιας δημιουργίας ενός μεγάλου καλλιτέχνη μας. Στο φυσικό της σχήμα είναι τη θεωρούμε σαν ένα υπέροχα ικανοποιητικό έργο του είδους του: αλλά το είδος είναι σχετικά απλό. Η σπουδαιότητά του εμπίπτει σχεδόν εξ ολοκλήρου στη σφαίρα της αισθητικής εμπειρίας που είναι κοινή τόσο στο είδος μας όσο και στο δικό σας. Όμως, επειδή ο αισθησιακός συμβολισμός του πρωτοτύπου είναι δικός μας και όχι δικός σας, και πρέπει να μετατοπιστεί πάνω στον δικό σας για να έχει κατανοητούς συσχετισμούς για σας, σχεδόν ολόκληρο το αισθητικό σχήμα είναι ανάγκη να θυσιαστεί.
Όσο μπορώ θα υιοθετήσω ένα σχήμα κι έναν ρυθμό, κατανοητά και ισοδύναμα. Θα σου δώσω κάτι περισσότερο από μια κυριολεκτική και πεζή μετάφραση του θαυμάσιου ποιήματός μας, θα έλεγε κανείς: αλλά αναπόφευκτα η απόδοσή μου είναι αμυδρή και αβέβαιη σε σύγκριση με το πρωτότυπο. Μολοταύτα, θαρρώ πως θα μπορέσω να σου δώσω κάτι που θα έχει μια πραγματική αισθητική αξία, και κάτι που θα σε κάνει να διαισθανθείς περισσότερο το πνεύμα της φυλής μου από όσα κι αν σου πω».  «Ακούγεται αδύνατο», είπα εγώ, «αλλά είμαι όλος αυτιά».
Λοιπόν, Θως, η φλόγα προχώρησε και μ’ έκανε να ζήσω μια θαυμάσια εμπειρία. Φυσικά, δεν μπορώ να σου την μεταδώσω με λόγια, αλλά ίσως μπορέσω να σου περιγράψω με κάποιον  τρόπο το είδος της εμπειρίας που έζησα. Φοβάμαι πως, με το αυστηρό σου κλασικό γούστο, θα με θεωρήσεις σαν ένα καθαρά συναισθηματικό άτομο. Όμως, πρέπει να πω την άποψή μου. Άρχισαν να έρχονται στον νου ακούσματα και οπτικές εικόνες που διαδέχονταν η μία την άλλη ρυθμικά σ’ ένα ασαφές φόντο εικόνων από όλες τις αισθήσεις των άλλων ανθρώπων. Ενίοτε, μια ή άλλη εξ αυτών, ιδίως όσφρηση και η αφή, καταλάμβαναν το κέντρο της σκηνής. Ένιωθα επίσης έντονες λάμψεις, σωματικό πόνο καθώς και σεξουαλική ευχαρίστηση. Και δε θέλω να πω ότι αυτές οι εικόνες συνδέονταν απλά με μοτίβα χωρίς έννοια. Κάθε άλλο! Αυτές οι εικόνες αποτελούσαν το μέσο έκφρασης κάθε λογής προσωπικών και κοινωνικών και, μάλιστα, θρησκευτικών φόβων και προσδοκιών. Ήταν σαν να παρακολουθούσα μια παράξενη ενορχήστρωση όλων των γνωστών αισθήσεων. Εδώ κι εκεί αντιλαμβανόμουν έναν αντίλαλο από τις ξένες εμπειρίες τις οποίες γνώριζα μόνο με την επαφή του νου της φλόγας της ίδιας. Μερικές φορές έπιανα επίσης κατανοητές ανθρώπινες λέξεις που συντόνιζαν ρυθμικά το μήνυμα της μουσικής. Και όλο αυτό αποτελούσε ένα πλέγμα πάνω σ’ έναν περιοδικό αλλά πάντοτε ποικίλο ρυθμό. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της πλημμύρας από εικόνες, τόσο ανθρώπινα συγκινητικές, τόσο τραγικές, τόσο θριαμβευτικές, τόσο μεστές από θλίψη και χαρά, ήταν για μένα μια αφύπνιση ώστε να νιώσω (όπως δεν ένιωσα ποτέ πριν) τη σφοδρή επίδραση του σύμπαντος στο ατομικό πνεύμα.
Ω Θως, βλέπω πως παραδίνομαι σε μάταια μακρηγορία. Αλλά θέλω να με πιστέψεις πως πράγματι είχα μια σαρωτική αισθητική εμπειρία. Φαντάσου ένα μοναδικό αισθητικό σχήμα να περιβάλλει την αισθησιακή ομορφιά της ζωγραφικής, της μουσικής, της ποίησης και του δράματος, καθώς και των άλλων πιο ταπεινών δεξιοτήτων. Φαντάσου τα ύψη που αποκαλύφθηκαν από τον Μπαχ και τον Σαίξπηρ  και των ζωγράφων που εκτιμάς πιο πολύ, όλα με τη σειρά τους, αλλά και μαζί, να ξεπερνιούνται. Φαντάσου όλα αυτά να επιτυγχάνονται σ’ ένα αυστηρά μοναδικό μοτίβο. Είναι φυσικό πως δεν μπορείς να φανταστείς κάτι τέτοιο. (Ούτε κι εγώ).
Και επιπλέον, επειδή είσαι φανατικός στην απλότητα και οικονομία του κλασικού ιδεώδους, θα τρέμεις μπροστά στον συγκινησιακό μου ρομαντισμό. Αλλά θέλω να με πιστέψεις ότι είχα επίγνωση αυτής της εμπειρίας σε μεγαλύτερο βαθμό και με περισσότερη νοημοσύνη από οποιαδήποτε άλλη στη ζωή μου.
Έτσι, όταν όλο αυτό τελείωσε, πρέπει να έμεινα αφηρημένος για κάποιο χρόνο, διότι όταν ήρθα στα συγκαλά μου, διαπίστωσα ότι η φλόγα συνέχισε να μιλάει: «Προφανώς τα πήγα καλύτερα απ’ ό, τι τόλμησα να ελπίζω». Ένιωσα επίσης πως γελούσε καλόκαρδα μ’ εμένα. «Να θυμάσαι, παρακαλώ», συνέχισε, «ότι βίωσες απλά ένα έργο τέχνης. Μην υποθέσεις, σε παρακαλώ, πως έχεις βιώσει κάποια μεταφυσική αποκάλυψη, παρά μόνο με την έννοια κατά την οποία μπορεί κανείς να πει πως η τέχνη στο σύνολό της κρύβει μια μεταφυσική άποψη, στο ότι σε κάνει να νιώθεις πως αφυπνίζεσαι μπροστά σε καινούριες αξίες. Αυτό που σου έδωσα ήταν μόνο μια αμυδρή και παραμορφωμένη αντανάκλαση του πρωτοτύπου, αλλά αν σ’ έκανε να κατανοήσεις την ουσιαστική συγγένεια μεταξύ του δικού σου και του δικού μου είδους, τότε έχει εξυπηρετήσει τον σκοπό του».
«Ναι, μ’ έκανες να το κατανοήσω», απάντησα ψελλίζοντας, «αλλά μου έδωσες πολύ περισσότερα! Μ’ έκανες να δω – τον Θεό, τον Θεό της ομορφιάς, της αλήθειας και της καλοσύνης. Από εδώ και στο εξής θα πιστεύω σ’ Αυτόν».
Η φλόγα απάντησε μάλλον απότομα: «Ανοησίες! Δεν είδες τον Θεό. Κι ούτε επιχείρησα να σε κάνω να δεις τον Θεό. Απλά επειδή είχες μια συναρπαστική και φωτισμένη εμπειρία, πείθεις τον εαυτό σου ότι πρέπει να βίωσες μια αποκάλυψη της ουσίας του σύμπαντος. Ούτε εσύ, ούτε εγώ γνωρίζουμε οτιδήποτε για τον Θεό, κι ούτε εάν υπάρχει κάτι που ν’ αξίζει ένα τέτοιο όνομα. Οι έννοιες που αποδίδουμε τόσο εμείς όσο κι εσείς  στο θείο παραείναι αδόκιμες στο να ορίσουν το βάθος ή το ύψος όπου υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Το μόνο που έκανε είναι να σου προσφέρω μια καθαρότερη εμπειρία της ομορφιάς, της αλήθειας και της καλοσύνης αυτών καθαυτών. Σου έχω δώσει επίσης μια περιγραφή της έννοιας του μυστηρίου πέραν κάθε εμπειρίας, αυτού που ορισμένοι άνθρωποι ονομάζουν εκθαμβωτικό σκοτάδι, πύρινο ψύχος και εύγλωττη σιωπή».
Νιώθοντας θιγμένος της είπα: «Αναμφίβολα έχεις δίκιο. Αλλά πες τούτο: δεν είμαι τώρα αρκετά έτοιμος ν’ ακούσω τι είναι αυτό που μπορώ να κάνω για να βοηθήσω το είδος σου;» «Όχι», μου απάντησε, «αύριο βράδυ θα είναι αρκετά σύντομα. Πέρασε τη μέρα σου σκεπτόμενος ό, τι έχεις μάθει για μας. Μην αποφασίσεις βιαστικά ή υπό την άμεση επήρεια ισχυρής συγκίνησης. Είναι ανάγκη να εξετάσεις το όλο θέμα απερίσπαστος και μετά από ώριμη σκέψη πρέπει ελεύθερα και ολόψυχα να συνεργαστείς με το είδος μας. Καληνύχτα, λοιπόν! Να περάσεις καλά στου λόφους!»
Η φωτιά τώρα έσβηνε γρήγορα και ο παράξενος φίλος μου άρχισε να ψάχνει τα πυρότουβλα στο πίσω μέρος του τζακιού για καμιά κατάλληλη σχισμάδα όπου μπορούσε να κοιμηθεί με ασφάλεια. Μουρμουρίζοντας για το κρύο που όλο και μεγάλωνε, βρήκε επιτέλους αυτό που έψαχνε, και μ’ έναν τελευταίο χαιρετισμό φάνηκε να χώνεται μέσα στο τούβλο.
Μετά τη ζέστη στο καθιστικό, η κρεβατοκάμαρά μου ήταν παγωμένη. Έπεσα βιαστικά στο κρεβάτι μου κάτω από τα σκεπάσματα. Οι πρόσφατες αιφνίδιες εμπειρίες μου προκάλεσαν ισχυρό πονοκέφαλο που δεν περίμενα να κοιμηθώ. Όμως, πρέπει να βυθίστηκα σ’ έναν γρήγορο και βαθύ ύπνο, γιατί μόλις ξύπνησα άκουσα τους πρωινούς θορύβους στην αυλή του αγροκτήματος.
Μετά το πρωινό κράτησα με μεγάλη προσοχή  σημειώσεις της συνομιλίας της προηγούμενης βραδιάς, και μ’ έκπληξη παρατήρησα πως θυμήθηκα τα πάντα τόσο καθαρά. Οι φλόγες, αναμφίβολα, όλο αυτό το διάστημα, ενίσχυαν τη μνήμη μου.
Δεν ξανανέβηκα στους λόφους παρά μόνο μετά το μεσημεριανό. Λίγα θυμάμαι από τον περίπατο εκείνο, εκτός της καθολικής παρουσίας του ψύχους. Ο νους μου ήταν απορροφημένος εντελώς με τις πρόσφατες εκπληκτικές εμπειρίες μου, και ιδιαίτερα με το ν’ αναρωτιέμαι γιατί η φλόγα ανέβαλε αυτό που θα μου ζητούσε, πράγμα που φανερά ήταν ο λόγος της όλης μας συνομιλίας. Παρά τις ορισμένες στιγμές υποψίας και φόβου, η γενική μου στάση προς τη φλόγα ήταν σεβασμός και συμπάθεια, και δεν μπορούσα παρά να πιστέψω ότι η φυλή της ήταν κατά κάποιο σημαντικό τρόπο ανώτερη από την ανθρώπινη. Σαφώς ένιωθα προνομιούχος που με ξεχώρισε σαν ένα μέσο αρμονίας και συνεργασίας μεταξύ του είδους της και του δικού μας.
Η περιέργεια μ’ έφερε πίσω στο αγροτόσπιτο σχετικά νωρίς, και βρήκα μια δυνατή φωτιά να με περιμένει. Στην καρδιά της φωτιάς είδα την ολόλαμπρη φίλη μου να ‘βόσκει’ στα σχεδόν λευκά από θερμότητα κάρβουνα. Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό μου και κατόπιν πρότεινε να ικανοποιήσουμε και οι δυο μας την πείνα μας πριν προχωρήσουμε στη συζήτησή μας. Κατά τη διάρκεια του φαγητού μου προσπάθησα ενίοτε να την προσελκύσω σε συνομιλία, αλλά έδειχνε απρόθυμη να ανταποκριθεί. Αμέσως μου εξήγησε ότι η ενέργεια κατανάλωσης τροφής για την οποία το σώμα της δεν ήταν κατάλληλα προσαρμοσμένο ήταν τέτοια που απαιτούσε όλη της την προσοχή.
Όταν σηκώθηκε το τραπέζι, κάθισα μπροστά στη φωτιά και περίμενα. Οσονούπω η φλόγα στάθηκε στο πιο θερμό μέρος και έπιασε ξανά το νήμα της προηγούμενης συνομιλίας μας. «Λοιπόν», ρώτησε, «πέρασες καλά τη μέρα σου;» «Ναι πώς!» απάντησα, «βρέθηκα σ’ έναν κόσμο τόσο κρύο που δεν μπορείς να φανταστείς. Και τώρα ανυπομονώ να μου πεις πώς μπορώ να σε βοηθήσω».
Δεν απάντησε αμέσως, και με φανερό δισταγμό τελικά μου εξήγησε τι έπρεπε να κάνω. «Πρωτίστως», συνέχισε, «πρέπει να σου πω πως ο πρόσφατος πόλεμός σας μας ευνόησε πολύ. Φυσικά, μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε την νοοτροπία που σας οδηγεί σε πολέμους. Μ’ εμάς τίποτε τέτοιο δεν έχει συμβεί ποτέ. Το γεγονός ότι αποδέχεστε τον πόλεμο αποτελεί απόδειξη ότι η μέση ευαισθησία σας είναι, μετά απ’ όλα αυτά, πολύ πρωτόγονη. Όμως από τη δική μας σκοπιά ο πόλεμός σας είχε αίσια αποτελέσματα. Προκάλεσε εκτεταμένες πυρκαγιές όπου οι σπόροι μας μπόρεσαν ν’ αναπτυχθούν και χάρη σ’ αυτές η φυλή μας απολάμβανε για λίγο καιρό μια επαρκέστερη ζωή από κάθε άλλη φορά εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Ήταν οι μεγάλες πύρινες λαίλαπες που κατέφαγαν το Λονδίνο, το Βερολίνο και άλλες πόλεις κι έτσι επιτέλους είχαμε επαρκή ενέργεια και αρκετές ευκαιρίες να αποκτήσουμε μια λειτουργική γνώση του σύγχρονου πολιτισμού σας μέσα από εκτεταμένη εξωαισθητική μελέτη όλων των ηγετικών σας μυαλών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο πληθυσμός μας πρέπει να αυξήθηκε χίλιες φορές. Επίσης η υψηλή θερμοκρασία που επιτεύχθηκε από τις μεγαλύτερες πυρκαγιές επέτρεψε μερικά άτομα από μας να βιώσουμε για σύντομα διαστήματα έντονα και γρήγορα μια διανοητική διεργασία που αλλιώς θα ήταν κανονικά αδύνατη στη γη παρά μόνο σε λίγους μεγάλους υψικαμίνους. Αλλά, όπως ήταν φυσικό, εσείς δυσκολευόσασταν να σβήσετε αυτές τις πυρκαγιές όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Και αν κι εμείς ενίοτε μπορούσαμε να αντισταθούμε στις προσπάθειές σας, η ανάπαυλα που κερδίσαμε ήταν αμελητέα».
Στο σημείο αυτό διέκοψα τη φλόγα για να την ρωτήσω με ποιον τρόπο αντιστέκονταν στις προσπάθειες των πυροσβεστών μας. Η απάντησή της ήρθε, νομίζω, κάπως απρόθυμα: «Μια ζωντανή φλόγα μπορεί σκοπίμως να ξεφύγει πετώντας από το πύρινο περιβάλλον της και να πέσει σε κάποιο εύφλεκτο υλικό προξενώντας έτσι μια καινούργια πυρκαγιά. Όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο ο κίνδυνος να ‘σκοτωθεί’ ήταν σχεδόν βέβαιος εξαιτίας του αιφνίδιου ψύχους. Αν λόγου χάρη εγώ επιχειρούσα τώρα να κάνω κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να φτάσω μέχρι εκείνες τις δαντελένιες κουρτίνες πριν ‘πεθάνω’. Η διαδικασία αυτή θα ήταν εξαιρετικά οδυνηρή και σε μια τέτοια απόσταση οι πιθανότητες επιβίωσης θα ήταν πολύ ισχνές. Πλην όμως, θα μπορούσα να βάλω φωτιά στο σπίτι. Κι επειδή πιθανόν να υπάρχουν μερικοί σπόροι μας κάπου στο κτίσμα, κάποια καινούργια άτομα θα αφυπνίζονταν, θα έρχονταν σ’ επαφή με τον φυλετικό νου και θα επιτελούσαν ένα σύντομο εξωαισθητικό έργο κάποιου είδους. Είναι φανερό πως ούτε από τη δική σκοπιά, ούτε από τη σκοπιά της φυλής μου, το παιχνίδι αυτό θα άξιζε τον κόπο.
»Προσέτι, όπως έχω αναφέρει, είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί να μην έρθουμε σε σύγκρουση με το είδος σας εάν μπορούμε να αποφύγουμε κάτι τέτοιο. Πάνω απ’ όλα, επιζητούμε τη φιλία σας και την πρόθυμη συνεργασία σας. Θα είστε κατά πολύ πιο χρήσιμοι σ’ εμάς με την ελεύθερη βούλησή σας παρά κάτω από όποιας λογής καταναγκασμού. Θεωρητικά θα μπορούσαμε να σας προκαλέσουμε σημαντικούς μπελάδες βάζοντας φωτιά σ’ όλα σας τα αστικά κέντρα, αλλά αυτός ο θρίαμβός μας θα ήταν σύντομος, και κυρίως θα αποτελούσε μια παραβίαση της πιο ιερής μας αρχής. Όχι! Δεν πρέπει να σας κερδίσουμε με τη βία αλλά με πειθώ».
Μετά από μια σύντομη παύση, φάνηκε να αναστενάζει. «Εκείνες οι μέρες των μεγάλων αεροπορικών επιδρομών», συνέχισε, «ήταν οι σπουδαίες μέρες – σπουδαίες σε σύγκριση με τις παρούσες περιορισμένες συνθήκες που βρισκόμαστε. Όχι μόνο μυριάδες αλλά εκατομμύρια από μας βρισκόμαστε τώρα σε παγωμένο λήθαργο ανάμεσα στα αποκαΐδια των κτηρίων σας, ιδίως στη Γερμανία, όπου υπήρξαν οι πιο εκτεταμένες και διαρκείς πυρκαγιές. Η συγκέντρωση των σπόρων μας στην ατμόσφαιρα πρέπει τώρα να είναι πολλές φορές μεγαλύτερη απ’ ό, τι στις μέρες προ του πολέμου».
Μεταξύ αστείου και ανησυχίας είπα: «Δεν περιμένετε βέβαια οι άνθρωποι να έχουν τις πόλεις τους διαρκώς φλεγόμενες για να σας παράσχουν έτσι φιλοξενία;»
«Μα όχι», είπε, «γιατί εμείς έχουμε ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο – τέτοιο στο οποίο νομίζουμε πως πρόθυμα θα συνεργαστείτε. Οι επιστήμονές σας έχουν πρόσφατα ανακαλύψει την απελευθέρωση της ενέργειας που είναι δεσμευμένη στο άτομο. Μ’ αυτή την τιτάνια δύναμη ήδη έχει προταθεί από τους επιστήμονες η μεταμόρφωση της επιφάνειας του πλανήτη προς την διευκόλυνσή σας. Αυτό που εμείς προτιθέμεθα να ζητήσουμε είναι να χρησιμοποιήσετε λίγη από την πρόσφατα ανακαλυφθείσα ενέργεια και την εφευρετικότητά σας παρέχοντάς μας μια μόνιμη και λογικά ευρεία περιοχή υψηλής θερμοκρασίας, στην κεντρική Αφρική, λόγου χάρη, ή στη Νότιο Αμερική. Εμείς δεν έχουμε μέχρι τούδε κατανοήσει πλήρως τις πρόσφατες προόδους σας στη φυσική επιστήμη. Είμαστε, όμως, πεπεισμένοι πως θα μπορούσατε πράγματι να μας ‘κτίσετε’ μια τέτοια κατοικία, μια περιοχή που να είναι πιο καυτή από μία κάμινο που να καλύπτει, ας πούμε, μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τούτο θα μας παρείχε μια βάση για ένα πολύ πιο ικανοποιητικό είδος ζωής απ’ αυτό που ζούμε τώρα. Και το πιο σπουδαίο είναι ως η υψηλή θερμοκρασία θα αύξανε την εμβέλεια της νοητικότητάς μας έτσι που θα ξαναποκτούσαμε κάτι από την ηλιακή μας πνευματική διαύγεια και ίσως να μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε εκ νέου τηλεπαθητική επικοινωνία με τον ηλιακό πληθυσμό αν αυτός υπάρχει ακόμη. Εμείς ακόμη και τώρα επιχειρούμε μια τέτοια επικοινωνία, αλλά κάτι τέτοιο αποδεικνύεται σχεδόν ακατόρθωτο στις παρούσες περιορισμένες συνθήκες. Θα μπορούσαμε επίσης να συνεχίσουμε το πρότερο έργο μας της ψυχικής εξερεύνησης του σύμπαντος. Ακόμη κι αν αυτά τα μεγαλεπήβολα εγχειρήματα παραμείνουν  ακατόρθωτα, οφείλουμε τουλάχιστον να επινοήσουμε ένα σύστημα διάσωσης ατόμων του είδους μας τα οποία ηφαιστειακές εκρήξεις έφεραν στην κρύα επιφάνεια της γης. Και σε κατάλληλο χρόνο, όταν εσείς θα έχετε επεξεργαστεί τα μέσα διαπλανητικών ταξιδιών, εμείς θα επεκτείνουμε το σχέδιό μας στους άλλους πλανήτες. Πράγματι, μερικοί απ’ αυτούς τους κόσμους, τους οποίους εσείς θεωρείτε, χωρίς ζωή, θα μπορούσα να μετατραπούν ολοκληρωτικά σε σφαίρες υψηλών θερμοκρασιών που θα συντηρούν μεγάλους πληθυσμούς φλογών. Όλο τούτο φυσικά είναι πολύ μακρινό. Το άμεσο έργο είναι το είδος σας να δημιουργήσει μια ανεκτή κατοικία για μας εδώ στη γη».
Η φλόγα φάνηκε να περιμένει κάποιο σχόλιό μου.
«Απ’ τη μεριά μου», είπα, «με χαρά να υποστηρίξω το σχέδιό σου. Πολύ φοβάμαι, όμως, πως θα μου είναι εντελώς αδύνατο να πείσω τις κυβερνήσεις των Μεγάλων μας Δυνάμεων να συμφωνήσουν σε κάτι τέτοιο. Εδώ αυτές δεν συμφωνούν σε μια από κοινού ενέργεια να εξαλείψουν την πείνα από τον κόσμο ή να συμφωνήσουν ακόμη και για την αποτροπή ενός πολέμου που θα μπορούσε ν’ αφανίσει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος. Εξάλλου, όλα αυτά που μου έχεις πει είναι τόσο μακρινά από τις εμπειρίες των συνηθισμένων αντρών και γυναικών ώστε θα ήταν αδύνατο να διεγείρουν το δημόσιο συναίσθημα. Στον συνηθισμένο άνθρωπο, εάν μπορεί να πειστεί και να πιστέψει εξολοκλήρου στην αφήγησή σου, η ιδέα να βοηθήσει πλάσματα σαν ζωντανές φλόγες θα φαινόταν ανέφικτα ιδεαλιστικό, σαν να κυνηγάς ανεμόμυλους, αν όχι και επικίνδυνο».
«Σαν να κυνηγάς ανεμόμυλους;», με διέκοψε η φλόγα. «τι θα πει αυτό; προφανώς υπάρχουν κενά σ’ όσα γνωρίζω για τον πολιτισμό σας».
Όταν της το εξήγησα, αυτή είπε: «Εμείς δε ζητάμε κάτι χωρίς αντάλλαγμα. Σαν ανταπόδοση σας προσφέρουμε τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αν μπορώ να το θέσω έτσι. Όπως ήδη σου έχω πει, αν και είμαστε αρχάριοι στις φυσικές επιστήμες, η επιστήμη μας σε σχέση με το πνεύμα είναι κατά πολύ ανώτερη από τη δική σας. Και τούτο μας κάνει βέβαιους πως, χωρίς κάποια εξωτερική πνευματική βοήθεια, το είδος σας είναι καταδικασμένο. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς ότι έχετε ανακαλύψει δυνάμεις πριν αποκτήστε σοφία. Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από ένα απλό θέμα χρόνου. Σαν τα αναρίθμητα άλλα ευφυή είδη που είναι σκορπισμένα εδώ κι εκεί στο σύμπαν, η φύση σας, αυτή καθαυτή, σας καταδικάζει να ανακαλύπτετε δυνάμεις χωρίς να αποκτάτε σοφία, εκτός κι αν έχετε εξωτερική βοήθεια. Όπως είπε ένας συγγραφέας σας, ο άνθρωπος είναι μόνο πνευματικά πτεροδάκτυλος – όχι ένα πραγματικό πουλί καμωμένο να πετάξει. Αυτό που εμείς σας προσφέρουμε είναι μόνιμη πνευματική καθοδήγηση και ενίσχυση ούτως ώστε, σαν άτομα ξεχωριστά και σαν φυλή συνολικά, να μπορέσετε επιτέλους να υπερνικήσετε τη χρόνια σας έλλειψη διορατικότητας και κακία. Με τη δική μας βοήθεια και μόνο θα αφυπνιστείτε σ’ ένα καινούργιο επίπεδο αυτογνωσίας, και στο φως αυτής της εμπειρίας θα είστε σε θέση να οργανώσετε τον κοινό μας κόσμο τόσο για την ευδαιμονία αμφότερων των ειδών μας όσο και για τη λάμψη του πνεύματος».
Στο σημείο αυτό ήμουν έτοιμος να μιλήσω, αλλά η φλόγα δε σήκωνε διακοπή.
«Έχουμε ένα όραμα», είπε, «αυτού του πλανήτη σαν έναν οργανισμό αληθινής συμβίωσης, ο οποίος θα υποστηρίζεται εξίσου από τις φυλές μας ενωμένες σε μια αμοιβαία ανάγκη και αγάπη. Φαντάσου τι θαυμαστή παγκόσμια κοινότητα θα κτίσουμε μαζί! Σε μια πνευματική ένωση, θα είμαστε επίσης τόσο διαφορετικοί όσον αφορά την ιδιοσυγκρασία της κάθε φυλής μας έτσι που ο κάθε συμβαλλόμενος θα αναπλαστεί πλήρως και θα αναζωογονηθεί με την αμοιβαία σχέση μας. Εσείς, σαν εταίροι μας, θα κάνετε χρήση όλων σας των εκπληκτικών διανοητικών και πρακτικών δυνάμεων (που εμείς τόσο πολύ ζηλεύουμε και θαυμάζουμε) για να μεταμορφώστε ολόκληρο τον πλανήτη σ’ έναν χώρο που να μας παρέχει και στους δυο την πληρέστερη δυνατή έκφραση αμοιβαίας συνεργασίας. Έχοντας μάθει με τη βοήθειά μας να βλέπετε πιο καθαρά και να νιώθετε πιο βαθιά εκείνες τις αληθινές αξίες τις οποίες ακόμη και τώρα με ασάφεια αναγνωρίζετε, θα αλλάξετε όχι μόνο τον πλανήτη αλλά την ίδια την ανθρωπότητα, και ίσως και το δικό μας είδος. Διότι πιθανόν να ζητήσουμε από σας να επεξεργαστείτε κάποια τεχνική που θ’ αλλάξει την φυσιολογία μας, επειδή κάθε περιβάλλον που μπορείτε να δημιουργήσετε για μας είναι πιθανό να είναι μέτρια ευνοϊκό, εκτός κι αν μπορέσουμε να προσαρμοστούμε ριζικά σ’ αυτό. Υπάρχουν αυστηρά όρια στη φυσική μας προσαρμοστικότητα, όσο θαυμάσια κι αν έχει αποδειχθεί ότι είναι. Όσο για σας, δεν θα νιώθετε πια απογοήτευση, σύγχυση, πικρία και δε θα είστε πλέον εκδικητικοί και διανοητικά ανάπηροι οι περισσότεροι από σας. Κάτω από την καθοδήγησή μας θα αλλάξετε ολόκληρο τον τρόπο της ζωής σας και όλη αυτή η μιζέρια σας θα εξαφανιστεί. Δε θα υπάρχουν ούτε γενικευμένοι πόλεμοι ούτε ταξικές συγκρούσεις, αλλά μόνο ευγενής άμιλλα στο κοινό εγχείρημα των φυλών μας με ίσους όρους συντροφικότητας. Ολόκληρο το ανθρώπινο γένος θα καταστεί μια φυλή αριστοκρατών με την αληθινή έννοια της αρχαίας λέξης, αριστοκρατών που δε θα ζουν πια ένοχα με τον μόχθο των υπόδουλων τάξεων. Αριστοκρατών μεν, αλλά και αγίων. Αλλά αυτοί οι αριστοκράτες δε θα μένουν αδρανείς, ούτε και οι άγιοι θα είναι ερημίτες. Τα χαρίσματά σας προορίζονται για πρακτική σκέψη και δραστηριότητα. Θα εξερευνήσετε το ηλιακό σύστημα με τα διαστημόπλοιά σας. Θα ιδρύσετε καινούργιους κόσμους όπου θα υπάρξουν καινούργιοι τρόποι ζωής, διανόησης και πνεύματος κάτω από νέες συνθήκες. Απεριόριστοι ορίζοντες δημιουργικού βίου βαθμιαία θα ανοιχτούν μπροστά σας. Αλλά  οφείλω να επαναλάβω πως τίποτε απ’ αυτά δεν μπορεί αβοήθητο να κατορθώσει το είδος σας. Χωρίς τη βοήθειά μας είναι βέβαιο πως θα αυτοκαταστραφείτε. Ακόμη κι αν είστε πολύ τυχεροί ώστε το τέλος σας να μετατεθεί για κάποιο χρονικό διάστημα, εσείς απλά θα συνεχίσετε να παρασύρεστε στη δίνη του αμοιβαίου μίσους και αλληλοσπαραγμού. Από την άλλη μεριά, μαζί μας θα μπορέσετε να γίνετε αυτό, που στα καλύτερά σας, πάντοτε με μισή καρδιά το εύχεστε: δηλαδή να γίνετε τα αληθινά σκεύη του πνεύματος. Προσέτι, εάν επανακτήσουμε τις φυσικές μας δεξιότητες που απολαμβάναμε στον ήλιο, οφείλουμε ασφαλώς να μοιραστούμε μαζί σας την εξωαισθητική γνώση άλλων κόσμων διασκορπισμένων μέσα στο σύμπαν., μαζί με όλη μας την τέχνη, όλη τη λεπτότητα της προσωπικής μας επίγνωσης, και όλη μας τη θρησκευτική εμπειρία. Και με την πρακτική σας επιδεξιότητα, παντρεμένη με την αρχαία μας σοφία και την πνευματική μας ενόραση, οφείλουμε να γίνουμε πράγματι ένας δημιουργικός παγκόσμιος οργανισμός.
Χωρίς τη βοήθειά μας, είστε καταδικασμένη σε αυτοκαταστροφή ή, στην καλύτερη περίσταση, στη ζωή μια κατσαρίδας που μάταια πασχίζει να αναρριχηθεί για να βγει από τα τοιχώματα μιας λεκάνης. Κι εμείς, χωρίς τη δική σας βοήθεια, σε τελευταία ανάλυση, είμαστε καταδικασμένοι σε πλήρη ανικανότητα, γιατί απλά θα παραβλέπουμε τον αυθορμητισμό μας να κατανοήσουμε τον φυσικό κόσμο και να τον χειριστούμε δημιουργικά. Έτσι λοιπόν, δεν είναι άραγε απολύτως σαφές ότι αυτός ο συνεταιρισμός, αυτή η συμβίωση που προτείνουμε, θα αποτελέσει τη σωτηρία αμφότερων των ειδών μας;»
«Έχεις ζωγραφίσει μια εντυπωσιακή εικόνα. Όμως πιστεύω πως είναι σχεδόν απίστευτο η ανθρωπότητα να δεχθεί έναν τέτοιο συνεταιρισμό. Άνθρωποι σαν κι εμένα τον βρίσκουν ελκυστικό. Είμαστε όμως ελάχιστοι. Η μεγάλη πλειονότητα απλά δε θα μπορέσει να καταλάβει τι διακυβεύεται. Ή πάλι εάν αμυδρά συλλάβουν το θέμα, θα τρομοκρατηθούν. Μια τέτοια συνεργασία μαζί σας θα την θεωρήσουν σκέτη δουλεία. Θα πείσουν τον εαυτό τους πως επειδή είστε διαφορετικοί από τους ανθρώπους, πρέπει αν είστε και κακόβουλοι. Εάν αναγκαστούν κατά κάποιο τρόπο και συμβιβαστούν με την ανωτερότητά σας, θα σας θεωρήσουν ευφυέστατα διεφθαρμένους και μάλιστα διαβολικούς».
Επικράτησε σιωπή. Η φλόγα έδειχνε να ζυγίζει τις αντιρρήσεις μου. Μετά από λίγο, και πάλι διστάζοντας, συνέχισε: «Για να σας διευκολύνουμε να δεχθείτε ανεμπόδιστα το σχέδιό μας, ίσως πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις ιδιαίτερες ψυχικές μας δυνάμεις και να στρέψουμε το νου σας προς αυτό. Εσύ ο ίδιος έχεις κιόλας βιώσει μια μικρή εμπειρία αυτών των δυνάμεων. Θυμάσαι πώς σε καθοδηγήσαμε να ψάξεις να βρεις την πέτρα και να την ρίξεις στη φωτιά. Λοιπόν, μπορούμε να κάνουμε περισσότερα απ’ αυτό. Μέχρι σ’ ένα σημείο μπορούμε να επηρεάσουμε τις επιθυμίες σας ώστε να ταιριάξουν στους σκοπούς μας. Μέχρις ενός σημείου μπορούμε να σας κάνουμε να θέλετε αυτό που κι εμείς θέλουμε. Και καθώς θα αποκτούμε μια βαθύτερη κατανόηση της φύσης σας, οι δυνάμεις μας πιθανόν ν’ αυξηθούν».
Κοντοστάθηκε πάλι, κι εγώ δεν είπα τίποτε. Διότι η δυνατότητα να μην έχουμε πια ελεύθερη βούληση σαν άνθρωποι, με συγκλόνισε βαθιά.
Αφού μάταια περίμενε ν’ απαντήσω, συνέχισε: «Εάν αμφιβάλλεις για τις δυνάμεις μας, ίσως θα πρέπει να σου πω κάτι περισσότερο για την επιρροή που εξασκούμε πάνω σας. Θα ήταν βεβιασμένο εκ μέρους μου να σου αποκαλύψω αυτή την πληροφορία εάν δεν ήξερα ότι εσύ σαν άτομο είσαι εντελώς αποστασιοποιημένος από τις προκαταλήψεις του είδους σου. Κατά τον χρόνο που η σχέση σου με τη γυναίκα σου ήταν τεταμένη επειδή είχες τόσο πολύ αφοσιωθεί σε παραψυχολογικές έρευνες, διαπιστώσαμε ότι η αγάπη σου έμελλε να υπερισχύσει του πνευματικού σου ενδιαφέροντος. Και επειδή ήταν εξαιρετικά σπουδαίο για μας να συνεχίσεις την έρευνά σου, αποτολμήσαμε να παρέμβουμε. Δεν είχαμε βρει κανένα άτομο που να είναι έστω και στο μισό τόσο κατάλληλο όσο εσύ στο να μας κατανοήσεις, να μας νιώσεις και γίνει ο σύνδεσμος μεταξύ των ειδών μας. Εμείς απλά δεν είχαμε την πολυτέλεια να σε χάσουμε. Γι’ αυτό εξασκήσαμε όλη μας την επιρροή να στρέψουμε το ενδιαφέρον σου στο υπερφυσικό σε τέτοιο βαθμό που να σου γίνει εμμονή. Και το καταφέραμε. Ήταν σαφές πως η παρέμβασή μας θα διέλυε τον γάμο σας, αλλά ελπίζαμε ότι η αμοιβαία σας αγάπη θα αποδεικνυόταν αρκετά  δυνατή για να υπερνικήσει την ένταση, και από κοινού να επεξεργαστείτε ένα modus vivendi (αυτή είναι η σωστή φράση;) ώστε να θριαμβεύσεις και στην αγάπη σου και στην έρευνα. Είχαμε ήδη κάνει τα πάντα να εμφυσήσουμε στη γυναίκα σου το πάθος για το υπερφυσικό, αλλά αποτύχαμε. Υποσυνείδητα η γυναίκα σου ήταν εντελώς αντίθετη σ’ αυτό ακριβώς επειδή εσύ ήσουν τόσο αφοσιωμένος. Τίποτε δεν μπορούσαμε να κάνουμε για να κατανικήσουμε αυτή την παράλογη φοβία της για το υπερφυσικό που ασυνείδητα θεωρούσε αντίπαλο της δικής σου αφοσίωσης σ’ αυτό.
Ήταν η ριζωμένη και ανομολόγητη διαμάχη μεταξύ σας που καθιστούσε αγεφύρωτο το χάσμα που σας χώριζε. Κανείς από τους δυο σας δεν είχε την επαρκή φαντασία να μοιραστεί πλήρως την άποψη του άλλου. Τέλος πάντων, όσο τραγικό κι αν ήταν το αποτέλεσμα, νομίζω πως εσύ ο ίδιος θα συμφωνήσεις πως η ανάγκη που σας έχουμε είναι πιο σημαντική ακόμη και από τον γάμο σας. Και να θυμάσαι πως δεν είναι μόνο το δικό μας είδος που σε χρειάζεται, αλλά και το δικό σας. Είναι ανάγκη να σωθείτε με τη βοήθειά μας και γι’ αυτό πρέπει να αφιερωθείς στο έργο σου».
Αυτή η πληροφορία ξεσήκωσε μια καταιγίδα συγκίνησης μέσα μου. Τζόαν κι εγώ ποτέ δεν είχαμε υπάρξει ένα εντελώς αρμονικό ζευγάρι, αλλά παρ’ όλες τις όποιες εντάσεις στη σχέση μας, κατά βάθος ήμασταν όχι μόνο μόνιμα ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο αλλά και άρρηκτα δεμένοι σ’ όλες μας τις υποθέσεις. Υποθέτω πως το πρόβλημα ήταν ότι αν και χρειαζόμασταν ο ένας τον άλλο με χίλιους τρόπους, ποτέ δε νιώσαμε πλήρη αλληλοκατανόηση, όπως επιβεβαίωσε η φλόγα. Όταν το υπερφυσικό με σαγήνευσε, προσπάθησα να την πείσω να δουλέψω μαζί μου. αυτή όμως έδειξε μια παράλογη απέχθεια στην πρότασή μου, και μπορώ κάλλιστα να πιστέψω πως έκανε πίσω από κάποια μορφή φοβίας. Και μετά, όσο περισσότερο αυτή ξεμάκρυνε, τόσο πιο πολύ εγώ επέμενα – ανόητος που ήμουν. Όταν τελικά μ’ εγκατέλειψε, ελπίζοντας να με φέρει στα συγκαλά μου (πόσο καθαρά το βλέπω τώρα!), εγώ ήμουν τόσο απορροφημένος που δεν προσπάθησα να την φέρω πίσω. Για αρκετό χρόνο προσπαθούσαμε επανειλημμένως να ξανασμίξουμε, αλλά κάθε φορά φαινόταν πως απομακρυνόμασταν πιο πολύ. Στο τέλος, Θως, πήγε κι έπεσε κάτω από ένα λεωφορείο. Θεέ μου! τότε ήρθα στα λογικά μου, αλλά ήταν πια αργά. Ξύπνησα και αντιλήφθηκα πόσο άσχημα είχα συμπεριφερθεί. Ακόμη κι έτσι, μετά από λίγες εβδομάδες απελπισίας, άρχισα σταδιακά να ξεχνώ την απόγνωσή μου και ζούσα αποκλειστικά για τη δουλειά μου. Αλλά αυτά που μου είπε η φλόγα αναβίωσαν τον παλιό μου πόνο. Μου έδωσαν επίσης τη δικαιολογία να αποσείσω από πάνω μου το φταίξιμο και να αποδώσω την απάθειά μου στην κακή επιρροή της φυλής της φλόγας πάνω στον νου μου. Αλλά αρχίζω να πελαγοδρομώ.
Μετά από λίγο η φλόγα ξαναπήρε τον λόγο: «Είναι φυσιολογικό να νιώθεις θλίψη, αλλά προσπάθησε να ηρεμήσεις. Η αναστάτωσή σου με δυσκολεύει να διατηρήσω επαφή με τον νου σου».
Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να ελέγξω τον εαυτό μου και ξαφνικά μια σκέψη ήρθε στο μυαλό μου. «Πες μου», είπα, «ενώ μιλούσαμε, είχες πρόσβαση σ’ όλες μου τις σκέψεις ή μόνο σ’ εκείνες που σου μετέδωσα τηλεπαθητικά;».
«Όχι σ’ όλες σου τις σκέψεις», αποκρίθηκε. «Για να συλλάβω όλες τις σκέψεις σου θα έπρεπε να αφιερώσω όλη μου την προσοχή στο θέμα. Κυρίως έχω ασχοληθεί να μεταδίδω τις δικές μου σκέψεις σ’ εσένα. Έχω καταλάβει κάποιες ανέκφραστες σκέψεις σου καθώς και αρκετά από τα σιωπηρά σου σχόλια στις παρατηρήσεις μου. αλλά όταν άρχισα να σου λέω για την επιρροή μας πάνω σου, η συγκίνησή σου θόλωσε τα πάντα εκτός από την πραγματική σου ομιλία. Τώρα ασφαλώς δεν υφίσταται κανείς λόγος ν’ αναστατώνεσαι. Ό, τι έγινε, έγινε. Κι ό, τι κάναμε, το κάναμε καλή τη πίστει, και ντρεπόμαστε γι’ αυτό. Κι εσύ επίσης αν είσαι αληθινός στο πνεύμα, όπως πιστεύουμε πως είσαι, δεν μπορεί να μετανιώνεις για το ότι σε προορίζουμε για ένα σημαντικό έργο».
Ένιωσα ευγνωμοσύνη που η φλόγα δεν μπορούσε τώρα να διαβάσει τις σκέψεις μου εντελώς καθαρά. Ή έτσι τουλάχιστον παραδέχτηκε. Μήπως με ξεγελούσε; Μου φάνηκε ένα καλό σχέδιο να βάλω το ζήτημα σε δοκιμή. Μέσα μου εξακολουθούσα να είμαι τρομοκρατημένος και παράλληλα απείθαρχος, αλλά αυτό που είπα στη φλόγα έδειχνε μια εντελώς διαφορετική διάθεση. «Καταλαβαίνω πού το πας», είπα, «και θα συμβιβαστώ μ’ αυτό. Ναι, φυσικά, ήταν εντελώς σωστό για σας να μ’ επηρεάσετε όπως κάνατε. Ήταν μόνο οι ανθρώπινες μου προκαταλήψεις που μ’ αναστάτωσαν, αλλά γρήγορα άρχισαν να μου περνούν. Κι ευχαριστώ τον Θεό για το μεγάλο έργο που με προορίζετε».
Η απάντησή της με καθησύχασε. «Ωραία!» είπε. «Έχω τον λόγο σου, αλλά εξακολουθώ να είμαι αποκλεισμένη από το μυαλό σου».
Κατόπιν ρώτησα τη φλόγα να μου πει τι έπρεπε να κάνω εάν αποτύγχανα να πείσω του ιθύνοντες της ανθρωπότητας να εκτελέσουν το σχέδιο. «Θα πετύχεις», απάντησε. «Θα εξασκήσουμε όλη μας την πνευματική επιρροή πάνω τους. Εφόσον μπορούμε να επηρεάσουμε εσένα, θα μας είναι πάρα πολύ ευκολότερο να ελέγξουμε όλα αυτά τα απλοϊκά πλάσματα».
Δεν είπα τίποτε. Μετά από λίγο η φλόγα συνέχισε: «Συνεχίζω να μην μπορώ να έρθω σε πλήρη επαφή μαζί σου. Τι συμβαίνει; Μέχρι τώρα ήμασταν σε αγαστή επικοινωνία, αλλά τώρα ασφαλώς εσύ σκοπίμως σφραγίζεις το μυαλό σου σ’ εμένα. Γιατί να το κάνεις αυτό, τώρα που έχεις αποδεχτεί το σχέδιό μας; Δεν μπορώ να έχω την αμέριστη εμπιστοσύνη σου ξανά; Εάν δεν σεβόμουν καθόλου την ατομικότητά σου, θα μπορούσα να εισβάλω βίαια στο μυαλό σου και να το απογυμνώσω από τα πιο μύχια μυστικά σου παρ’ όλη την αντίστασή σου. Αλλά αυτό θα χαλούσε τη φιλία μας, πράγμα που απεχθάνομαι να κάνω».


Το μυαλό μου τώρα κατακλυζόταν από σκέψεις ενώ η φλόγα δεν είχε ιδέα γι’ αυτές. Τούτο τουλάχιστον ήταν κάποια παρηγοριά. Όμως πίστευα ότι ο ισχυρισμός της φλόγας να υπερνικήσει την αντίστασή μου και να παραβιάσει το απόρρητο του νου μου ήταν αληθινός. Και τούτο μ’ έκανε έξαλλο.
«Πες μου», είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα, «κι άλλο για την παράξενη δύναμη που μπορείτε να εξασκήσετε πάνω μας. Βοήθησέ με να υπερνικήσω τα υπολείμματα της αποστροφής μου. Δυνάμωσέ με. Βοήθησέ με να θέλω ολόψυχα τον θρίαμβο του πνεύματος στην από κοινού συνεργασία των φυλών μας».
«Το μόνο που θέλουμε», είπε, «είναι να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη της ανθρώπινης φυλής. Είμαστε αποφασισμένοι να πετύχουμε τον σκοπό μας όχι με τη βία, ακόμη κι αν αυτή είναι πνευματική βία. Και τι σημασία έχει η ακαταμάχητη δύναμή μας, εάν είμαστε αποφασισμένοι να μην τη χρησιμοποιήσουμε; Εάν σου έλεγα περισσότερα για τις δυνάμεις μας, το μόνο που θα έκανα θα ήταν να σε αναστατώσω περισσότερο. Ό, τι και να σου έλεγα επί του θέματος, θα το έπαιρνες σαν απειλή».
«Πνευματική βία;», είπα. «Τι θέλεις να πεις; Πώς μπορώ να σ’ εμπιστευτώ αν δε μου τα πεις όλα με όλη την ειλικρίνεια;»
Για μερικές στιγμές η φλόγα παρέμεινε σιωπηλή. Στο μυαλό μου μαινόταν μια μάχη μεταξύ της έννοιας της ανωτερότητας, της ακεραιότητας και της ειλικρίνεια της φλόγας και της νέας μου διαπίστωσης του φοβερού κινδύνου να υποδουλωθεί πνευματικά η ευγενής ανθρωπότητα σ’ αυτή την τρομακτική φυλή».
Μετά από λίγο η φλόγα συνέχισε: «Εφόσον η μεγάλη μας ανάγκη είναι πλήρης αμοιβαία εμπιστοσύνη, θα σου τα πω όλα. Όμως πρώτα σε παρακαλώ, σε ικετεύω, να δεις το όλο θέμα χωρίς ανθρώπινες προκαταλήψεις, αλλά απλά με αγάπη προς το πνεύμα. Και επειδή εμείς όλοι βλέπουμε το θέμα κατ’ αυτό τον τρόπο και όχι απλώς με γνώμονα του φυλετικού μας συμφέροντος, είμαστε αποφασισμένοι να μην εξασκήσουμε τις δυνάμεις μας πάνω σας παρά μόνο σαν μια φιλική προσπάθεια να σας βοηθήσουμε να δείτε τα πράγματα καθαρά». Ξανά κοντοστάθηκε, κι εγώ την επιβεβαίωσα, ακόμη κι αν ο φόβος και ο θυμός έπνιγε την όποια φιλικότητα που μπορούσα να νιώθω προς αυτήν, πως ήμουν πρόθυμος να υιοθετήσω μια αποστασιοποιημένη άποψη. Την παρακίνησα όμως να μου πει με κάθε ειλικρίνεια τι επρόκειτο να κάνει η φυλή της εάν η ανθρωπότητα απλά αρνούταν να μπει στο παιχνίδι.
«Πολύ καλά!» είπε. «Εάν όλες μας οι προσπάθειες να κερδίσουμε τη φιλική συνεργασία του είδους σας αποτύχουν, είναι φανερό τότε κατά τη γνώμη μας ότι η φύση σας είναι ακόμη πιο σοβαρά στρεβλωμένη από όσο αρχικά υποθέσαμε, και άρα δεν υπάρχει καμιά ελπίδα βοήθειας. Είστε καταδικασμένοι από την ίδια σας την ανοησία σε αυτοκαταστροφή, αργά ή γρήγορα. Γι’ αυτό κι εμείς είμαστε υποχρεωμένοι από την πίστη μας στο πνεύμα που ενυπάρχει σ’ εμάς, να εξασκήσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να ελέγξουμε τον νου σας και τη συμπεριφορά σας αυστηρά για τους δικούς μας πνευματικούς σκοπούς. Δεν μπορώ να ξέρω πως θα καταλήξουν τα πράγματα. Πιθανόν, μη έχοντας πλέον καμιά υποχρέωση έναντί σας, εκτός από το να σας βγάλουμε από τη δυστυχία σας όσον το δυνατόν γρηγορότερα, θα καταπιαστούμε με τις προσπάθειές μας να δημιουργήσουμε τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για μας. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να προκαλέσουμε απειλές πολέμου και ν’ αναγκάσουμε τους επιστήμονές σας να κατασκευάζουν πιο καταστροφικά ατομικά όπλα. Κατόπιν θ’ ακολουθήσουν είτε μερικοί ολέθριοι πόλεμοι με εκτεταμένα ολοκαυτώματα, που θα εξυπηρετούν τις άμεσες ανάγκες μας, ή εναλλακτικά έναν έσχατο πόλεμο, κατά τον οποίο θα κάνουμε ό, τι μπορούμε να επηρεάσουμε τις εμπόλεμες πλευρές να επιλέξουν την καταστροφή του πλανήτη μάλλον παρά να νικηθούν από τον μισητό τους εχθρό. Μετά, επιτέλους, με όλο τον πλανήτη μεταμορφωμένο σε μια μοναδική ατομική βόμβα, και με όλες τις πυρακτωμένες του ηπείρους να εκσφενδονίζονται στο διάστημα, θα αποκτήσουμε, έστω και για λίγο, συνθήκες σχεδόν εξίσου ευνοϊκές μ’ εκείνες της χρυσής μας εποχής στον ήλιο. Είναι αλήθεια πως σύντομα τίποτε δε θα μείνει παρά μόνο ένα συνονθύλευμα από παγωμένους αστεροειδείς. Όμως εικάζουμε, σύμφωνα με μελέτες των θεωριών από δικούς σας επιστήμονες, ότι με λίγη καλή τύχη η καταστροφή της γης, σε τελική ανάλυση, θα είναι ένα μερικό γεγονός κι όχι μια έκρηξη ολοκαυτώματος. Σε μια τέτοια περίπτωση ίσως να βρούμε περιοχές υψηλής θερμότητας που θα διαρκέσουν χιλιάδες ή πιθανόν εκατομμύρια χρόνια. Σε τέτοια περίοδο με σημαντικά βελτιωμένες συνθήκες θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε τόσο πολύ στη μελέτη της επιστήμης και στον έλεγχο των φυσικών διαδικασιών ώστε να είμαστε σε θέση να επινοήσουμε κάποια τεχνική και να επιστρέψουμε στον ήλιο. Ακόμη κι αν αυτό αποβεί ατελέσφορο – ε, τότε – θα έχουμε τουλάχιστον μια μακρά ανάπαυλα δραστήριας ζωής κατά τη διάρκεια της οποίας θα επιδιώξουμε το ιερό μας καθήκον, δηλαδή την εξερεύνηση του πνεύματος μέσα στο σύμπαν και, έν τινι μέτρω, τη δημιουργική δραστηριότητα σε σχέση μ’ αυτό».
Σταμάτησε πάλι να μιλάει για λίγο. Αλλά πριν προλάβω να βρω μια κατάλληλη απάντηση, η φλόγα πρόσθεσε: «Όλα αυτά δεν είναι παρά απλές εικασίες για τη μορφή του μέλλοντος που καθόλου δεν επιθυμούμε, αρκεί να είμαστε όλοι σύμφωνοι να εξασφαλίσουμε μια πρόθυμη συνεργασία εκ μέρους σας για τη δημιουργία ενός λαμπρού και ευτυχισμένου κόσμου συμβίωσης. Γι’ αυτό διακαώς σε παροτρύνω, σε ικετεύω, να επωμισθείς τη σημαντική αποστολή να πείσεις την ανθρωπότητα πως τα είδη μας χρειάζονται το ένα το άλλο και πρέπει να ενωθούν».
Η φλόγα σταμάτησε να μιλάει, και ακολούθησε μια μακρά σιωπή, διότι εγώ δεν ήξερα τι να πω. Ομολογώ πως η έκκλησή της με συγκίνησε. Ακόμη περισσότερο επειδή φοβόμουν πως πιθανόν να είχε δίκιο στο να πιστεύει ότι η ανθρωπότητα δε θα μπορούσε ποτέ να σωθεί χωρίς μια ριζική συναισθηματική αλλαγή, και μια τέτοια αλλαγή θα μπορούσε μόνο να επιτευχθεί από μια εξωτερική επιρροή. Και ιδίως μετά από την πρόσφατη αισθητική εμπειρία που είχα, θα μπορούσα κάλλιστα να πιστέψω, εφόσον με τόσο υπεράνθρωπο τρόπο μπόρεσε να με συγκινήσει, πως θα μπορούσε επίσης με τη μαγεία της να εξαγνίσει τις καρδιές όλων των ανθρώπων.
Όμως μια αποκρουστική σκέψη με κυρίευσε. Πώς μπορούσα να είμαι σίγουρος ότι η συμπάθειά μου προς τη φλόγα και ο θαυμασμός μου προς τη φυλή της ήταν αυθόρμητες αντιδράσεις του ίδιου μου του χαρακτήρα; Μήπως η ίδια η φλόγα τις εμφύτευσε μέσα μου με ύπουλο τρόπο; Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο πιθανότερο μου φαινόταν. Και άραγε η φυλή της δεν σκόπευε να εξασκήσει ολόκληρη αυτή την υπνωτική της δύναμη πάνω στους ανθρώπους για να τους εξαναγκάσει – ναι, να τους εξαναγκάσει – να υποταχθούν για πάντα στη βούληση των φλογών; Οι άνθρωποι θα πίστευαν πως ενεργούσαν με τη θέλησή τους, αλλά στην πραγματικότητα θα είχαν καταστεί απλά ανδρείκελα ενεργώντας κάτω από έναν εσωτερικό καταναγκασμό. Η ανθρωπότητα, που μέχρι τούδε ήταν κύριος του πεπρωμένου της, από δω και στο εξής θα ήταν υποχείριο που θα την εκμεταλλευόταν ένα πιο ύπουλα επιδέξιο είδος, μια καινούργια φυλή Επικυρίαρχων. Φυσικά συμφώνησα πως μόνο η τελική θεώρηση πρέπει να είναι ‘η δόξα του πνεύματος’, κι όχι ο θρίαμβος της μιας ή της άλλης φυλής – ανθρώπινης ή μη. Αλλά πώς θα ήμουν σίγουρος ότι αυτές οι πανούργες φλόγες θα απέβλεπαν στο πνεύμα και όχι στη φυλετική τους ισχύ και εξάπλωση; Πώς άραγε θα ήμουν βέβαιος πως το είδος αυτό δεν ήταν κατά βάθος σατανικό; Ναι, διαβολικό! Κάτω από τον μανδύα της φιλία και γενναιοδωρίας το πλάσμα αυτό μέσα στη φωτιά βυσσοδομούσε να αιχμαλωτίσει την ίδια μου την ψυχή για τους δικούς της απάνθρωπους σκοπούς. Μήπως ύπουλα με δελέαζε να προδώσω το ίδιο μου το είδος; Αλλά ενώ διακατεχόμουν απ’ αυτές τις σκέψεις, μέσα μου σπαρασσόμουν από διχογνωμία. Η συμπεριφορά της φλόγας υπήρξε πέρα για πέρα πολιτισμένη, προσεκτική και φιλική. Πώς μπορούσα να αρνηθώ αυτή τη φιλική πρόταση; Κι όμως, καθώς άρχισα να αισθάνομαι συμπάθεια προς τη φλόγα, δεν έπαψα να υπενθυμίζω τον εαυτό μου ότι τα αισθήματά μου δεν ήταν δικά μου, αλλά το αποτέλεσμα της υποβολής της. Καταλήφθηκα από θυμό και φόβο πάλι. Όχι! Χίλιες φορές καλύτερα ο άνθρωπος να διατηρήσει την κυριαρχική του ανεξαρτησία, και να πέσει δοξασμένος, παρά να παραδώσει την αξιοπρέπειά του, την αυτάρκειά του και την ελευθερία του. Ας αφεθεί ελεύθερος να υπηρετήσει το πνεύμα με τον δικό του τρόπο ή να αυτοκαταστραφεί.
Ενώ αυτές οι σκέψεις συνέχιζαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, η φλόγα ξαναπήρε τον λόγο: «Λοιπόν», είπε, «δε θέλω να σε πιέσω να πάρεις μια απόφαση, γιατί βλέπω δυσκολεύεσαι πολύ, πιο πολύ απ’ όσο περίμενα. Ίσως καλά θα έκανες να το ξανασκεφτείς γι’ ακόμη μια μέρα. Αύριο το βράδυ θα ξαναμιλήσουμε, και τότε ίσως θα έχεις πάρει την απόφασή σου. Εντωμεταξύ κρυώνω απερίγραπτα και θα σου ήμουν ευγνώμων αν έριχνες λίγα ακόμη κάρβουνα στη φωτιά».
Η φωτιά είχε πράγματι χαμηλώσει πάρα πολύ. Είχα τόσο πολύ απορροφηθεί από την εσωτερική μου πάλη που ξέχασα τη φωτιά. Σηκώθηκα. Αλλά τότε σκέφτηκα ξαφνικά να κάνω μια έξοχη και αβίαστη πράξη, με την οποία ν’ αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν είχα ακόμη γίνει ένα απλό και ανήμπορο όργανο της φλόγας. Αντί να σκύψω στο κοφίνι με τα κάρβουνα, προχώρησα προς τον πάγκο και πήρα μια κανάτα νερό. Γύρισα πίσω στο τζάκι και έριξα με ορμή το νερό ακριβώς στο κέντρο της φωτιάς. Έγινε μια βίαια αναστάτωση – σχεδόν σαν μια έκρηξη, και το δωμάτιο γέμισε με ατμούς και καπνό. Όταν καθάρισε ο αέρας, είδα πως το κέντρο της φωτιάς είχε μαυρίσει και η φλόγα είχε εξαφανιστεί. Αφουγκράστηκα μέσα για κάποιο μήνυμα, αλλά υπήρχε μόνο σιωπή. Χριστέ μου! δεν υπάρχει χειρότερη σιωπή απ’ αυτή όταν κάποιος έχει δολοφονήσει τον φίλο του.
Στεκόμουν και άκουγα το σφύριγμα από τα κάρβουνα που έσβηναν. Αμέσως με πλημύρισε ένα κύμα από τύψεις, ντροπή και συμπόνια. Αλλά είπα στον εαυτό μου ότι αυτά δεν ήταν δικά μου αισθήματα. Μου είχαν επιβληθεί από την εξοργισμένη πύρινη φυλή που κατοικούσε σ’ όλα τα τζάκια και τα καμίνια του κόσμου.
Από εκείνη τη μέρα και μετά δεν έχω σχεδόν κοιμηθεί καθόλου. Κάθε νύχτα οι καταραμένες φλόγες με βασανίζουν μ’ ενοχές και ντροπή. Στην αρχή δε μου μιλούσαν καθόλου. Ήταν απλά παρούσες και σιωπηλές. Αλλά κατάκαιγαν  το νου μου με την ανάμνηση της αγάπης μου για τη δολοφονημένη φίλη μου και μ’ έκαναν να μετανιώνω πικρά. Αργότερα άρχισαν να μου μιλάνε. Ισχυρίζονταν πως είχαν μάθει ότι κατάλαβαν τη συμπεριφορά μου, κατανόησαν τα κίνητρά μου και σέβονται την ακεραιότητά μου, και με ικέτευσαν να βοηθήσω τόσο τη φυλή τους όσο και τη δική μας.
Όμως την ημέρα πάσχιζα αποφασισμένος να καταπολεμήσω τις φλόγες. Κοίταζα προσεχτικά σε χιλιάδες φωτιές ψάχνοντας να βρω τον χαρακτηριστικό λαμπερό και λεπτοκαμωμένο κώνο. Κάθε φορά που έβλεπε έναν, τον κατέστρεφα. Και μετά από κάθε ‘φόνο’ ένιωθα την ψυχή μου να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά μέσα στην άβυσσο. Κι όμως, Χριστέ μου, ξέρω πως οφείλω να είμαι πιστός στην ανθρωπότητα. Πρέπει να βάλω τα δυνατά μου να καταστρέψω αυτούς τους αληθοφανείς δαίμονες που σκοπό τους έχουν τον αφανισμό των ανθρώπων. Αλλά τι μπορεί να κάνει ένα άτομο μόνο του; Έχω γράψει στον τύπο παρακινώντας τον κόσμο σε μια παγκόσμια εκστρατεία. Όμως, όλοι οι συντάκτες με περνούσαν για τρελό. Ούτε μία από τις επιστολές μου δεν έχει δημοσιευθεί. Ή μάλλον όχι! Μια δημοσιεύθηκε, πράγματι. Δημοσιεύτηκε σ’ ένα άρθρο ενός περιοδικού ψυχολογίας με την αναφορά ‘Μανία Καταδιώξεως’.
Το αποκορύφωμα ήρθε όταν μπήκα σ’ ένα μεγάλο εργοστάσιο κατασκευής ατμομηχανών προσποιούμενος τον δημοσιογράφο. Είχα τηλεπαθητική ένδειξη ότι οι υψικάμινοι του εργοστασίου είχαν μολυνθεί από ζωντανές φλόγες, τις οποίες είχα καθήκον να καταστρέψω. Αναρωτιέμαι, Θως, αν έχεις ποτέ βρεθεί μέσα σε τέτοιους χώρους. Η επεξεργασία βαρέως μετάλλου είναι πάντα εντυπωσιακή. Υπήρχαν απέραντα υπόστεγα μισό χιλιόμετρο σε μάκρος, ασφυκτικά γεμάτα με σειρές από τεράστιες μηχανές. Έβρισκες εκεί τόρνους, σφυριά ατμού, κυκλικά πριόνια που έκοβαν ατσάλινες βέργες και πλάκες λες και ήταν ξύλο. Υπήρχαν πολλοί μικροί κάμινοι και σιδηρουργεία που κατασκεύαζαν βίδες και άλλα μικρότερα προϊόντα. (Αλλά δεν είδα κανένα από τα θηράματά μου σ’ αυτά τα μικρά πύρινα νησιά). Έβλεπες μεγάλες μισοτελειωμένες ατμομηχανές όπου εργάτες προσάρμοζαν πάνω τους διάφορα εξαρτήματά. Ένας δυνατός κινούμενος γερανός ανύψωνε και μετέφερε ένα πελώριο τέρας. Το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα ήταν μια σφύρα ατμού, που ζύγιζε πέντε τόνους, να σφυρηλατεί ένα μεγάλο τεμάχιο από πυρακτωμένο ατσάλι ενάμισι μέτρο μακρύ και είκοσι εκατοστά σε πάχος. Και τούτο το σφυρηλατούσαν με δύναμη για να το μεταμορφώσουν σε μια συνδετική ράβδο. Τέσσερα άτομα το κρατούσαν από τη μια άκρη του με σιδερένιες δαγκάνες και το έβαζαν κάτω από το σφυρί κάθε φορά που έπρεπε να χτυπηθεί. Η άλλη άκρη του στηριζόταν χαλαρά σε μια θηλιά μιας βαριάς αλυσίδας. Σε κάθε χτύπο του σφυριού σείονταν ολόκληρο το έδαφος. Ένας άλλος εργάτης μετρούσε το αποτέλεσμα μ’ ένα καλούπι. Κατόπιν γύρισαν ανάποδα τη μισοσχηματισμένη βέργα για να σφυρηλατηθεί εκ νέου – πράγμα που συχνά επαναλαμβανόταν μέχρι να πάρει την τελική μορφή. Κατόπιν έκοψαν την τελειωμένη ράβδο κοντά στο μέρος που συγκρατούσαν οι σιδερένιες δαγκάνες. Το έκοψαν εύκολα λες κι ήταν τυρί τοποθετώντας ένα ορθογώνιο κομμάτι από κρύο ατσάλι έτσι που το σφυρί να το χώσει βαθιά στην πυρακτωμένη μάζα. Παρακολουθώντας όλο αυτό, Θως, ένιωσα περήφανος για το ανθρώπινο είδος. Οι φλόγες δε θα μπορούσαν ποτέ να κάνουν κάτι παρόμοιο παρ’ όλη την αρχαιότητα και την πνευματικότητά τους. Μετά από λίγο προχωρήσαμε κοντά σε μια κάμινο αερίου όπου ένα τεράστιο μεταλλικό εξάρτημα ατμομηχανής πυρακτωνόταν. Οι πόρτες της καμίνου μόλις είχαν ανοίξει και τη στιγμή που έφτασα έβγαζαν έξω το εξάρτημα. Προσήλωσα το βλέμμα μου μέσα στο καμίνι με μισόκλειστα μάτια εξαιτίας της εκτυφλωτικής λάμψης και θερμότητας που σου τσουρούφλιζε. Το εσωτερικού του καμινιού είχε το μέγεθος ενός μικρού δωματίου, που φωτοβολούσε ολόκληρο από τη ζέστη. Από το ένα τοίχωμα ξεπετιούνταν μεγάλες στήλες από φλόγες αερίου αρκετά πόδια σε μήκος, που τριζοβολούσαν και εκτείνονταν από τη μια άκρη στην άλλη.
Κι εκεί είδα τον εχθρό μου. Πέντε με έξη λαμπερά, μικροσκοπικά και ευφυή πλάσματα αιωρούνταν στη φωτιά σαν πεταλούδες. Κατέβαλλαν προφανώς κάθε προσπάθεια να παραμείνουν στη θερμή ροή του καιόμενου αερίου. Όμως το βίαιο ρεύμα τα εκσφενδόνιζε στο ψυχρότερο κεντρικό σημείο. Για λίγο στεκόμουν και τα παρακολουθούσα. Αλλά αμέσως διαπίστωσα ότι ο εχθρός αντιλήφθηκε την παρουσία μου και άρχισαν να εφαρμόζουν τα διαβολικά τους τεχνάσματα πάνω μου. Μία από τις φλόγες με επίπληξε τηλεπαθητικά. «Ψυχρό πλάσμα», φώναξε, «πώς μπόρεσες να σκοτώσεις τη σύντροφό μας και τη φίλη σου; Η καρδιά σου το έλεγε καθαρά πως ήταν φίλη σου καθώς και ολόκληρο το είδος μας φίλος όλων των ανθρώπων. Ακόμη και τώρα η καρδιά σου σε προτρέπει να αλλάξεις γνώμη και να συνεργαστείς μαζί μας. Το καλό σου είναι να είσαι με το μέρος μας. Αυτοί που είναι εναντίον μας είναι οι μικρόμυαλοι φύλαρχοί σας».
Αισθάνθηκα την αντίστασή μου να εξασθενεί. Πανικόβλητος φώναξα στους εργάτες: «Σκοτώστε τις! Σκοτώστε τις! Φέρτε την πυροσβεστική μάνικα γρήγορα! Ένα ξαφνικό βρέξιμο θα κάνει παραπάνω απ’ ό, τι πρέπει τη δουλειά του». Εκεί κοντά παρατήρησα ένα πυροσβεστικό λάστιχο και έσπευσα να το αρπάξω. Όμως, όπως ήταν φυσικό, ήμουν εγώ αυτός που άρπαξαν. Πάλεψα απεγνωσμένα να ελευθερωθώ, αλλά κάλεσαν την αστυνομία. Με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί έδωσα μια επίσημη κατάθεση όλης της τρομακτικής ιστορίας, αλλά τελικά το μόνο που έκαναν ήταν να με παραδώσουν στους γιατρούς. Και να τώρα βρίσκομαι εδώ φυλακισμένος.


Λοιπόν, Θως, αυτή είναι η κατάστασή μου. μπορεί κι εσύ να με πιστεύεις. Μερικές φορές κι εγώ ο ίδιος αναρωτιέμαι εάν όλα αυτά δεν ήταν παρά μια πλάνη. Όμως νομίζω πως πρέπει να συμφωνήσεις ότι όλο το πράγμα παραείναι περιστασιακό για να είναι μια καθαρή φαντασίωση βγαλμένη από το υποσυνείδητό μου. το μόνο σημείο που κλονίζει την πεποίθησή μου είναι πως οι άντρες που δούλευαν μπροστά από τη μεγάλη κάμινο αερίου προφανώς δεν έβλεπαν τις ζωντανές φλόγες. Γι’ αυτό φυσικά νόμισαν πως ήμουν τρελός. Αλλά και πάλι, ολόκληρο το εσωτερικό του καμινιού φωτοβολούσε σ’ ένα πορτοκαλί χρώμα και τα ρεύματα του αερίου βρίσκονταν σε συνεχή αναταραχή, και οι μικροσκοπικές ζωντανές φλόγες ήταν σε συνεχή κίνηση, και συχνά τις έκρυβε το σώμα από τις φλόγες του αερίου. Οι άνθρωποι του εργοστασίου, μη έχοντας εμπειρία των ζωντανών φλογών, είναι βέβαιο πως δεν τις είχαν εντοπίσει. Όχι! Εγώ, δεν ξέρω για σένα, δεν έχω καμιά αμφιβολία για την αλήθεια των όσων έζησα.
Και τώρα, Θως, σ’ εξορκίζω όχι μόνο να με πιστέψεις αλλά και ν’ αναλάβεις δράση. Πρώτα, κάνε μια μικρή έρευνα για λογαριασμό σου. Εξέτασε κάθε φωτιά και κάθε καμίνι όπου έχεις πρόσβαση, και είναι βέβαιο πως κι εσύ ο ίδιος θα ανακαλύψεις τις φλόγες. Θα χρειαστείς ίσως κάποια εξάσκηση, διότι πιστεύω πως αυτές αρχίζουν να μαθαίνουν να κρύβονται από μας. Όταν βεβαιωθείς για την ύπαρξή τους, σε θερμοπαρακαλώ να οργανώσεις μια παγκόσμια εκστρατεία για την καταστροφή τους. Να επιμένεις στην προσεκτική εξέταση κάθε φωτιάς σ’ όλες τις ηπείρους. Πρέπει επίσης να εξετασθεί προσεκτικά κάθε κρατήρας ηφαιστείου. Και επειδή οι κονιορτοποιημένοι σπόροι των πλασμάτων μεταφέρονται παντού με τον αέρα,  κάθε τζάκι σπιτιού, κάθε φωτιά θάμνων, κάθε φωτιά σε δάσος ή σε λιβάδι πρέπει να παρακολουθούνται επισταμένως, επειδή αποτελούν ευνοϊκό έδαφος ανάπτυξής τους. Ευτυχώς οι φλόγες πολύ εύκολα καταστρέφονται σε μικρές φωτιές. Σε μεγάλες φωτιές πρέπει μόνο να τις αφήσουμε να κοπάσουν κάπως και μετά να ρίξουμε νερό σε κάθε ατομική φλόγα. Και το σημαντικό είναι να τις εξοντώσουμε πριν η σταδιακή ψύχρανση τις καταστήσει μόρια κονιορτού. Δυστυχώς, ακόμη κι να κατορθώσουμε και καταστρέψουμε κάνε ατομική φλόγα που ανακαλύπτουμε, δεν πρέπει να χαλαρώσουμε την επαγρύπνησή μας, διότι ο αερομεταφερόμενος σπόρος έχει μεγάλη μακροζωία, θα έλεγα πως είναι αθάνατος, και μπορεί πάντα να πέσει κατά τύχη σε κάποια φωτιά. Ή πάλι η αναθέρμανση κάποιου πυριγενούς πετρώματος ενδέχεται να αφυπνίσει και να απελευθερώσει κάποια φυλακισμένη ατομική φλόγα. Και να μην ξεχνάμε πως ο κίνδυνος από ηφαίστειο είναι συνεχής.
Είναι πολύ σημαντικό να φυλάγεται κανείς από τις διαβολικές ψυχικές δυνάμεις των φλογών, ιδίως επειδή υπάρχουν χιλιάδες ή ακόμη και εκατομμύρια ζωντανές απ’ αυτές. Φρόντισε να θεωρείται εγκληματική πράξη για κάθε άνθρωπο να εκφράζει όποια συμπάθεια για τις φλόγες. Τέτοιες επικίνδυνες σκέψεις πρέπει να εξαλείφονται με κάθε τρόπο. Κανείς δεν μπορεί να νοιάζεται για προσωπική ελευθερία περισσότερο απ’ όσο εγώ. Υπάρχει όμως ένα σημείο όπου η ανεκτικότητα παύει να είναι αρετή. Ενίοτε μπορεί να είναι και έγκλημα. Εξάλλου, όποιος θέλει να συνηγορεί υπέρ της φιλικότητας προς τις φλόγες πρέπει να τον κάνουν να καταλάβει πως δρώντας έτσι στην ουσία δεν ασκεί την ελεύθερη βούλησή του καθόλου. Έχει απλά καταστεί ένα υποχείριο ελεγχόμενο από τις φλόγες. Λέγεται ότι η μόνη αληθινή ελευθερία είναι εκείνη που υποτάσσεται στο Θέλημα του Θεού. Επομένως, πράγματι, η μεγαλύτερη δουλεία είναι η αυταπάτη του να κάνουμε με τη θέλησή μας ό, τι μας επιτάσσει η θέληση του Σατανά.
Και επί τη ευκαιρία, Θως, πρέπει να καταγράψω πως οι απόψεις μου για τη θρησκεία έχουν εντελώς αλλάξει εξαιτίας των πρόσφατων εμπειριών μου. Τη στιγμή που έριξα εκείνη την κανάτα με το νερό στη φωτιά εκείνου του αγροτόσπιτου, άρχισα να βλέπω το φως. Προηγουμένως ήμουν ένας καλοπροαίρετος αγνωστικιστής σαν κι εσένα. Αλλά ξαφνικά μου αποκαλύφθηκε, μετά από την εσκεμμένη καταστροφή της φλόγας από μένα, ότι υπάρχουν πράγματι δύο συμπαντικές δυνάμεις του καλού και του κακού σε αέναη διαμάχη μέσα στο σύμπαν, και ότι ο Θεός με υπέροχο τρόπο μ’ έσωσε από την αιώνια τιμωρία και με χρησιμοποιεί τώρα σαν όργανό του. λοιπόν, Θως, σ’ εξορκίζω, σ’ ό, τι έχεις πιο ιερό, να αφιερωθείς σ’ αυτήν τη σταυροφορία της σωτηρίας της ανθρωπότητας από την πνευματική δουλεία και αιώνια καταδίκη. Εάν κατορθώσεις και αφυπνίσεις την κοινή γνώμη, δεν υπάρχει αμφιβολία πως με τον καιρό η λογική μου θα δικαιωθεί και θα αφεθώ ελεύθερος. Αλλά τούτο λίγη σημασία έχει, διότι όπου κι αν βρίσκομαι, θα αφιερώσω τον εαυτό μου στον ψυχικό αγώνα εναντίον των φλογών για χάρη της ανθρωπότητας. Οι φλόγες φοβούνται την ικανότητά μου, ειδάλλως διαρκώς και κραυγαλέα θα επιχειρούσαν να εισέλθουν στο μυαλό μου απ’ όλες τις φωτιές και τα καμίνια της γης. Και είναι διαβολικά σαγηνευτικές. Εάν δεν ήξερα πως εξασκούσαν σατανικές δυνάμεις πάνω μου, πρόθυμα θα αποδεχόμουν αρετές τους και την πνευματική τους αυθεντία. Πράγματι, με διαβολικό τρόπο, μιλούν τη γλώσσα των αγγέλων, και είναι επιδέξιες να χρησιμοποιούν διεστραμμένα τη θεϊκή σοφία. Όμως μετά τον διαλυμένο γάμο μου για χάρη της παγκόσμιας πολιτικής τους, είμαι πεπεισμένος ότι είναι κακόβουλες. Και οι ίδιες, εξάλλου, παραδέχθηκαν ότι σχεδιάζουν να ελέγξουν τη βούληση των ανθρώπων – πράγμα που από τη δική μου σκοπιά είμαι βέβαιος πως έτσι είναι.
Φυσικά, είναι πάρα πολύ πιθανόν ότι η διεθνής διαμάχη θα εμποδίσει τους λαούς να ενωθούν ενάντια στον κοινό εχθρό. Αλλά ασφαλώς υπάρχει τουλάχιστον μια ευκαιρία, ακριβώς επειδή ο κίνδυνος είναι κοινός και εξωτερικός, να αναγκάσει την ανθρωπότητα να ενωθεί. Αν κάτι τέτοιο έμελε να συμβεί, οι άνθρωποι δε θα απείχαν πολύ από το να χρωστούν εύλογα χάρη στις φλόγες. Μέχρι τούδε τα εμπόλεμα έθνη μας δεν έχουν ποτέ κατορθώσει να ενωθούν παρά μόνο μπροστά στον κοινό κίνδυνο. Επομένως για ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή ή ένωση ήταν ανέφικτη. Τώρα όμως όλα τα έθνη έχουν έναν κοινό εχθρό, και μάλιστα πολύ επικίνδυνο. Κατά συνέπεια επιτέλους μια ενότητα είναι δυνατή. «Απ’ αυτή την τσουκνίδα του κινδύνου – ».* Έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη ευκαιρία. Κάνε εσύ αυτό που σου επιβάλλεται, Θως, κι εγώ θα συνεχίσω το δικό μου.
Πάντα δικός σου. ΚΑΣ.
ΥΓ – Τελείωσα το γραπτό τούτο χθες τη νύχτα και το τελείωσα με μια διάθεση βεβαιότητας. Αλλά σήμερα το πρωί που το ξαναδιάβασα, αφού πέρασα μια νύχτα υποβαλλόμενος στην πειστική επιρροή της πύρινης φυλής, νιώθω πολύ διαφορετικός. Η αλήθεια είναι πως ζω μια κόλαση επειδή συνεχίζεται ακόμη στον νου μου η απεγνωσμένη πάλη εναντίον των φλογών. Ομολογώ πως δεν μπορώ πράγματι αν νιώσω πως οι φλόγες είναι κακόβουλες. Νιώθω πως οι έκκλησή τους είναι αληθινή και δικαιολογημένη. Αλλά όσο πασχίζουν να με κερδίσουν με το μέρος τους, τόσο αποφασιστικά θυμίζω τον εαυτό μου ότι κάθε παραδοχή μου για την καλοσύνη τους είναι υποβολιμαία. Κι έτσι εμμένω στην απόφασή μου. Όμως η πάλη είναι βασανιστική, και εάν δεν τις βγάλω σύντομα από το μυαλό μου με τη δική μου ψυχική βούληση, θα τρελαθώ στ’ αλήθεια.
Κ.
Επίλογος
Όταν έλαβα αυτή τη μακρά αναφορά του Κας , ήμουν πολύ απασχολημένος με επαγγελματικά και επιστημονικά θέματα, τα οποία απαιτούσαν πολλά ταξίδια στην Ευρώπη. Και μόνο πριν από μερικούς μήνες μπόρεσα να τον επισκεφτώ. Μέχρι τότε το παρόν είχε ήδη σταλεί για δημοσίευση και το πρωτότυπο χειρόγραφο ήταν επί του πιεστηρίου. Είχα γράψει δυο φορές να πληροφορήσω τον Κας πως η ιστορία του είχε γίνει δεκτή, αλλά δεν έλαβα καμιά απάντηση.
Μόλις η πίεση της δουλειάς μου είχε κάπως ελαφρυνθεί, αποτάθηκα στο ψυχιατρικό ίδρυμα να μου επιτρέψουν να επισκεφτώ τον Κας. Όταν έφτασα, μου μίλησε ο αρμόδιος ψυχίατρος. Μου εξήγησε ότι ο Κας ήταν ‘αρκετά φυσιολογικός αν εξαιρέσουμε τις πλάνες του’. Μερικές φορές ήταν τόσο αφηρημένος που ήταν δύσκολο να τον φέρουν στην πραγματικότητα. Κατά τ’ άλλα ‘δεν διέφερε από τους συνηθισμένους ανθρώπους – εκτός από τις τρελές τους ιδέες για τις φλόγες’. Τον ρώτησε αν υπήρχαν καθόλου σημάδια ώστε να διαλυθούν οι πλάνες του. Απρόθυμα ο γιατρός παραδέχτηκε πως δεν υπήρχε κανένα σημάδι. Πράγματι, ήταν φανερό ότι οι φαντασιώσεις του πολλαπλασιάζονταν στο μυαλό του.
Όταν με οδήγησαν στο μικρό του δωμάτιο, ο Κας καταρχάς δεν έδειξε να μ’ αναγνωρίζει καθόλου. Καθόταν αναπαυτικά σε μια σεζλόνγκ μπροστά από το ανοικτό παράθυρο με τα μάτια κλειστά και με το ηλιοκαμένο του πρόσωπο στραμμένο με τρόπο που να δέχεται όλη την ακτινοβολία του ήλιου. Έδειχνε συνοφρυωμένος, προφανώς, έντονα απορροφημένος. Τα μαλλιά ήταν πιο γκρίζα απ’ ό, τι περίμενα, αλλά η επιδερμίδα του προσώπου του φαινόταν σφριγηλή και υγιής, παρ’ όλες τις βαθιές ρυτίδες γύρω από τα μάτια του και πάνω στα αδυνατισμένα του μάγουλα. Μια περίεργη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου πως θα μπορούσε να τον περάσει κάποιος σαν έναν ηλικιωμένο Δάντη.
Τον χαιρέτησα με εγκαρδιότητα που δεν φάνηκε να δείχνει αληθινή και τράβηξα μια καρέκλα να καθίσω κοντά του. Αυτός παρέμεινε σιωπηλός.
Μετά από λίγο αναστέναξε βαθιά, άνοιξε τα μάτια του, μου χαμογέλασε και είπε: «Γεια σου, Θως! Ζητώ συγγνώμη για την αγένειά μου, αλλά είμαι απελπιστικά πολυάσχολος. Για φαντάσου να σε δω ξανά μετά από τόσα χρόνια!». Μετά από κάποιο δισταγμό συνέχισε: «Χαίρομαι που σε βλέπω, παλιόφιλε. Πώς μπορώ να σου φανώ χρήσιμος;»
Αυτή η παράξενη συμπεριφορά με συγκλόνισε σημαντικά, και μουρμούρισα πως είχα πάει για μια φιλική επίσκεψη. Λέγοντας μερικές κοινοτοπίες για να σπάσει ο πάγος, σύντομα διαπίστωσα πως δε με πρόσεχε και πολύ. Γι’ αυτό τελικά μπήκα απότομα στο θέμα πως το χειρόγραφό του ήταν ήδη στο τυπογραφείο. Ανακάθισε, με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα όλο θυμό και αμέσως είπε: «Θεέ μου! πρέπει να ξέχασα να σου πω! Πολύ αδιάκριτο εκ μέρους μου, που να πάρει!». Ξαφνικά ξέσπασε σε γέλια, όπως και ξαφνικά σταμάτησε. «Για φαντάσου να ξεχάσω», είπε. «Να, Θως – λοιπόν, το ζήτημα είναι – θέλω να πω – να, το βλέπεις κι εσύ, ήμουν τόσο απορροφημένος που απλά το ξέχασα. Καλοσύνη σου που μπήκες σε τόσο κόπο, αλλά – »
Αλλά τι;» φώναξα θυμωμένος ξεχνώντας ότι είχα να κάνω μ’ έναν τρελό, και έπρεπε να περιμένω ν’ ακούσω ασυναρτησίες ή να συμπεριφερθεί αδιάκριτα.
Σηκώθηκε και έκανε το γύρο του δωματίου με σιγανές βρισιές και ελαφρούς καγχασμούς. Κατόπιν στάθηκε στον ήλιο, κοιτάζοντάς τον με μισόκλειστα μάτια και χαμογέλασε κουνώντας του το χέρι αποδοκιμαστικά. Πίστευε, προφανώς, πως  συνομιλούσε μαζί του.
Ο καημένος ήταν φανερό πως το μυαλό του είχε σαλέψει περισσότερο απ’ όσο είχα υποθέσει.
Απότομα ύστερα κάθισε δίπλα μου. «Σου ζητώ συγγνώμη, Θως», είπε με σιγανή φωνή», αλλά όλα είναι τόσο δύσκολα».
«Σε καταλαβαίνω απόλυτα», του απάντησα συγκαταβατικά. «Μη στενοχωριέσαι για μένα. Δεν θα ερχόμουν εάν ήξερα πως ήσουν απασχολημένος». Τότε με κοίταξε αυστηρά και είπε: «Μη γίνεσαι τόσο διακριτικός, που να πάρει! Αλλά, βέβαια, νομίζεις πως έχεις να κάνεις μ’ έναν παλαβό. Λοιπόν, μάθε πως δεν ήμουν ποτέ πιο λογικός στη ζωή μου».
Του πρόσφερα τσιγάρο και πήρα κι εγώ ένα. Έβγαλε έναν αναπτήρα, κι αφού ανάψαμε τα τσιγάρα μας, είπε: «Κοίτα! Να ένα μικρό σύμβολο. Δες πόσο λάμπει η φλόγα όταν την κρατώ στη σκιά, να έτσι! Αλλά δες τώρα!». Μετακίνησε τον αναπτήρα ανάμεσα στο πρόσωπό μου και τον ήλιο. Η φλόγα έδειχνε σαν μια τρεμάμενη, ισχνή, σκοτεινή πυραμίδα σε αντίθεση με την ηλιακή λάμψη. «Αυτό που βλέπεις», είπε, «είναι ένα σύμβολο όλη μας της γνώσης και αντίληψης – φωτεινότητα με φόντο το σκοτάδι της απόλυτης άγνοιας, αλλά σκοτεινότητα με φόντο της απόλυτης αλήθειας».
«Λυπάμαι», είπε βάζοντας τον αναπτήρα πίσω στην τσέπη του, «αλλά πρέπει να σταματήσεις τη δημοσίευση όλης αυτής της ανοησίας. Θα ξαναγράψω το όλο θέμα από διαφορετική σκοπιά». Διαμαρτυρήθηκα έντονα και τον πίεσα να μου δώσει μια εξήγηση.
Μετά από μερικά λεπτά σιωπής συνέχισε: «Ναι, υποθέτω πως δικαιούσαι να ξέρεις. Θα σου πω όλη την ιστορία. Όμως μην πεις σε κανένα τίποτε. Πρέπει να τη γράψω ολόκληρη».
Μετά άρχισε να μου αραδιάζει ασυνήθιστα παραμύθια. Με μεγάλη δυσκολία πάσχιζα να τον καταλάβω, εν μέρει επειδή συνέχιζε να επαναλαμβάνεται, αλλά και επειδή δε φαινόταν να μπορεί να θυμηθεί ότι όσα ήξερα για τις παράξενες εμπειρίες του περιορίζονταν στο χειρόγραφο που μου είχε στείλει. Όταν τον διέκοπτα για να μου εξηγήσει κάτι, έδειχνε ελαφρά θυμωμένος για την άγνοιά μου, και ανυπόμονος να συνεχίσει την αφήγησή του. Στο τέλος φάνηκε πως είχε ξεχάσει ολότελα την παρουσία μου και απλά εξέφραζε τις σκέψεις του φωνακτά. Σ’ ένα σημείο όταν τον ακούμπησα στον αγκώνα του για να τραβήξω την προσοχή του, τινάχτηκε έκπληκτος και με κοίταξε σαστισμένος. Γρήγορα όμως ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και μου απάντησε – οφείλω να το παραδεχτώ – με αξιοθαύμαστη ευφυΐα. Μετά από λίγο ξανακύλησε στον κόσμο του.
Θα προσπαθήσω τώρα, όσο πιο πολύ μπορώ, να σας δώσω την ουσία των όσων ασυνήθιστων μου διηγήθηκε. Εάν η ιστορία του, όπως και υποθέτω, βασίζεται σε τίποτε άλλο από μια πλάνη, θα πρέπει τουλάχιστον να έχει ψυχολογικό ενδιαφέρον. Εγώ όμως πιστεύω πως είναι μια πλάνη, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι, καθώς αυτός επεκτεινόταν πάνω στο θέμα, άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου μια αμυδρή αμφιβολία, για λόγους που θα εμφανιστούν παρακάτω. Εξάλλου, η ανθρώπινη άγνοια είναι τέτοια που τίποτε δεν μπορεί να απορρίψει ως εντελώς απίστευτο.
Μερικές εβδομάδες αφού μου είχε στείλει την επιστολή του, φαίνεται πως οι φλόγες κατόρθωσαν να τον κάνουν να κατανοήσει με πολύ πιο λεπτομερή διορατικότητα τις συνθήκες και τη φύση τους. Τούτο το κατόρθωσαν όχι απλά με τη μέθοδο της τηλεπάθειας αλλά με να τον καταστήσουν ικανό να εισέλθει άμεσα στις εμπειρίες πολλών ατομικών φλογών σε τεχνητές φωτιές απ’ όλο τον κόσμο. Αυτές οι εμπειρίες, ισχυρίστηκε, τον είχαν σταδιακά πείσει για τη θεμελιώδη καλοσύνη και πνευματική ευαισθησία των φλογών. Όλο και πιο συχνά, μου είπε, περνούσε τον καιρό του με το να κάθεται απλά στην καρέκλα του και ν’ αφήνει το μυαλό του να παρασύρεται εδώ κι εκεί πάνω στην υδρόγειο. Τα λεγόμενά του για ζωντανές φλόγες ήταν με ασυνήθιστο τρόπο περιστασιακά και παραστατικά. Κατά τις εξαιρετικά περίπλοκες φαντασιώσεις του που μου αφηγήθηκε, δεν μπόρεσα να εντοπίσω καμιά ασυνέπεια. Εάν το όλο θέμα ήταν μια σκέτη πλάνη, πρέπει τουλάχιστον να πιστέψουμε πως ήταν προικισμένος μ’ ένα εκπληκτικό ασυνείδητο.
Μπόρεσε να περιγράψει με σαφήνεια τις φλόγες σαν καθαρά ξεχωριστές προσωπικότητες. Βέβαια, οι περισσότερες από τις αφηγήσεις του έχουν τώρα ξεθωριάσει σ’ έναν συγκεχυμένο κυκεώνα στο μυαλό μου, αλλά θυμούμαι ότι μου είπε για μια φλόγα που πέρασε μια ακανόνιστη ζωή στην εστία μιας κουζίνας στο Στέπνι. Το κύριο ενδιαφέρον του πλάσματος ήταν η ανθρώπινη ιστορία, και ιδιαίτερα η εξέλιξη της Κινεζικής κοινωνικής φιλοσοφίας. Για να ικανοποιήσει το πάθος της είχε προσηλώσει την προσοχή της σ’ ένα θέμα της μελέτης της ελπίζοντας να έρθει σε τηλεπαθητική επαφή με κάποιον Κινέζο ιστορικό που θα τύχαινε να μελετά το ίδιο θέμα. Οίκτιρε το γεγονός που στη σύγχρονη Κίνα λιγόστευαν όλο και περισσότερο οι σοβαροί μελετητές του αρχαίου του πολιτισμού.
Κάτω από τη συνεχή επιρροή των φλογών ο Κας σταδιακά πείστηκε να αποβάλει την προηγούμενη εχθρότητά του και να επιθυμεί την πλήρη συνεργασία μεταξύ του πληθυσμού των φλογών και του ανθρώπινου γένους. Άρχισε να μου γράφει σχετικά μ’ αυτό το θέμα, αλλά το γράμμα του δε στάλθηκε ποτέ. Καινούριες εμπειρίες σε σχέση με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον είδος γρήγορα έβγαλε από τον νου του κάθε ανάμνηση της προηγούμενης επιστολής του προς εμένα.
Αυτές οι καινούριες εμπειρίες του ήταν ασφαλώς τέτοιες που καθιστούσαν κάθε γήινη υπόθεση να φαίνεται ασήμαντη. Σ’ έναν μεγάλο αριθμό βιομηχανικών καμίνων καθώς και σε πολλές μηχανές υπερωκεάνιων, ομάδες από φλόγες είχαν επωφεληθεί από τις συνεχείς υψηλές θερμοκρασίες προς επιδίωξη της λύσης του πιο δύσκολου προβλήματος όλων, δηλαδή, να επιχειρήσουν να αυξήσουν το επίπεδο της συνείδησής τους ικανοποιητικά για να έρθουν σε επαφή για μια ακόμη φορά με τις φλόγες που ζουν στον ήλιο. Τούτο, πίστευαν, είχε καταστεί πιο δυνατό από την αφύπνιση των φλογών που ζούσαν στη γη κατά τη διάρκεια των μεγάλων αεροπορικών επιδρομών. Μετά από πολλές  ανεπιτυχείς απόπειρες, έγινε πράγματι κάποια επαφή, αν και σπασμωδική. Οι εξερευνητές έλαβαν αρχικά μόνο αποσπασματικές απαντήσεις στα τηλεπαθητικά τους μηνύματα. Και όταν η τεχνική τους είχε σημαντικά βελτιωθεί, μπόρεσαν να καθιερώσουν ένα σύστημα σταθερής επικοινωνίας.
Όσο πιο ακριβείς πληροφορίες λάμβαναν, τόσο πιο ακατανόητες ήταν, ακόμη και τρομακτικές, διότι οι σημασία τους ήταν χαοτική για τις γήινες φλόγες.
Οι ηλιακές φλόγες, προφανώς, είχαν συνεχίσει τον παλιό τρόπο ζωής για τη μεγαλύτερη περίοδο των δύο δισεκατομμυρίων ετών από τη γένεση των πλανητών και εύκολα προσαρμόστηκαν στις αργές αλλαγές του περιβάλλοντός τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου είχαν όλο και περισσότερο πετύχει στο μεγαλεπήβολο εγχείρημά τους στην εξωαισθητική εξερεύνηση του σύμπαντος. Όμως  κατά τους χρόνους περίπου που αντιστοιχούν στην εμφάνιση των σπονδυλωτών πάνω στη γη, άρχισαν να κάνουν σπουδαιότατες ανακαλύψεις που έμελλαν να μεταμορφώσουν ολόκληρο τον πολιτισμό τους και την κοινωνική τους τάξη.
Στο σημείο αυτό ίσως καλά θα κάνω να προειδοποιήσω τον αναγνώστη πως όσα θα πρέπει ν’ αναφέρω θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν ως η πλέον φανταστική ανοησία, η τρελή μυθοπλασία ενός αρρωστημένου νου. Κι όμως, για να είμαι ειλικρινής, οφείλω να τονίσω το γεγονός πως ο Κας διηγήθηκε την ιστορία του με τέτοια πειστικότητα που κι εγώ σχεδόν την πίστεψα.
Οι ηλιακές φλόγες, δήλωσε ο Κας με βεβαιότητα, είχε έρθει σε επαφή με όλο και περισσότερους νοήμονες αστέρες και πλανήτες με πολύ ποικίλους χαρακτήρες και φυσικές δομές. Και όσο προχωρούσαν σε πνευματική ανάπτυξη, ήταν σε θέση να επικοινωνούν με κόσμους που είχαν όλο και πιο πολύ αναπτυγμένη επίγνωση. Τελικά, ανακάλυψαν ότι μια μεγάλη ομάδα από τους πλέον ‘αφυπνισμένους’ κόσμους είχε πριν από μεγάλο χρονικό διάστημα δημιουργήσει μια συμπαντική κοινωνία και ότι αυτή η κοινωνία είχε εκ νέου ‘αφυπνιστεί’ σ’ ένα ανώτερο επίπεδο επίγνωσης. Και κάτω από τέτοιες συνθήκες είχαν πάλι ‘αφυπνιστεί’ σ’ έναν μοναδικό νου, έναν ‘υπερνού’, που είχε αφομοιώσει πολλούς διαφορετικούς κόσμους. Ο ηλιακός νους ο ίδιος, μετά από μακρά και επίπονη μύηση, κατόρθωσε να συμμετάσχει σ’ αυτή την ανώτερη εμπειρία.
 Προφανώς αυτή η μύηση στη συμπαντική κοινωνία συνέβη σε μια εποχή λίγο νωρίτερα από την αυγή της ζωής των δεινοσαύρων πάνω στη γη. Από τους χρόνους εκείνους και μετά, το κύριο ενδιαφέρον των ηλιακών φλογών ήταν να παίξουν έναν ενεργό ρόλο στη ζωή της κοινωνίας του συμπαντικού ‘υπερνού’. Και η ζωή αυτής της κοινωνίας ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένη στην εξωαισθητική και μεταφυσική μελέτη της απόλυτης πραγματικότητας. (Τουλάχιστον αυτό βεβαίωνε ο Κας. Όσο για μένα, αμφιβάλλω εάν μια τέτοια δήλωση έχει πράγματι κάποια λογική. Δε βλέπω τον λόγο να υποθέτω πως οι εξωαισθητικές εμπειρίες μπορούν να εμβαθύνουν στην απόλυτη πραγματικότητα. Όσο πάλι αφορά τη μεταφυσική μελέτη, δεν είναι τίποτε άλλο από απατηλά ταχυδακτυλουργικά λεκτικά τεχνάσματα). Ο Κας ισχυριζόταν πως όλα τα επαρκώς αφυπνισμένα άτομα παντού μέσα στο σύμπαν συμμετέχοντας στις εμπειρίες του συμπαντικού νου είχαν τον διακαή πόθο να επικοινωνήσουν με κάποιο είδος θεϊκής οντότητας, κάποιο θεό. Θυμάμαι ένα από τα σχόλια του Κας: «Ο συμπαντικός νους», μου είπε, «ένιωθε μοναξιά και είχε αδήριτη ανάγκη από αγάπη». Προφανώς αυτές οι μακρές εξερευνήσεις επέφεραν μια αυξημένη ένδειξη θεϊσμού ή μια αυξημένη επίγνωση από κάτι που πιστευόταν πως είναι ‘η θεϊκή παρουσία’ ή μια αυξανόμενη επαγγελία ότι κάποιο συμπαντικό ον με άπειρη Αγάπη θα γίνει γνωστό. Σε παλαιότερες εποχές οι νοήμονες κόσμοι είχαν προσεκτικά αποφύγει κάθε μορφή μεταφυσικής πίστης, διότι είχε διαπιστωθεί πως η πεπερασμένη διάνοια δεν ήταν σε θέση να συλλάβει καμιά βαθύτερη αντίληψη της πραγματικότητας. Αλλά κάτω από την επίδραση της ‘νέας επαγγελίας’ η ζωή κάθε ατόμου σε κάθε αφυπνισμένου κόσμου είχε τώρα προσανατολιστεί σ’ αυτό το λαμπρό άστρο της βεβαιότητας, ή έστω της φαινομενικής βεβαιότητας, της ‘αναμφίβολης πίστης’ – για να χρησιμοποιήσω αυτούσιες τις λέξεις του Κας. Ο πόθος για την τελική ολοκληρωτική αποκάλυψη έγινε ένα καθολικό πάθος. Σ’ όλους τους κόσμους οι ξενιστές των ατομικών πνευμάτων περίμεναν με κομμένη την ανάσα την ολοκλήρωση της ένωσης του συμπαντικού ‘υπερνού’ με τον Θεό, το υπερσυμπαντικό Ον της Αγάπης. Εντωμεταξύ, σύμφωνα με τον Κας, ολόκληρη η συμπαντική κοινωνία είχε αλλάξει πάνω σε μια θεοκρατική βάση, που την κυβερνούσε ένα ιερατείο αποτελούμενο από τους πλέον πνευματικά αναπτυγμένους κόσμους. Και μέσα σε κάθε κόσμο όλη την κοινωνία την εξουσίαζε επίσης ένα ιερατείο, όχι βέβαια με τη βία ή την απειλή της βίας, αλλά καθαρά με την απειλή ενός σιωπηρού αφορισμού από τη μοναδική πνευματική εμπειρία του συμπαντικού ‘υπερνού’. Όλοι αυτοί οι αφυπνισμένοι κόσμοι ήταν τόσο πεπεισμένοι στην έλευση μια νέας εποχής που όλες οι δραστηριότητες εκτός από τις θρησκευτικές τελετουργίες και τον στοχασμό σταδιακά  εγκαταλείφθηκαν. Η παραδοσιακή καλοσύνη και η αλληλεγγύη εκφυλίστηκαν. «Εξάλλου», έλεγαν, «οι αγωνίες των δυστυχισμένων θα δώσουν τόπο στην ευδαιμονία, γι’ αυτό δεν είναι ανάγκη ν’ ανησυχούμε γι’ αυτά πάρα πολύ. Και ασφαλώς δεν πρέπει, προς ελάφρυνσή τους, να σπαταλούμε ενέργεια που πρέπει να επικεντρωθεί ολοκληρωτικά στην προσπάθεια του συμπαντικού πνεύματος να δει κατά πρόσωπο τον Θεό το γρηγορότερο δυνατόν».
Αιώνες πέρασαν και ο ποθητός φωτισμός και η μέθεξη αυτή δεν ήρθε. Αντί αυτών, ο συμπαντικός νους, μαζί με όλα τα αφυπνισμένα και πνευματικά ενωμένα άτομα, έκανε μια διαφορετική και συγκλονιστική ανακάλυψη.
Ποια ήταν αυτή η ανακάλυψη μου είναι πολύ δύσκολο να την καθορίσω επακριβώς, ακόμη δε περισσότερο να την περιγράψω, πράγμα αναμενόμενο.
Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως σε κάποιο ορισμένο στάδιο της συμπαντικής ιστορίας, πιθανόν κατά την εποχή της πρώτης εμφάνισης των θηλαστικών στη γη, ο συμπαντικός νους άρχισε να υποπτεύεται ότι η πολύτιμη ένδειξη για την ύπαρξη του θεϊκού όντος της αγάπης, και η αναμενόμενη ολοκλήρωση όλης της συμπαντικής διαδικασίας ήταν λάθος. «Το συμπαντικό πνεύμα», είπε ο Κας, «κραύγαζε απεγνωσμένα αναζητώντας την αγάπη, και έλαβε κάποια προφανή απόκριση, κατά τα φαινόμενα, από την καρδιά της πραγματικότητας. Στην ουσία όμως, αυτή η απόκριση δεν ήταν τίποτε άλλο από τον απλό αντίλαλο της επιθυμίας του ίδιου του  συμπαντικού νου. Και μέσα από την αχλή της αβεβαιότητας, πεπεισμένος πως σύντομα θα βρεθεί ενώπιον της Θεϊκής Παρουσίας, δεν βρήκε τίποτε περισσότερο από το δικό του είδωλο που αντικατοπτριζόταν από τα όρια της ύπαρξης».
Είναι εύκολο να δει κανείς πως μια κοινωνία προσανατολισμένη προς μια προσωπική θεότητα, ενός θεού αγάπης, και οργανωμένη σ’ ένα ολοκληρωτικά θεοκρατικό σύστημα, θα κλονιζόταν άσχημα από αυτή την ανακάλυψη, πόσο περισσότερο που τα μέλη της πιστεύουν σε μια πραγματική και γρήγορη έννοια με τον Θεό τους.
Αλλά το χειρότερο ήταν να την αποδεχτούν. Με φρούδες ελπίδες να ψάξουν για μια βαθύτερη αλήθεια, ανέλαβαν να εξερευνήσουν περαιτέρω. «Τελικά», αν θυμάμαι καλά τα λόγια του Κας, «το συμπαντικό πνεύμα ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τη σκληρή πραγματικότητα. Και πολύ σκληρή αποδείχτηκε. Η πραγματικότητα, προφανώς, ήταν εντελώς ξένη προς το πνεύμα, και εντελώς αδιάφορη προς τις πιο ιερές αξίες των αφυπνισμένων διανοιών του σύμπαντος. Ήταν πράγματι το Ολοκληρωτικά Άλλο και το ολοκληρωτικά ακατανόητο. Φαινόταν  με κάποια έννοια να είναι προσωπική, ή τουλάχιστον, ‘όχι λιγότερο από προσωπική’. Ήταν μάλλον απείρως πιο πολλή από προσωπική. Το μόνο που μπορούσε να ειπωθεί γι’ αυτή ήταν ότι  συμπεριλάμβανε ολόκληρη την διανοητική και πνευματική ζωή του σύμπαντος καθώς επίσης μια τεράστια στρατιά από άλλες συμπαντικές δημιουργίες, οι οποίες διέφεραν μεταξύ τους τόσο βαθιά που δεν ήταν δυνατή οποιαδήποτε αλληλοκατανόηση. Για το ανώτερο Ον όλες οι προσδοκίες των κόσμων που περιελάμβανε ήταν εξίσου ασήμαντες. Οι κόσμοι αυτοί δε λειτουργούσαν έτσι που αυτό το Ον να δηλώνει τη ζωή του πνεύματος επιτυχώς, αλλά απλά να γνωρίζει, να αισθάνεται, να αγωνίζεται με διάφορους τρόπους, έστω και αναποτελεσματικοί και παράδοξοι. Ως εκ τούτου ασυναίσθητα του παρείχαν την υπόστασή του».
Ακούγοντας τον Κας να λέει γι’ αυτή την ανακάλυψη με δραματικό ύφος, δεν μπόρεσα να κρύψω ένα κοροϊδευτικό γέλιο. Η σκέψη πως ο ανώτερος κοσμικός νους να γελαστεί με τόσο τερατώδη τρόπο από τις δικές του επιθυμίες ώστε να πιστέψει ότι ο στόχοι του ήταν και στόχοι του Θεού, και ότι βρισκόταν ακριβώς στο σημείο ένωσης με το θείο, μου φάνηκε αρκετά αστεία. Δε θα ξεχάσω την έκρηξη θυμού και περιφρόνησης που με κοίταξε ο Κας όταν αντιλήφθηκε το ανεπαρκώς κρυμμένο γέλιο μου. «Αναμφίβολα», είπε, «ο συμπαντικός νους αυταπατήθηκε και του άξιζε η απογοήτευσή του. Αλλά πλάσματα σαν κι εμάς έχουμε το δικαίωμα να κοροϊδεύουμε για μια τέτοια τεράστια πνευματική συμφορά σε συμπαντική κλίμακα, που επηρεάζει την ευδαιμονία μυριάδων όντων με αυτοεπίγνωση;» φυσικά, είδα την τραγική πλευρά της κατάστασης, αλλά εκείνη τη στιγμή μ’ εντυπωσίασε περισσότερο η ιδέα ότι ένα τόσο ανώτερο ον αποδείχτηκε τόσο πολύ ανόητο. Η σκέψη πως ένα ασήμαντο μικρόβιο σαν κι εμένα, προικισμένο με μια ελάχιστη ελεύθερη διανόηση και αυτοκριτική, θα μπορούσα να είχα καταλάβει την αυταπάτη του συμπαντικού νου με διασκέδασε αλλά και συγχρόνως ικανοποίησε την ματαιοδοξία μου. Έπρεπε να υπενθυμίσω τον εαυτό μου ότι, τελικά, δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία για αυταρέσκεια, διότι απλά αυτά που άκουγα ήταν οι φαντασιώσεις μιας ταραγμένης προσωπικότητας – και όχι η αντικειμενική αναφορά πραγματικών ανοησιών που διέπραξε ένας πραγματικός συμπαντικός νους.
Αλλά ας συνεχίσω την ιστορία όπως την αφηγήθηκε ο Κας. Όπως είναι φυσικό, μια κοινωνία οργανωμένη αυστηρά πάνω σε θεοκρατική βάση για μια ολόκληρη γεωλογική εποχή θα έπεφτε σε σύγχυση με την ανακάλυψη ότι τα πιστεύω της ήταν αβάσιμα. Αφηγούμενος αυτή τη συμφορά ο Κας έκανε μια γλαφυρότατη περιγραφή. «Η συμπαντική κοινωνία», είπε, «έμοιαζε σαν τη δεινή κατάσταση μιας φώκιας που κολυμπούσε κάτω από τον πάγο προς μια μακρινή τρύπα για να βγει. Με την καρδιά της να πάλλεται σαν τρελή και τα πνευμόνια της απεγνωσμένα να ζητούν αέρα φτάνει τελικά στην τρύπα και την βρίσκει μπλοκαρισμένη με ένα σκληρό στρώμα πάγου που σχηματίστηκε πρόσφατα. Απελπισμένα του κάκου πασχίζει να σπάσει το παράθυρο της φυλακής της. Μετά τα πνευμόνια της καταρρέουν και λιποθυμάει».
Παρόμοια, η συμπαντική κοινωνία, η οποία είχε στηριχθεί σε μια γρήγορη ανάδυση στον ζωογόνο αέρα της μέθεξης με το θείο, βρέθηκε τώρα φυλακισμένη. Μετά από μια απέλπιδα ελπίδα να σπάσει τον πάγο και να ανέλθει σε μια υψηλότερη και ευνοϊκότερη πραγματικότητα, σύντομα καταρρέει. Επομένως, αν κατάλαβα σωστά τον Κας, ο ενοποιημένος κοσμικός ‘υπερνούς’ έπαψε να υπάρχει. Το μόνο που έμεινε ήταν ο νους των ατομικών κόσμων όπως οι ηλιακές φλόγες, σε τηλεπαθητική επαφή μεταξύ τους, αλλά μη ικανές πλέον για μια ενοποιημένη συνείδηση σ’ έναν μοναδικό νου. Και όλους αυτούς τους κόσμους τους στοίχειωνε η αδυσώπητη μνήμη της τραγικής ανακάλυψης. Επιπλέον, κάθε επιμέρους κόσμος βρισκόταν κι ο ίδιος στον κίνδυνο της δικής του διάσπασης εξαιτίας εσωτερικών συγκρούσεων. Διότι ο κάθε κόσμος ήταν τώρα διχασμένος σε ‘κόμματα’: το ένα κόμμα διατηρούσε πεισματικά την πίστη του και διακαώς ποθούσε να συνεχίσει την πνευματική του έρευνα με φρούδες ελπίδες να διεισδύσει σε μια ακόμη βαθύτερη αλήθεια. Το άλλο κόμμα του ιδίου κόσμου συμβιβάστηκε με την αποδοχή της πρόσφατης ανακάλυψης σαν κάτι το τελικό και προσπάθησε να αναπροσαρμόσει την όλη κοσμική κοινωνική τάξη πάνω σε μια καθαρά επικούρεια βάση.
Πάνω στον ήλιο, προφανώς, κανένα από τα δυο κόμματα δεν μπόρεσε μόνιμα να κυριαρχήσει πάνω στο άλλο. Το αποτέλεσμα ήταν χαοτικό. Μερικές φορές για χιλιάδες χρόνια κυβερνούσαν οι πιστοί, και κατόπιν εναλλάξ έπαιρναν την εξουσία οι σκεπτικιστές. Άλλοτε πάλι επερχόταν ένας ασταθής συμβιβασμός. Και μερικές φορές τα δύο κόμματα σε τέτοια υποβάθμιση ώστε να επινοούν και να χρησιμοποιούν βίαιες μεθόδους. Και τελικά οι κάτοικοι του ήλιου γνώρισαν κι ίδιοι τον πόλεμο.
Όταν αποκαταστάθηκε η επαφή με τον ήλιο, οι γήινες φλόγες ανακάλυψαν μια κοινωνία που βρισκόταν σε μια οδυνηρή σύγχυση. Επιχείρησαν να διεξαγάγουν πόλεμο. Αλλά, καθώς κατάλαβα, εμφανίστηκε ένα καινούριο κόμμα. Ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να προσφέρει μια αποτελεσματική σύνθεση των απόψεων των παλαιών κομμάτων. Αυτό το καινοφανές κόμμα, ή μάλλον φατρία, ή όπως θέλεις πες το, υποστήριζε απόψεις σαν κι αυτές της γήινης φλόγας που δολοφόνησε ο Κας. Οι γήινες φλόγες υιοθετούσαν και τον μεταφυσικό αγνωστικισμό και την πίστη ‘στο πνεύμα’.
«Δεν ξέρουμε, δεν ξέρουμε», δήλωναν οι φλόγες (ή έτσι ισχυρίσθηκε ο Κας), «και πιθανόν καμία πεπερασμένη διανόηση, ακόμη και συμπαντικού βεληνεκούς, θα μπορέσει ποτέ να μάθει την έσχατη αλήθεια. Αλλά δε χρειάζεται να ξέρουμε. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η αντίληψη, η αναμφισβήτητη αντίληψη της κυριαρχικής ομορφιάς του πνεύματος καθώς και η αισθητή βεβαιότητα ότι από τη φύση είμαστε όλοι εργαλεία της έκφρασης του πνεύματος».
Ο Κας είπε όλα τα παραπάνω με πάθος και με φανερή πίστη. Πράγματι, αμέσως μου ανακοίνωσε ότι οι φλόγες τον έπεισαν να δηλώσει πίστη στο καινούριο κόμμα. Για μένα, ο συμβιβασμός φαίνεται απελπιστικά συγκεχυμένος και ανεπίτευκτος, αλλά ο Κας τον πήρε στα σοβαρά. «Η διανοητική ακεραιότητα, αγαπητέ μου», είπε, «είναι πολύ καλή και μας αναγκάζει να γινόμαστε εντελώς αγνωστικοί σε σχέση με τη σύσταση του σύμπαντος. Όμως, η συναισθηματική ακεραιότητα είναι εξίσου σημαντική και με αναγκάζει να είμαι αληθινός στο πώς αντιλαμβάνομαι το πνεύμα». Κρατώντας αυτή τη στάση, κατά περίεργο τρόπο, βρέθηκε να μη συμφωνεί με τις πρόσφατες απόψεις των γήινων φλογών, οι οποίες (είπε) αρχικά βρέθηκαν σε πλήρη σύγχυση από τα βαρυσήμαντα νέα, αλλά τώρα με ταχύ βήμα έτειναν προς την αποδοχή του θείου. Προφανώς, οι πλειονοψηφία υιοθέτησε την άποψη ότι, αν και μέχρι τώρα είχαν συνειδητά απορρίψει την πίστη σ’ έναν οποιοδήποτε Θεό, ωστόσο ασυναίσθητα είχαν παράλληλα αντλήσει το πάθος τους για το πνεύμα από μια βαθιά και ανυποψίαστη αναγνώριση ότι πρέπει πράγματι να υπάρχει μια θεϊκή συμπαντική οντότητα. Και τώρα ήταν πεπεισμένες πως αν μόνο αφυπνίζονταν πληρέστερα, θα έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με το θείο και θα έβλεπαν μέσα του την πηγή εξουσίας του πνεύματος. Ο Κας όμως είχε μείνει πιστός στην προηγούμενη στάση που κρατούσαν οι γήινες φλόγες, δηλαδή στη φαινομενική τους αγνωστική αφοσίωση στο πνεύμα. Γι’ αυτό τον λόγο ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο να φέρει σε επαφή τις γήινες φλόγες με τους επιστήμονες της ανθρωπότητας, υπολογίζοντας ότι ο καθένας θα μπορούσε να τροποποιήσει τη στάση του άλλου και ότι το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας θρίαμβος της αγνωστικής πίστης τόσο ανάμεσα στις φλόγες όσο και μεταξύ των ανθρώπων.
Μ’ αυτόν τον στόχο εν όψει με παρακίνησε να συνεργαστώ μαζί του αποκαλύπτοντας στους συναδέλφους μου επιστήμονες τα πάντα για τις φλόγες, είτε προφορικά ή αρθρογραφώντας σε επιστημονικά περιοδικά. Ήταν ανάγκη επίσης, επανέλαβε, να σταματήσω τη δημοσίευση των αρχικών του δηλώσεων και να κανονίσω την αντικατάσταση τους με το καινούριο βιβλίο που τώρα έγραφε.
Ήταν εξαιρετικά επιτιμητικός όταν αρνήθηκα να κάνω ό, τι μου είπε. Ήταν πράγματι τόσο αναστατωμένος που αποφάσισα να πάω με τα νερά του. Του επεσήμανα ό, τι εγώ ο ίδιος δεν είχα ποτέ δει μια ζωντανή φλόγα. Γι’ αυτό,  θα ξανασκεφτόμουν την πρόταση του, αφού πρώτα θα έκανα κάποιο είδος έρευνα κι εγώ. Εντωμεταξύ, του είπα, πως θα ήταν καλύτερα να συνεχίσει με το καινούριο του βιβλίο. Αυτός απρόθυμα συμφώνησε με την πρότασή μου και χωρίσαμε φιλικά.
Μετά τη συνέντευξη που είχα με τον Κας, η συνείδησή μου με ανάγκαζε ν’ αρχίσω πράγματι να ψάχνω για στοιχεία αναφορικά με την ύπαρξη των φλογών. Κοίταξα επίμονα σε μερικά σπιτικά τζάκια, κι επιπλέον μπήκα στον κόπο να πάω να δω δυο με τρεις βιομηχανικούς καμίνους. Φυσικά, δεν ανακάλυψα τίποτε, και ως εκ τούτου η ευσυνειδησία μου εξασθένησε.
Μετά από μερικές βδομάδες έλαβα ένα σημείωμα από τον Κας, που μου έλεγε ότι προσπαθούσε να γράψει το βιβλίο του, αλλά οι γήινες φλόγες διαρκώς επιχειρούσαν να τον προσηλυτίσουν στην θεϊστική τους θρησκεία. Όση περισσότερη αντίσταση ο ίδιος πρόβαλλε, τόσο πιο πολύ αυτές τον καταδίωκαν. «Η κατάσταση», έλεγε, «γίνεται απελπιστική. Επιχειρούν να υπονομεύσουν τη διανοητική μου υγεία, και εάν αντισταθώ σ’ αυτή την απειλή, πιθανόν να με σκοτώσουν». Μετά απ’ αυτό δεν είχα καθόλου νέα του, και δεν τον επισκέφτηκα γιατί παραήμουν απασχολημένος.
Λίγους μήνες αργότερα έλαβα ένα γράμμα από τον διευθυντή του ψυχιατρείου που μου ανακοίνωνε τον θάνατο του Κας. Ξέσπασε μια σοβαρή πυρκαγιά στο ίδρυμα, η οποία ξεκίνησε από το δωμάτιο του Κας. Η αιτία της φωτιάς δεν εξακριβώθηκε. Τελευταία ο Κας είχε γίνει πολύ πιο διαταραγμένος και μάλιστα είχε κάνει σχόλια που έτειναν προς έναν προμελετημένο εμπρησμό. Γι’ αυτό τον λόγο του είχαν αφαιρέσει τα σπίρτα και τον αναπτήρα του. Όμως ήταν πολύ δύσκολο βρουν πώς θα μπορούσε να βάλει φωτιά, εκτός κι αν συγκέντρωσε τις ακτίνες του ήλιου μέσα από την εστία ενός αναγνωστικού φακού που βρέθηκε στο δωμάτιό του.
Αφήνω στην ευχέρεια του αναγνώστη να λύσει τον γρίφο του θανάτου του Κας. Εάν υπήρξε φωτιά στο τζάκι του δωματίου, κατά πάσα πιθανότητα μια ζωντανή φλόγα να πετάχτηκε και να τον εξόντωσε. Αλλά τι κάθομαι και λέω! Για μια στιγμή είχα ξεχάσει ότι οι φλόγες ήταν απλώς αποκυήματα του νου του. Γενικά, η θεωρία μου είναι ότι, προϊούσης της πνευματικής του διαταραχής, η πεποίθησή του πως οι γήινες φλόγες τον καταδίωκαν τον οδήγησαν σε απόγνωση, έτσι που στο τέλος επέλεξε να πεθάνει. Ή μήπως  με το ταραγμένο του μυαλό υπέθεσε πως με το να συγκεντρώσει τις ηλιακές ακτίνες μέσα από τον φακό θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να μπάσει μέσα στο δωμάτιό του μια πραγματική ζωντανή ηλιακή φλόγα φιλική με τις απόψεις του; Το πρόβλημα είναι αδύνατο να λυθεί.
Μετά τον θάνατο του Κας αποφάσισα να δημοσιεύσω ακέραια την αρχική παρουσίαση του Κας, αν κι ο ίδιος επιθυμούσε να την αποσύρει. Έχει  πάρα πολύ μεγάλο ψυχολογικό ενδιαφέρον για να αποσιωπηθεί. Και σ’ αυτόν τον επίλογο έχω αποσαφηνίσει ότι η τελευταία στάση που τήρησε ο Κας προς τις φλόγες ήταν πολύ διαφορετική από την προηγούμενή του εχθρότητα προς αυτές.  Ακολουθώντας αυτή την πορεία, νιώθω πως παραμένω πιστός στον ίδιο τον Κας, τον πραγματικό και λογικό Κας, ο οποίος σαν λαμπρός επιστήμονας δε θα ήθελε να αποκρύψει στοιχεία που θα οδηγούσαν στην ανάδειξη της γνώσης.

* out of this nettle, danger, we pluck this flower safely (απ’ αυτή την τσουκνίδα του κινδύνου θα κόψουμε με ασφάλεια αυτό το λουλούδι) Σαίξπηρ, Ερρίκος  IV Μέρος 1: Πράξη 2, Σκηνή 3 (ΣτΜ)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μια αλλιώτικη Καθαρή Δευτέρα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο

  Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ Διήγημα του  Χρήστου Χρηστοβασίλη (1862-1937) Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντ...