Δευτέρα, Μαΐου 28, 2018

Η Ποίηση ως τραύμα και ως ίαμα

Αποτέλεσμα εικόνας για Γιώργη ΠαυλόπουλουΓιώργης Παυλόπουλος (1924-2008)

Το ποίημα ως τραυματική και ιαματική συναίρεση της ύπαρξης

Συντάκτης:  Αλέξης Ζήρας *

Κλειδιά και αντικλείδια                                                                                                                                                                                           Σχόλια στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου

Ι

Τον Γιώργη Παυλόπουλο τον απασχόλησε πολύ και, νομίζω, από πολύ νωρίς, ο μαγικός τρόπος-και εδώ χρησιμοποιώ τα δικά του λόγια- της ποιητικής δημιουργίας, της μυστικής και όχι ευπρόσιτης διαδικασίας που αχρηστεύει τα όπλα και τις λογικές  μεθόδους της φιλολογικής, της κριτικής και της όποιας άλλης «κλειστής» κειμενικής ερμηνείας. Στις όχι λίγες (αν συγκεντρωθούν κάποτε ως αυτόνομη έκδοση) δοκιμιακές του περιδιαβάσεις φαίνεται ότι τον ενδιέφερε περισσότερο διαισθητικά το πώς εγκυμονείται, το πώς γεννιέται και το πώς συνεχίζει τη ζωή του μέσα μας ένα ποίημα, αφού το ακούσαμε ή το διαβάσαμε. Με άλλα λόγια, το ποίημα εμφανίζεται για τον Παυλόπουλου ως η σύνοψη μιας αέναης εσωτερικής περιπέτειας κατά την οποία ο λόγος διαρκώς ζητά από τη γλώσσα να του σημάνει τα όρια, να του απαντήσει καίτοι ποτέ δεν είναι βέβαιος για το αποτέλεσμα που θα έχει.
Πρόκειται ασφαλώς για μια μυστική περιπέτεια, για ασταμάτητη πολιορκία της γλώσσας, για μια διαρκή και πολλές φορές εν τω γίγνεσθαι ερωτική αφή. Περιπέτεια καμωμένη με «υλικά» τα οποία φέρνει από όσα λατομεία διάλεξε και έσκαψε η γλώσσα του ποιητή- υλικά (λέξεις και εικόνες) που ενίοτε δεν αναπαριστάνουν αλλά κυριολεκτικά δίνουν υπόσταση σε προποιητικές εντάσεις του εσωτερικού κόσμου και της φαντασίας ΄ σε οράματα, σε όνειρα, σε πάθη και φόβους- σε ό,τι περνάει από το φως στο σκοτάδι, και το αντίστροφο, ή ό,τι ερωτικό γίνεται πόνος και θάνατος. Μα και το αντίστροφο επίσης. Από την πλευρά αυτή το ποίημα για τον Παυλόπουλο είναι ένα βαθύτατο οντολογικό μυστήριο, συνοψίζοντας πολλές φορές τα λογικώς αντίθετα που σε άλλους ποιητές θα αυτοαναιρούνταν και θα άφηναν το ποίημα κενό νοήματος. Αλλά όχι εδώ.
       Σ΄ένα από τα πιο μαστορικά ποιήματα που έγραψε, στα χρόνια της πλήρους ωριμότητάς του, τη «Βάρκα», ένα ποίημα που περιλαμβάνεται στον κορυφαία συλλογή του Τα αντικλείδια (1988)[1] και από παλιά με έκανε να σκέπτομαι σε ποιά έκταση είχε συνεργήσει σ΄αυτό (και τόσο καρποφόρα)  η αρχαιοελληνική, η ομηρική και η σεφερική παράδοση μα εν ταυτώ και ο σολωμικός ρομαντισμός, είναι κυριολεκτικά «χτισμένο» γύρω από αυτή τη φαινομενική αντίθεση- εννοώ, της ζωής και του θανάτου. Πώς μπορεί σ΄ένα ποίημα να συνυπάρχουν η ζωή και ο θάνατος και να μην αναιρούνται καθόλου. Το παραθέτω στη συνέχεια για να δει ο ενδεχόμενος αναγνώστης στην ποιητική πράξη το πώς ένα βίωμα σαν βγαλμένο από ένα όνειρο, μια καταγραφή ονείρου, όπως άλλωστε είναι ο τίτλος ενός άλλου ποιήματος στην ίδια συλλογή,[2]  ελεγειακή στο βάθος της αλλά και στωϊκή καταγραφή, ενός βαρκάρη που λάμνει με το πλεούμενό του στην ήσυχη θάλασσα την ώρα που δύει ο ήλιος.
Το όνειρο όμως είναι τόσο διαυγές που εξαλλάσσεται με την περιγραφή του ποιητή σ΄ένα αμφίστομο όραμα. Ο βαρκάρης μοιάζει στο όνειρο με νεκροπομπό, αν και ο πεθαμένος απουσιάζει΄ έτσι ο ποιητής, ανακαλώντας το όνειρό του, με τον μαγικό τρόπο των ανάλογων μεταμορφώσεων, υποθέτει ότι ο βαρκάρης κι ο απών νεκρός είναι αυτός ο ίδιος και ότι παρακολουθεί από κάποιο σημείο της ακτής την κηδεία του. Καλώντας όμως τον βαρκάρη κατ΄επανάληψη να «έρθει πάλι», είναι σαν να απευθύνεται στον νεκροπομπό εαυτό του να γυρίσει πίσω, να γίνουν ξανά ένα, αλλά την ίδια στιγμή με το «έλα πάλι» είναι σαν να του λέει έλα μια άλλη φορά και όχι τώρα. Μ΄αυτό τον αριστουργηματικό τρόπο της ενότητας χρόνου, το ποίημα από ελεγειακό και πένθιμο που είναι στην αρχή, γίνεται ιαματικό και κατευναστικό, καθώς η αργή, κυκλική κίνηση των κουπιών που βυθίζονται στη θάλασσα χαρίζουν και πάλι σ΄αυτόν που αφηγείται το όνειρο, τον αδιατάρακτο, βαθύ ύπνο-θάνατο.
`Εσκυψα στον γκρεμό του προσκέφαλου/ και κοίταξα κάτω/ και είδα τις κουτσουπιές ανθισμένες/ είχε πέσει ο ήλιος στη θάλασσα/ και πέρα από το ερημόνησο το φως της μέρας/ ήταν σταματημένο και φευγάτο/ και κάποιος κήδευε κάποιον σε μια βάρκα/ έλαμνε αργά κι άκουγα τα κουπιά/ και καθώς έμπαινε η βάρκα κάτω από το βράχο/ στο σκοτάδι του βράχου/ έλα πάλι του φώναξα/ και πιο βαθειά ο αντίλαλος/ έλα πάλι έλα πάλι έλα πάλι/ αλλά δεν ήξερα σε ποιόν ήθελα να φωνάξω/ γιατί ο άνθρωπος με τα κουπιά κι ο πεθαμένος/ ήμουν εγώ/ κι ένα σκυλί στεκόταν τώρα στην άκρη του γκρεμού/ γάβγιζε τον ίσκιο της βάρκας/ κι εγώ είχα γείρει στο προσκέφαλο/ και δεν σκεφτόμουν τίποτε πια/ δεν έκλαιγα δεν έβλεπα μήτε θυμόμουν τίποτα/ μονάχα τα κουπιά στον ύπνο μου/ αργά και πιο αργά/ με λίκνιζαν αδιάκοπα.[3]               
 Η προσπάθεια αποκρυστάλλωσης από τον Παυλόπουλο της μαγικής αίσθησης που υποκινεί και συνοδεύει τη διάπλαση του ποιητικού συμβάντος υπήρξε συνεχής. Τη διακρίνουμε και στα νεανικά του ποιήματα, της κατοχικής περιόδου, όταν περίπου ήταν είκοσι ετών και επηρεασμένος, όπως και άλλοι πολλοί της γενιάς του, από τα δημοτικά άσματα, θεωρούμενα στα χρόνια εκείνα ως σημεία όπου διασταυρώνεται μέσα από τα μυθικά τους σύμβολα η ατομική και η συλλογική φωνή, ενώ την ίδια στιγμή καταφεύγει το τραυματικό ποιητικό βίωμα, για να αναπνεύσει ελεύθερα και να αρνηθεί τη συστολή του, στον κόσμο της φυσικής στερεότητας της λαϊκής μούσας.
Το «Τραγούδι», από το Κατώγι, όπως και μερικά ακόμα που ο Παυλόπουλος διέσωσε από την νεανική  του δημιουργική περίοδο, απηχεί την τότε προσφυγή του σ΄ένα ολοκληρωμένο και δοκιμασμένο από πολλούς προηγούμενους ποιητές «έτοιμο» σύστημα μυθικών συμβόλων, ενισχυμένο εδώ με βιβλικές μεταστοιχειώσεις, ένα σύστημα που ήταν άλλωστε μια διαρκής γλωσσική κοίτη άντλησης και για τον Γιώργο Σεφέρη, τον σταθερό δάσκαλο του Γιώργη Παυλόπουλου, τουλάχιστον από το Ημερολόγιο Καταστρώματος  Α΄ (1940) κι έπειτα:
Αίμα του βράχου κόκκινο πουλί/ κατέβα στη θάλασσα μια νύχτα/ να βρεις τα μάτια μου να πιείς/ τα χείλια μου να κελαηδήσεις./ Εδώ με σκότωσαν στην ερημιά / σε τούτο τ΄ακρογυάλι./Τρόμαξε τ΄άλογο, σηκώθηκε/με πήρε σέρνοντας απ΄τα μαλλιά/ και τριποδίζει πικραμένο τον κατήφορο/ ακόμη πουλί μου, ακόμη[4]
       Πάντως, και σε τούτο συναινεί συνήθως η κριτική, παρ΄ότι σε όλη τη διαδρομή της ποίησής του συναντούμε αυτή την κίνηση του μπρος-πίσω, με οσμώσεις του ελεγειακού και του αισθησιακού, του πένθιμου και του ανοιχτά  εύφορου, Το κατώγι, ένα μέρος από Το σακί (1980) κι ένα ακόμα μικρότερο από Τα αντικλείδια συνιστούν κυρίως τον «δραματικό λυρικό κύκλο» της ποίησης του Παυλόπουλου. Η διαφορά αυτού του κύκλου από τον δεύτερο, επόμενο που ιδίως αρχίζει με το μεγαλύτερο μέρος των Αντικλειδιών, βρίσκεται στον τρόπο ενορχήστρωσης της συγκίνησης ΄ αρχίζει από την έντονα υποκειμενική διάθεση και τη σταθερή τάση του συναισθηματικά υψηλού τόνου της αφήγησης, για να περάσει γρήγορα ο ποιητής στην τρίτη συλλογή του σε μια βαθμιαία, σταθερή αφαίμαξη του συναισθηματικού λυρισμού, προτιμώντας ολοένα και πιο πολύ τη μορφή του λιτού, διαυγούς και κατά τεκμήριο διδακτικού ποιήματος.
Την ενίοτε σχολιαστική/ ειρωνική/ σατιρική μορφή που ως βασικό χαρακτηριστικό της έχει την δημιουργία μιας έντεχνης απόστασης ανάμεσα στην περσόνα του αφηγούμενου «απ΄έξω» το ποιητικό συμβάν και σ΄αυτό τούτο το συμβάν, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αναδρομή σ΄ένα όνειρο ή τη μεταστοιχείωση ενός προσωπικού βιώματος. Παραταύτα, το παράξενο σ΄αυτό τον δεύτερο κύκλο της ποιητικής του Παυλόπουλου, τον περισσότερο ας πούμε γειωμένο από τον πρώτο, είναι ότι κατορθώνει στα ποιήματά του να συγκρατεί την αίσθηση του μαγικού, όχι όμως ενεργοποιώντας τη συναισθηματική υποβολή και τους πολλαπλούς συμφυρμούς των συμβόλων, αλλά δείχνοντας με εντελώς απέριττο τρόπο το πόσο διασταλτικά/φαντασιακά όρια μπορεί να έχει η πιο ελάχιστη περιγραφή. Προοίμιο αυτής της καινούργιας τακτικής του βλέμματος, που από το «ψύχραιμο» ή ψυχρό και φαινομενικά αβαθές παράγει την έκλαμψη του  μαγικού,  είναι, μεταξύ άλλων, το ποίημα « Η πόρτα και ο καθρέφτης» από τα Αντικλείδια :
Η πόρτα μισάνοιγε με τον αγέρα/ και μες΄από το άνοιγμα/ για μια στιγμή/ βλέπαμε τη θάλασσα// Και στον καθρέφτη/ σαν άνοιγε η πόρτα/ βλέπαμε πάλι τη θάλασσα.// Το κρεβάτι τα κορμιά μας/ και τη θάλασσα.[5]
Η φωνή του πλέον είχε αποκτήσει, έστω και όψιμα, τη δική της ιδιοσυστασία, τη δική της ξεχωριστή στίξη μέσα στο ευρύ σύνολο των ποιητών του πρώιμου μεταπολέμου. Βέβαια, σ΄αυτή τη μακρά διαδρομή αρκετά άλλαξαν ως προς τον τρόπο της μεταφοράς, της ποιητικής μετουσίωσης. Ας πούμε, η επαναφορά της μνήμης στο ερωτικό πάθος, στην αρχή ήταν εγκλωβισμένη (όπως και αρκετών πολιτικών ποιητών της εποχής) στην ελεγειακή θλίψη ενός παρόντος ηττημένου και αδιέξοδου. Ιδίως τα πρώτα βιβλία του Παυλόπουλου, Το κατώγι (1971) και Το σακί, με τον αργό και βαρύθυμο σεφερικό τόνο τους, ναι μεν διαψεύδουν, αναπτύσσοντας τη σκηνοθετική τους δεξιότητα και προβάλλοντας το στοχαστικό, γνωσιακό τους βάθος, τον αρχικό δισταγμό του ίδιου του ποιητή να εμφανιστεί στα γράμματα.
`Ομως, από την άλλη μεριά, ως βιώματα που συνοψίζουν το τραγικό αίσθημα της ζωής της εφηβείας και της νεότητάς του, τον τραβούν προς τα πίσω, στις δεκαετίες του ΄40 και του ΄50. Και μ΄αυτή την έννοια τα περί ου ο λόγος βιώματα, επιβράδυναν την παραμονή της ποιητικής συνείδησης στην κατάσταση ενός αμεταποίητου, δηλαδή ποιητικά άλαλου, πρώιμου πένθους. Στη συνέχεια πάντως, μετά τα Αντικλείδια και με επόμενη κορύφωση τη συλλογή Λίγος άμμος (1997), το ερωτικό συναίσθημα απελευθερώνεται από τις ηθικές ή και πολιτικές δεσμεύσεις, γίνεται εύφορο, ενίοτε περιπαιχτικό ή βαρναλικά διονυσιακό. Και τούτο χωρίς να χάνει από την πλώρη του το μόνιμα σκοτεινό επικείμενο, τον ζόφο που περιμένει άδηλος τον ερωτικό «Οδυσσέα», δεμένο μαζί με τη γυναίκα στο κατάρτι του, στο κλείσιμο του ποιήματος «Ο έρωτας» με το οποίο εκκινεί η συλλογή των Αντικλειδιών, ένα ποίημα με αναμφίβολα βιβλικές αναφορές ως προς τη σύνθεση του ποιητικού μύθου του Παυλόπουλου: με τον απαγορευμένο καρπό, το φίδι και την θεϊκή τιμωρία που επιτάσσει την έξοδο από τον Παράδεισο:
[...] Μέσα σε δάκρυα και φιλιά και μπαίνοντας στη νύχτα τώρα του ονείρου ήταν/ καράβι το δέντρο κι άλμπουρο το τσεκούρι κι απάνω του δεμένοι με το φίδι για σκοινί/ εγώ με τη γυναίκα να μας κόβει ο άνεμος γυμνούς/ καθώς η πελώρια πλώρη/ έστριβε αργά προς το μεγάλο σκοτάδι. [6]

ΙΙ

Δεν χρειάζεται να πολιορκήσουμε κανένα αίνιγμα, γυρεύοντας την αρχική διαμόρφωση του Γιώργη Παυλόπουλου. Τα αντικλείδια μάς τα έχει δώσει εγκαίρως ο ίδιος, το 1961, αποδεχόμενος, στο σύντομο κείμενό του με το οποίο συνεισέφερε στην αφιερωματική έκδοση του εορτασμού για τα τριάντα χρόνια της Στροφής, την κληρονομιά του Σεφέρη. Εκεί αναφέρει ότι η ανάλογη θητεία του άρχισε αρκετά νωρίς, στην εφηβεία του, με την οδηγητική γι΄αυτόν ανάγνωση του Μυθιστορήματος (1935), αν και νομίζω, στηριγμένος σε κατ΄ιδίαν συζητήσεις μας, ότι η επίδραση της σεφερικής ποιητικής υπήρξε χρονικά πολύ ευρύτερου φάσματος, καθώς του έμαθε να χρησιμοποιεί τη μυθική (ελιοτική) μέθοδο δραματοποιώντας τα πολλαπλά εις εαυτόν βιώματά του. Για όλα αυτά, έλεγε ότι όφειλε αρκετά στις συζητήσεις για τον ποιητή του Ημερολογίου Καταστρώματος που έκανε κατά τη διάρκεια της Κατοχής με τον κατά μια δεκαετία μεγαλύτερο φίλο του, τον Τάκη Σινόπουλο, όσο και στην αξιοσημείωτη για τα μέτρα εκείνης της εποχής κριτική μελέτη του τελευταίου, «Σκέψεις για το έργο του Σεφέρη», δημοσιευμένης το 1943 στον Οδυσσέα, αλλά προηγουμένως συζητημένης εκτενώς ανάμεσα στα τότε νεαρά μέλη της συντακτικής ομάδας του πυργιώτικου περιοδικού.
Ωστόσο, αν και χωρίς την παρουσία της σεφερικής ποίησης (που την καθόρισε διαβίου), η ποίηση του Παυλόπουλου δεν θα υπήρχε, ή δεν θα υπήρχε όπως τη γνωρίσαμε, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν και η μόνη που τον διέπλασε. Εκτός από τον μακρόβιο, ζωτικής σημασίας διάλογό του με τον `Ομηρο, με δείγματά του στην δεκαμερή ενότητα «Απομνημόνευμα» της συλλογής Το κατώι, μα και σε πολλά ακόμα αρχαιόθεμα ποιήματά του, διασπαρμένα σε όλο το έργο του, ο άλλος Ηλείος φίλος του, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος,  σε σχόλιό του 1989 για Τα αντικλείδια, εστιάζεται στην αφηγηματική δομή αρκετών ποιημάτων, λέγοντας ότι η παραβολική τους σύνθεση και η εσκεμμένη απουσία από αυτά της λυρικής συγκίνησης, μας ειδοποιεί ότι τα διδάγματα εδώ της τεχνικής και του ύφους προέρχονται από τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Η παρατήρηση, αναμφίβολα σωστή, δεν στηρίζεται μόνο στο ποίημα του Παυλόπουλου «Ο ποιητής και το φεγγάρι», αφιερωμένο στον Αργεντινό ΄ αν προσέξουμε καλύτερα πολλά από τα γραμμένα μετά το ΄80 ποιήματα έχουν, όντως, μια διαδοχική από εικόνα σε εικόνα ανέλιξη και επίσης ένα εσωτερικό χτίσιμο που ακολουθεί πολλές φορές ένα δραματουργικό σχήμα αρχής, μέσης και τέλους- αφήνοντας όμως πάντοτε το τέλος ανοιχτό.
`Ομως, επιπλέον, αυτό που έχει ιδίως σημασία σ΄ετούτο το σημείο είναι ότι μέσω του Μπόρχες ο Παυλόπουλος συναντά με κάπως διαφορετικό τρόπο την έννοια του μύθου: αλληγορεί όπως και σε πολλά άλλα ποιήματά του, όχι όμως ακολουθώντας μα αντιστρέφοντας ή λοξεύοντας  τους κλασικούς μύθους (λ.χ. τα «Πάρις» και «Ελένη» από τη συλλογή Που είναι τα πουλιά, 2004) θέλοντας να δείξει με τελετουργική ακρίβεια και διαυγέστερη αφήγηση την τυπικά μπορχεσιανή αντίληψη του κυκλικού χρόνου. Το σμίξιμο των δυο εραστών είναι η στιγμή όπου ξεκινά το ταξίδι του ο θάνατος και η καταστροφή. Το ένα είναι συνέπεια, συνέχεια και αντικατοπτρισμός του άλλου, όπως θα όριζαν οι Γνωστικοί της ελληνιστικής περιόδου, δάσκαλοι επίσης και του Μπόρχες. Τα παραδείγματα αυτής της σοφιστικής αντίληψης είναι πολλά και εντοπίζονται αμέσως στην παρούσα (2017) έκδοση των απάντων του, αρκούν όμως εδώ, νομίζω, τα εξής τρια από τη συλλογή Λίγος άμμος. `Ενα μεγαλύτερο:
Υπάρχει λένε στην έρημο ένας καθρέφτης. /Αν πας εκεί και κοιτάξεις/ θα δεις σε μια στιγμή/ το αληθινό σου πρόσωπο/ τις μορφές που άλλαξες στα χρόνια που πέρασαν/ θα ιδείς τους άλλους που ήσουν εσύ/και τους λησμόνησες και χάθηκαν/ μέσα στου εαυτού σου το σκοτάδι// Μα εγώ που πήγα εκεί σας λέω/ κανένας καθρέφτης δεν υπάρχει./ Η έρημος είναι ο καθρέφτης/ και τίποτα δεν προφτάνεις να κοιτάξεις./ Φυσάει εκεί όλο φυσάει/ το πρόσωπό σου τρίβεται γρήγορα όπως ο άμμος/ χάνεις τα μάτια σου/ και δεν θα ιδείς ποτέ ποιός ήσουν.[7]
Και δυο μικρότερα και επιγραμματικότερα:
Μια μέρα το ποίημα τρελάθηκε/ βγήκε από τα μέτρα του./ `Οσο κι αν προσπάθησε να το κρατήσει/ εκείνο πάντα ξέφευγε σε κόσμους άλλους. /Σε μια στιγμή κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια/ και τότε το δέχτηκε όπως ήταν.[8]
Η μνήμη πεταλούδα/ πάνω στον καθρέφτη/ δεν ξέρει αν κοιτάζει/ το είδωλό της ή μιαν άλλη/ όμοια πεταλούδα.[9]
       Αν όμως στο έργο του Παυλόπουλου έχει κεφαλαιώδη σημασία η αίσθηση του εν τη ποιήσει θαύματος, ο ξαφνικός τοκετός που φέρνει στο φως το ποίημα, και φαίνεται πως κάτι ανάλογο συμβαίνει, ιδίως σε αρκετά από τα ποιήματα ποιητικής, νομίζω ότι ο τρόπος αυτός του αιφνίδιου κεραυνοβολήματος της ύπαρξης, του απροσδόκητου τοκετού, είναι περισσότερο συγγενικός με τρόπους δημιουργών που δεν βρίσκονται κοντά στο σεφερικό πρότυπο. Με τον τρόπο, λόγου χάριν, του Ρεμπώ, ή (γιατί όχι;) με τον τρόπο στα καθ΄ ημάς του Ελύτη και του Γκάτσου. `Ελεγε ο Παυλόπουλος, σε μια ομιλία του το 2002, παρουσιάζοντας τη σύνθεση ενός νεώτερου ποιητή που σε πολλά είναι ομότροπος μ΄αυτόν, ότι
 ΄Ισως η μόνη μέθοδος για να προσλάβεις ένα ποίημα που σε σαγηνεύει και σε βασανίζει χωρίς να σου παραδίνεται, είναι να του κλείσεις κάποια στιγμή την πόρτα σου. Εκείνο, κατά μαγικό τρόπο, θα βρεθεί μέσα από την πόρτα και θα σου αποκαλυφθεί, είτε το θες είτε μη. `Ετσι, θα μπορέσεις να κοιμηθείς ήσυχα και να το ξεχάσεις, για να το θυμάσαι μετά σε όλη σου τη ζωή.[10]
Συνήθως αυτή την επιτέλεση της υπαρξιακής έκλαμψης, η οποία συνιστά και την μαγική κατάσταση όπου βρίσκεται ο ποιητής, ο Παυλόπουλος την αφηγείται με τη μορφή ενός ονειρικού συμβάντος, άλλοτε με συμβολικές προεκτάσεις που μάλλον επιδέχονται περισσότερες της μιας ερμηνείες κατά την ανάγνωση του ποιήματος, άλλοτε με παραβολικές μικροϊστορίες που πολλές φορές κινούν μέσα από το ελάχιστο να προβάλλουν ένα μείζον νόημα. `Ηδη, στο «`Αγγελος αντάρτης» το δεύτερο κατά σειρά ποίημα που συναντούμε στο Σακί, μια συλλογή που τη βαραίνουν ιδιαίτερα οι εφηβικές αναμνήσεις από την Κατοχή και τον Εμφύλιο στα μέρη του Πύργου, με σαφείς, πραγματολογικές αναφορές σε φίλους που χάθηκαν, η μορφή του ενορατικού αγγέλου που γυρεύει ένα πέρασμα, μια διέξοδο, είναι παραταύτα αινιγματική και πολυειδής. Αυτό το πέρασμα που γυρεύει είναι η επιτέλεση ενός κοσμοθεωρητικού οράματος ή, μήπως, είναι μαζί με άλλα, η αναζήτηση ενός νοήματος ή, ειδικότερα ακόμα, το οδηγητικό αγγελικό φως, ο τρόπος με άλλα λόγια που θα δοθεί στον ποιητή για να του αποκαλυφθεί το ποίημα;
«Σήκω μου λέει [ο άγγελος], μας έκλεισαν/ μας έχουν κλείσει από παντού./ Και μη φοβάσαι θα περάσουμε.// Χρόνια και Χρόνια περπατήσαμε / γυρεύοντας το πέρασμα/ κι ο καιρός εγύριζε/ και ήταν όλος ο καιρός/ ένα σπαθί που έλαμπε/ μες στην καρδιά του κόσμου.»[11]
Αλλά και αργότερα, στα ποιήματα των Αντικλειδιών, με πολύ μεγαλύτερη διαύγεια και σταθερότητα εκεί, έχοντας μετριάσει σε σημαντικό βαθμό την εξάρτησή του από την τεχνική του συμβολισμού που του παρείχαν οι σεφερικές καταβολάδες, το ζητούμενο της εκκόλαψης του ποιήματος παρέμεινε ένα από τα κεντρικά του. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι τόσο το ποίημα «Τα αντικλείδια» που δάνεισε τον τίτλο του στη συλλογή, όσο και άλλα, όπως λ.χ. το «Η πόρτα και ο καθρέφτης» ή το « Ο ποιητής και το φεγγάρι» ή «Το δωμάτιο, η γυναίκα και το ποίημα» είναι εμφανώς ποιήματα χτισμένα πάνω στην αποστασιοποιητική διαδικασία ενός παραβολικού στοχασμού για τη φύση της ποίησης, ή, αλλιώς, ποιήματα ποιητικής.
Με τη χρησιμοποίηση και σ΄αυτά του ονειρικού ή του ενορατικού χρόνου, αλλά χωρίς, από την άλλη μεριά, το όνειρο ή το όραμα να ανεβάζουν προς το επιτελούμενο ποίημα τις μνήμες πένθους και τις αισθήσεις στάχτης και βυθού που υπήρχαν έντονες τόσο στο Κατώγι όσο και στο Σακί. Η βιωματική πρόσκτηση ενός ποιήματος ασφαλώς και δεν ήταν, τουλάχιστον για αρκετά χρόνια, απλή διαδικασία για τον Παυλόπουλο. Και ίσως σ΄αυτό το συναίσθημα αβεβαιότητας και αμφιβολίας για το κατά πόσο βρέθηκε το πέρασμα προς την επιτέλεση του ποιήματος να οφείλεται και η αποφυγή του να δημοσιεύσει, προτού φτάσουν τα ποιήματά του στα χέρια του Σεφέρη και προτού δημοσιευτεί η κρίσιμη γνώμη του γι΄ αυτά, μεταθανάτια, τον Νοέμβριο του 1971:
Μ΄ενδιαφέρει η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, γιατί είναι αποτελεσματική χωρίς ψιμύθια. Λέγοντας «ψιμύθια», εννοώ: χωρίς γλωσσικούς κορδακισμούς, που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν’ αγγίζουν τίποτε στο βάθος- και η ποίηση είναι, αν μπορώ να πω, έκφραση βάθους[12] 
*Ο Αλ. Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας.                                                                                                                             


[1] Αφιερωμένο στον Πήτερ Λήβι (Levi,1931-2000), `Αγγλο ποιητή, μεταφραστή και καθηγητή (1984) της ποίησης στην Οξφόρδη. Ο Λήβι, καλός γνώστης της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, άρχισε να ασχολείται με τη νέα ελληνική από τις αρχές της δεκαετία;ς του ΄60, όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα. Καθολικός ιερέας αποσχηματίστηκε το 1977, όταν και εκδόθηκε η αγγλική του μετάφραση της πρώτης συλλογής του Γ. Παυλόπουλου Το κατώγι (1971), τίτλο που ο Λήβι μετονόμασε ελαφρώς σε Κελλάρι ( The Cellar).
[2] «Καταγραφή ονείρου», Ποιήματα 1943-2008 (2017) 115.
[3] Ποιήματα 1943-2008 , ο.π., 137
[4] Ποιήματα 1943-2008, ο.π.,23
[5] Ποιήματα 1943-2008, ο.π.131
[6] Ποιήματα 1943-2008, ο.π., 107
[7] «Η έρημος και ο καθρέφτης». Ποιήματα 1943-2008, ο.π. 209
[8] «Ο ποιητής και το ποίημα», ΙΙΙ. Ποιήματα 1943-2008, ο.π. 195
[9] «Η μνήμη», Ποιήματα 1943-2008, ο.π. 197
[10] Γιώργης Παυλόπουλος, «Μνήμες μιας χαμένης αθωότητας». Βιβλιοκριτική για την ποιητική σύνθεση του Μιχάλη Πιερή, Αφήγηση. Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 14 Φεβρ.2003, 5
[11] Ποιήματα 1943-2008, ο.π. 62
[12] Αναφέρεται από την Λένα Σαββίδη, σε επιστολή της («Για τον ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο») προς την εφημερίδα Τα Νέα, στις 27 Μαρτ.1998, στη σ.54, όπου ψέγει σημείωμα με λανθασμένα στοιχεία, δημοσιευμένο στην ίδια εφημερίδα, στις 2 Μαρτ.1998.

*Γιώργης Παυλόπουλος - Βικιπαίδεια

_______________________
 Αποτέλεσμα εικόνας για κεφαλια ανταρτων στον εμφυλιο
Τα κεφάλια εννέα ανταρτών εκτίθενται από συμμορία κατσαπλιάδων το 1949 σε χωριό της Μακεδονίας.

 ΤΟ ΣΑΚΙ

Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
(Το σακί)

 *********************************************
 Louis Jean Francois Lagrenee : Η αρπαγή της Δηιδάμειας

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη


Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
(Τα αντικλείδια)
*******************************************************


Σχετική εικόνα

"H Kίρκη προσφέροντας το κύπελλο στον Οδυσσέα", πίνακας του  John William Waterhouse.

ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ
Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μέσ’ στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τάσκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους σύντροφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.
(Το κατώγι)

Δεν υπάρχουν σχόλια: