Πέμπτη, Απριλίου 19, 2018

Η Ποπ Αρτ ή η απενοχοποίηση της αισθητικής των προϊόντων μαζικής (βιομηχανικής) κουλτούρας


http://arutv.ee.auth.gr/istoriart/artguide/images20/chart/chart_pop_art.jpg 

Ποπ Αρτ



"Η Ποπ είναι αυτό που δεν ήταν η τέχνη για τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ουσιαστικά είναι μια στροφή 180 μοιρών, πίσω σε μια αναπαραστατική οπτική επικοινωνία, που κινείται σε μια υπερβολική ταχύτητα...Ποπ είναι μια επανένταξη στον κόσμο ...Είναι το αμερικάνικο όνειρο αισιόδοξο, γενναιόδωρο και αφελές."
Robert Indiana

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αν και η Ποπ Αρτ (Pop Art=Δημοφιλής Τέχνη), σήμερα πλέον, συνδέεται με το έργο καλλιτεχνών της Νέας Υόρκης των αρχών του 1960, όπως οι Andy Warhol (Άντι Γουόρχολ), Roy Lichtenstein (Ρόι Λίχτενσταιν), James Rosenquist (Τζέιμς Ρόζενκουιστ) και Claes Oldenburg (Κλος Όλντενμπεργκ), καλλιτέχνες που προσέγγισαν τις δημοφιλείς (pop) εικόνες, ήταν μέρος ενός διεθνούς φαινομένου, που δέχτηκε σημαντικές εξελίξεις σε διάφορες πόλεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά. Μετά τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό (Abstract Expressionism) και το Νεο-Ντανταϊσμό (Neo-Dada), η επαναφορά μέσω της Ποπ των αναγνωρίσιμων εικόνων (σχεδιασμένες από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη λαϊκή κουλτούρα) ήταν μια σημαντική στροφή για την κατεύθυνση του μοντερνισμού. Τα θέματά της ήταν μακριά από τα παραδοσιακά "υψηλής τέχνης" θέματα της ηθικής, της μυθολογίας και της κλασική ιστορίας· περισσότερο, οι Ποπ καλλιτέχνες ύμνησαν κοινά, συνηθισμένα αντικείμενα και ανθρώπους της καθημερινής ζωής και με τον τρόπο αυτό επιδίωκαν να ανυψώσουν τη λαϊκή κουλτούρα στο επίπεδο των καλών τεχνών. Ίσως λόγω της ενσωμάτωσης των εμπορικών εικόνων, η Ποπ Αρτ έχει γίνει μία από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της μοντέρνας τέχνης.

ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Ο όρος Ποπ (popular = δημοφιλής) ως αναφορά στη λαϊκή κουλτούρα (popular culture) άρχισε να εφαρμόζεται ως ένα ξεχωριστό καλλιτεχνικό στυλ στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Με τη δημιουργία πινάκων ή γλυπτών εμπνευσμένων από αντικείμενα της μαζικής κουλτούρας και αστέρες των μέσων, το κίνημα της Ποπ Αρτ είχε ως στόχο να "θολώσει" τα όρια μεταξύ "υψηλής" τέχνης και "υποκουλτούρας". Η αντίληψη ότι δεν υπάρχει ιεράρχηση του πολιτισμού και ότι η τέχνη μπορεί να δανειστεί από οποιαδήποτε πηγή, υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της Ποπ Αρτ.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι Αφηρημένοι Εξπρεσιονιστές έψαξαν για το τραύμα στην ψυχή, ενώ οι Ποπ καλλιτέχνες αναζήτησαν τα ίχνη του ίδιου τραύματος στο μεταβατικό κόσμο της διαφήμισης, των κινουμένων σχεδίων και των δημοφιλών εικόνων σε μεγέθυνση. Αλλά, είναι ίσως πιο ακριβές να πούμε ότι οι Ποπ καλλιτέχνες ήταν οι πρώτοι που αναγνώρισαν ότι δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση σε οτιδήποτε, είτε είναι η ψυχή, ο φυσικός κόσμος ή το δομημένο περιβάλλον. Πίστευαν ότι τα πάντα είναι αλληλένδετα, και ως εκ τούτου, προσπάθησαν να κάνουν αυτές τις συνδέσεις κυριολεκτικές στο έργο τους.
Αν και η Ποπ Αρτ περιλαμβάνει μια ευρεία ποικιλία έργων με πολύ διαφορετικές συμπεριφορές και στάσεις, πολλά από αυτά είναι, κάπως, συναισθηματικά "στερημένα". Σε αντίθεση με την "καυτή" έκφραση της χειρονομιακής αφαίρεσης που προηγήθηκε, η Ποπ Αρτ είναι γενικά "ψύχραιμα" αμφίσημη. Το αν αυτό σημαίνει την αποδοχή του δημοφιλούς κόσμου ή μια συγκλονιστική απόσυρση, υπήρξε το αντικείμενο μεγάλης συζήτησης.
Οι Ποπ καλλιτέχνες αγκάλιασαν φαινομενικά τη μεταπολεμική έκρηξη της παραγωγής και των μέσων ενημέρωσης, επαναφέροντας εικόνες στη σύγχρονη τέχνη και ανατρέποντας τις παραδοσιακές ιεραρχίες της, μέσω της απεικόνισης καθημερινών αντικείμενων στο έργο τους. Μερικοί κριτικοί έχουν αναφερθεί στην επιλογή των εικόνων της Ποπ Αρτ ως μια εντελώς ενθουσιώδη υποστήριξη της βιομηχανικής καπιταλιστικής αγοράς και των προϊόντων που κυκλοφορούσαν, ενώ άλλοι διέκριναν ένα στοιχείο της πολιτισμικής κριτικής στην προαγωγή του καθημερινού σε υψηλή τέχνη: συνδέοντας τον εμπορευματικό χαρακτήρα των αγαθών, που αναπαρίστανται, με το χαρακτήρα του ίδιου του αντικειμένου τέχνης, τονίζοντας τη θέση της τέχνης ως, κατά κύριο λόγο, χρηστικό αγαθό.
Στην πλειοψηφία τους οι Ποπ καλλιτέχνες άρχισαν τη σταδιοδρομία τους στην εμπορική τέχνη: ο Andy Warhol ήταν ένας άκρως επιτυχημένος εικονογράφος περιοδικών και γραφίστας· ο Ed Ruscha ήταν επίσης γραφίστας και ο James Rosenquist ξεκίνησε την καριέρα του ως ζωγράφος διαφημιστικών πινακίδων. Το υπόβαθρό τους στον εμπορικό κόσμο της τέχνης θα τους εκπαίδευε στο εικαστικό λεξιλόγιο της μαζικής κουλτούρας, καθώς και στις τεχνικές για την αρμονική συγχώνευση της υψηλής τέχνης και του λαϊκού πολιτισμού.

ΑΡΧΗ

Μεγάλη Βρετανία: Η Ανεξάρτητη Ομάδα (The Independent Group)

Το 1952, μια συνάθροιση καλλιτεχνών στο Λονδίνο που αυτοαποκαλούνταν Η Ανεξάρτητη Ομάδα (The Independent Group) άρχισαν να συναντώνται τακτικά για να συζητήσουν θέματα, όπως η θέση της μαζικής κουλτούρας στις καλές τέχνες, το ευρεθέν αντικείμενο (found object), η επιστήμη και η τεχνολογία. Στα μέλη συμπεριλαμβάνονταν οι Edouardo Paolozzi (Εντουάρντο Παολότζι), Richard Hamilton (Ρίτσαρντ Χάμιλτον), οι αρχιτέκτονες Alison και Peter Smithson (Σμίθσον) και οι κριτικοί Lawrence Alloway (Λόρενς Άλογουεϊ) και Reyner Banham (Ρέινερ Μπάναμ). Η Βρετανία, στις αρχές του 1950, ακόμη έβγαινε από τη λιτότητα των μεταπολεμικών χρόνων και οι πολίτες της ήταν αμφίβολοι για την αμερικανική λαϊκή κουλτούρα. Ενώ η ομάδα ήταν καχύποπτη για τον εμπορικό χαρακτήρα της, ήταν ενθουσιασμένη με τον πλούσιο κόσμο, που η λαϊκή κουλτούρα φαινόταν να υπόσχεται για το μέλλον. Οι εικόνες που συζητούσαν εκτενώς περιλάμβαναν αυτές που προέρχονταν από τις ταινίες Western, την επιστημονική φαντασία, τα κόμικς, τις διαφημιστικές πινακίδες, το σχεδιασμό αυτοκινήτων και τη μουσική rock and roll.
Ο όρος "Pop Αrt" έχει πολλές πιθανές προελεύσεις: η πρώτη χρήση του όρου γραπτώς έχει αποδοθεί τόσο στον Lawrence Alloway όσο και στους Alison και Peter Smithson, και εναλλακτικά στον Richard Hamilton, ο οποίος όρισε τον όρο "Pop" σε μια επιστολή, ενώ το πρώτο έργο τέχνης που φέρει τη λέξη "Pop" παρήχθη από τον Paolozzi. Το Κολάζ του I Was a Rich Man's Plaything (Ήμουν το παιχνίδι ενός πλούσιου άνδρα) το 1947, περιείχε κομμένες εικόνες ενός όμορφου κοριτσιού αφίσας, το λογότυπο της Coca-Cola, μια κερασόπιτα, ένα μαχητικό αεροπλάνο του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου και ένα ανδρικό χέρι με πιστόλι, μέσα από το οποίο πεταγόταν η λέξη "POP!", μέσα σε λευκό σύννεφο.
MORE

Νέα Υόρκη: Νεο-Νταντά και Ποπ Αρτ

Η πλέον κλασική νεουορκέζικη Ποπ Αρτ του Warhol και του Lichtenstein εμφανίστηκε ξαφνικά το 1960, αλλά διαφάνηκε μερικά χρόνια πριν στο νεο-ντανταϊστικό (Neo-Dada) έργο του Jasper Johns (Τζάσπερ Τζονς) και του Robert Rauschenberg (Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ). Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Johns ήδη προβλημάτιζε για τις συμβάσεις του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού με τους αφηρημένους πίνακες, που περιλάμβαναν αναφορές, όπως ο ίδιος το έθεσε, σε "πράγματα που το μυαλό ήδη ξέρει" - στόχους, σημαίες, αποτυπώματα, γράμματα και αριθμούς. Εν τω μεταξύ, ο Rauschenberg "συνδύαζε" ευρεθέντα αντικείμενα και εικόνες με πιο παραδοσιακά υλικά, όπως λαδομπογιά.

ΙΔΕΕΣ & ΎΦΟΣ

Μόλις η μετάβαση από τις κατασκευές με ευρεθέντα αντικείμενα των Νεο-Dada καλλιτεχνών στο κίνημα της Ποπ ολοκληρώθηκε, υπήρχε έντονο ενδιαφέρον από την πλευρά των καλλιτεχνών για την ενσωμάτωση της λαϊκής κουλτούρας στη δουλειά τους. Παρά το γεγονός ότι πρώτοι οι καλλιτέχνες της Ανεξάρτητης Ομάδας στο Λονδίνο, εισήγαγαν τη χρήση της λέξης "pop" σε σχέση με την τέχνη, οι Αμερικανοί καλλιτέχνες ακολούθησαν σύντομα το παράδειγμά τους και ενσωμάτωσαν τη λαϊκή κουλτούρα στα έργα τους και αυτοί. Τα διαφορετικά στυλ που σχετίζονται με την Ποπ Αρτ, συνήθως συνδέονται με ένα άτομο ή μια ομάδα, που ξεκίνησε ένα συγκεκριμένο ύφος, ένα είδος περιεχομένου ή έναν τρόπο αναπαράστασης. Παρόλο που τα προσωπικά στυλ ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, όλοι οι καλλιτέχνες διατηρούν ένα κοινό, όσον αφορά την επιλογή των εικόνων του λαϊκού πολιτισμού ως το βασικό θέμα τους. Λίγο μετά την εμφάνιση της αμερικανικής Ποπ Αρτ στο προσκήνιο της παγκόσμιας τέχνης, παραλλαγές του κινήματος στην Ευρώπη εξελίχθηκαν στο κίνημα του Καπιταλιστικού Ρεαλισμού (Capitalist Realism) στη Γερμανία και του Νέου Ρεαλισμού (Nouveau Réalisme) στη Γαλλία.

Οι Richard Hamilton, Edouardo Paolozzi & η "Πινακοποιημένη" εικόνα (Tabular Image)

Τα κολάζ της Ποπ Αρτ του Paolozzi και του Hamilton μετέφεραν τα ανάμεικτα συναισθήματα που οι Ευρωπαίοι διατηρούσαν για την αμερικανική λαϊκή κουλτούρα· και οι δύο εκθείαζαν τα αντικείμενα και τις εικόνες της μαζικής παραγωγής, ενώ επέκριναν, επίσης, την υπερβολή. Στο κολάζ του, Just What Is It That Makes Today's Homes So Different, So Appealing?? (Τι είναι αυτό ακριβώς που κάνει τα σημερινά σπίτια τόσο διαφορετικά, τόσο ελκυστικά;;) το 1956, ο Hamilton συνδύασε εικόνες από διάφορες πηγές των μέσων μαζικής ενημέρωσης, επιλέγοντας προσεκτικά την καθεμιά και συνέθεσε τα ετερόκλητα στοιχεία των λαϊκών εικόνων σε μια συνεκτική επισκόπηση της καταναλωτικής μεταπολεμικής κουλτούρας. Τα μέλη της Ομάδας των Ανεξάρτητων ήταν οι πρώτοι μεταπολεμικοί καλλιτέχνες που παρουσίασαν εικόνες των μαζικών μέσων με την ίδια σημασία με την υψηλή τέχνη, αναγνωρίζοντας τις προκλήσεις των παραδοσιακών κατηγοριών τέχνης, που συνέβαιναν στην Αμερική και τη Βρετανία μετά το 1945.

Η Ποπ Αρτ της Νέας Υόρκης

Οι καλλιτέχνες που εργάζονταν στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές του 1960 αντιμετώπισαν μια κρίσιμη καμπή στη μοντέρνα τέχνη: μετά τους Αφηρημένους Εξπρεσιονιστές, πολλοί καλλιτέχνες επαναστάτησαν κατά του αυστηρού φορμαλισμού, υποστηριζόμενοι από ορισμένες σχολές του μοντερνισμού να επεκτείνουν τον ορισμό της ζωγραφικής και να εμπιστευτούν την προσωπική θέληση. Οι καλλιτέχνες του Neo-Dada, όμως, καθώς και εκείνοι που σχετίζονταν με το κίνημα Happenings (Χάπενιγκς) του Allan Kaprow (Άλαν Κάπροου) και το Fluxus (φλούξους, ρευστός στα λατινικά), επέλεξαν να ενσωματώσουν πτυχές του περιβάλλοντος κόσμου στην τέχνη τους. Οι Ποπ καλλιτέχνες επέκτειναν αυτή την ιδέα, επικεντρώνοντας τη δουλειά τους αποκλειστικά και μόνο σε θέματα που προέρχονταν από τον κόσμο του λαϊκού πολιτισμού. Οι σπουδαιότερες μορφές που σχετίζονταν με την Ποπ Αρτ στη Νέα Υόρκη - Roy Lichtenstein, Claes Oldenburg, James Rosenquist και Andy Warhol, μεταξύ άλλων - ανέπτυξαν, η καθένας ξεχωριστά, ιδιοσυγκρασιακά στυλ της Ποπ Αρτ και στήριξαν τη φήμη τους στην οικειότητα των θεμάτων τους και στο ευδιάκριτο προσωπικό ύφος τους.

Ο Roy Lichtenstein & η Pulp κουλτούρα

Ο Roy Lichtenstein απέδειξε ότι μπορούσε να εκπληρώσει τις απαιτήσεις για μια "μεγάλη" σύνθεση παρόλο που τα θέματά του προερχόταν από τα κόμικς. Εκτός από τη χρήση εικόνων από αυτά τα μαζικής παραγωγής εικονογραφημένα βιβλία, ο Lichtenstein ιδιοποιήθηκε τις τεχνικές που χρησιμοποιούνταν για τη δημιουργία των εικόνων στα κόμικς, για να δημιουργήσει τα έργα ζωγραφικής του. Όχι μόνο υιοθέτησε τα ίδια φωτεινά χρώματα και τα σαφή περιγράμματα, αλλά καινοτόμησε με τη χρήση των κουκίδων Ben-Day (Benjamin Day dots): μικρές κουκίδες που χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν το χρώμα στα μαζικής παραγωγής κόμικς. Εστιάζοντας σε ένα ξεχωριστό πλαίσιο μέσα σε ένα κόμικ, οι καμβάδες του Lichtenstein δεν είναι ακριβώς πανομοιότυποι, αλλά είναι, περισσότερο, μια δημιουργική εκ νέου απεικόνιση της σύνθεσης, στην οποία στοιχεία μπορεί να έχουν προστεθεί ή να καταργηθεί, η κλίμακα να άλλαξε και να έχει προστεθεί κείμενο. Ζωγραφίζοντας με το χέρι τις τελείες, που συνήθως δημιουργούνται από μηχανή και αναδημιουργώντας σκηνές των κόμικς, ο Lichtenstein κατέστησε ασαφή τη διάκριση μεταξύ της μαζικής αναπαραγωγής και της υψηλής τέχνης.

Ο Andy Warhol και η Επανάληψη

 

Ο Andy Warhol είναι περισσότερο διάσημος για τα έντονα χρωματισμένα πορτρέτα διασημοτήτων, αλλά τα θέματά του είχαν διαφοροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό σε όλη την καριέρα του. Ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα στα διάφορα θέματα είναι το ότι εμπνεύστηκαν από τη μαζική καταναλωτική κουλτούρα. Τα πρώτα έργα του απεικονίζουν αντικείμενα, όπως μπουκάλια της Coca-Cola και σούπες σε κονσέρβες της Campbell, αναπαραγμένα χωρίς τέλος, σαν ο τοίχος της γκαλερί να ήταν ένα ράφι σε ένα σούπερ μάρκετ. Ο Warhol μεταπήδησε από τη ζωγραφική στο χέρι στη μεταξοτυπία, για να διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο η μεγάλης κλίμακας αντιγραφή εικόνων της ποπ κουλτούρας. Η επιμονή του Warhol στη μηχανική αναπαραγωγή απέρριψε τις έννοιες της καλλιτεχνικής γνησιότητας και ιδιοφυίας. Αντ΄ αυτού, ο ίδιος αναγνώρισε την εμπορευματοποίηση της τέχνης, αποδεικνύοντας ότι οι πίνακες δεν ήταν διαφορετικοί από τις Campbell κονσέρβες της σούπας· και οι δύο είχαν υλική αξία και θα μπορούσαν να αγοραστούν και να πουληθούν σαν καταναλωτικά αγαθά. Εξίσωσε περαιτέρω το καθεστώς της μαζική παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών με εκείνο των διασημοτήτων σε πορτρέτα, όπως στο Marilyn Diptych (1962).

Ο Claes Oldenburg και η Ποπ Γλυπτική

Φημισμένος για τα μνημειώδη δημόσια γλυπτά του αντικειμένων καθημερινής χρήσης και τα "μαλακά" γλυπτά (soft sculptures), ο Claes Oldenburg ξεκίνησε την καριέρα του σε μια πολύ μικρότερη κλίμακα. Το 1961 νοίκιασε μια βιτρίνα στη Νέα Υόρκη για ένα μήνα, όπου εγκατέστησε και πούλησε συρμάτινα και γύψινα γλυπτά του από καθημερινά αντικείμενα (π.χ. γλυκά σε ανδρικά και γυναικεία εσώρουχα) σε μια εγκατάσταση που ονόμασε The Store (Το κατάστημα). Ο Oldenburg χρέωσε μια ονομαστική τιμή για κάθε κομμάτι, υπογραμμίζοντας το σχολιασμό του σχετικά με το ρόλο της τέχνης ως εμπόρευμα. Ξεκίνησε τα "μαλακά" γλυπτά του λίγο μετά Το κατάστημα, κατασκευάζοντας μεγάλα, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως ένα κομμάτι κέικ, ένα παγωτό χωνάκι ή ένα μίξερ, από ύφασμα και υλικό παραγεμίσματος, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να καταρρέει σαν ένα μπαλόνι που ξεφουσκώνει. Ο Oldenburg θα συνέχιζε να επικεντρώνεται σε κοινότυπα αντικείμενα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, μεταπηδώντας από τα "μαλακά" γλυπτά σε μεγάλα έργα τέχνης σε δημόσιους χώρους, όπως το ύψους 45 ποδιών (περίπου 13 μέτρα) Clothespin (Μανταλάκι) το 1974 στο κέντρο της Φιλαδέλφειας. Ανεξάρτητα από το μέγεθος, το έργο του Oldenburg διατηρεί πάντα μια παιχνιδιάρικη στάση απέναντι στην εκ νέου δημιουργία καθημερινών πραγμάτων με έναν αντισυμβατικό τρόπο, ώστε να επηρεάζει δραστικά τις προσδοκίες του θεατή.

Η Ποπ του Λος Άντζελες

Σε αντίθεση με την πόλη της Νέας Υόρκης, ο κόσμος της τέχνης του Λος Άντζελες ήταν πολύ λιγότερο αυστηρός, στερούμενος των καθιερωμένων γκαλερί, των κριτικών και ιεραρχιών της ανατολικής ακτής· αυτή η χαλαρότητα αντανακλάται στο στυλ των καλλιτεχνών που έζησαν και εργάστηκαν εκεί. Η πρώτη μουσειακή συλλογή της Ποπ Αρτ, New Painting of Common Objects (Νέα Ζωγραφική Κοινών Αντικειμένων), πραγματοποιήθηκε στο Pasadena Art Museum το 1962 και παρουσίαζε έργα του Warhol και του Lichtenstein, καθώς και πολλών καλλιτεχνών που ζούσαν στο Λος Άντζελες όπως οι Ed Ruscha, Joe Goode, Phillip Hefferton, Wayne Thiebaud και Robert Dowd. Άλλοι καλλιτέχνες που ζούσαν και εργάζονταν στο Λος Άντζελες, όπως ο Billy Al Bengston, ενσωμάτωσαν ένα διαφορετικό είδος αισθητικής στη δική τους εκδοχή της Ποπ, χρησιμοποιώντας νέα υλικά όπως το χρώμα του αυτοκινήτου και παραπέμποντας στο surfing και τις μοτοσικλέτες σε έργα, που έκαναν το οικείο παράξενο, μέσω νέων και απροσδόκητων συνδυασμών εικόνων και μέσων. Μετατοπίζοντας την εστίαση του ενδιαφέροντος από συγκεκριμένα καταναλωτικά αγαθά, οι καλλιτέχνες αυτοί επέτρεψαν στην Ποπ Αρτ να προχωρήσει πέρα από την αντιγραφή, να ενσωματώσει την εμπειρία και να προκαλέσει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα, στάση ή ιδέα, πιέζοντας τα όρια ανάμεσα στην υψηλή τέχνη και τη λαϊκή κουλτούρα.

Ο Καπιταλιστικός Ρεαλισμός στη Γερμανία

Στη Γερμανία, το αντίστοιχο με το καλλιτεχνικό κίνημα της Ποπ Αρτ ήταν ο Καπιταλιστικός Ρεαλισμός (Capitalist Realism), ένα κίνημα που επικεντρώθηκε σε αντικείμενα παρμένα από την καθημερινή κουλτούρα και χρησιμοποίησε μια αισθητική βασισμένη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η ομάδα ιδρύθηκε από τον Sigmar Polke το 1963 και περιλάμβανε τους καλλιτέχνες Gerhard Richter και Konrad Lueg (γνωστός και ως Konrad Fischer) ως κεντρικά μέλη της. Οι οπαδοί του κινήματος προσπάθησαν να εκθέσουν τον καταναλωτισμό και την επιπολαιότητα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, χρησιμοποιώντας τις εικόνες και την αισθητική της λαϊκής κουλτούρας και της διαφήμισης στο έργο τους. Ο Polke διερεύνησε τις δημιουργικές δυνατότητες της μηχανικής αναπαραγωγής και ο Lueg ανέλυσε τις εικόνες της ποπ κουλτούρας, ενώ ο Richter εξέτασε λεπτομερώς το φωτογραφικό μέσο.

Ο Νέος Ρεαλισμός στη Γαλλία

"Νέος Ρεαλισμός - νέοι τρόποι αντίληψης του πραγματικού." Η δήλωση υπεγράφη στο εργαστήρι του Yves Klein (Υβ Κλάιν) από εννέα καλλιτέχνες που συνενώθηκαν υπό την άμεση οικειοποίησή τους της μαζικής κουλτούρας, ή με τα λόγια του Restany, την "ποιητική ανακύκλωση της αστικής, βιομηχανικής και διαφημιστικής πραγματικότητας". Η αρχή αυτή είναι εμφανής στο έργο του Villeglé, του οποίου η τεχνική του "décollage" περιλάμβανε το κόψιμο εικόνων σε στρώσεις, για να δημιουργηθεί μια νέα εικόνα. Ενώ το κίνημα αντηχούσε τις ανησυχίες των αμερικανικών καλλιτεχνών της Ποπ σχετικά με την εμπορική κουλτούρα, πολλοί από τους Νέους Ρεαλιστές ασχολούνταν περισσότερο με τα αντικείμενα παρά με τη ζωγραφική, όπως συνέβη με τον Spoerri, στου οποίου τις παγίδες-εικόνες (snare-pictures) χρησιμοποιήθηκαν τρόφιμα, μαχαιροπήρουνα και τραπέζια ως καλλιτεχνικά μέσα. Άλλοι βασικοί υποστηρικτές του κινήματος ήταν οι Yves Klein, Jean Tinguely, Arman, Francois Dufrêne, Raymond Hains, Niki de Saint Phalle και Christo.

ΕΞΕΛΙΞΗ

Η Ποπ Αρτ θα συνέχιζε να επηρεάζει δημιουργούς στις μετέπειτα δεκαετίες, με καλλιτέχνες όπως ο Warhol να διατηρούν μια επική παρουσία στον κόσμο της τέχνης της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1980, με αποτέλεσμα την αναβίωση του στυλ στη Νεο-Ποπ Αρτ (Neo-Pop Art), ένα μεταμοντέρνο κίνημα που διήρκησε σε όλη τη δεκαετία του 1980 και του 1990. Η Ποπ έπαψε να είναι δημοφιλής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, καθώς ο καλλιτεχνικός κόσμος μετατόπισε το ενδιαφέρον του από τα αντικείμενα τέχνης στις εγκαταστάσεις (installations), παραστάσεις (performances) και άλλες, λιγότερο απτές, μορφές τέχνης. Ωστόσο, με την αναβίωση της ζωγραφικής στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980, το αντικείμενο τέχνης επανάκτησε την αίγλη του για άλλη μια φορά και η λαϊκή κουλτούρα παρείχε θεματολογία, που ήταν εύκολο για τους θεατές να την εντοπίσουν και να την κατανοήσουν. Μία από τις ηγετικές προσωπικότητες του κινήματος της Νέο-Ποπ ήταν ο Jeff Koons, του οποίου η οικειοποίηση εικόνων της λαϊκής κουλτούρας, όπως ο Michael Jackson και τα προϊόντα της μαζικής παραγωγής σαν τις ηλεκτρικές σκούπες της Hoover, ώθησαν περαιτέρω τα όρια της υψηλής τέχνης. Στην Ιαπωνία, η δουλειά του Takashi Murakami έχει αναφερθεί ως το πιο πρόσφατο παράδειγμα της Νέο-Ποπ, λόγω της χρήσης δημοφιλών εικόνων anime στο "Superflat" ύφος του και της επιτυχημένης συνεργασίας του με εταιρίες μόδας, όπως η Louis Vuitton. Τέτοιοι καλλιτέχνες συνεχίζουν να σπάνε το όριο μεταξύ υψηλών και χαμηλών μορφών τέχνης, ενώ επαναξιολογούν το ρόλο της τέχνης ως εμπόρευμα.

ΦΡΑΣΕΙΣ

"Τα πάντα είναι όμορφα. Η Ποπ είναι το παν."
- Andy Warhol
"Δημοφιλής (σχεδιασμένη για ένα μαζικό ακροατήριο)· παροδική (βραχυπρόθεσμη λύση)· αναλώσιμη (κάτι που ξεχνιέται εύκολα)· χαμηλού κόστους· μαζικής παραγωγής· νέα (που απευθύνονται στους νέους)· πνευματώδης· λάγνα· εντυπωσιακή· λαμπερή· και τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, καλή δουλειά (Big Business)."
- Richard Hamilton, , καθορίζοντας τι σημαίνει Ποπ Αρτ για αυτόν
"Όλοι έχουν ονομάσει την Ποπ Αρτ αμερικανική ζωγραφική, αλλά στην πραγματικότητα είναι βιομηχανική ζωγραφική. Η Αμερική χτυπήθηκε από το βιομηχανισμό και τον καπιταλισμό σκληρότερα και πιο γρήγορα και οι αξίες της φαίνονται πιο μονόπλευρες... Νομίζω ότι το νόημα της δουλειάς μου είναι ότι είναι βιομηχανική, είναι αυτό που όλος ο κόσμος σύντομα θα γίνει."
- Roy Lichtenstein

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ATZENTA : Aύριο Σάββατο 30 Μαρτίου θα διεξαχθεί το Περιπατητικό Συνέδριο του Αναγνώστη

  Τι θα γίνει στο Περιπατητικό Συνέδριο του Αναγνώστη ...