Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2018

Διονύσης Σαββόπουλος από το Βιετνάμ έως τους Κωλλοέλληνες


Η περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου: Ένα έργο που παραμένει μεγάλο, παρά τη στάση του δημιουργού του

Αρθρογράφος: Θεολόγος Μιχαηλίδης*


1. Περί της συνέπειας του Σαββόπουλου εν είδει εισαγωγής:  Κι όμως ο Σαββόπουλος μοιάζει σαν να το είχε προαναγγείλει από το1 966 με το τραγούδι του Οι «παλιοί μας φίλοι»:  
«κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις/ με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις/ Πέρασαν για πάντα/ οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες/ οι κραυγές/»

Την προαναγγελία του αυτή εκπλήρωσε ο κατηγορούμενος για ασυνέπεια δημιουργός. Υπό αυτήν την έννοια κάθε άλλο παρά ασυνεπής υπήρξε, όταν εδώ και αρκετά χρόνια, αποφάσισε να σπάσει τους παλιούς δεσμούς του με τον κόσμο της αριστεράς και ασπαστεί κατ’ ουσία ένα μίγμα νέο-συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων.
Βέβαια ακόμη και στο εν λόγω σημείο της «συνέπειας-ασυνέπειας» θα μπορούσε να υπάρξει αντίλογος εκ μέρους όσων έχουν δυσανασχετήσει με την πραγματοποίηση της προαναγγελίας του Σαββόπουλου. Μεταξύ αυτών και κάποιοι που δεν περιορίζονται να κρίνουν και να επικρίνουν, αλλά υπερβάλλουν, είτε λοιδορώντας είτε βρίζοντας τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη.
Θα μπορούσαν όλοι αυτοί να επικαλεστούν, για παράδειγμα, τους στίχους στο φινάλε του ίδιου τραγουδιού:
«Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται/ όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται/εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω/ τις μέρες τις παλιές/».
Θα μπορούσαν, λοιπόν, να πουν: Άραγε, τώρα, σήμερα, που «ο κόσμος καίγεται» και τα «γεφύρια κόβονται» πού είναι ο Σαββόπουλος, που έλεγε «θα είμαι εκεί» ;  Ποια από τις διαχρονικές και παραδοσιακές ανθρώπινες αξίες «του τότε» μπορεί να θυμίσει και να υπερασπιστεί απέναντι στη σύγχρονη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού ;
Φυσικά σήμερα ο ίδιος ο παλιός εαυτός του δεν είναι πουθενά και τίποτε δεν μπορεί να θυμίσει, ούτε να υπερασπίσει. Όμως το (παλιό του) έργο είναι «εκεί» (δηλαδή «εδώ»). Είναι ακόμη μαζί μας και μπορεί να κάνει πολλά.
Υπό αυτήν την έννοια, λοιπόν, ούτε και στους προαναφερόμενους στίχους του τέλους του συγκεκριμένου τραγουδιού υπάρχει ασυνέπεια. Ο σημερινός Σαββόπουλος μπορεί να μην έχει καμία σχέση με τον παλιό. Μπορεί, ως δημιουργός, να μην είναι εδώ, να μην υπάρχει, αλλά εκείνο που ακόμη υπάρχει, παραμένει μαζί μας και δεν ακυρώνεται είναι το (παλιό) έργο του.
2.Περί του έργου του Σαββόπουλου: Ο Διονύσης Σαββόπουλος αποτελεί κλασική περίπτωση ενός κάθε άλλο παρά ασυνήθιστου διαχρονικού φαινομένου, που το έργο ενός καλλιτέχνη/δημιουργού είναι -και μάλιστα καταφανώς- πολύ μεγαλύτερο από τον ίδιο τον δημιουργό ως άτομο, χαρακτήρα και προσωπικότητα.
Μολονότι στο μυαλό όλων άνθρωπος και δημιουργός θεωρούνται και αντιμετωπίζονται ως αναπόσπαστο όλο, στην πραγματικότητα, παρά την αναμφισβήτητη σύνδεση τους, δεν αποτελούν ένα αναπόσπαστο όλο. Μπορεί να ξεχωριστούν.
Εκείνο όμως που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι το έργο του δημιουργού και το ψυχοπνευματικό και συνειδησιακό επίπεδο του ως ανθρώπου αλληλοεξαρτώνται, άσχετα από το αν μπορεί να διακριθούν.
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε αδυναμίες, ελλείψεις, ελαττώματα. Μάλιστα τα «κουσούρια» των καλλιτεχνών, λογοτεχνών, συγγραφέων και γενικά των ανθρώπων του πνεύματος για διάφορους λόγους, που δεν είναι του παρόντος, είναι ακόμη περισσότερα και συχνότερα.
Είναι δύσκολο ο καλλιτέχνης, ως άνθρωπος, να βρίσκεται πάντοτε στο ίδιο επίπεδο με τον δημιουργό. Αυτό φαίνεται για πολλούς ακατανόητο, αφού γι αυτούς η αξία του έργου προυποθέτει απαραίτητα και ταυτόχρονα διαρκή και μόνιμη ανθρώπινη αξία, που (πρέπει να) εκφράζεται στο έργο του καλλιτέχνη.
Εκείνο όμως που τους διαφεύγει είναι ότι αυτό που πιστεύουν προαπαιτεί την διαρκή καθημερινή πλήρη, άρρηκτη ή τουλάχιστον έντονη ταύτιση καλλιτέχνη και ανθρώπου, κατάσταση που θα επέτρεπε στον άξιο δημιουργό να είναι το ίδιο άξιος και ως άνθρωπος.
Και κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο. Οι περισσότεροι δημιουργοί δεν το έχουν καταφέρει. Ο άνθρωπος είναι πιο «καθημερινός», ενώ ο δημιουργός πιο «περιοδικός». Ως εκ τούτου είναι φυσικό και το έργο του να περνά περιόδους διαφοροποίησης και εν τέλει να έχει ανάγκη συνολικής ή πιο σφαιρικής αποτίμησης. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως για ένα δημιουργό το έργο του είναι εκείνο που ενδιαφέρει ή που πρέπει να ενδιαφέρει πιο πολύ. Το έργο του είναι και η σημαντικότερη κοινωνική του συμβολή.
Κάτι άλλο που συνήθως παραγνωρίζεται είναι αυτό που συμβαίνει με τα έργα μεγάλης αξίας μεγάλων δημιουργών. Κάτι κάπως μεταφυσικό.
Το έργο αυτονομείται, αποσπάται κατά κάποιο τρόπο από τον πλάστη του, υπερβαίνει τον δημιουργό του, αποκτά μια ευρύτερη διάσταση και γίνεται ένα κοινό απόκτημα, μια κοινή πνευματική κληρονομιά για ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες της κοινωνίας και μάλιστα για γενιές ολόκληρες. Έτσι είναι δύσκολο να αμαυρωθεί, δυσφημιστεί ή υποβαθμιστεί, εξαιτίας της όποιας ανθρώπινης συμπεριφοράς ή της κοινωνικής στάσης του ιδίου του καλλιτέχνη.
Συνεπώς το έργο του Σαββόπουλου δεν έχει μπορέσει να το σβήσει ούτε ο ίδιος ο Σαββόπουλος, μολονότι, ο ίδιος δημιουργός δεν παύει να αποτελεί, ομολογουμένως, την μεγαλύτερη απειλή για την καταξίωση του  δικού του συνολικού έργου. Το έργο του Σαββόπουλου έχει την δική του ιστορία, πορεία, και αξία. Όταν το έργο γράφτηκε ο δημιουργός του ήταν διαφορετικός από τον σημερινό δημιουργό και σήμερα το έργο αυτό απευθύνεται σε ανθρώπους διαφορετικούς από τον σημερινό Σαββόπουλο.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν εξακολουθούν να γίνονται μέχρι σήμερα προσπάθειες -και μάλιστα συστηματικές- για να υποτιμηθεί το συνολικό έργο του Σαββόπουλου. Αν ψάξει όμως κανείς στα κίνητρα τους θα βρει τις περισσότερες τουλάχιστον φορές έντονα συναισθηματικές ρίζες, δικαιολογημένες η μη, όπως αντιπάθεια, πικρία, αγανάκτηση ή και εμπάθεια.
Η άποψη μας είναι ότι το έργο του Σαββόπουλου συνολικά αποτιμώμενο είναι τεράστιο, ιδίως δε αυτό των δεκαετιών 1960 και 1970. Μάλιστα θα μπορούσε, εύλογα, να ισχυριστεί κανείς πως μέχρι σήμερα το έργο αυτό δεν έχει τύχει της αναγνώρισης που του αξίζει.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς: «Φορτηγό», «Το περιβόλι του τρελού», «Μπάλος», «Βρώμικο ψωμί, «Χάππυ Νταίη», «Ρεζέρβα» κ.α. Δίσκοι που περιλαμβάνουν τραγούδια, το ένα καλύτερο από το άλλο, που όλα τους αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν μαζικά, γεγονός πολύ δύσκολο για δισκογραφικές συλλογές, όπου συνήθως ξεχωρίζουν μετά βίας δυο-τρία τραγούδια.

Το έργο του, κατόρθωσε να έχει ένα καθαρά ελληνικό χαρακτήρα, την ίδια ώρα που αφομοίωνε, με απόλυτα κατάλληλο, ταιριαστό και ταυτόχρονα μοναδικό τρόπο, επιρροές από την εθνική παράδοση, τα μουσικά στοιχεία και όργανα  της ανατολής και τους δυτικούς ρυθμούς της ροκ μουσικής. Πρόκειται για ένα έργο που ενέπνευσε καταλυτικά μια γενιά σημαντικών δημιουργών τραγουδοποιών, που όλοι τους παραδέχονται ως αξίωμα: «εν αρχή ην ο Σαββόπουλος».
Είναι όλοι αυτοί που, λόγω του ένδοξου παρελθόντος του Σαββόπουλου, θεωρούν ακόμη και σήμερα τιμητικό να συνεργάζονται, έστω περιστασιακά μαζί του, κάνοντας τα «στραβά μάτια» για το αμφιλεγόμενο έως θλιβερό παρόν του.
3.Περί της αλλαγής του Σαββόπουλου: Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έπειτα ο Σαββόπουλος, άλλοτε πιο βαθμιαία άλλοτε πιο απότομα, μεταμορφώθηκε ριζικά. Μετακινήθηκε από τον ιδεολογικό κόσμο και λόγο της αριστεράς σε απόλυτα αντιδραστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές.
Ο δημόσιος βίος και λόγος του και η εν γένει η πολιτεία του χαρακτηρίσθηκαν από ένα διαρκώς αυξανόμενο νέο-συντηρητισμό, που γρήγορα άγγιξε και τις νεοφιλελεύθερες δοξασίες.
Για παράδειγμα, ταυτιζόμενος με την μνημονιακή προπαγάνδα, δεν δίστασε, να διακηρύσσει, σε συνεντεύξεις του, πως για τον Έλληνα πολίτη πολύ μεγαλύτερο τρόμο προκαλεί η ανασφάλεια που αισθάνεται για την ζωή του λόγω της εγκληματικότητας των μεταναστών, παρά η οικονομική κρίση και αβεβαιότητα.
Βέβαια εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Κάθε άνθρωπος, πόσο μάλλον ένας καλλιτέχνης, που θεωρείται ακόμη πιο ευαίσθητος σε αλλαγές και εξελίξεις, έχει δικαίωμα να μεταβάλλει απόψεις, να αναθεωρήσει ή να αρνηθεί προηγούμενες συμπεριφορές του και να κάνει πράξεις, που ουδέποτε στο παρελθόν είχε κάνει και όλοι νόμιζαν πως ποτέ δεν θα έκανε.
Η αλλαγή του Σαββόπουλου υπήρξε απόλυτα συνειδητή. Όπως και ο ίδιος λέει στο «μη πετάξεις τίποτε»: «δόξα είναι η ευθύνη της δικής μας αλλαγής». Κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει ότι: «μόνο οι νεκροί και τα ντουβάρια δεν αλλάζουν».
Προς τι λοιπόν η εναντίον του συχνά υπερβολικά επιθετική και σκληρή κριτική ή ακόμη και η πολύ βαριά μομφή ;  Επειδή έκανε κάτι που ο καθένας δικαιούται ;  Ούτε ο πρώτος ήταν και ασφαλώς ούτε ο τελευταίος πρόκειται να είναι.   
Βέβαια πρέπει να παραδεχτούμε πως η αλλαγή ήταν εντυπωσιακά μεγάλη και αυτό ίσως εξηγεί το μένος ή την έκταση των σχετικών σε βάρος του επιθέσεων και κατηγοριών.
Δεν ήταν και πολύ αναμενόμενο ο Σαββόπουλος, ο συλληφθείς και φυλακισμένος της χούντας να υιοθετεί, με προσήλωση, πολλές από τις  εθνικιστικές και νεορθόδοξες αξίες των δεσμοφυλάκων και βασανιστών του, που παλαιότερα κατέκρινε.
Από την «Ωδή στον Γεώργιο Καραισκάκη», που έγραψε έχοντας στο μυαλό του τον Τσε Γκεβάρα, έφτασε στα τραγούδια του να καταδικάζει ως αποτυχημένη, και κανιβαλιστική την αριστερά, να θεωρεί ως αιτία όλων των δεινών της χώρας όλη την περίοδο της δημοκρατικής μεταπολίτευσης, να καταγγέλλει  τον εφιαλτικό «δημοκρατικό συρφετό».  
Από εκεί που στα τραγούδια του διακήρυττε την αγάπη του για τον σοσιαλισμό ( ιδίως στο ομότιτλο τραγούδι) από τους ύμνους για το Κιλελέρ, από το ενδιαφέρον του για την πολιτική, τις συγκεντρώσεις και κοινωνικές διεκδικήσεις, από την καταδίκη της φτώχειας, που όπως ο ίδιος τραγουδούσε: «αφ’ εαυτής δεν ερμηνεύεται» έφθασε στο σημείο να μετανοήσει δημόσια μέσα από τους στίχους του («Μην περιμένετε αστειάκια») επειδή υπήρξε αριστερός,  να παραδεχθεί  ότι ο τόπος θερίζει αυτό που και ο ίδιος έσπειρε με τα προηγούμενα τραγούδια του, δηλαδή, με άλλα λόγια, να αποκηρύσσει κατ’ ουσία το ίδιο του το μεγάλο έργο, το μόνο που, τελικά, θα διασώσει την υστεροφημία του.  
Στο τραγούδι του «Μοναξιά της Αμερικής» προβαίνει σε νέα δήλωση μετάνοιας για την αντιαμερικανική και αντικαπιταλιστική στάση του. Επιχειρεί να απολογηθεί λέγοντας ότι τότε ήταν ένας υπανάπτυκτος αριστερός ο οποίος, όμως, παρόλα, κατά βάθος και υποσυνείδητα αγαπούσε και την ονειρευόταν όλα όσα η Αμερική συμβόλιζε, τα πρότυπα της, ακόμη και τα τζην παντελόνια με τα οποία μεγάλωσε.
Ατενίζοντας την είσοδο του 21ου αιώνα (στο τραγούδι του «Πρώτη του 2000») όχι μόνο αρνείται πεισματικά να διακρίνει τον νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο μεσαίωνα που έχει ήδη εγκατασταθεί, αλλά συνειδητά και προπαγανδιστικά υμνεί αυτό που έρχεται, ομολογώντας ότι ήταν από τους πρώτους που αισθάνθηκε την ανάγκη να προσπαθήσει, όπως και όσο μπορούσε, για να βοηθήσει στην εδραίωση της σύγχρονης πραγματικότητας, τα εγγενή αδιέξοδα της οποίας ουδέποτε καυτηρίασε.
Ενώ παλιότερα αγωνιούσε για το πώς κατορθώνει να αναπνέει με καλάμι στο μακρινό Βιετνάμ ο Φο Μι Τσιν,  αργότερα δεν έδειξε κάποια ανάλογη στιχουργική ή πραγματική αγωνία για το πώς κατορθώνουν να επιβιώνουν δίπλα του, στον τόπο του οι φτωχοί συμπατριώτες στην περίοδο των μνημονίων. Γύρω του δεν έβλεπε, ούτε  σήμερα βλέπει την κοινωνική μαυρίλα και δυστυχία.  Ήθελε και ακόμη θέλει να βλέπει μόνο ελπίδες και καλές προοπτικές. Η διάγνωση του είναι πως από τους Έλληνες λείπει η διασκέδαση και τα πάρτι.
Κατ’ ουσία όμως δεν υπάρχει πραγματικό θέμα ασυνέπειας και αντίφασης μεταξύ Σαββόπουλου «του τότε» και του Σαββόπουλου «του τώρα», ως δημιουργού ή και ατόμου. Και τούτο γιατί ο παλιός Σαββόπουλος ήταν ένας άλλος, που ήταν συνεπής προς τον τότε εαυτό του, όπως και ο σημερινός Σαββόπουλος είναι, επίσης, κάποιος άλλος διαφορετικός, που κι αυτός είναι συνεπής προς τον σημερινό εαυτό του.
Ο σύγχρονος Σαββόπουλος θα ψήφιζε κατά πάσα πιθανότητα (για να μην πούμε βεβαιότητα) ΠΟΤΑΜΙ , ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ. (η σειρά δεν είναι τυχαία) ενώ αν υπήρχε ο παλιός Σαββόπουλος το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν θα ψήφιζε ποτέ κάποιο από τα κόμματα αυτά.
 Όπως προαναφέραμε η αλλαγή του Σαββόπουλου, παρά τον ανέκαθεν αιρετικό χαρακτήρα που τον διέκρινε, όχι μόνο ξένισε, αλλά ερέθισε πολλούς. Ένα βουνό από επικρίσεις ορθώθηκε απέναντι του.
Αρκετοί παλιοί ή και πρώην φίλοι του Σαββόπουλου αισθάνθηκαν προδομένοι. Κάποιοι από αυτούς δεν άντεξαν και του «τα είπαν από την καλή», αφιερώνοντας μάλιστα και ολόκληρα τραγούδια στην αλλαγή του.
Ο Γκαϊφύλλιας  προλογίζοντας το τραγούδι του Λεοντή «Ωδή στον Διονύση», μίλησε πρώτα για «τον άνθρωπο που αγαπήσαμε και τον είδαμε να αλλάζει βίαια» και μετά τραγούδησε : «Δεν γράφει πια για να δειχτεί/ μα πρέπει κάπου να πιαστεί/ και περισσότερο να πείσει τον εαυτό του/ πως έχει δίκιο ν’ αντιδρά/σαν τον τυφλό, που στη φωτιά/ πετάει για πάντα, σαν σκυλί, το παρελθόν του../».
Η Αργυρώ Μποζώνη που όπως η ίδια γράφει, λατρεύει τα τραγούδια του, νότα-νότα, στίχο-στίχο, τον κατηγορεί πως μετατράπηκε σε «ένα τίποτε μέσα στο σύστημα που πόθησε να είναι» και εκφράζει την θλίψη της που ο ίδιος ο Σαββόπουλος, με τα σημερινά «καμώματα του», δεν επιτρέπει στους νεότερους να ανακαλύψουν το έργο του, αυτό για το οποίο γράφει χαρακτηριστικά: « πως πίσω από την άθλια πέτσα υπάρχει ένας φανταστικός κόσμος».
Η συμπεριφορά του εστέτ, πλέον, Σαββόπουλου, γίνεται ακόμη πιο αφόρητη για πολλούς, λόγω ενός διάχυτου δογματικά παραινετικού διδακτισμού, που μόνιμα χαρακτηρίζει τον δημόσιο λόγο του.
Ακόμη και σήμερα οι παλιοί φίλοι εξακολουθούν να διαμαρτύρονται και να κριτικάρουν, τρέφοντας ελπίδες ή προβάλλοντας αξιώσεις για νέα εκ μέρους του μετάνοια και ανάνηψη.
Ίσως η βάση των απαιτήσεων τους να βρίσκεται στις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις του ίδιου του Διονύση όπως εκφράστηκαν στο τραγούδι του «Αουντουαντάρια» (1979). Σύμφωνα με το τραγούδι αυτό οι παλιοί φίλοι και συνοδοιπόροι θα ανταμωθούν ξανά σε μια άλλη ηλικία για να θυμηθούν και να κάνουν απολογισμό ζωής και δημιουργίας. Και τότε και εκεί θα πρέπει να εκπληρωθούν όσα δηλώθηκαν μα δεν τηρήθηκαν.
Τι θα απαντήσει άραγε σε αυτή την συνάντηση ο Σαββόπουλος, ο οποίος, στο μεταξύ έχει διδαχθεί από την σύγχρονη μνημονιακή πραγματικότητα πως τα υπεσχημένα πρέπει να πληρώνονται οπωσδήποτε ;
Η αλλαγή του Σαββόπουλου είχε βέβαια και το καλλιτεχνικό τίμημα της. Οι δημιουργικές επιδόσεις του Διονύση στον χώρο του τραγουδιού την τελευταία δεκαπενταετία ήταν τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά πολύ φτωχότερες, συγκριτικά με το παρελθόν. Έχει αποδειχθεί άλλωστε ότι ο εναγκαλισμός με την συντηρητική ή την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία κάνει το νερό της πηγής της δημιουργικής έμπνευσης  να στερεύει.
Ο ίδιος εν μέσω κρίσης δηλώνει για την δημιουργική του στειρότητα: « Δεν νιώθω την ανάγκη να καθίσω να γράψω. Δεν ξέρω γιατί. Ούτε με πειράζει αυτό. Δούλευα πάντοτε μόνο όταν ένιωθα την ανάγκη».
Ο Σαββόπουλος λοιπόν δεν αισθάνεται δημιουργική ανάγκη. Αναρωτιέσαι πλέον αν υπάρχει ο Σαββόπουλος ως δημιουργός αφού, δεν βλέπει γύρω του, στην κοινωνία, στην ανθρωπότητα τίποτε που να τον συγκινεί , τίποτε που να προβληματίζει, ή να τον διεγείρει.
Η αλλαγή του δρα σε βάρος του, ακυρώνοντας τις δημιουργικές αναλαμπές του. Έτσι εξουδετερώνει σε σημαντικό βαθμό την όποια κριτική ευστοχία όντως διακρίνει το τραγούδι του «Κωλοέλληνες». Το συγκεκριμένο τραγούδι καταλήγει να αποτελεί ένα είδος δικαιολόγησης εκ μέρους των νεοφιλελεύθερων της μνημονιακής επιχειρηματολογίας. Δικαιώνει απόλυτα το «όλοι μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου και το «για όλα φταίνε αποκλειστικά και μόνο οι ίδιοι οι Έλληνες, που πρέπει να τιμωρηθούν σκληρά» των Γερμανών.
Τώρα πλέον ο ίδιος ο Σαββόπουλος κάνει πράξη στη ζωή του το πνεύμα που αναδυόταν από το τραγούδι του συμμαθητή του Χατζηνάσιου που παλαιότερα τόσο τον είχε εξοργίσει: «σε όποιον αρέσουμε για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε».
4.Περί της συνέπειας του Σαββόπουλου εν είδει επιλόγου : Θα κλείσουμε όπως αρχίσαμε, με μια κουβέντα περί της συνέπειας του Σαββόπουλου.
Ο Σαββόπουλος όπως προαναφέρθηκε, έχει, κυρίως, επικριθεί για ασυνέπεια προς τον παλιό του εαυτό-δημιουργό, κάτι το οποίο, όπως προαναφέραμε, δεν το βρίσκουμε σωστό, αφού ο καθένας έχει δικαίωμα να αλλάξει όσο δραστική ή ριζικά θέλει.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει η έννοια της συνέπειας στους δημιουργούς.
Δεν μιλάμε για συνέπεια ανάμεσα στο πως ζει ως άτομο και στο πως εκφράζεται ως δημιουργός. Το να ζητά κανείς αυξημένο βαθμό συνέπειας σε αυτή τη συγκριτική σχέση έχει αποδειχθεί κάτι αφάνταστα απαιτητικό και δύσκολο.
Μιλάμε για συνέπεια ανάμεσα στο τι πιστεύει και στο πως εκφράζεται ως άτομο και στο πως εκφράζεται ως καλλιτέχνης σε μια δεδομένη περίοδο, που είναι χρονικά η ίδια. Μιλάμε για συνέπεια μεταξύ του προσωπικού λόγου και της δημιουργικής έκφρασης.
Για κάθε δημιουργό όταν δημιουργεί, σε μια συγκεκριμένη δημιουργική του περίοδο, είναι αναγκαίο να υπάρχει ένας απαραίτητος, ένας στοιχειώδης βαθμός συνέπειας ανάμεσα αφενός μεν στις ιδέες, στις πεποιθήσεις και στον λόγο του και αφετέρου στις πράξεις και δημιουργήματα του. Δεν μπορεί να γράφει, να τραγουδά ή να ζωγραφίζει άλλα πράγματα και να πιστεύει στα εντελώς αντίθετα.
Διαφορετικά κοροιδεύει τον εαυτό του και πάνω από όλα το ακροατήριο και το κοινό του. Το ίδιο πρέπει να ισχύει όχι μόνο όταν δημιουργεί, αλλά και όταν καλείται να συμμετάσχει σε εκδηλώσεις ή πράξεις, που έχουν να κάνουν με μια (πολλές φορές διαχρονική) εξωτερίκευση, έκφραση ή προβολή των δημιουργημάτων του.
Ως εκ τούτου, μολονότι ως δημιουργός, ο Σαββόπουλος έχει πλήρες νομικό και καλλιτεχνικό δικαίωμα  πάνω στο έργο του διερωτάται κανείς αν έχει σήμερα ηθικό δικαίωμα να τραγουδά τα περισσότερα τραγούδια από το έργο αυτό.
Είναι άραγε σωστό και τίμιο να  τραγουδά σήμερα στις συναυλίες του δικά του τραγούδια που δεν τον αντιπροσωπεύουν, ούτε τον εκφράζουν πλέον ;  που έχουν μηνύματα στα οποία δεν πιστεύει ; που μιλούν για νοήματα, για οποία αδιαφορεί ή έχει ουσιαστικά αποκηρύξει ;  Είναι σαν να κοροιδεύει  και να υποκρίνεται.
Εκτός αν πράγματι νομίζει πως αληθεύουν οι στίχοι του, πως τραγουδά για όσους σύχναζαν σε Κύτταρο, Ροντέο, Ρουλότα κλπ, επειδή όλοι αυτοί, τους οποίους αποκαλεί, με περισσή αυταρέσκεια, «δικούς του» έχουν μεταλλαχθεί και έχουν γίνει όπως ακριβώς ο ίδιος, ακολουθώντας τον πιστά και άκριτα στα νέοσυντηρητικά μονοπάτια
Ας αφήσει λοιπόν να τραγουδούν τουλάχιστον τα προ του 1985 τραγούδια του άλλοι, όσοι πιστεύουν σε αυτά που πίστευε και έγραφε και ο παλιός Σαββόπουλος ή και άλλοι που μπορεί να μην τα πιστεύουν, αλλά είναι επαγγελματίες που τραγουδούν στα πλαίσια ενός μουσικού καλλιτεχνικού προγράμματος.  
Ο ίδιος όμως ο Σαββόπουλος δεν πρέπει να τα τραγουδά σήμερα. Πρέπει να δείξει συνέπεια στον νέο του εαυτό ως άνθρωπο και δημιουργό, σ’ αυτόν που κατηγορείται για ασυνέπεια απέναντι στον παλιό του εαυτό ως άνθρωπο και δημιουργό. Με άλλα λόγια πρέπει να δείξει μια συνέπεια μέσα στην (υποτιθέμενη) ασυνέπεια του, αποδεικνύοντας πως για τον δημιουργό χρειάζεται συνέπεια ακόμη και στην «ασυνέπεια».
Διαφορετικά δεν βλέπουμε σε τι θα διαφέρει ο Σαββόπουλος από τον πολιτικάντη-πολιτευτή, που παραπλανά και εξαπατά το ακροατήριο του, σε εκείνον που ο ίδιος  έχει καυτηριάσει στα τραγούδια, αποκαλώντας τον: «ένα καράφλα απέξω και από μέσα», που δεν σκοτίζεται για τίποτε.

*Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Γνωστικό Αντικείμενο: Μοριακή Γενετική

 Αποτέλεσμα εικόνας για σημαια ελληνικη gif animated

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

«Όλβιος όστις ιστορίας έσχε μάθησιν»(Ευριπίδης) : «Ο Χίτλερ και οι Απόστολοι του Κακού» /Ντοκιμαντέρ (2016)

Αντικειμενικό πορτρέτο, βασισμένο σε έγχρωμα αρχεία, του Αδόλφου Χίτλερ και των ανδρών γύρω του, που ήταν οι  υπεύθυνοι για την επιτυχία του...