Κυριακή, Μαΐου 20, 2018

Ο Μάης του ΄68 και ο «δόλος της Ιστορίας»


Μάης ΄68, Η κληρονομιά που διχάζει 

του Νικόλα Σεβαστάκη (*)
 
oanagnostis.gr


Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στο εξής, Georges Pompidou
Δεν μπορώ να σου μιλήσω γι αυτόν χωρίς να σου μιλήσω για εμάς. Δεν ξέρω πώς να σε κάνω να το καταλάβεις αυτό, δεν ήμασταν κυριολεκτικά ‘εγώ’ εκείνη την εποχή.Οlivier Rolin, Tigre en papier, Seuil, 2002, σ. 56
                                             ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
 «Ο Μάης του ΄68 υπήρξε μια πολιτική ήττα αλλά μια πολιτισμική επιτυχία στην μακρά διάρκεια». Αυτή η φράση του Γάλλου ιστορικού Πασκάλ Ορί (Pascal Ory) συναντά πλήθος άλλων αφορισμών και αναλύσεων για τον Μάη, με αφορμή την πεντηκονταετία που κλείνει φέτος. Και ως εκτίμηση συμπυκνώνει τη δυσκολία της αξιολόγησης αυτού που ονομάζουμε «ιστορικής σημασίας» γεγονότος.
Η συζήτηση, εννοείται, κρατά δεκαετίες. Ξεκινάει λίγες βδομάδες μετά τα πρώτα οδοφράγματα με το κείμενο La brèche (το ρήγμα) του Κορνήλιου Καστοριάδη, του Εντγκάρ Μορέν και του Κλωντ Λεφόρ[1] και θα γνωρίσει, μέσα στα χρόνια, μια εκρηκτική άνοδο. Και όχι μόνο με βιβλία πολιτικής και κοινωνιολογικής ερμηνείας αλλά και με ταινίες, ντοκιμαντέρ, μυθιστορήματα που αγγίζουν κυρίως την επόμενη περίοδο του Μάη και τις περιπέτειας της στράτευσης στη δεκαετία του ’70[2].
Πριν από αρκετά χρόνια, ο καθηγητής μου στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών της Lyon και μετέπειτα Υπουργός Παιδείας, ο φιλόσοφος Luc Ferry είχε δημοσιεύσει ένα δοκίμιο –μαζί με τον Alain Renaut– με τον τίτλο La Pensée 68. Essai sur lantihumanisme contemporaine (Η σκέψη του ΄68 Δοκίμιο για τον σύγχρονο αντιανθρωπισμό)[3]. Ήταν ένα από τα βιβλία φιλοσοφικής κριτικής όχι τόσο σε συνθήματα, δράσεις και γεγονότα του Παρισινού Μάη όσο σε όλες τις ριζοσπαστικές φιλοσοφίες που οι συγγραφείς θεωρούσαν ότι σχετίζονται με εκείνη την περίοδο. Στην επίκρισή τους θεώρησαν ότι οι φιλοσοφίες του ’68 ήταν ένα ενιαίο πεδίο με επικυρίαρχο αφενός τον μαρξιστικό δομισμό και αφετέρου τον «αριστερό νιτσεϊσμό»- θέση η οποία έχει τύχει σημαντικών αντιρρήσεων από τότε.
Σε όλη πάντως την κατοπινή αναμόχλευση του θέματος βρίσκουμε δυο τάσεις: αφενός μια τάση να διευρύνεται υπερβολικά το ορόσημο Μάης του ‘68. Και το αντίθετο: να περιορίζεται σε λίγες βδομάδες αναταραχής και αναρχο-αριστερίστικης ουτοπίας περισσότερο παριζιάνικης παρά Γαλλικής.
Τι ήταν όμως τελικά αυτή η αλυσίδα γεγονότων και λόγων που κορυφώθηκαν τον Μάϊο του 1968 αλλά συνδέονται αδιάρρηκτα με το πριν και το μετά;
Ας δούμε τους βασικούς άξονες αυτής της συζήτησης που δεν θα αποφύγει να πάρει τη μορφή διαμάχης: μιας διαμάχης όχι πια τόσο για την ύπαρξη και το νόημα του ίδιου του Μάη του ΄68 αλλά για το παρελθόν και το μέλλον της ριζοσπαστικής πολιτικής φαντασίας, της Αριστεράς, της κριτικής στο «σύστημα» ή της σκιαγράφησης εναλλακτικών οδών. Και έπειτα ένα πλήθος επιμέρους συζητήσεων για τη νεότητα, την αυθεντία, τη σχέση μας με τις παραδόσεις και την εξουσία, την παιδαγωγική μέθοδο.
  1. Ο Μάης του ΄68 και ο «δόλος της Ιστορίας»
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο προαναφερθείς Luc Ferry σημειώνει: « Οι εξηνταοκτάρηδες εγκαινίασαν έναν μαρξιστικό-λενινιστικό λόγο από μπετόν, με κείνο το διάσημο ‘εκλογές, παγίδα για μαλάκες’, κάτω όμως από την επίφαση ενός συλλογικού και επαναστατικού οράματος , θα αναδυθεί μια δίχως προηγούμενο ατομικιστική προσδοκία για απόλαυση και κατανάλωση[4]».
Το μοτίβο του εγελιανού δόλου ή αλλιώς της πανουργίας της Ιστορίας που «χρησιμοποιεί» τα άτομα (όπως και τα κράτη) εν αγνοία τους για τους δικούς της σκοπούς επανέρχεται συχνά εδώ και δεκαετίες. Υπάρχουν μάλιστα συγγραφείς όπως ο κοινωνιολόγος Michel Clouscard που θεωρούσε τον Μάη του ’68 μια «αντεπανάσταση» η οποία διαμόρφωσε τη «φιλελεύθερη-ελευθεριακή» αντίληψη και βοήθησε εντέλει τον καπιταλισμό να γίνει «καπιταλισμός της σαγήνης»[5].
H υπόθεση, πάνω κάτω, θα είναι η εξής: οι φοιτητές και γενικότερα οι νέοι των μεσαίων στρωμάτων πίστεψαν ότι ανατρέπουν το σύστημα ή ότι προκαλούν ρήγματα στην κυριαρχία του ενώ στην πραγματικότητα εργαζόταν για την ανανέωση και την ενδυνάμωση της γοητείας του. Έδρασαν, αφελώς, για την ανάδυση ενός νέου παραδείγματος εξουσίας και ηγεμονίας, δηλαδή για την κατοπινή εμφάνιση ενός νεοφιλελευθερισμού βασισμένου σε αυτό που πάλι ο Κλουσκάρ αποκαλεί «αγορά της επιθυμίας» (marché du désir).
Πρώτη ατομικιστική επανάσταση στην Ιστορία ή προάγγελος της νεοφιλελεύθερης μεταμόρφωσης των σύγχρονων ηθών, αυτή  η ιδέα του Μάη του ΄68 διαδίδεται ταχέως σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Τόσο σε κύκλους της συντηρητικής Δεξιάς όσο και σε συγγραφείς και χώρους μιας εθνοκεντρικής, αντιφιλελεύθερης Αριστεράς που βλέπει στους Εξηνταοκτάρηδες τους προδρόμους μιας ελιτίστικης «λόγιας Αριστεράς» ξεκομμένης από τον λαϊκό κόσμο και το έθνος. Από τον Ρεζίς Ντεμπρέ έως τον ακροδεξιό πρώην κομμουνιστή Alain Soral σκιαγραφείται ένα πορτρέτο ανεύθυνου παιδισμού και πολιτισμικού εξαμερικανισμού ως εάν η εξέγερση του Μάη να ήταν προανάκρουσμα της διάλυσης της κοινωνικής συνοχής στις κατακερματισμένες κοινωνίες της εποχής μας.
Όπως συνέβη και με άλλες τομές στην Ιστορία, οι κατοπινές ερμηνείες τους ανταποκρίνονται στα πολιτικά πάθη της εκάστοτε συγκυρίας. Έτσι, για παράδειγμα, η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789-1795 έγινε το σημείο αφετηρίας για τη γέννηση του συντηρητικού λόγου και για τις επόμενες εντάσεις ανάμεσα στις φιλελεύθερες, ρεπουμπλικανικές και συντηρητικές θεωρήσεις για το κράτος, την αστική κοινωνία και τα συλλογικά ήθη.
Τηρουμένων των αναλογιών, ο Μάης του ΄68 λειτουργεί ως παραδειγματική αναφορά για το στήσιμο άλλων αντιθέσεων και διανοητικών ερίδων του καιρού μας. Κυρίως για αυτό που θα αποκαλούσαμε κριτική στον «πολιτισμικό» νεοφιλελευθερισμό και που στην Αμερική ονομάζουν εσχάτως προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό. Ριζοσπάστες φιλόσοφοι όπως η Nancy Fraser ελέγχουν τους νέους Δημοκρατικούς και τους προοδευτικούς υπέρμαχους των «πολιτικών της ταυτότητας» με πυρά παρόμοια με αυτά που πολλοί εξαπολύουν κατά του Κον-Μπεντίτ και άλλων ειδώλων του ΄68 τα οποία έγιναν, σύμφωνα με τους ριζοσπάστες επικριτές τους, οπαδοί της συναίνεσης και του νεοφιλελεύθερου Κέντρου. Σαν να υπάρχει ένα νήμα που ενώνει τους κλιντονικούς «νεοφιλελεύθερους» με τους εξημερωμένους πρώην Εξηνταοκτάρηδες της Γαλλίας και  η Fraser πιστεύει πως αυτό το νήμα είναι η παραγνώριση του κοινωνικού-ταξικού παράγοντα[6].
Οι αναλύσεις που αξιοποιούν το θέμα της πανουργίας της Ιστορίας φτάνουν στο ίδιο βασικά συμπέρασμα, αν και μοιράζονται σε διαφορετικές θέσεις του πολιτικού χάρτη και ενθαρρύνουν, προφανώς, διαφορετικά σχέδια. Κυρίαρχη είναι εδώ η πεποίθηση πως η επικρατούσα κουλτούρα του Μάη του ΄68 ήταν μεσοαστική, ηδονοθηρική, ατομοκεντρική και ευάλωτη στο νέο καπιταλιστικό πνεύμα. Με τους όρους που θα μας κοινοποιήσουν οι κοινωνιολόγοι Luc Boltanski και Éve Chiapello, μετά τον Μάη ηγεμόνευσε μια «καλλιτεχνική κριτική» του συστήματος και όχι η κοινωνική κριτική[7]. Η καλλιτεχνική κριτική αντιπαραθέτει στη σοβαρότητα και στη γκριζάδα του συστήματος την ειρωνεία, την ανατρεπτική γλώσσα, την υπέρβαση της νόρμας και των κανόνων –με άλλα λόγια, έτσι όπως την ανασκευάζουν οι δυο μαθητές του Μπουρντιέ, η καλλιτεχνική κριτική ανήκει στο σύμπαν ενός αναρχίζοντος ρομαντισμού. Με αντίστοιχο τρόπο οι κομμουνιστές κριτικοί του Μεσοπολέμου στις επιθέσεις τους στον υπερρεαλισμό και στις πρωτοπορίες μιλούσαν επικριτικά για τον οξύ υποκειμενικό ιδεαλισμό, τον αστικό σολιψισμό, τις διαλυτικές μελαγχολικές τάσεις ή τα «νεφελώματα». Στην παράδοση της «ταξικής» Αριστεράς όλη η υπαρξιακή παράδοση στη σκέψη και στην τέχνη αποτελεί διαχρονικά πηγή δυσφορίας και ενόχλησης. Στη βάση αυτής της επιτιμητικής ανάγνωσης τα μαοϊκά, τροτσκιστικά και μαρξο-λενινιστικά τροπάρια που έψελναν οι  νέοι του Μάη συσκοτίζουν τη βαθύτερη δυναμική της δράσης η οποία απελευθερώθηκε τότε, συχνά ερήμην των αυτουργών της: αυτή την αθέατη δυναμική που θα φέρει στην εξουσία τον «μοντέρνο» κεντροδεξιό Ζισκάρ ντ’ Εστέν και το 1981 τον Μιτεράν εγκαινιάζοντας μάλιστα μια περίοδο παρακμής του γαλλικού κομμουνισμού και συγχρόνως την μεγάλη κρίση ταυτότητας της Γκωλικής Δεξιάς.
Ας δούμε από πιο κοντά το επιχείρημα που είπαμε ότι καταλήγει σε μια, λίγο-πολύ, αρνητική αξιολόγηση της κληρονομιάς του ΄68.
  1. Ο Μάης ως αδύνατη κληρονομιά/ μια παραλλαγή
Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο και ιστορικό Jean-Pierre Le Goff  –υπήρξε και ο ίδιος παιδί του Μάη του ’68– είναι κάπως άδικη η αναφορά σε ένα ’68 που θα ήταν απλώς μήτρα της πολιτισμικής μεταμόρφωσης προς νεοφιλελεύθερες αξίες. Ο Λε Γκοφ θέλει να είναι πιο λεπτός και αναλυτικά ευαίσθητος στην πολυσημία του γεγονότος. Γι αυτόν, όπως σημειώνει σε μια συνέντευξή του στην Libération, ο Μάης του ΄68 τα είχε όλα: «ηδονισμό, αμφισβήτηση, πολιτική βεβαίως αλλά μαζί και μια μορφή μηδενισμού» [8].
Αυτό που ο ίδιος συγγραφέας θα χαρακτηρίσει «αδύνατη κληρονομιά» του Μάη είναι κάτι που διαμορφώνεται ουσιαστικά στη δεκαετία του ’70. Με άλλα λόγια, ο Λε Γκοφ διαχωρίζει τον ίδιο τον ιστό των γεγονότων του Μάη του ΄68 από αυτό που θα προκύψει λίγα χρόνια αργότερα ως «πολιτισμικός αριστερισμός». Στη δική του ανάγνωση –που έχει κοινά με του Ferry και με τις προσεγγίσεις και κάποιων συντηρητικών δημοσιολόγων – η αδύνατη κληρονομιά του Μάη περνάει μέσα από την ακύρωση της έννοιας της αυθεντίας. Η αυθεντία (autorité) διαβάστηκε από τον πολιτισμικό αριστερισμό ως συνώνυμη της κυριαρχικής εξουσίας, της domination, της καταπίεσης. Αναδύθηκε δηλαδή ένα πλέγμα νοοτροπιών και ηθών που δεν έμειναν στην γόνιμη αλλαγή των παλιών αυταρχικών και αρτηριοσκληρωτικών μορφών εξουσίας αλλά πέρασαν στα άκρα: έτσι δεν αφήνουν περιθώριο για τη συγκρότηση μιας ισχυρής δημόσιας εξουσίας, για την ανανέωση της ρεπουμπλικανικής συνθήκης, του σχολείου και της κουλτούρας ευρύτερα[9]. Πάνω στη σύγχυση ανάμεσα σε αυθεντία και ωμή κυριαρχική εξουσία γιγαντώθηκε επίσης ο «αντιμπατσισμός», η ταύτιση της όποιας ασφάλειας με την αστυνομική καταστολή, της δημοκρατικής αστυνομίας με τους ναζί κλπ[10].
Παρά το ότι η προσέγγιση την οποία προτιμά ο Λε Γκοφ σέβεται τη διάκριση ανάμεσα στο κύριο σώμα των γεγονότων του Μαΐου του ’68 και στις ιδεολογίες που αναδύθηκαν στη συνέχεια, φαίνεται να συγκλίνει με το γενικότερο κλίμα σκεπτικισμού και επίκρισης σε πολλά από τα ιδεολογικά στοιχεία του ’68. Ποιες είναι οι δεύτερες σκέψεις και οι ενστάσεις που έρχονται και επανέρχονται σε αυτή τη σύγχρονη αποτίμηση;
Θα έλεγα ότι το κυρίαρχο είναι η σύνδεση κάποιων «καταστασιακών» συνθημάτων του Μάη (απαγορεύεται το απαγορεύεται, απολαύστε χωρίς όρια κλπ) με τις νέες γλώσσες του μάνατζμεντ, της διαφήμισης, της καπιταλιστικής διαχείρισης του ψυχισμού. Ακόμα και αν δεν χρησιμοποιεί κανείς το σχήμα του δόλου της Ιστορίας, είναι μεγάλος ο πειρασμός να αναγνωρίσει μια συνέχεια από τον αντι-εξουσιαστικό, καρναβαλικό μύθο του Μάη στον «μεταμοντέρνο Διόνυσο» και από εκεί στις ανομικές και επιτρεπτικές πλευρές της σύγχρονης αγοράς  εμπειριών.
Κατά παρόμοιο τρόπο, αυτή η ερμηνευτική γραμμή έχει ήδη υπάρξει και για τα αμερικανικά σίξτις και ιδίως για την μετεξέλιξη του πνεύματος της χίπικης αντικουλτούρας στην εποχή του new age, της νεοφιλελεύθερης επιχειρηματικότητας και του «θεραπευτικού Κράτους». Ο Christopher Lash, o Jean-Claude Michéa ή πολλοί κοινωνιολόγοι και στοχαστές με αναφορά στον Μπουρντιέ θα συναντηθούν στη βασική υποψία για την μετατροπή πολλών κοινών τόπων της αντικουλτούρας και του πολιτισμικού αριστερισμού σε κοινωνικό κομφορμισμό και εντέλει σε νεοφιλελευθερισμό.
Με τα λόγια του Gerard Mauger στην εξέλιξή της η γενιά του ΄68 θα γίνει κυρίαρχη η «νεοφιλελεύθερη διάθεση» δηλαδή «η αποκατάσταση της ιδιωτικής επιχείρησης, του κέρδους και του χρήματος. Παράλληλη κριτική της δημόσιας υπηρεσίας, του συλλογικού, του γενικού συμφέροντος, του επιδοματικού κράτους.[11]»


 (*) Ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ

Αποτέλεσμα εικόνας για Νικόλας Σεβαστάκης:BiblioNet : Σεβαστάκης, Νικόλας Α


[..........]
 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Μάης ΄68, Η κληρονομιά που διχάζει (του Νικόλα Σεβαστάκη)...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μια αλλιώτικη Καθαρή Δευτέρα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο

  Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ Διήγημα του  Χρήστου Χρηστοβασίλη (1862-1937) Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντ...