Κυριακή, Αυγούστου 06, 2017

Τα καλύτερα έργα επιστημονικής φαντασίας

Αποτέλεσμα εικόνας για nightfall asimov textΌταν έπεσε το σκοτάδι

(Nightfall)

Ισαάκ Ασίμοφ

Αποτέλεσμα εικόνας για Ισαάκ Ασίμωφ(Ισαάκ Ασίμωφ - Βικιπαίδεια)


Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Το διήγημα που ακολουθεί είναι μια μικρή νουβέλα του 1941 σχετικά με την έλευση του σκοταδιού σε μια φυλή ενός πλανήτη που φωτίζεται με ηλιακό φως όλες τις ώρες. Το 1990 σε συνεργασία με τον Ρόμπερτ Σιλβερμπεργκ διασκευάστηκε σε μυθιστόρημα. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Δημήτρη Γεωργιάδη με τον τίτλο Νύχτα.

Αν τα αστέρια τύχαινε να εμφανίζονται μια νύχτα κάθε χίλια χρόνια, πόσο οι άνθρωποι θα πίστευαν και θα λάτρευαν, και για πολλές γενιές θα διατηρούσαν τη θύμηση της πολιτείας του Θεού; (ΡΑΛΦ ΟΥΑΛΝΤΟ) ΕΜΕΡΣΟΝ

*Nightfall (Asimov novelette and novel) - Wikipedia

* *"Nightfall" (oλόκληρο το κείμενο)  by Isaac Asimov




Ο Άτον 77, πρύτανης του Πανεπιστημίου του Σάρο, σούφρωσε προς τα έξω απειλητικά το κάτω χείλι και αγριοκοίταξε τον νεαρό δημοσιογράφο έξαλλος από θυμό.

Ο Θέρεμον 762 αντέδρασε στο θυμό του πρύτανη με ηρεμία. Στα πρώτα του δημοσιογραφικά βήματα, όταν η πασίγνωστή του τώρα μόνιμη στήλη δεν ήταν παρά μια τρελή ιδέα στο νου του σαν μαθητευόμενος δημοσιογράφος, είχε ειδικευτεί σε ‘απίθανες’ συνεντεύξεις. Αυτό του στοίχισε μώλωπες, μαυρισμένα μάτια, και σπασμένα πλευρά, παράλληλα όμως του χάρισε μεγάλα αποθέματα ψυχραιμίας και αυτοπεποίθησης. Έτσι λοιπόν χαμήλωσε το απλωμένο του χέρι που τόσο κραυγαλέα ο άλλος αγνόησε και ήρεμα περίμενε τον ηλικιωμένο πρύτανη να του περάσει το χειρότερο. Έτσι κι αλλιώς οι αστρονόμοι ήταν αλλόκοτα όντα, και αν τα πεπραγμένα του Άτον τους τελευταίους δυο μήνες σήμαιναν κάτι, τότε ο Άτον ήταν το πιο αλλόκοτο ον όλων.

Ο Άτον 77 ανέκτησε τη φωνή του και μολονότι έτρεμε ακόμη από θυμό, η προσεκτική και κάπως σχολαστική φρασεολογία, για την οποία ο ονομαστός αστρονόμος φημιζόταν, δεν τον εγκατέλειψε.

«Κύριε», είπε, «έχετε διαβολικό θράσος να έρθετε σ’ εμένα με την αναιδή πρότασή σας». Ο τραχύς τηλεφωτογράφος του αστεροσκοπείο, ο Μπίνεϊ 25, έβγαλε την άκρη της γλώσσας του περνώντας την πάνω από τα στεγνωμένα του χείλη και παρενέβη νευρικά: «Ελάτε, κύριε πρύτανη, στο κάτω – κάτω …» Ο πρύτανης γύρισε προς το μέρος του και ανασήκωσε το ένα του άσπρο φρύδι.

«Μην ανακατεύεσαι, Μπίνεϊ. Θα αναγνωρίσω τις καλές σου προθέσεις να καλέσεις αυτόν τον κύριο εδώ. Αλλά τώρα δε θα ανεχτώ καμιά ανυπακοή».

Ο Θέρεμον έκρινε πως ήταν καιρός να επέμβει. «Πρύτανη Άτον, αν έχετε την καλοσύνη να μου επιτρέψετε να ολοκληρώσω αυτό που άρχισα να λέω, νομίζω …»

«Δεν πιστεύω, νεαρέ,» αποκρίθηκε απότομα ο Άτον, «πως ό, τι και να πεις τώρα θα σε απάλλασσε σε σύγκριση με όσα έγραφες στην καθημερινή σου στήλη αυτούς τους τελευταίους δυο μήνες. Ήσουν επικεφαλής μιας τεράστιας δημοσιογραφικής καμπάνιας ενάντια στις δικές μου προσπάθειες και των συναδέλφων μου να οργανώσουμε τον κόσμο κατά της απειλής που τώρα είναι πολύ αργά να αποτρέψουμε. Έκανες ό, τι μπορούσες με τις έντονες προσωπικές σου επιθέσεις να γελοιοποιήσεις το προσωπικό του αστεροσκοπείου μας».

Ο πρύτανης πήρε από το τραπέζι ένα αντίτυπο της εφημερίδας Το Χρονικό της πόλης Σάρο και το κούνησε οργισμένα μπροστά στο πρόσωπο του Θέρεμον. «Ακόμη κι ένα άτομο της δικής σου διαβόητης αναίδειας έπρεπε να σκεφτεί καλά πριν τολμήσει να με πλησιάσει με το αίτημα να του επιτραπεί να καλύψει τα σημερινά γεγονότα για την εφημερίδα του. Για δες, απ’ όλους τους δημοσιογράφους, εσύ!»

Ο Άτον πέταξε με μανία την εφημερίδα στο πάτωμα, κατευθύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές προς το παράθυρο και σταύρωσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη.

«Πήγαινε, παρακαλώ», του πέταξε απότομα χωρίς να γυρίσει να τον δει. Έστρεψε κακόκεφα το βλέμμα του προς τον ορίζοντα, όπου έδυε ο Γάμμα, ο λαμπρότερος από τους έξη ήλιους του πλανήτη. Είχε κιόλας αρχίσει να ξεθωριάζει και να παίρνει μια κιτρινωπή χροιά μέσα στην αχλή του ορίζοντα, και ο Άτον γνώριζε πως ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε έχοντας σώας τας φρένας του. Γύρισε απότομα με μια επιτακτική χειρονομία «Όχι, περίμενε, έλα εδώ! Θα έχεις το άρθρο σου». Ο δημοσιογράφος δεν έκανε καμιά κίνηση να φύγει, και τώρα πλησίασε αργά τον ηλικιωμένο αστρονόμο. Ο Άτον έδειξε προς τα έξω. «Από τους έξι ήλιους, μόνον ο Βήτα έμεινε στον ουρανό. Τον βλέπεις;»

Η ερώτηση ήταν μάλλον περιττή. Ο Βήτα σχεδόν μεσουρανούσε με το κοκκινωπό του φως να λούζει το τοπίο, το οποίο έπαιρνε ένα ασυνήθιστο πορτοκαλί χρώμα καθώς ξεθώριαζαν οι λαμπερές ακτίνες του Γάμμα. Ο Βήτα βρισκόταν στο αφήλιο. Έδειχνε μικρός, μικρότερος από όσο τον είχε δει ποτέ πριν ο Θέρεμον, και τη στιγμή εκείνη αναμφισβήτητα κυριαρχούσε στον ουρανό του Λάγκας. Ο Άλφα, ο ήλιος γύρω από τον οποίο περιφερόταν ο Λάγκας, βρισκόταν στους αντίποδες μαζί με τους άλλους δυο μακρινούς συντρόφους. Ο ερυθρός νάνος, ο Βήτα – ο άμεσος σύντροφος του Άλφα – εξουσίαζε τους ουρανός μόνος του, θλιβερά μόνος του.

Το στραμμένο προς τον ουρανό πρόσωπο του Άτον φωτιζόταν κόκκινο από το φως του Βήτα. «Σε ακριβώς λιγότερο από τέσσερις ώρες», είπε, «ο πολιτισμός όπως τον ξέρουμε τελειώνει. Και τούτο θα γίνει, όπως βλέπεις, επειδή ο Βήτα είναι ο μοναδικός ήλιος στον ουρανό». Χαμογέλασε δυσοίωνα.

«Γράψτο αυτό! εξάλλου δεν θα υπάρχει κανείς να το διαβάσει».

«Αλλά αν αποδειχτεί πως περνούν τέσσερις ώρες – κι άλλες τέσσερις – και τίποτε δε συμβαίνει;» ρώτησε ο Θέρεμον με σιγανή φωνή.

«Μη νοιάζεσαι. Αρκετά θα συμβούν»

«Έστω! Αλλά ακόμη – αν δε συμβεί τίποτε;»

Για δεύτερη φορά μίλησε ο Μπίνεϊ 25.

«Κύριε, νομίζω πως πρέπει να τον ακούσετε».

«Ας το θέσουμε σε ψηφοφορία, πρύτανη Άτον», πρότεινε ο Θέρεμον.

Έγινε μια αναταραχή στα υπόλοιπα πέντε μέλη του προσωπικού του αστεροσκοπείου, τα οποία μέχρι τη στιγμή εκείνη διατηρούσαν μια στάση επιφυλακτικής ουδετερότητας.

«Δε χρειάζεται», δήλωσε ξερά ο Άτον. Έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του. «Εφόσον ο καλός σου φίλος, ο Μπίνεϊ, επιμένει τόσο διακαώς, θα σου παραχωρήσω πέντε λεπτά. Μίλα, λοιπόν».

«Ωραία! Λοιπόν, τι θα πειράξει αν μου επιτρέψετε να καταγράψω σαν αυτόπτης μάρτυρας το τι θα συμβεί; Εάν επαληθευτεί η πρόβλεψή σας, η παρουσία μου δε θα σας ζημιώσει, διότι δε θα γράψω τίποτε στη στήλη μου. Αφετέρου, αν δε συμβεί τίποτε, εσείς απλά τότε θα πρέπει να περιμένετε γελοιοποίηση ή χειρότερα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν φρόνιμο ν’ αφήσετε τη γελοιοποίηση σε φιλικά χέρια».

Ο Άτον ξεφύσησε. «Δηλαδή στα δικά σου όταν μιλάς για φιλικά χέρια;»

«Ασφαλώς!» Ο Θέρεμον κάθισε σταυρώνοντας τα πόδια του.

«Η στήλη μου υπήρξε κάπως σκληρή, αλλά, κύριοι, σας έδινα το πλεονέκτημα της αμφιβολίας κάθε φορά. Στο κάτω – κάτω δεν αρμόζει στον αιώνα μας να κηρύσσουμε στο Λάγκας πως ‘πλησιάζει το τέλος του κόσμου’. Πρέπει να καταλάβετε πως ο κόσμος δεν πιστεύει πια στη Βίβλο των Αποκαλύψεων, και ενοχλείται που οι επιστήμονές του κάνουν στροφή και μας λένε πως οι Οπαδοί της Λατρείας έχουν τελικά δίκιο… »

«Δε λέω τέτοιο πράγμα, νεαρέ», διέκοψε ο Άτον. «Αν κι ένα μεγάλο μέρος των δεδομένων μας το εφοδιαστήκαμε από τη Λατρεία, τα αποτελέσματά μας όμως δεν έχουν καμιά σχέση με τον μυστικισμό της. Τα γεγονότα είναι γεγονότα, και η διαβόητη μυθολογία της Λατρείας κρύβει ορισμένα γεγονότα. Εμείς τα βγάλαμε στη φόρα και τα απογυμνώσαμε από το μυστήριό τους. Σε διαβεβαιώνω πως η Λατρεία μάς μισεί χειρότερα από όσο εσύ».

«Εγώ δε σας μισώ. Απλά προσπαθώ να σας πω πως το κοινό είναι σε μια άσχημη διάθεση. Ο κόσμος έχει θυμώσει».

Ο Άτον στράβωσε το στόμα του μ’ έναν σαρκαστικό μορφασμό.

«Ας τους να θυμώνουν».

«Ναι, αλλά τι γίνεται αύριο;»

«Δε θα υπάρξει κανένα αύριο!»

«Αλλά αν υπάρξει; Πείτε πως υπάρχει – απλά για να δούμε τι θα συμβεί. Ο θυμός μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Γνωρίζετε, εξάλλου, πως η επιχειρηματικότητα έχει κάνει βουτιά τους τελευταίους δυο μήνες. Οι επενδυτές δεν πιστεύουν πως πράγματι ο κόσμος πλησιάζει στο τέλος του, αλλά παρόλα αυτά είναι επιφυλακτικοί με τα λεφτά τους μέχρι το όλο θέμα να τελειώσει. Ούτε κι ο απλός πολίτης σας πιστεύει, αλλά τα καινούρια ανοιξιάτικα έπιπλα θα πρέπει καλού – κακού να περιμένουν λίγους μήνες – απλά για σιγουριά.

» Βλέπετε, το θέμα είναι το εξής: Μόλις τελειώσει όλη αυτή η ιστορία, τα επιχειρηματικά συμφέροντα θα ζητήσουν την κεφαλήν σας επί πίνακι. Θα ισχυριστούν πως μερικοί τρελάρες – με το συμπάθιο – είναι ικανοί να αναστατώνουν την ευημερία της χώρας οπότε το θέλουν, κάνοντας απλά κάποιες παλαβές προβλέψεις – τότε είναι υποχρέωση του πλανήτη να τους εμποδίζει. Οι σπίθες θα απλωθούν, κύριε».

Ο πρύτανης κοίταξε τον δημοσιογράφο αυστηρά. «Και τι ακριβώς θα προτείνατε για να βοηθήστε την κατάσταση;» «Να» – άρχισε ο Θέρεμον μ’ ένα χαμόγελο – «θα πρότεινα να επωμιστώ τη δημοσιότητα. Μπορώ να χειριστώ υποθέσεις έτσι που να φαίνεται μόνο η αστεία τους πλευρά.

»Παραδέχομαι πως θα σας είναι δύσκολο να υποστείτε κάτι τέτοιο διότι θα έπρεπε να σας κάνω να φανείτε σαν ένα τσούρμο από παραληρηματικούς ηλιθίους, αλλά αν μπορώ να κάνω τον κόσμο να γελάσει εις βάρος σας, θα ξεχάσουν την οργή τους. Σ’ αντάλλαγμα, το μόνο που θέλει ο εκδότης μου είναι η αποκλειστικότητα του άρθρου».

Ο Μπίνεϊ κούνησε το κεφάλι του και ξέσπασε: «Κύριε, όλοι μας νομίζουμε πως έχει δίκιο. Τους δυο τελευταίους μήνες καθίσαμε και τα εξετάσαμε όλα, αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τη μια στο εκατομμύριο πιθανότητα να υπάρχει κάποιο λάθος κάπου στη θεωρία μας ή στους υπολογισμούς μας».

Ακούστηκε ένα μουρμουρητό συμφωνίας από όλους τους άντρες που ήταν μαζεμένοι γύρω από το τραπέζι, και η έκφραση του Άτον έδειχνε άνθρωπο που ένιωθε το στόμα του γεμάτο από κάτι πικρό που δεν μπορούσε να το ξεφορτωθεί.

«Μπορείς να μείνεις, λοιπόν, αν θέλεις. Θα έχεις όμως την καλοσύνη να μην μας παρακωλύετε στο έργο μας μ’ οποιονδήποτε τρόπο. Να μην ξεχνάτε επίσης πως εγώ είμαι αυτός που έχει την ευθύνη όλων των όσων γίνονται εδώ και παρόλη τη γνώμη σας όπως την εκφράζετε στις στήλες σας, απαιτώ πλήρη συνεργασία και σεβασμό…» Τα χέρια του ήταν σφιγμένα πίσω από την πλάτη του και το ρυτιδωμένο του πρόσωπο προτεταμένο προς τα μπρος καθώς μιλούσε. Θα συνέχιζε να μιλάει επ’ αόριστον αν απρόσκλητα δεν παρενέβαινε μια καινούρια φωνή.

«Γεια σας, γεια σας, γεια σας!» ακούστηκε δυνατά μια φωνή τενόρου, και τα παχουλά μάγουλα του νεοφερμένου τεντώθηκαν σ’ ένα χαρούμενο χαμόγελο. «Προς τι αυτή η ατμόσφαιρα νεκροθαλάμου εδώ μέσα; Ελπίζω να μην έχασε κανείς το ηθικό του».

Ο Άτον ξαφνιάστηκε και είπε νευριασμένος: «Τώρα τι στο διάβολο κάνεις εσύ εδώ, Σίριν; Είχα την εντύπωση πως θα πήγαινες να μείνεις στο Καταφύγιο».

Ο Σίριν γέλασε και με το κοντόχοντρό του σώμα φαρδύς πλατύς έπεσε σε μια καρέκλα. «Στο διάβολο το Καταφύγιο! Το μέρος με κάνει και βαριέμαι. Ήθελα να βρίσκομαι εδώ όταν το πράγμα αρχίσει να έχει ενδιαφέρον. Δεν νομίζεις πως κι εγώ δικαιούμαι να είμαι περίεργος; Θέλω να δω αυτά τα Αστέρια για τα οποία πολύν λόγο κάνουν οι Οπαδοί της Λατρείας». Έτριψε τα χέρια του και πρόσθεσε σε σοβαρότερο τόνο: «Κάνει παγωνιά εκεί έξω. Ο αέρας είναι αρκετός να σου κρεμάσει παγοκρυστάλλους στη μύτη. Ο Βήτα δε δείχνει να δίνει καμιά ζεστασιά από την απόσταση που είναι».

Ο ασπρομάλλης πρύτανης έτριξε τα δόντια του με ξαφνική απόγνωση. «Γιατί βγαίνεις απ’ τη βολή σου και κάνεις τρελά πράγματα, Σίριν; Σε τι μπορείς να φανείς χρήσιμος εδώ;»

«Και σε τι μπορώ να είμαι χρήσιμος εκεί;» Ο Σίριν άνοιξε τα χέρια του σε μια κωμική παραίτηση. «Ένας ψυχολόγος δεν αξίζει δεκάρα στο Καταφύγιο. Εκεί έχουν ανάγκη από δυνατούς και δραστήριους άντρες, καθώς και από υγιείς γυναίκες που μπορούν να κάνουν παιδιά. Εγώ ζυγίζω πενήντα κιλά πάνω από το κανονικό για να είμαι άνθρωπος της δράσης, και δε θα κατάφερνα να κάνω παιδιά. Γιατί, λοιπόν, να τους γίνω βάρος να ταΐσουν ένα στόμα ακόμη; Νιώθω καλύτερα εδώ πέρα».

Ο Θέρεμον ρώτησε ζωηρά: «Τι ακριβώς είναι το Καταφύγιο, κύριε;»

Ο Σίριν φάνηκε να βλέπει τον δημοσιογράφο για πρώτη φορά. Σκυθρώπιασε και φούσκωσε τα παχουλά του μάγουλα. «Και ποιος ακριβώς στην ευχή είσαι εσύ, κοκκινομάλλη;»

Ο Άτον έσφιξε τα χείλη του και μουρμούρισε δύσθυμα: «Να σου συστήσω τον Θέρεμον 762, τον δημοσιογράφο. Υποθέτω πως έχεις ακούσει γι’ αυτόν».

Ο δημοσιογράφος του έδωσε το χέρι. «Και ασφαλώς, εσείς είστε ο Σίριν 501 από το Πανεπιστήμιο του Σάρο. Έχω ακούσει για σας». Κατόπιν επανέλαβε την ερώτησή του: «Τι είναι αυτό το Καταφύγιο, κύριε;»

«Να», είπε ο Σίριν, «έχουμε καταφέρει να πείσουμε μερικούς ανθρώπους για την εγκυρότητα της – χμ – προφητείας μας σχετικά με το επικείμενο τέλος του κόσμου και αυτοί οι λίγοι έχουν πάρει τα κατάλληλα μέτρα. Αποτελούνται κυρίως από μέλη των οικογενειών του προσωπικού του Αστεροσκοπείου, ορισμένοι είναι από το σώμα των καθηγητών του Πανεπιστημίου του Σάρο και λίγοι ξένοι. Συνολικά ανέρχονται στους τριακόσιους, αλλά τα τρία τέταρτα είναι γυναικόπαιδα».

«Κατάλαβα! Δηλαδή, πρέπει να κρυφτούν για να μην τους βρουν το Σκοτάδι και τα – ε – τα Αστέρια και να μπορέσουν να συνεχίσουν τον πολιτισμό μας όταν ο υπόλοιπος κόσμος θα χαθεί».

«Αν μπορέσουν, δε θα είναι εύκολο. Όταν όλη η ανθρωπότητα θα έχει χάσει τα λογικά της και οι μεγαλουπόλεις θα έχουν γίνει παρανάλωμα του πυρός – το περιβάλλον δε θα είναι κατάλληλο για επιβίωση. Έχουν, όμως, τρόφιμα, νερό, στέγη και όπλα…».

«Έχουν πολλά περισσότερα», συμπλήρωσε ο Άτον. «Έχουν όλα τα αρχεία μας, εκτός απ’ όσα θα συλλέξουμε σήμερα. Αυτά τα αρχεία θα σημαίνουν πολλά στον επόμενο κύκλο, και αυτά είναι που πρέπει να επιζήσουν. Τα υπόλοιπα στάχτη και μπούλμπερη».

Ο Θέρεμον έβγαλε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα και κάθισε συλλογισμένος αρκετά λεπτά. Οι άντρες γύρω από το τραπέζι έβγαλαν μια πολύχρωμη σκακιέρα κι άρχισαν να παίζουν μια παρτίδα έξι ατόμων. Έκαναν τις κινήσεις τους γρήγορα και σιωπηλά. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα με έντονη συγκέντρωση στο παιχνίδι. Ο Θέρεμον τους παρατήρησε για λίγο με προσοχή και μετά σηκώθηκε και πλησίασε τον Άτον, ο οποίος καθόταν χώρια και μιλούσε ψιθυριστά με τον Σίριν.

«Ακούστε», του είπε ο Θέρεμον, «πάμε κάπου όπου δε θα ενοχλούμε τους υπόλοιπους. Θέλω να σας κάνω μερικές ερωτήσεις». Ο ηλικιωμένος αστρονόμος σκυθρώπιασε κοιτώντας τον μ’ ένα ξινισμένο βλέμμα, αλλά ο Σίριν σήκωσε τη φωνή του κελαηδιστά. «Ασφαλώς, καλό θα μου κάνει να μιλάω. Πάντα μου κάνει καλό. Ο Άτον μου έλεγε για τη γνώμη σου σχετικά με την αντίδραση του κόσμου στην περίπτωση που η πρόβλεψη δε βγει αληθινή, κι εγώ συμφωνώ μαζί σου. Παρεμπιπτόντως, διαβάζω τη στήλη σου τακτικά και γενικά μ’ αρέσουν οι απόψεις σου».

«Για σε παρακαλώ, Σίριν», γρύλισε ο Άτον.

«Ε; α, εντάξει. Θα πάμε στο διπλανό δωμάτιο. Οι καρέκλες εκεί είναι πιο μαλακές, έτσι κι αλλιώς».

Υπήρχαν πράγματι πιο μαλακά καθίσματα στο διπλανό δωμάτιο. Υπήρχαν επίσης και χοντρές κόκκινες κουρτίνες στα παράθυρα καθώς κι ένα δαμασκηνί χαλί πάνω στο πάτωμα. Με το κεραμιδί φως του Βήτα να χύνεται μέσα στο δωμάτιο δημιουργούσε τη γενική εντύπωση ξεραμένου αίματος. Ο Θέρεμον ανατρίχιασε. «Άχου, θα έδινα δέκα πιστώσεις για μια αξιοπρεπή δόση άσπρου φωτός για μόνο ένα δευτερόλεπτο. Μακάρι ο Γάμμα ή ο Δέλτα να ήταν στον ουρανό».

«Τι θέλεις να με ρωτήσεις;» είπε ο Άτον. «Σε παρακαλώ να έχεις υπόψη πως ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Σε λιγότερο από μια ώρα κι ένα τέταρτο θα ανεβούμε πάνω και μετά δε θα έχουμε χρόνο για κουβέντες».

«Να, θα σας πω». Ο Θέρεμον ακούμπησε την πλάτη του πίσω και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος. «Όλοι σας εδώ δείχνετε ένα τόσο ένθερμο ενδιαφέρον για το θέμα που αρχίζω να σας πιστεύω. Θα σας πείραζε να δώστε μια εξήγηση περί τίνος ακριβώς πρόκειται;»

Ο Άτον εξερράγη. «Δηλαδή κάθεσαι και μου λες τώρα πως όλο αυτόν τον καιρό μας βομβαρδίζεις γελοιοποιώντας μας χωρίς καν να μπεις στον κόπο να μάθεις τι προσπαθούμε να πούμε στον κόσμο;»

Ο δημοσιογράφος χαμογέλασε δειλά. «Δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα, κύριε Πρύτανη. Έχω μια γενική εικόνα. Λέτε πως σε λίγες ώρες θα πέσει ένα Σκοτάδι σ’ όλον τον πλανήτη και ότι η ανθρωπότητα θα τρελαθεί βίαια. Αυτό που θέλω τώρα είναι να μάθω την επιστημονική εξήγηση πίσω απ’ όλο αυτό».



«Όχι, δεν την θέλεις», διέκοψε ο Σίριν. «Αν ρωτήσεις τον Άτον σχετικά – εφόσον έχει και την παραμικρή διάθεση να σου απαντήσει – θα σου παραθέσει σελίδες από αριθμούς και τόμους από γραφικές παραστάσεις. Δε θα βγάλεις άκρη. Τώρα αν ρωτούσες εμένα, θα σου έδινα μια εκλαϊκευμένη εξήγηση».

«Ωραία. Ρωτάω εσάς, λοιπόν».

«Ε, τότε να πιούμε κάτι». Έτριψε τα χέρια του και κοίταξε τον Άτον.

«Νερό;» γρύλλισε ο Άτον.

«Μη γίνεσαι ανόητος!»

«Εσύ μη γίνεσαι ανόητος! Όχι οινόπνευμα σήμερα. Θα ήταν πάρα πολύ εύκολο να παρασυρθεί το προσωπικό μου και να μεθύσει. Δεν έχω την πολυτέλεια να τους βάλω σε πειρασμό». Ο ψυχολόγος κατέβασε τα μούτρα μουρμουρίζοντας. Γύρισε στον Θέρεμον καρφώνοντάς τον με τα διαπεραστικά μάτια του και άρχισε να μιλάει.

«Γνωρίζεις, ασφαλώς, πως η ιστορία του πολιτισμού στον Λάγκας έχει κυκλικό χαρακτήρα – και το εννοώ κυκλικό

«Ξέρω», αποκρίθηκε ο Θέρεμον επιφυλακτικά «ότι αυτή είναι η τρέχουσα αρχαιολογική θεωρία. Έχει, όμως, γίνει αποδεκτή ως αληθινή;»

«Περίπου. Στον αιώνα μας η θεωρία έχει γίνει γενικά αποδεκτή. Ο κυκλικός αυτός χαρακτήρας είναι – ή μάλλον ήταν – ένα από τα μεγάλα μυστήρια. Έχουμε εντοπίσει μια σειρά πολιτισμών, εννιά απ’ αυτούς με σιγουριά, και ενδείξεις άλλων επιπλέον, όλοι εκ των οποίων έχουν φτάσει σε ακμή ίδια με του δικού μας και όλοι ανεξαιρέτως καταστράφηκαν από φωτιά στον κολοφώνα της κουλτούρας τους.

»Και κανείς δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Όλα τα κέντρα πολιτισμού καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από φωτιά χωρίς ν’ αφήσουν πίσω τους το παραμικρό ίχνος της αιτίας».

Ο Θέρεμον τον άκουγε προσεκτικά. «Δεν υπήρξε καθόλου Εποχή του Λίθου;»

«Πιθανόν, αλλά δεν ξέρουμε στην ουσία τίποτε γι’ αυτήν, εκτός του ότι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν ήταν παραπάνω από μάλλον έξυπνους πιθήκους. Ας την αφήσουμε όμως κατά μέρος».

«Καταλαβαίνω. Συνεχίστε!»

«Έχουν υπάρξει εξηγήσεις γι’ αυτές τις περιοδικές καταστροφές, αλλά είναι λίγο-πολύ φανταστικής φύσεως. Μερικοί λένε ότι υπάρχουν περιοδικές πύρινες βροχές. Άλλοι πάλι ότι ο Λάγκας διέρχεται μέσα από έναν ήλιο κάθε τόσο. Άλλοι ακόμη λένε πράγματα για αγρίους. Υπάρχει επίσης και μια θεωρία, εντελώς διαφορετική από τις υπόλοιπες, που μας έχει παραδοθεί δια μέσου των αιώνων».

«Ξέρω. Αναφέρεστε σ’ αυτόν τον μύθο των Αστεριών που τον έχουν οι Οπαδοί στη Βίβλο των Αποκαλύψεων».

«Ακριβώς», πρόσθεσε ο Σίριν με ικανοποίηση. «Οι Οπαδοί της Λατρείας έλεγαν πως κάθε δυο χιλιάδες πενήντα χρόνια ο Λάγκας μπαίνει σ’ ένα τεράστιο σπήλαιο με αποτέλεσμα να εξαφανίζονται όλοι οι ήλιοι και απόλυτο σκοτάδι να βασιλεύει σ’ όλον τον κόσμο! Και μετά λένε πως κάτι πράγματα που λέγονται Αστέρια εμφανίζονται και κλέβουν την ψυχή των ανθρώπων καθιστώντας τους ζώα χωρίς λογική, κι έτσι καταστρέφουν τον πολιτισμό τους που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει. Φυσικά ανακατεύουν όλα αυτά με πολλές θρησκευτικές και μυστικιστικές αντιλήψεις, αλλά αυτή είναι η κεντρική ιδέα».

Έγινε μια σύντομη σιωπή κι ο Σίριν πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Και τώρα ας πάμε στον Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης». Πρόφερε τη φράση με τρόπο που ν’ ακουστούν τα πρώτα γράμματα ως κεφαλαία, και σ’ αυτό το σημείο ο Άτον στράφηκε από το παράθυρο και ρουθουνίζοντας δυνατά βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να καταδεχτεί να τους ρίξει ένα βλέμμα.

Οι δύο άντρες αλληλοκοιτάχτηκαν και ο Θέρεμον είπε: «Τι τρέχει;»

«Τίποτε το ιδιαίτερο», απάντησε ο Σίριν. «Δυο άλλα άτομα από το προσωπικό που περίμενε εδώ και αρκετές ώρες δεν εμφανίστηκαν ακόμη. Έχει μείνει με δεμένα χέρια, φυσικά, διότι όλοι εκτός από τους απολύτως απαραίτητους έχουν πάει στο Καταφύγιο».

«Λες αυτοί οι δυο να τον εγκατέλειψαν;»

«Ποιοι; Ο Φάρο και ο Γίμοτ; Και βέβαια όχι. Αλλά αν δε γυρίσουν μέσα σε μια ώρα, τα πράγματα θα δυσκολέψουν». Σηκώθηκε ξαφνικά όρθιος και τα μάτια του έλαμψαν. «Τέλος πάντων, όσο λείπει ο Άτον…» Πατώντας στις μύτες των ποδιών πήγε στο πλησιέστερο παράθυρο, στηρίχτηκε στις φτέρνες του σκύβοντας και από ένα χαμηλό κουτί κάτω από το παράθυρο τράβηξε μια μποτίλια μ’ ένα κόκκινο υγρό και κουνώντας την αυτή έκανε ένα ελκυστικό κελαρυστό θόρυβο.

«Καλά το κατάλαβα πως ο Άτον δεν είχε ιδέα γι’ αυτό», παρατήρησε καθώς γύριζε πίσω στο τραπέζι. «Ορίστε! Έχουμε μόνο ένα ποτήρι και γι’ αυτό, σαν φιλοξενούμενος, κράτα το εσύ. Εγώ θα κρατήσω το μπουκάλι».

Και γέμισε το μικροσκοπικό ποτηράκι με σχολαστική προσοχή. Ο Θέρεμον σηκώθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αλλά ο Σίριν τον κοίταξε αυστηρά. «Να σέβεσαι τους μεγαλύτερούς σου, νεαρέ».

Ο δημοσιογράφος ξανακάθισε με μια έκφραση αγωνίας στο πρόσωπό του. «Συνεχίστε, λοιπόν», κι από μέσα του «γερο-μπαγάσα».

Το καρύδι του ψυχολόγου ανεβοκατέβηκε καθώς ανασήκωσε το μπουκάλι στο στόμα και κατόπιν με έναν αναστεναγμό ικανοποίησης κι ένα πλατάγισμα των χειλιών, ξαναπήρε τον λόγο. «Αλλά τι γνωρίζεις για την παγκόσμια έλξη ή αλλιώς βαρύτητα;»

«Τίποτε, εκτός από το ότι είναι μια πολύ πρόσφατη εξέλιξη, όχι και τόσο τεκμηριωμένη, και ότι η μαθηματική θεωρία της είναι τόσο δύσκολη που μόνο δώδεκα άνθρωποι στον Λάγκας υποτίθεται πως την καταλαβαίνουν».

«Μπα! Ανοησίες! Σαχλαμάρες! Μπορώ εγώ να σου δώσω όλα τα μαθηματικά σε μια πρόταση. Ο Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης ορίζει ότι υπάρχει μια ελκτική δύναμη μεταξύ όλων των σωμάτων του σύμπαντος, τέτοια που το μέγεθος της ελκτικής δύναμης μεταξύ δύο δεδομένων σωμάτων είναι ανάλογο προς το γινόμενο της μάζας των και αντιστρόφως ανάλογο του τετραγώνου της μεταξύ τους απόστασης».

«Αυτό είναι όλο;»

«Και αρκετό είναι! Χρειάστηκαν τετρακόσια χρόνια για να εξελιχτεί».

«Γιατί πήρε τόσο πολύ; Με τον τρόπο που το είπες, φάνηκε αρκετά απλό».

«Διότι, όπως κι αν το σκεφτείς, οι μεγάλοι νόμοι δεν διατυπώνονται με επιφοίτηση ξαφνικών εμπνεύσεων. Συνήθως απαιτείται η συλλογική προσπάθεια αιώνων ενός ολόκληρου επιστημονικού κόσμου. Αφότου ο Τζένοβι 41 ανακάλυψε πως ο Λάγκας περιφέρεται γύρω από τον ήλιο Άλφα και όχι το αντίθετο – τούτο συνέβη πριν από τετρακόσια χρόνια – οι αστρονόμοι συνέχισαν το έργο τους. Οι περίπλοκες κινήσεις των έξι ήλιων καταγράφηκαν, αναλύθηκαν και έγιναν κατανοητές. Προτάθηκαν διαδοχικές θεωρίες που ελέγχθηκαν και τροποποιήθηκαν, εγκαταλείφτηκαν, ανακαινίστηκαν και μετατράπηκαν σε κάτι άλλο. Ήταν μια τρομαχτικά δύσκολη δουλειά».

Ο Θέρεμον ένευσε σκεφτικός και άπλωσε το ποτήρι του για ακόμη λίγο ποτό.

Ο Σίριν απρόθυμα άφησε μερικές ρουμπινιές σταγόνες νε πέσουν από το μπουκάλι.

«Πριν από είκοσι χρόνια», συνέχισε ξαναβρέχοντας τον λαιμό του, «τελικά διατυπώθηκε ο Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης και αποδείχτηκε πως δικαιολογούσε απόλυτα τις τροχιές των έξι ήλιων. Ήταν ένας μεγάλος θρίαμβος».

Ο Σίριν σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο εξακολουθώντας να κρατάει σφιχτά το μπουκάλι του.

«Και τώρα ας έρθουμε στο θέμα. Τα τελευταία δέκα χρόνια η κίνηση του Λάγκας γύρω από τον Άλφα υπολογίστηκε σύμφωνα με τον νόμο της παγκόσμιας έλξης και παρατηρήθηκε πως η τροχιά του δεν ήταν αυτή που έπρεπε. Ούτε ακόμη κι όταν υπολογίστηκαν οι διαταράξεις που προξενούν οι άλλοι ήλιοι. Επομένως, ή ο νόμος δεν ισχύει ή υπεισέρχεται ένας άλλος, μέχρι τούδε άγνωστος, παράγοντας».

Ο Θέρεμον πλησίασε τον Σίριν στο παράθυρο και το βλέμμα του πλανήθηκε πέρα από τις δασώδεις πλαγιές μέχρι τους οβελίσκους της πόλης του Σάρο που γυάλιζαν στο χρώμα του αίματος στον ορίζοντα. Ο δημοσιογράφος ένιωσε μέσα του να μεγαλώνει η ένταση της αβεβαιότητας καθώς έριξε μια σύντομη ματιά στον Βήτα, που από το μεσουράνημά του έριχνε βλοσυρά το κοκκινωπό του φως, ένας μικροσκοπικός κακός νάνος.

«Συνεχίστε, κύριε», είπε μαλακά.

«Οι αστρονόμοι» απάντησε ο Σίριν, «ερευνούσαν στα τυφλά για χρόνια, κάθε προτεινόμενη θεωρία πιο αστήριχτη από την προηγούμενη, μέχρι που ο Άτον είχε την έμπνευση να απευθυνθείς στη Λατρεία. Ο επικεφαλής της Λατρείας, ο Σορ 5, είχε πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία που απλοποιούσαν σημαντικά το πρόβλημα. Κι έτσι ο Άτον βάλθηκε να δουλεύει πάνω σε μια καινούρια πορεία.

»Τι θα συνέβαινε αν υπήρχε κι ένας άλλος ετερόφωτος πλανήτης, ή δορυφόρος, σαν τον Λάγκας; Αν όντως υπήρχε, ξέρεις, θα έφεγγε μόνο από αντανακλώμενο φως, κι αν αποτελούταν από γαλαζωπά πετρώματα, όπως είναι κατά το πλείστον η σύσταση του Λάγκας, τότε η αέναη εκθαμβωτική λάμψη των ήλιων θα τον έκανε απόλυτα αόρατο – θα τον έπνιγε εντελώς».

Ο Θέρεμον έβγαλε ένα έκπληκτο σφύριγμα. «Μα αυτή είναι μια τρελή ιδέα!»

«Νομίζεις πως είναι τρελή ιδέα; Για άκου κι αυτό: Ας υποθέσουμε πως αυτό το σώμα περιφέρεται γύρω από τον Λάγκας σε μια τέτοια απόσταση και τέτοια τροχιά κι έχει τέτοια μάζα που η έλξη του να δικαιολογεί τις παρεκκλίσεις της τροχιάς του Λάγκας από τη θεωρία – καταλαβαίνεις τότε τι συμβαίνει;»

Ο δημοσιογράφος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Λοιπόν, μερικές φορές αυτό το σώμα μπαίνει στο δρόμο ενός ήλιου», είπε ο Σίριν και άδειασε μονορούφι το υπόλοιπο του μπουκαλιού.

«Ε, και τι μ’ αυτό;», είπε ο Θέρεμον κοφτά.

«Ναι! Αλλά μόνο ένας ήλιος βρίσκεται στο επίπεδο της εκλειπτικής του», είπε δείχνοντας τον συρρικνωμένο ήλιο στον ουρανό. «Ο Βήτα! Και έχει αποδειχτεί πως η έκλειψη θα συμβεί μόνο όταν η θέση των ήλιων είναι τέτοια που μόνο ο Βήτα να βρίσκεται μόνος στο ημισφαίριό του και στη μέγιστη απόσταση και παράλληλα ο δορυφόρος να είναι κατά κανόνα στην ελάχιστη. Η έκλειψη που ακολουθεί, με τον δορυφόρο εφτά φορές τη φαινομενική διάμετρο του Βήτα, καλύπτει ολόκληρο τον Λάγκας και διαρκεί πάνω από μισή μέρα, έτσι που κανένα σημείο του πλανήτη να μην ξεφεύγει από την επίδρασή της. Και αυτή η έκλειψη συμβαίνει κάθε δυο χιλιάδες σαράντα εννιά χρόνια».

Το πρόσωπο του Θέρεμον μετατράπηκε σε μια ανέκφραστη μάσκα.

«Κι αυτή είναι η ιστορία που θα γράψω;»

Ο ψυχολόγος ένευσε καταφατικά. «Αυτή είναι όλη η ανταπόκρισή σου. Πρώτα η έκλειψη – που θα ξεκινήσει σε σαράντα πέντε λεπτά – μετά το καθολικό Σκοτάδι και πιθανόν αυτά τα μυστηριώδη Αστέρια – μετά η παραφροσύνη και το τέλος του κύκλου».

Για λίγο βυθίστηκε στις σκέψεις. «Είχαμε δυο μήνες περιθώριο – εμείς εδώ στο Αστεροσκοπείο – και τούτο το διάστημα δεν ήταν αρκετό να πείσουμε τον πληθυσμό του Λάγκας για τον επερχόμενο κίνδυνο. Και δύο αιώνες μπορεί να μην αρκούσαν. Όμως τα αρχεία μας βρίσκονται στο Καταφύγιο, και αυτό που απομένει να κάνουμε σήμερα είναι να φωτογραφίσουμε την έκλειψη. Ο επόμενος κύκλος θα αρχίσει με την αλήθεια, και όταν θα γίνει η επόμενη έκλειψη, η ανθρωπότητα θα είναι προετοιμασμένη. Αν το καλοσκεφτείς, να και κάτι πρόσθετο για το άρθρο σου».

Ένα ελαφρό αεράκι ανέμισε τις κουρτίνες καθώς ο Θέρεμον άνοιγε το παράθυρο σκύβοντας προς τα έξω. Το ψυχρό αεράκι παιχνίδισε με τα μαλλιά του και καθώς κοίταζε το χέρι του βάφηκε βαθυκόκκινο από το ηλιακό φως. Κατόπιν γύρισε απότομα με μια ξαφνική επαναστατικότητα.

«Και τι έχει αυτό το Σκοτάδι που μπορεί να με τρελάνει;»

Ο Σίριν χαμογέλασε καθώς στριφογύριζε αφηρημένα το άδειο μπουκάλι στα χέρια του. «Είχες ποτέ καμιά εμπειρία σκοταδιού, νεαρέ;»

Ο δημοσιογράφος ακούμπησε στον τοίχο και συλλογίστηκε. «Όχι. Δεν μπορώ να πω πως είχα. Αλλά ξέρω πώς είναι. Απλά – να – ». Έκανε αόριστες κινήσεις με τα δάχτυλά του και κατόπιν το πρόσωπό του έλαμψε. «Απλά χωρίς φως. Όπως στις σπηλιές».

«Έχεις μπει ποτέ σε σπηλιά;»

Σε σπηλιά! Και βέβαια όχι!»

«Καλά το σκέφτηκα. Εγώ προσπάθησα την περασμένη εβδομάδα – έτσι για να δω πώς είναι – αλλά βγήκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Είχα μπει τόσο μέσα που η είσοδος της σπηλιάς ήταν ορατή μόνο σαν μια φωτεινή θολούρα, και όλος ο υπόλοιπος χώρος κατάμαυρος. Ποτέ δεν πίστευα πως κάποιος με το πάχος μου θα έτρεχε τόσο γρήγορα».

Ο Θέρεμον έσφιξε τα χείλη του. «Εγώ λοιπόν στη θέση σας δε θα έτρεχα».

Ο ψυχολόγος κοίταξε τον νέο άντρα από πάνω μέχρι κάτω με μια ενοχλημένη βλοσυρή έκφραση.

«Μη λες μεγάλα λόγια! Σε προκαλώ, τράβηξε την κουρτίνα, αν μπορείς»

Ο Θέρεμον προδίνοντας την έκπληξή του τον ρώτησε: «Προς τι; Αν είχαμε τέσσερις ή πέντε ήλιους να λάμπουν εκεί έξω τώρα, ίσως να θέλαμε να μετριάσουμε λίγο το φως για να νιώθουμε πιο άνετα, αλλά, ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν έχουμε αρκετό φως».

«Μα αυτό είναι το ζήτημα. Για τράβηξε την κουρτίνα και μετά έλα και κάθισε δίπλα μου».

«Εντάξει». Ο Θέρεμον άπλωσε το χέρι του και τράβηξε το φουντωτό κορδόνι. Η κόκκινη κουρτίνα γλίστρησε πάνω στο φαρδύ παράθυρο ενώ οι μπρούτζινοι χαλκάδες έτριξαν κατά μήκος του οδηγού και μια βαθυκόκκινη σκιά κάλυψε απότομα το δωμάτιο.

Τα βήματα του Θέρεμον ακούστηκαν υπόκωφα στη σιωπή καθώς κατευθυνόταν προς το τραπέζι, αλλά σταμάτησαν στα μισά. «Δε σας βλέπω, κύριε», ψιθύρισε.

«Βρες το δρόμο σου ψαχουλεύοντας», πρόσταξε ο Σίριν με τεταμένη φωνή.

«Μα δε σας βλέπω, κύριε». Ο δημοσιογράφος ανέπνεε με δυσκολία. «Δεν μπορώ να δω τίποτε».

«Τι περίμενες, λοιπόν;» ήρθε σκυθρωπή η απάντηση. «Έλα κοντά μου και κάθισε!»

Τα βήματα ξανακούστηκαν ακανόνιστα να πλησιάζουν αργά. Ακούγονταν σαν κάποιος να ψαχούλευε σε μια καρέκλα. Κατόπιν ακούστηκε η λεπτή φωνή του Θέρεμον: «Εδώ είμαι … νιώθω … χμ … εντάξει».

«Σ’ άρεσε, ε;»

«Μμ… όχι. Ήταν απαίσια. Οι τοίχοι έδειχναν…» στάθηκε. «Έμοιαζαν σαν να με πλακώνουν. Εγώ πάσχιζα να τους απωθήσω. Όμως δεν πήγα να τρελαθώ. Εδώ που τα λέμε, αυτό που ένιωσα δεν ήταν και τόσο άσχημο όσο στην αρχή».

«Εντάξει. Τράβηξε τώρα πίσω την κουρτίνα».

Ακούστηκαν επιφυλακτικά βήματα μέσα στο σκοτάδι, το σύρσιμο του σώματος του Θέρεμον πάνω στην κουρτίνα καθώς έψαχνε να βρει τη φούντα του κορδονιού, και κατόπιν, το θριαμβευτικό φρου της κουρτίνας που γλιστρούσε πάνω στον οδηγό της. Κόκκινο φως έλουσε το δωμάτιο και με μια χαρούμενη κραυγή ο Θέρεμον σήκωσε τα μάτια του προς τον ήλιο.

Ο Σίριν σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού του και με τρεμάμενη φωνή είπε: «Και αυτό ήταν μόνο ένα σκοτεινό δωμάτιο».

«Μπορείς όμως να το αντέξεις», είπε ο Θέρεμον με ελαφριά φωνή.

«Ναι, ένα σκοτεινό δωμάτιο μπορείς. Αλλά βρέθηκες στην Έκθεση για την Εκατονταετία του Τζόνγκλορ πριν από δυο χρόνια;»

«Όχι, δεν έτυχε να τα καταφέρω. Έξι χιλιάδες μίλια μου ήταν υπερβολικά να διανύσω, ακόμη και γι αυτήν την έκθεση».

«Λοιπόν, εγώ ήμουν εκεί. Θυμάσαι να είχες ακούσει για τη Σήραγγα του Μυστηρίου που είχε σπάσει όλα τα ρεκόρ στο ψυχαγωγικό πάρκο – τον πρώτο μήνα, τουλάχιστον;»

«Ναι. Είχε γίνει κάποιος ντόρος σχετικά μ’ αυτό, έτσι δεν είναι;»

«Πολύ λίγος. Το αποσιώπησαν. Βλέπεις, εκείνη η Σήραγγα του Μυστηρίου ήταν απλά ένα τούνελ ενός μίλι μακρύ – χωρίς φώτα. Έμπαινες σ’ ένα μικρό ανοιχτό βαγόνι που σε εκσφενδόνιζε μέσα στο Σκοτάδι για δεκαπέντε λεπτά. Το θέμα υπήρξε πολύ δημοφιλές – όσο κράτησε».

«Δημοφιλές;»

«Βεβαίως. Ο τρόμος εξασκεί μια γοητεία εφόσον είναι μέρος ενός παιχνιδιού. Τα μωρά γεννιούνται έχοντας τρεις έμφυτους φόβους: τον δυνατό ήχο, την πτώση, και την απουσία φωτός. Να γιατί θεωρείται αστείο όταν ξαφνικά εμφανίζεσαι απότομα μπροστά σε κάποιον και τον ξαφνιάζεις μ’ ένα μπου! Να γιατί έχει πλάκα το τρενάκι σφαίρα του λούνα παρκ. Να γιατί η Σήραγγα του Μυστηρίου επέφερε μεγάλα κέρδη. Ο κόσμος έβγαινε από εκείνο το Σκοτάδι τρέμοντας, με κομμένη την ανάσα, μισοπεθαμένοι από το φόβο τους, κι όμως συνέχιζαν να πληρώνουν για να ξανανέβουν».

«Για στάσου. Τώρα θυμάμαι. Κάποιοι βγήκαν νεκροί, αν δεν απατώμαι».

«Κυκλοφόρησαν φήμες για κάτι τέτοιο αφού είχε ήδη κλείσει».

«Μπα!» ξεφύσησε ο ψυχολόγος, «δυο με τρεις πέθαναν, αλλά αυτό δεν είχε σημασία! Αποζημιώθηκαν οι οικογένειες των νεκρών και το δημοτικό συμβούλιο του Τζόνγκλορ πείστηκε να το ‘ξεχάσει’. Εξάλλου, είπαν, εάν άνθρωποι με αδύνατη καρδιά θέλουν να μπουν μέσα στη σήραγγα, ήταν δικό τους ρίσκο – και, στο κάτω-κάτω, δεν επρόκειτο να ξανασυμβεί. Για τον λόγο αυτό, έβαλαν έναν γιατρό στο γκισέ εισιτηρίων και υπέβαλαν κάθε πελάτη σε ιατρική εξέταση πριν μπουν στο βαγόνι. Και τούτο, εδώ που τα λέμε, αύξησε την πώληση των εισιτηρίων».

«Κι ύστερα;»

«Αλλά, βλέπεις, υπήρξε και κάτι άλλο. Οι άνθρωποι μερικές φορές έβγαιναν φαινομενικά αβλαβείς, μόνο που δεν ήθελαν να μπουν σε κτήρια – οποιαδήποτε κτήρια, όπως ανάκτορα, μέγαρα, διαμερίσματα, λαϊκές κατοικίες, σπιτάκια, καλύβες, υπόστεγα, ακόμη και σκηνές».

Ο Θέρεμον έδειχνε κατάπληκτος. «Δηλαδή αρνιούνταν να μπουν μέσα από τους ανοιχτούς χώρους; Και πού κοιμούνταν;»

«Στο ύπαιθρο».

«Θα έπρεπε να τους αναγκάσουν να μπουν στα σπίτια τους».

«Λες να μην το δοκίμασαν; Αλλά μετά τους έπιανε υστερία και έκαναν τα πάντα να τσακίσουν το κεφάλι τους στον κοντινότερο τοίχο. Άπαξ και τους έβαζες μέσα, δεν μπορούσες να τους κρατήσεις εκεί χωρίς ζουρλομανδύα ή μια ισχυρή δόση ηρεμιστικών».

«Θα πρέπει να είχαν τρελαθεί».

«Ακριβώς αυτό είχαν πάθει. Ένας στους δέκα που είχαν μπει μέσα σ’ εκείνη τη σήραγγα έβγαινε σ’ αυτή την κατάσταση. Κάλεσαν ψυχολόγους, κι εμείς κάναμε το μόνο που ήταν δυνατό. Κλείσαμε τη σήραγγα». Άπλωσε τα χέρια του.

«Τι είχαν πάθει, τέλος πάντων, αυτοί οι άνθρωποι;» ρώτησε τελικά ο Θέρεμον.

«Βασικά το ίδιο που έπαθες κι εσύ όταν νόμιζες πως οι τοίχοι του δωματίου πήγαιναν να σε πλακώσουν στο σκοτάδι. Υπάρχει ένας όρος της ψυχολογίας για τον ενστικτώδη φόβο του ανθρώπου για την απουσία του φωτός. Τον λέμε κλειστοφοβία, επειδή η απουσία του φωτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με κλειστούς χώρους έτσι που ο φόβος του ενός είναι και φόβος του άλλου. Κατάλαβες;»

«Κι εκείνοι που βρέθηκαν στο τούνελ;»

«Εκείνοι ανήκαν στους άτυχους που η διανοητικότητά τους δεν διέθετε την απαιτούμενη προσαρμοστικότητα να υπερνικήσουν την κλειστοφοβία που τους είχε πιάσει στο Σκοτάδι. Δεκαπέντε λεπτά χωρίς φως είναι μεγάλο διάστημα. Εσύ έμεινες μόνο δυο με τρία λεπτά που, πιστεύω, σε άγχωσαν αρκετά.

»Οι άνθρωποι που βρέθηκαν μέσα στο τούνελ έπαθαν αυτό που λέμε κλειστοφοβική εμμονή. Ο λανθάνων φόβος για το Σκοτάδι και τους κλειστούς χώρους αποκρυσταλλώθηκε και έγινε ενεργητικά, απ’ ό, τι μπορούμε να πούμε, μόνιμος. Να τι μπορείς να πάθεις δεκαπέντε λεπτά στο σκοτάδι».

Επικράτησε μια μακρά σιωπή, και το μέτωπο του Θέρεμον άρχισε να ζαρώνει και να συνοφρυώνεται. «Δεν πιστεύω τα πράγματα να είναι τόσο άσχημα».

«Εννοείς δε θέλεις να πιστέψεις», τον αντέκρουσε κοφτά ο Σίριν. «Φοβάσαι να το πιστέψεις. Για κοίτα έξω από το παράθυρο!»

Ο Θέρεμον έκανε ό, τι του είπε και ο ψυχολόγος συνέχισε χωρίς διακοπή.

«Φαντάσου Σκοτάδι – παντού. Καθόλου φως όσο μακριά μπορείς να δεις. Σπίτια, δέντρα, χωράφια, γη και ουρανός – όλα μαύρα! Και τ’ Αστέρια, απ’ όσο ξέρω – ό, τι και να είναι αυτά – να εμφανίζονται ξαφνικά. Μπορείς να το συλλάβεις;»

«Μάλιστα, μπορώ», δήλωσε ο Θέρεμον προκλητικά.

Ο Σίριν κοπάνισε τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι με πάθος.

«Λες ψέματα! Δεν μπορείς να το συλλάβεις. Ο εγκέφαλός σου δεν είναι φτιαγμένος για να συλλάβει τίποτε περισσότερο από όσο είναι φτιαγμένος να συλλάβει την αιωνιότητα. Μπορείς μόνο να μιλάς γι’ αυτό. Ένα κλάσμα της πραγματικότητας σε αναστατώνει, κι όταν θα έρθει η πραγματική κατάσταση, ο εγκέφαλός σου θα αντιμετωπίσει το φαινόμενο έξω από τα όρια της αντίληψης. Αναμφισβήτητα, θα τρελαθείς εντελώς και ανεπανόρθωτα!»

»Και άλλες δυο χιλιετίες», πρόσθεσε λυπημένα, «οδυνηρών κόπων και αγώνων να καταλήγουν στο μηδέν. Η αυριανή μέρα δε θα δει πόλη να παραμένει αλώβητη σ’ όλον τον Λάγκας».

Ο Θέρεμον ανέκτησε κάπως τη διανοητική του ισορροπία. «Αυτό δε βγάζει νόημα. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί να τρελαθώ επειδή μόνο και μόνο δε θα υπάρχει ένας ήλιος στον ουρανό – αλλά ακόμη κι αν τρελαινόμουν, κι όλοι τρελαινόντουσαν, πώς αυτό θα γίνει αιτία να καταστραφούν οι πόλεις; Μήπως θα τις ανατινάξουμε;».



Ο Σίριν όμως ήταν θυμωμένος. «Αν βρισκόσουν στο Σκοτάδι, τι θα ήθελες περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο; Τι θα ήταν αυτό που το κάθε ένστικτό σου θα λαχταρούσε γι’ αυτό; Φως, που να σε πάρει, φως

«Και;»

«Και με ποιον τρόπο θα έβρισκες φως;»

«Δεν ξέρω», απάντησε άτονα.

«Ποιος είναι ο μόνος τρόπος να έχεις φως, εκτός από έναν ήλιο;»

«Πού θες να ξέρω;»

Στέκονταν πρόσωπο με πρόσωπο έτοιμοι ν’ αρπαχτούν.

«Σκέψου κάτι, φιλαράκο», είπε ο Σίριν. «Έχεις ποτέ δει πυρκαγιά σε δάσος; Έχεις ποτέ κάνει κατασκήνωση και ανάψει φωτιά με ξύλα για να μαγειρέψεις κάτι; Η ζέστη, ξέρεις, δεν είναι το μοναδικό πράγμα που δίνουν τα ξύλα όταν καίγονται. Δίνουν επίσης φως, κι ο κόσμος το ξέρει. Κι όταν πέσει το σκοτάδι, θα θέλουν φως, και θα κάνουν τα πάντα να το έχουν.»

«Άρα θα κάψουν ξύλα;»

«Άρα θα κάψουν ό, τι βρουν μπροστά τους. Θα έχουν αδήριτη ανάγκη για φως. Θα πρέπει να κάψουν κάτι, και τα ξύλα δεν είναι πάντα πρόχειρα – γι’ αυτό θ’ αρχίσουν να καίνε ό, τι είναι πιο κοντά τους. Έτσι θα αποκτήσουν το πολύτιμο φως τους – και κάθε κατοικημένο κέντρο θα γίνει παρανάλωμα!»

Ατένιζαν ο ένας τον άλλον λες και το όλο θέμα ήταν προσωπική υπόθεση, αντίστοιχη της δύναμης της θέλησής τους, και κατόπιν ο Θέρεμον απομακρύνθηκε χωρίς να πει λέξη. Ανάπνεε δύσκολα και ακανόνιστα, και μόλις πρόσεξε την ξαφνική αναταραχή που ακουγόταν από το διπλανό δωμάτιο πίσω από την κλειστή πόρτα.

Ο Σίριν μίλησε και η ομιλία του ήταν μια προσπάθεια να ακουστεί συνηθισμένη. «Νομίζω πως άκουσα τη φωνή του Γίμοτ. Μάλλον αυτός κι ο Φάρο γύρισαν. Ας πάμε να δούμε τι τους καθυστέρησε».

«Το καλύτερο που θα κάναμε!» μουρμούρισε ο Θέρεμον. Πήρε μια βαθιά ανάσα και φάνηκε να τρέμει. Η ένταση είχε διαλυθεί. Στο δωμάτιο επικρατούσε σάλος, με το προσωπικό μαζεμένο γύρω από δύο νεαρούς άντρες που έβγαζαν τα σακάκια τους ενώ πάσχιζαν να αντιμετωπίσουν τις διάφορες ετερόκλητες ερωτήσεις με τις τους κατέκλυζαν.

Ο Άτον προχώρησε βιαστικά μέσα στο πλήθος και αντιμετώπισε τους νεοφερμένους οργισμένος. «Αντιλαμβάνεστε ότι έχουμε προθεσμία λιγότερο από μισή ώρα; Πού ήσασταν εσείς οι δύο;»

Ο Φάρο 24 κάθισε και έτριψε τα χέρια του. Τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει από την εξωτερική ψύχρα. «Ο Γίμοτ κι εγώ μόλις έχουμε διεξαγάγει ένα τρελό πείραμα από μόνοι μας. Προσπαθήσαμε να δούμε αν μπορούσαμε να κάνουμε μια προσομοίωση της εμφάνισης του Σκοταδιού και των Αστεριών έτσι που να αποκτήσουμε μια εκ των προτέρων ιδέα πώς θα ήταν το φαινόμενο».

Ακούστηκε ένα συγκεχυμένο μουρμουρητό από τους ακροατές, και τα μάτια του Άτον έλαμψαν μ’ ένα ξαφνικό ενδιαφέρον. «Δεν είπατε πριν τίποτε για κάτι τέτοιο. Πώς το κάνατε;»

«Να», είπε ο Φάρο, «Ο Γίμοτ κι εγώ συλλάβαμε την ιδέα πριν από καιρό και δουλεύαμε πάνω σ’ αυτήν στον ελεύθερό μας χρόνο. Ο Γίμοτ ήξερε ένα μονώροφο σπίτι κάτω στην πόλη με μια θολωτή οροφή – κάποτε ήταν μουσείο, νομίζω. Λοιπόν, το αγοράσαμε …» «Πού βρήκατε τα λεφτά;» τον διέκοψε ο Άτον απότομα. «Από τις καταθέσεις μας», γρύλισε ο Γίμοτ 70. «Μας κόστισε δυο χιλιάδες πιστώσεις.

Και κατόπιν πρόσθεσε εριστικά. «Ε, και τι μ’ αυτό; αύριο δυο χιλιάδες πιστώσεις θα είναι δυο χιλιάδες παλιόχαρτα. Αυτό είναι όλο».

«Πράγματι», συμφώνησε ο Φάρο. «Αγοράσαμε το κτήριο και το επενδύσαμε εσωτερικά από την κορυφή μέχρι το δάπεδο με μαύρο βελούδο για να έχουμε τόσο σκοτάδι όσο πιο απόλυτο μπορούσαμε. Κατόπιν ανοίξαμε μικρές τρύπες στην οροφή και τις καλύψαμε με μεταλλικά καπάκια, όλα εκ των οποίων θα άνοιγαν ταυτόχρονα με το πάτημα ενός διακόπτη. Τουλάχιστον, αυτό το κομμάτι της δουλειάς δεν το κάναμε εμείς. Είχαμε έναν ξυλουργό και έναν ηλεκτρολόγο και κάποιους άλλους – δεν υπολογίζαμε τα έξοδα. Αυτό που θέλαμε ήταν να κάνουμε το φως να περάσει μέσα από εκείνες τις τρυπούλες της οροφής για να πάρουμε μια άποψη των Αστεριών».

Άχνα δεν ακούστηκε κατά την παύση που ακολούθησε. Ο Άτον είπε στεγνά: «Δεν είχατε κανένα δικαίωμα να κάνετε από μόνοι σας…». Ο Φάρο φάνηκε αμήχανος. «Το ξέρω, κύριε, αλλά ειλικρινά ο Γίμοτ κι εγώ νομίσαμε πως το πείραμα εγκυμονούσε μερικούς κινδύνους. Εάν το πείραμα όντως λειτουργούσε, περιμέναμε λίγο-πολύ να τρελαθούμε – σύμφωνα μ’ όσα ισχυρίζεται ο Σίριν σχετικά με το όλο ζήτημα. Σκεφτήκαμε πως κατά πάσα πιθανότητα θα τρελαινόμασταν. Θέλαμε, λοιπόν, να πάρουμε το ρίσκο μόνοι μας. Φυσικά, εάν ανακαλύπταμε πως διατηρούσαμε τα λογικά μας, μας ήρθε η ιδέα πως θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε αντιστάσεις ή ένα είδος ‘ανοσίας’ στην πραγματική κατάσταση και κατόπιν θα εκθέταμε όλους σας κατά τον ίδιο τρόπο. Όμως τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου…»

«Γιατί; Τι συνέβη;»

Ο Γίμοτ ήταν αυτός που απάντησε: «Κλειστήκαμε μέσα και αφήσαμε να περάσει κάποιος χρόνος για να συνηθίσουν τα μάτια μας στο σκοτάδι. Αυτό που νιώσαμε ήταν ανατριχιαστικό. Το απόλυτο σκοτάδι σε κάνει να νομίζεις πως οι τοίχοι και η οροφή θα σε πλακώσουν. Αλλά το ξεπεράσαμε και τραβήξαμε τον διακόπτη. Τα καπάκια άνοιξαν και ολόκληρη η οροφή έλαμψε με μικρές φωτεινές κηλίδες…»

«Και μετά;»

«Μετά … τίποτε. Αυτό ήταν το αλλόκοτο μέρος του θέματος. Δεν έγινε τίποτε. Απλά βλέπαμε μια οροφή διάτρητη με τρύπες, και ακριβώς έτσι φαινόταν. Προσπαθήσαμε να το επαναλάβουμε ξανά και ξανά – να γιατί αργήσαμε τόσο – αλλά δεν είχαμε απολύτως κανένα βλαπτικό αποτέλεσμα».

Όλοι έμειναν αποσβολωμένοι χωρίς ν’ ακούγεται το παραμικρό, ενώ τα μάτια όλων στράφηκαν προς τον Σίριν, ο οποίος καθόταν ακίνητος, με το στόμα ανοιχτό.

Ο Θέρεμον ήταν ο πρώτος που πήρε τον λόγο: «Γνωρίζετε, κύριε Σίριν, πως αυτό που ακούσαμε καταρρίπτει τη θεωρία σας, έτσι δεν είναι;» Στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα μειδίαμα ανακούφισης.

Ο Σίριν όμως σήκωσε το χέρι του. «Για μια στιγμή. Επιτρέψτε μου να το σκεφτώ καλά». Κατόπιν χτύπησε ξαφνικά τα δάχτυλά του, και σηκώνοντας το κεφάλι του, δεν υπήρχε στα μάτια του ούτε έκπληξη ούτε αβεβαιότητα. «Μα βέβαια …» δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Από κάπου ψηλά ακούστηκε ένας βαρύς γδούπος και ο Μπίνεϊ, σηκώθηκε ξαφνιασμένος και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες ξεφωνίζοντας «Τι στον διάβολο!»

Ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Τα πράγματα εξελίσσονταν γρήγορα. Ανεβαίνοντας στον θόλο, ο Μπίνεϊ έριξε μια τρομοκρατημένη ματιά στις θρυμματισμένες φωτογραφικές πλάκες και στον άντρα που ήταν σκυμμένος από πάνω τους. Κατόπιν ρίχτηκε άγρια πάνω στον παρείσακτο, αρπάζοντάς τον με μια θανάσιμη λαβή από τον λαιμό. Δημιουργήθηκε μια άγρια συμπλοκή, και καθώς μερικοί από το προσωπικό πήραν μέρος στην πάλη, ο ξένος κατακλύστηκε και σχεδόν έπαθε ασφυξία κάτω από το βάρος έξη οργισμένων ανθρώπων. Τελευταίος ανέβηκε ο Άτον, ανασαίνοντας βαριά.

«Αφήστε τον!»

Απρόθυμα διαλύθηκε η συμπλοκή και τον ξένο, που λαχάνιαζε έντονα, με ρούχα σκισμένα και με πρόσωπό μελανιασμένο, τον έσυραν βίαια όρθιο. Είχε κοντά ξανθά γένια με περίτεχνους βοστρύχους στο στιλ που υιοθετούταν από τους Οπαδούς. Ο Μπίνεϊ τον άδραξε τώρα από τον σβέρκο και τον ταρακούνησε άγρια. «Για πες μας τώρα, αρουραίε, τι σ’ έπιασε; Αυτές οι πλάκες …» «Δεν ήταν αυτές που ήθελα», ανταπάντησε ο άλλος ψυχρά. «Ήταν ατύχημα».

Ο Μπίνεϊ ακολούθησε το βλοσυρό του βλέμμα και γρύλισε: «Τώρα καταλαβαίνω, ήθελες να καταστρέψεις τις κάμερες. Σε ευνόησε η τύχη που έσπασες μόνο τις πλάκες. Εάν είχες πειράξει τη Γρήγορη Μπέρθα ή οποιαδήποτε από τις άλλες, θα πέθαινες με αργά βασανιστήρια. Παρ’ όλα αυτά…» σήκωσε τη γροθιά του.

Ο Άτον τον άρπαξε από το μανίκι. «Σταμάτα! Ας τον να φύγει!»

Ο νεαρός τεχνικός δίστασε προς στιγμή και άφησε το χέρι του να πέσει απρόθυμα. Ο Άτον τον έσπρωξε στο πλάι και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Οπαδό. «Εσύ είσαι ο Λάτιμερ, ε;»

Ο Οπαδός υποκλίθηκε ψυχρά και έδειξε το σύμβολο πάνω στο ισχίο του. Είμαι ο Λάτιμερ 25, υπασπιστής τρίτης τάξεως του Γαληνότατου Σορ 5».

«Και», ο Άτον σήκωσε τα λευκά του φρύδια, «ήσουν επίσης μαζί με τον Γαληνότατο όταν ήρθε να μ’ επισκεφτεί την περασμένη εβδομάδα, έτσι δεν είναι;»

Ο Λάτιμερ υποκλίθηκε πάλι.

«Λοιπόν, τώρα, τι θέλεις;»

«Τίποτε που θα μου δίνατε με τη θέλησή σας».

«Υποθέτω πως σ’ έστειλε ο Σορ 5 – ή μήπως πήρες ο ίδιος την πρωτοβουλία;»

«Δε θα απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση».

«Θα έχουμε κι άλλους επισκέπτες;»

«Ούτε και σ’ αυτή θ’ απαντήσω».

Ο Άτον κοίταξε το ρολόι του και κατσούφιασε. «Για πες, άνθρωπέ μου, τι είναι αυτό που θέλει το αφεντικό σου από μένα; Εγώ κράτησα την υπόσχεσή μου στη συναλλαγή που κάναμε».

Ο Λάτιμερ χαμογέλασε αχνά αλλά δεν είπε τίποτε.

«Του ζήτησα στοιχεία», συνέχισε ο Άτον θυμωμένος, «που μόνο η Λατρεία μπορούσε να έχει στην κατοχή της και μου τα έδωσε. Πολύ σας ευχαριστώ για την εξυπηρέτησή σας. Σ’ αντάλλαγμα υποσχέθηκα να αποδείξω τη βασική αλήθεια του δόγματος της Λατρείας».

«Δεν έχουμε ανάγκη καμιάς απόδειξης», ακούστηκε η αλαζονική απάντηση. «Η απόδειξη βρίσκεται ήδη στη Βίβλο των Αποκαλύψεων».

«Για μια χούφτα ανθρώπων που απαρτίζουν τη Λατρεία, ναι. Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Προσφέρθηκα να στηρίξω επιστημονικά την πίστη σας και το έκανα!»

Τα μάτια του Οπαδού στένεψαν με πικρία. «Ναι, το κάνατε – με την πονηριά της αλεπούς, διότι η δήθεν εξήγησή σας στήριξε βέβαια τα δόγματά μας, αλλά ταυτόχρονα αφαίρεσε την ανάγκη της πίστης σ’ αυτά. Καταστήσατε το Σκοτάδι και τ’ Αστέρια ένα φυσικό φαινόμενο και απογυμνώσατε την πίστη μας από το πραγματικό της νόημα. Αυτό ήταν βλασφημία».

«Αν είναι έτσι, δε φταίω εγώ. Τα γεγονότα υπάρχουν. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από να τα εκθέσω».

«Τα γεγονότα σας είναι μια απάτη και μια πλάνη».

Ο Άτον χτύπησε δυνατά το πόδι του στο πάτωμα. «Εσύ πώς το ξέρεις;» Η απάντηση δόθηκε με τη βεβαιότητα της τυφλής πίστης. «Το ξέρω».

Ο πρύτανης αναψοκοκκίνισε και ο Μπίνεϊ του ψιθύρισε κάτι επειγόντως. Ο Άτον του κούνησε το χέρι να σωπάσει. «Και τι θέλει ο Σορ 5 να κάνουμε; Εξακολουθεί, υποθέτω, να νομίζει ότι με το να προσπαθεί να προειδοποιήσει τον κόσμο για την απειλή της παραφροσύνης, εμείς βάζουμε σε κίνδυνο αναρίθμητες ψυχές. Δε θα το κατορθώσουμε, εάν αυτό σημαίνει κάτι γι’ αυτόν».

«Το εγχείρημα από μόνο του έχει κάνει αρκετή ζημιά και η κακοήθης σας προσπάθεια ν’ αποκτήσετε πληροφόρηση μέσω των σατανικών σας οργάνων πρέπει να σταματήσει. Εμείς υπακούμε στη βούληση των Αστεριών, και λυπάμαι που μόνο εξαιτίας της αδεξιότητάς μου δεν κατόρθωσα να καταστρέψω τα καταχθόνια μηχανήματά σας».

«Δε θα κατάφερνες και τίποτε το σημαντικό για σένα», αποκρίθηκε ο Άτον. «Όλα μας τα στοιχεία, εκτός από τα άμεσα δεδομένα που θα συλλέξουμε ακριβώς τώρα, είναι κρυμμένα σε ασφαλές μέρος και πέρα από κάθε δυνατότητα καταστροφής τους». Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα θλιβερό χαμόγελο. «Τούτο όμως δεν σε απαλλάσσει από την παρούσα σου θέση ως επίδοξου διαρρήκτη και εγκληματία».

Στράφηκε στους άντρες του πίσω του. «Κάποιος να καλέσει την αστυνομία της πόλης του Σάρο».

Ο Σίριν έβγαλε μια κραυγή αποστροφής. «Να πάρει, Άτον, τι σ’ έχει πιάσει; Δεν έχουμε χρόνο για τέτοια. Να», είπε σπεύδοντας προς τα μπρος, «άσε με να το χειριστώ εγώ».

Ο Άτον κοίταξε αφ’ υψηλού τον ψυχολόγο. «Δεν έχουμε καιρό για τα παιχνιδάκια σου, Σίριν. Έχεις την καλοσύνη να μ’ αφήσεις να το χειριστώ μόνος μου; Τη στιγμή αυτή κι εσύ είσαι εντελώς παρείσακτος εδώ, και μην το ξεχνάς».

Ο Σίριν έκανε μια εύγλωττη γκριμάτσα. «Τώρα γιατί να μπούμε σε περιττούς μπελάδες καλώντας την αστυνομία – με την έκλειψη του Βήτα να είναι θέμα μερικών λεπτών από τώρα – όταν τούτος εδώ ο νεαρός είναι απόλυτα πρόθυμος να δώσει τον λόγο της τιμής του ότι θα μείνει και δε θα προκαλέσει κανένα απολύτως πρόβλημα;»

Ο Οπαδός απάντησε αμέσως: «Δε θα δώσω κανένα λόγο τιμής. Έχετε το ελεύθερο να πράξετε ό, τι θέλετε. Όμως είναι δίκαιο εκ μέρους μου να σας επισημάνω πως μόλις βρω την ευκαιρία θα αποτελειώσω αυτό που ήρθα εδώ να κάνω. Εάν σκοπεύετε να βασιστείτε στον λόγο μου, καλά θα κάνετε να καλέστε την αστυνομία».

Ο Σίριν του μίλησε με φιλικό χαμόγελο. «Είσαι αποφασισμένος, μπαγασάκο, ε;. Λοιπόν, θα σου εξηγήσω κάτι. Βλέπεις εκείνον τον νεαρό στο παράθυρο; Είναι δυνατός και γεροδεμένος, και πολύ καλός στις γροθιές, και είναι κι αυτός παρείσακτος. Μόλις αρχίσει η έκλειψη, αυτός δε θα έχει να κάνει τίποτε άλλο από το να σ’ έχει υπό την επίβλεψή του. Εξάλλου, θα είμαι κι εγώ παρών – κάπως παχύς για ένα γερό γρονθοκόπημα, αλλά ακόμη ικανός να προσφέρω βοήθεια».

«Ε, και τι μ’ αυτό;» είπε ο Λάτιμερ παγερά.

«Άκουσέ με καλά, λοιπόν», του απάντησε ο Σίριν. «Ακριβώς τη στιγμή που θ’ αρχίσει η έκλειψη, ο Θέρεμον κι εγώ θα σε πάρουμε και θα σε κλείσουμε σε μια αποθηκούλα χωρίς καθόλου παράθυρα, μόνο με μια πόρτα που θα κλειδώσουμε με μια τεράστια κλειδαριά. Κι εκεί θα μείνεις όλη τη διάρκεια της έκλειψης».

«Και μετά», είπε ο Λάτιμερ αγριεμένος και βαριανασαίνοντας, «δε θα είναι κανείς να με βγάλει. Ξέρω επίσης όπως κι εσείς τι σημαίνει ο ερχομός των Αστεριών – και το ξέρω πολύ καλύτερα από σας. Με χαμένα τα λογικά όλων σας, είναι απίθανο να μ’ ελευθερώσει κανείς. Άρα ή θα σκάσω εκεί μέσα ή θα αργοπεθάνω από την πείνα, έτσι δεν είναι; Αλλά τι να περιμένει κανείς από ένα μάτσο τρελοεπιστήμονες; Δε σου δίνω όμως τον λόγο μου. Είναι ζήτημα αρχής και δε θα το συζητήσω άλλο».

Ο Άτον φάνηκε ταραγμένος. Στα ξεθωριασμένα του μάτια ζωγραφίστηκε μια έκφραση ανησυχίας.

«Στα σοβαρά, Σίριν, θα τον κλειδώσεις…»

«Σε παρακαλώ!» ο Σίριν του έκανε νόημα να σωπάσει. «Δε νομίζω ούτε μια στιγμή πως τα πράγματα θα φτάσουν μέχρι εκεί. Ο Λάτιμερ απλώς έχει δοκιμάσει να μπλοφάρει λίγο, αλλά εγώ δεν είμαι ψυχολόγος απλά επειδή μ’ αρέσει να με λένε έτσι».

Χαμογέλασε στον Οπαδό. «Έλα τώρα, δεν το πήρες στα σοβαρά πως θα έκανα κάτι τόσο απάνθρωπο ώστε να πεθάνεις σιγά-σιγά από την πείνα. Αγαπητέ μου Λάτιμερ, αν σε κλειδώσω στην αποθήκη, δε θα δεις ούτε το Σκοτάδι ούτε τ’ Αστέρια. Δεν απαιτείται και μεγάλη γνώση του θεμελιώδους δόγματος της Λατρείας σας να διαπιστώσει κανείς ότι το να είσαι κρυμμένος από τα Αστέρια όταν αυτά εμφανιστούν σημαίνει την απώλεια της αθάνατης ψυχής σου. Εγώ, όμως, πιστεύω πως είσαι ένας έντιμος άνθρωπος. Θα δεχτώ τον λόγο της τιμής σου, αν τον δώσεις, ότι δε θα προσπαθήσεις πια να εμποδίσεις τις διαδικασίες».

Μια φλέβα άρχισε να πάλλεται στον κρόταφο του Λάτιμερ κι ο ίδιος φάνηκε να μαζεύεται καθώς είπε βαριά: «Έχετε το λόγο μου!» Και μετά πρόσθεσε με ξαφνική μανία. «Αλλά η παρηγοριά μου είναι πως όλοι σας θα είστε καταραμένοι για τις πράξεις σας σήμερα». Έκανε μεταβολή και αγέρωχος κατευθύνθηκε σ’ ένα ψηλό τρίποδο σκαμπό κοντά στην πόρτα.

Ο Σίριν έγνεψε προς τον δημοσιογράφο. «Κάθισε κοντά του, Θέρεμον – έτσι για καλό και για κακό. Ε, Θέρεμον, σου μιλάω!» αλλά ο δημοσιογράφος χλόμιασε. «Κοίτα εκεί!» με τρεμάμενο δάχτυλο έδειξε στον ουρανό και η φωνή του ακούστηκε ξερή και σπασμένη.

Μια πνιχτή κραυγή ακούστηκε ταυτόχρονα απ’ όλους καθώς τα βλέμματά τους ακολούθησαν εκεί που έδειχνε το δάχτυλο, και με κομμένη την ανάσα ατένισαν παγωμένοι για μια στιγμή.

Ο Βήτα ήταν φαγωμένος από τη μια μεριά!

Το μικρό κομματάκι της μαυρίλας που εισέβαλλε δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα νύχι, αλλά στα μάτια των κατάπληκτων παρατηρητών μεγάλωνε για να καταλήξει στη ρήξη του επικείμενου τέλους του κόσμου.

Έμειναν ακίνητοι παρατηρώντας για μια μόνο στιγμή και μετά έγινε μια θορυβώδης σύγχυση που είχε μικρότερη διάρκεια και που την ακολούθησε μια πειθαρχημένη δραστηριότητα – κάθε άτομο στο προκαθορισμένο του έργο. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή δεν υπήρχε πολυτέλεια για συγκινήσεις. Οι άντρες ήταν μόνο επιστήμονες έχοντας να εκτελέσουν έργο. Ακόμη και ο Άτον είχε μαλακώσει.

Ο Σίριν είπε σε συνηθισμένο τόνο. «Η πρώτη επαφή πρέπει να έγινε πριν από δεκαπέντε λεπτά. Λίγο πρόωρα, αλλά με ικανοποιητική ακρίβεια λαμβανομένων υπόψη των αβεβαιοτήτων που ενέχονται στους υπολογισμούς». Κοίταξε γύρω του και μετά πατώντας στις μύτες των ποδιών του κατευθύνθηκε στον Θέρεμον, ο οποίος ακίνητος συνέχισε να κοιτάει από το παράθυρο, και τον τράβηξε απαλά μακριά.

«Ο Άτον είναι έξαλλος», ψιθύρισε, «γι’ αυτό μείνε μακριά του. Έχασε την πρώτη επαφή εξαιτίας της φασαρίας με τον Λάτιμερ, και αν του μπεις εμπόδιο, θα βάλει να σε πετάξουν απ’ το παράθυρο».

Ο Θέρεμον κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και κάθισε. Ο Σίριν τον κοίταξε έκπληκτος.

«Τι στο διάβολο, άνθρωπέ μου», αναφώνησε, «εσύ τρέμεις ολόκληρος».

«Ε;» Ο Θέρεμον πέρασε τη γλώσσα του πάνω από τα στεγνά του χείλη και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Η αλήθεια είναι ότι δεν αισθάνομαι πολύ καλά».

Το βλέμμα του ψυχολόγου σκλήρυνε. «Δεν πιστεύω να έχασες το κουράγιο σου».

«Όχι», φώναξε ο Θέρεμον με μια έκφραση αγανάκτησης. «Δώσε μου την ευκαιρία, σε παρακαλώ. Δεν πήρα στα σοβαρά όλη αυτή τη σαχλαμάρα – όχι κατά βάθος, τέλος πάντων – παρά μόνο τώρα. Δώσε μου την ευκαιρία να συνηθίσω στην ιδέα. Εσείς είστε προετοιμασμένοι εδώ και μήνες ή πιο πολύ».

«Σ’ αυτό τουλάχιστον έχεις δίκιο», απάντησε ο Σίριν σκεφτικός. «Άκου! Έχεις οικογένεια – γονείς, γυναίκα, παιδιά;»

Ο Θέρεμον κούνησε το κεφάλι του. «Υποθέτω εννοείς το Καταφύγιο. Όχι, μην ανησυχείς. Έχω μια αδερφή, αλλά αυτή βρίσκεται δυο χιλιάδες μίλια μακριά. Ούτε καν ξέρω την ακριβή της διεύθυνση».

«Τότε, λοιπόν, τι σκέφτεσαι για τον εαυτό σου; Έχεις καιρό να πας στο Καταφύγιο, κι εξάλλου, τους λείπει ένα άτομο από τότε που έφυγα εγώ. Στο κάτω-κάτω, δεν είσαι απαραίτητος εδώ, κι εκεί θα τους είσαι πολύ χρήσιμος…»

Ο Θέρεμον τον κοίταξε με βλέμμα γεμάτο κούραση. «Έχεις την εντύπωση ότι έχω παγώσει από το φόβο μου, έτσι δεν είναι; Όμως, κατάλαβέ το, φιλαράκο. Είμαι δημοσιογράφος εντεταλμένος να καλύψω ένα γεγονός. Και σκοπεύω να το καλύψω».

Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του ψυχολόγου. «Καταλαβαίνω. Επαγγελματικό καθήκον, αυτό δεν είναι;».

«Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Όμως τώρα, φίλε μου, θα έδινα ολόκληρο το δεξί μου χέρι για ένα άλλο μπουκάλι ποτό σουκερού, ακόμη και σε μισό μέγεθος από εκείνο που είχες καταχωμένο. Αν ποτέ κάποιος χρειάζεται ποτό, αυτός τώρα είμαι εγώ». Σταμάτησε απότομα. Ο Σίριν τον σκούντησε βίαια. «Ακούς αυτό; Άκου!»

Ο Θέρεμον ακολούθησε την κίνηση του προσώπου του άλλου και κοίταξε τον Οπαδό, ο οποίος, βυθισμένος στον κόσμο του, είχε το πρόσωπό του στραμμένο στο παράθυρο, και με μια έκφραση άγριας χαράς σιγομουρμούριζε με τραγουδιστική φωνή.

«Τι στην ευχή κάνει αυτός;» ψιθύρισε ο δημοσιογράφος.

«Απαγγέλλει από τη Βίβλο των Αποκαλύψεων, κεφάλαιο πέντε», εξήγησε ο Σίριν. Κατόπιν, πρόσθεσε αμέσως: «Κάνε ησυχία και άκουσε, σου λέω».

Ο Οπαδός είχε υψώσει τη φωνή του με ξαφνική ζέση:

Και τις ημέρες εκείνες συνέβη ο Ήλιος Βήτα να επαγρυπνεί ολομόναχος στον ουρανό όλο και περισσότερο χρόνο καθώς ολοκληρώνονταν οι περιφορές του. Και τότε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου μιας μισής περιφοράς να φέγγει πάνω στον Λάγκας, συρρικνωμένος και ψυχρός.

Και οι άνθρωποι συναθροίστηκαν στις δημόσιες πλατείες και στους δρόμους για να σχολιάσουν και να θαυμάσουν το φαινόμενο, διότι καταλήφθηκαν από μια αλλόκοτη κατάθλιψη. Ο νους τους ήταν ταραγμένος και η ομιλία τους συγκεχυμένη, καθώς οι ψυχές των ανθρώπων περίμεναν την έλευση των Αστεριών.

Και στην πόλη Τρίγκον, όταν έγινε μεσημέρι, ο Βέντρετ 2 εξήλθε και είπε στους κατοίκους του Τρίγκον. Ιδού, αμαρτωλοί! Αν και περιφρονείτε την οδό της αρετής, θα έρθει η ώρα της κρίσεως. Και ιδού το Σπήλαιο πλησιάζει να καταπιεί τον Λάγκας, και τα πάντα που βρίσκονται πάνω του.

Και καθώς τους έλεγε αυτά, το στόμιο του Σπηλαίου του Σκότους κάλυψε την άκρη του Βήτα έτσι που αυτός χάθηκε ολόκληρος. Φοβερές κραυγές των ανθρώπων ακούγονταν καθώς ο Βήτα εξαφανίστηκε και μεγάλος φόβος κατέλαβε τις ψυχές τους.

Και έγινε έτσι που το Σκοτάδι του Σπηλαίου έπεσε πάνω στον Λάγκας και δεν υπήρχε καθόλου φως σ’ όλη την επιφάνεια του Λάγκας. Οι άνθρωποι ήταν σαν τυφλοί, δεν μπορούσε κανείς να δει τον διπλανό του, αν και ένιωθε την ανάσα του στο πρόσωπό του.

Και μέσα σ’ αυτό το έρεβος εμφανίστηκαν τα Αστέρια, αμέτρητα σε αριθμούς, και με συνοδεία ήχων μουσικής μιας τέτοιας ομορφιάς ακόμη και τα φύλλα των δέντρων άρχισαν να μιλούν και να αναπέμπουν τον θαυμασμό τους.

Και τη στιγμή εκείνη οι ψυχές εγκατέλειψαν τους ανθρώπους και τα εγκαταλελειμμένα τους σώματα έγιναν σαν ζώα, σαν άγρια θηρία. Και μέσα από τους σκοτεινούς δρόμους των πόλεων του Λάγκας αναζητούσαν τη λεία τους με άγρια ουρλιαχτά.

Και τότε από τα Αστέρια κατέβηκε η Ουράνια Φλόγα, και όπου αυτή άγγιζε, οι πόλεις του Λάγκας κατακαίγονταν σε πλήρη καταστροφή, και δεν έμεινε τίποτε από τους ανθρώπους και τα έργα του.

Και τότε ακόμη…

Η φωνή του Λάτιμερ πήρε έναν ανεπαίσθητο τόνο. Τα μάτια του δεν μετακινήθηκαν, αλλά κατά κάποιον τρόπο αντιλήφθηκε την τεταμένη προσοχή των άλλων δύο. Μ’ ευκολία και χωρίς να σταματήσει να πάρει ανάσα, η χροιά της φωνής του άλλαξε και οι συλλαβές άρχισαν να ρέουν διαφορετικά. Ο Θέρεμον, έκπληκτος, γούρλωσε τα μάτια του. Οι λέξεις τού φαίνονταν κάπως γνωστές, αλλά υπήρχε μια απροσδιόριστη μεταβολή της προφοράς, μια ελάχιστη αλλαγή στον τονισμό των φωνηέντων, τίποτε περισσότερο – κι όμως αυτά που διάβαζε ο Λάτιμερ είχαν γίνει εντελώς ακατάληπτα.

Ο Σίριν χαμογέλασε πονηρά. «Το γύρισε σε κάποια γλώσσα αρχαίου κύκλου, ίσως στον παραδοσιακό δεύτερο κύκλο, τη γλώσσα στην οποία γράφηκε αρχικά η Βίβλος των Αποκαλύψεων, ξέρεις».

«Δε με νοιάζει. Αρκετά άκουσα», ο Θέρεμον έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και ισιάζοντας τα μαλλιά του με τα χέρια, τα οποία δεν έτρεμαν πια, είπε: «Νιώθω πολύ καλύτερα τώρα».

«Αλήθεια!» Ο Σίριν φάνηκε ελαφρά έκπληκτος.

«Πιστεύω πως ναι. Αλλά πριν από λίγο μ’ είχε πιάσει μια άσχημη ανατριχίλα. Το να κάθομαι και να ακούω εσένα και την αναθεματισμένη παγκόσμια έλξη σου και βλέποντας κι αυτή την έκλειψη, παραλίγο να με ξεκάνει. Αλλά τούτο» – έδειξε περιφρονητικά τον ξανθογένη Οπαδό – «τούτα είναι ιστορίες που μου έλεγε η νταντά μου. Όλη μου τη ζωή τα κορόιδευα. Δε θα με κάνουν να φοβηθώ τώρα».

Πήρε βαθιά ανάσα και είπε με ασυγκράτητη ευθυμία: «Αλλά αν πρέπει να διατηρήσω το κέφι μου, θα γυρίσω την πλάτη μου στο παράθυρο».

«Καλά θα κάνεις, όμως, να μη μιλάς τόσο δυνατά. Ο Άτον μόλις σήκωσε το κεφάλι του από εκείνο το κιβώτιο όπου ήταν χωμένος και σου έριξε ένα φονικό βλέμμα».

Ο Θέρεμον μόρφασε. «Ξέχασα τον γέρο». Με σχολαστική προσοχή γύρισε την πλάτη του καθίσματός του στο παράθυρο και κοιτώντας αποδοκιμαστικά πάνω από τον ώμο του είπε: «Μου πέρασε τώρα η ιδέα πως ίσως πολύς κόσμος να αποκτήσει αντιστάσεις σ’ αυτή την παλαβομάρα των Αστεριών».

Ο ψυχολόγος δεν απάντησε αμέσως. Ο Βήτα είχε περάσει το ζενίθ τώρα, και το φωτεινό τετράγωνο, κόκκινο σαν αίμα, που σχημάτιζε το πλαίσιο του παραθύρου πάνω στο πάτωμα, είχε σηκωθεί στα γόνατα του Σίριν. Κοίταξε σκεφτικός το μουντό χρώμα και κατόπιν έσκυψε και μισοκλείνοντας τα μάτια του κοίταξε τον ήλιο. Το μαύρο κομματάκι στο πλευρό του είχε μεγαλώσει σε μια μελανή καταπάτηση καλύπτοντας το ένα τρίτο του δίσκου του. Ανατρίχιασε και όταν σηκώθηκε πάλι τα ροδοκόκκινα μάγουλά του είχαν χάσει το περισσότερο χρώμα τους από πριν. Με ένα σχεδόν απολογητικό χαμόγελο, ανέστρεψε κι αυτός την καρέκλα του.

«Υπάρχουν περίπου δυο εκατομμύρια κόσμος στην πόλη του Σάρο που προσπαθούν όλοι τους να ενταχθούν αμέσως στη Λατρεία σε μια γιγαντιαία θρησκευτική αφύπνιση». Κατόπιν πρόσθεσε ειρωνικά: «Η Λατρεία θα απολαύσει μια απαράμιλλη ευημερία για μια ώρα. Ελπίζω να την εκμεταλλευτούν όσο καλύτερα μπορούν. Τώρα τι μου είπες;»

«Μόνο τούτο. Πώς οι Οπαδοί κατόρθωσαν να περισώσουν τη Βίβλο των Αποκαλύψεων από κύκλο σε κύκλο και πώς στην ευχή γράφτηκε πρωτίστως; Θα πρέπει να υπήρξε κάποια ανοσία, διότι αν όλοι παραφρονούσαν, ποιος θα έμενε να γράψει το βιβλίο;»

Ο Σίριν τον κοίταξε μελαγχολικά. «Λοιπόν, τώρα, νεαρέ μου, δεν υπάρχει κανείς αυτόπτης μάρτυς για να μας λύσει την απορία, αλλά έχουμε μερικές πάρα πολύ καλές εικασίες του τι συνέβη. Όπως βλέπεις, υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων που ενδέχεται να παραμείνουν σχετικά ανεπηρέαστοι. Πρώτον, οι ελάχιστοι που δε βλέπουν ποτέ τα Αστέρια, γιατί βρίσκονται στο Καταφύγιο. Οι σοβαρά καθυστερημένοι ή εκείνοι που έγιναν λιώμα στο ποτό και έπεσαν σε λήθαργο από την αρχή μέχρι το τέλος της έκλειψης. Αυτούς τους βγάζουμε έξω, γιατί δεν μπορούν πράγματι να θεωρηθούν μάρτυρες.

»Μετά είναι τα παιδιά κάτω των έξι ετών, που στα μάτια τους ο κόσμος σαν σύνολο είναι καινούριος και παράξενος και τα ίδια παραείναι μικρά και άπειρα για να τρομοκρατηθούν από το Σκοτάδι και τα Αστέρια. Βλέπεις, αυτά τα δυο αποτελούν επιπρόσθετα στοιχεία σ’ έναν ήδη εκπληκτικό κόσμο».

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι με αμφιβολία. «Υποθέτω πως έτσι πρέπει να είναι».

«Τέλος», συνέχισε ο Σίριν, «είναι εκείνοι που τα μυαλά τους παραείναι χοντροκομμένα για να επηρεαστούν εντελώς. Οι πολύ απαθείς σπάνια να επηρεαστούν – ω, τέτοιοι είναι μερικοί από τους πιο γερασμένους μας αγρότες που τους έχει τσακίσει η δουλειά. Τα παιδιά έχουν φευγαλέες αναμνήσεις και το γεγονός τούτο, σε συνδυασμό με τα συγκεχυμένα και ασυνάρτητα παραληρήματα των μισότρελων καθυστερημένων, έχει αποτελέσει τη βάση της Βίβλου των Αποκαλύψεων.

»Φυσικά το βιβλίο πρωτίστως βασίστηκε στις μαρτυρίες εκείνων που είχαν τα ελάχιστα προσόντα να θεωρηθούν ιστορικοί: κι αυτοί, όπως ανέφερα, ήταν παιδιά και καθυστερημένοι. Και πιθανόν να γίνονταν επανειλημμένες εκδόσεις της βίβλου διαμέσου των κύκλων».

«Θέλεις να πεις», τον διέκοψε ο Θέρεμον, «ότι παρέδιδαν τη βίβλο από γενιά σε γενιά διαμέσου των κύκλων με τον τρόπο που εμείς πρόκειται να παραδώσουμε το μυστικό της παγκόσμιας έλξης;» Ο Σίριν ανασήκωσε τους ώμους του. «Πιθανόν, αλλά η ακριβής τους μέθοδος δεν έχει μεγάλη σημασία. Κατά κάποιο τρόπο μπόρεσαν να τη διασώσουν. Αυτό που ήθελα να τονίσω είναι πως η βίβλος δεν μπορεί παρά να είναι ένα συνονθύλευμα διαστρεβλώσεων, ακόμη κι αν στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός. Για παράδειγμα, θυμάσαι το πείραμα με τις τρύπες στην οροφή που επεχείρησαν ο Φάρο και ο Γίμοτ – εκείνο που δε λειτούργησε;»

«Ναι».

«Ξέρεις γιατί δε λει…» Σταμάτησε και σηκώθηκε αναστατωμένος, επειδή τους πλησίαζε ο Άτον με το πρόσωπό του μεταμορφωμένο σε μια μάσκα πανικού. «Τι τρέχει;»

Ο Άτον τον τράβηξε παράμερα και ο Σίριν ένιωσε τα δάχτυλα του άλλου να συσπώνται αγγίζοντας τον αγκώνα του.

«Μίλα πιο σιγανά!» Η φωνή του Άτον ήταν σιγανή και αναστατωμένη. «Μόλις πήρα μήνυμα στην προσωπική μου γραμμή από το Καταφύγιο». «Έχουν προβλήματα;» διέκοψε ο Σίριν με νευρικότητα.

«Αυτοί όχι». Ο Άτον τόνισε την αντωνυμία με σημασία. «Πριν από λίγο σφράγισαν το Καταφύγιο και θα μείνουν εκεί μέσα θαμμένοι μέχρι μεθαύριο. Είναι ασφαλείς. Αλλά η πόλη, Σίριν, έχει γίνει ρημαδιό. Δεν μπορείς να φανταστείς…» Με δυσκολία μπορούσε να συνεχίσει.

«Ε και;» απάντησε ανυπόμονα ο Σίριν. «Και τι μ’ αυτό; τα πράγματα θα χειροτερέψουν. Εσύ γιατί τρέμεις;» Και μετά πρόσθεσε με υποψία: «Πώς νιώθεις;»

Τα μάτια του Άτον άστραψαν από θυμό στον υπαινιγμό του άλλου, και κατόπιν καταλήφθηκαν εκ νέου από άγχος. Οι Οπαδοί έχουν δραστηριοποιηθεί. Ξεσηκώνουν τον κόσμο και τον παροτρύνουν να επιτεθεί στο Αστεροσκοπείο – υποσχόμενοι άμεση πρόσβαση στη χάρη, υποσχόμενοι σωτηρία, υποσχόμενοι τα πάντα. Τι θα κάνουμε, Σίριν;»

Ο Σίριν έσκυψε το κεφάλι του και κοίταξε για ώρα τα πόδια του. Χτύπησε για λίγο ελαφρά το πηγούνι του με την ανάστροφη του δάχτυλού του, ανασήκωσε το βλέμμα του και είπε ζωηρά: «Να κάνουμε; Τι να κάνουμε; Τίποτε απολύτως. Το ξέρουν οι υπόλοιποι;»

«Και βέβαια όχι!»

«Ωραία! Ας το όπως είναι. Πόσο ακόμη μας μένει μέχρι την ολική έκλειψη;»

«Λιγότερο από μια ώρα».

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να το παίξουμε κορώνα-γράμματα. Θα κάνουν πολλή ώρα να οργανώσουν έναν πραγματικά σημαντικό όχλο, καθώς επίσης να τον οδηγήσουν εδώ. Είμαστε πέντε ολόκληρα μίλια μακριά από την πόλη…»

Κοίταξε άγρια έξω από το παράθυρο, προς τις πλαγιές όπου τα οργωμένα χωράφια έφταναν μέχρι τις συστάδες των άσπρων σπιτιών στα προάστια, προς την κατεύθυνση όπου η ίδια η μεγαλούπολη έδειχνε σαν μια μουντζούρα στον ορίζοντα – μια αχλή στο όλο και φθίνον φέγγος του Βήτα.

«Θα κάνουν πολλή ώρα», επανέλαβε. «Συνεχίστε να δουλεύετε και ας προσευχηθούμε πως η ολική έκλειψη θα τους προλάβει».

Ο Βήτα είχε μείνει μισός, με τη διαχωριστική γραμμή να σχηματίζει μια ελαφριά κοιλότητα μέσα στο ακόμη λαμπερό τμήμα του ήλιου. Έμοιαζε σαν ένα γιγάντιο βλέφαρο να κλείνει πλαγιαστά πάνω στο φως ενός κόσμου.

Ο αμυδρός θόρυβος μέσα στο δωμάτιο που στεκόταν ξεθώριαζε σε μια ανυπαρξία, και το μόνο που ένιωθε ήταν η βαριά σιωπή της υπαίθρου απέξω. Ακόμη και τα έντομα φαίνονταν να τρομοκρατήθηκαν κι έπαψαν να ζουζουνίζουν. Όλα τα πράγματα σκοτείνιαζαν.

Αναπήδησε στη φωνή κοντά στο αυτί του. Ήταν ο Θέρεμον. «Είστε καλά;» τον ρώτησε. «Ε; α…όχι. Πήγαινε πίσω στη θέση σου. Εμποδίζουμε εδώ». Γλίστρησαν πίσω στη γωνιά τους, αλλά ο ψυχολόγος έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. Σήκωσε το χέρι και με τα δάχτυλά του χαλάρωσε τον γιακά του. Έστριψε το λαιμό του πέρα δώθε χωρίς να νιώσει καμιά ανακούφιση. Ξαφνικά ανασήκωσε το βλέμμα του.

«Εσύ έχεις δυσκολία στην αναπνοή;» Ο δημοσιογράφος άνοιξε τα μάτια του ορθάνοιχτα, πήρε δυο με τρεις βαθιές αναπνοές και ρώτησε: «Όχι, γιατί;»

«Μάλλον θα κοίταξα πολλή ώρα έξω από το παράθυρο και το μισοσκόταδο μ’ επηρέασε. Η δυσκολία στην αναπνοή είναι ένα από τα πρώτα συμπτώματα μιας κρίσης κλειστοφοβίας».

Ο Θέρεμον πήρε ξανά μια άλλη βαθιά ανάσα και είπε: «Εμένα δε με πείραξε ακόμη. Για δες εκεί! Ένας άλλος φιλαράκος».

Ο Μπίνεϊ, με το ογκώδες του σώμα, τους είχε κρύψει το φως μπαίνοντας ανάμεσα στο παράθυρο και στη γωνιά όπου κάθονταν οι δυο τους. «Έι, Μπίνεϊ!» Ο αστρονόμος στήριξε το βάρος του στο άλλο πόδι και χαμογέλασε αχνά: «Δε σας πειράζει να καθίσω μαζί σας για λίγο και να μπω στην κουβέντα σας; Έχω ήδη ρυθμίσει τις φωτογραφικές μηχανές και δεν έχω τίποτε να κάνω μέχρι την ολική έκλειψη». Στάθηκε κι έριξε το βλέμμα του στον Οπαδό, ο οποίος πριν από μερικά λεπτά είχε βγάλει από το μανίκι του ένα μικρό, δερματόδετο βιβλίο και ήταν αφοσιωμένος σ’ αυτό έκτοτε.

«Εκείνος ο αρουραίος δε μας έβαλε σ’ άλλους μπελάδες, δε νομίζετε;»

Ο Σίριν κούνησε το κεφάλι του. Έγειρε τους ώμους του προς τα πίσω και με σφιγμένο πρόσωπο συγκεντρώθηκε πιέζοντας τον εαυτόν του να ανασαίνει σε τακτικά διαστήματα. «Έχεις δυσκολία με την αναπνοή σου, Μπίνεϊ;»

Ο Μπίνεϊ οσμίστηκε τον αέρα με τη σειρά του. «Δε νιώθω να είναι πνιγηρή η ατμόσφαιρα εδώ μέσα».

«Μια κρίση κλειστοφοβίας», εξήγησε ο Σίριν απολογητικά.

«Ω! Εμένα μ’ έχει επηρεάσει αλλιώς. Έχω την εντύπωση ότι τα μάτια μου πιέζονται μέσα στις κόγχες. Τα πράγματα φαίνονται να θολώνουν – ε, τίποτε δεν φαίνεται καθαρά. Κι επίσης κάνει κρύο».

«Ω, το ότι κάνει κρύο δεν είναι στη φαντασία μας», είπε ο Θέρεμον μορφάζοντας. «Νιώθω τα δάχτυλα των ποδιών μου σαν να είμαι μέσα σε φορτηγό-ψυγείο που τρέχει σε μαραθώνιο».

«Αυτό που πρέπει να κάνουμε», πρόσθεσε ο Σίριν, «είναι να απασχολούμε το νου μας με εξωτερικά θέματα. Έλεγα πριν από λίγο στον Θέρεμον γιατί απέτυχε το πείραμα του Φάρο με τις τρύπες στην οροφή».

«Μόλις είχατε αρχίσει να μου λέτε», απάντησε ο Θέρεμον. Αγκάλιασε το γόνατό του με τα δυο του χέρια και ακούμπησε το πηγούνι του πάνω του.

«Λοιπόν, όπως έλεγα, ο κόσμος έπεσε σε πλάνη με το να πάρει τη Βίβλο των Αποκαλύψεων κατά γράμμα. Πιθανόν να μην υπήρχε καμιά λογική να προσδώσουν στα Αστέρια μια φυσική σημασία. Ξέρετε, μπορεί στην παρουσία απόλυτου σκότους ο νους να έχει την ακαταμάχητη ανάγκη να δημιουργήσει φως. Αυτή η αυταπάτη φωτός ίσως είναι στην πραγματικότητα τα Αστέρια».

«Μ’ άλλα λόγια», παρενέβη ο Θέρεμον, «θέλεις να πεις πως τα Αστέρια είναι το αποκύημα της παραφροσύνης των ανθρώπων και όχι η αιτία. Εν τοιαύτη περιπτώσει, σε τι θα χρησιμεύσουν οι φωτογραφίες του Μπίνεϊ;»

«Ίσως να αποδείξουμε την αυταπάτη ή το αντίθετο, απ’ όσο μπορώ να πω. Αλλά πάλι…»

Αλλά ο Μπίνεϊ είχε τραβήξει την καρέκλα του πιο κοντά τους και το πρόσωπό του φωτίστηκε με μια έκφραση ξαφνικού ενθουσιασμού. «Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που εσείς οι δυο αρχίσατε αυτό το θέμα». Τα μάτια του μισόκλεισαν και κούνησε το δάχτυλό του. «Σκεπτόμουν κι εγώ αυτά τα Αστέρια και μου ήρθε μια πραγματικά χαριτωμένη ιδέα. Φυσικά δεν είναι παρά μια φούσκα κι ούτε πρόκειται να την αναπτύξω στα σοβαρά, αλλά νομίζω πως είναι ενδιαφέρουσα. Σας ενδιαφέρει να την ακούσετε;» Δίστασε και δεν έδειξε και πολλή προθυμία, αλλά ο Σίριν έγειρε προς τα πίσω και είπε: «Προχώρα! Σ’ ακούμε».

«Να, ας υποθέσουμε λοιπόν πως υπάρχουν κι άλλοι ήλιοι στο σύμπαν», στάθηκε για λίγο δειλά. «Εννοώ ήλιους που είναι τόσο μακριά που το φως τους είναι τόσο αμυδρό ώστε να μην μπορούμε να τους δούμε. Υποθέτω πως ακούγεται σαν μυθιστόρημα φαντασίας».

«Όχι απαραίτητα. Όμως, μια τέτοια υπόθεση καταρρίπτεται από το ότι, σύμφωνα με τον Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης, θα γίνονταν αντιληπτοί από τις ελκτικές τους δυνάμεις».

«Όχι εάν βρίσκονται σε τεράστιες αποστάσεις», ανταπάντησε ο Μπίνεϊ, «πραγματικά πάρα πολύ μακριά – ίσως τέσσερα ή παραπάνω έτη φωτός. Σε μια τέτοια περίπτωση ποτέ δε θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε τις διαταράξεις τους, επειδή θα ήταν πάρα πολύ μικρές. Φανταστείτε πως υπάρχουν πολλοί ήλιοι τόσο μακριά: καμιά δωδεκαριά ή και είκοσι ίσως».

Ο Θέρεμον σφύριξε μ’ ευχαρίστηση: «Να μια καλή ιδέα για ένα ένθετο κυριακάτικο άρθρο. Είκοσι ήλιοι σ’ ένα σύμπαν με διάμετρο οχτώ ετών φωτός. Πω, πω! Τούτο θα σμίκρυνε τον κόσμο μας και θα τον έκανε ασήμαντο. Οι αναγνώστες θα το καταβρόχθιζαν».

«Είναι απλά μια ιδέα», είπε ο Μπίνεϊ μ’ ένα μειδίαμα, «αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω πω. Κατά τη διάρκεια της έκλειψης, αυτοί οι ήλιοι θα γίνονταν ορατοί γιατί δε θα υπήρχε πραγματικό ηλιακό φως να τους κρύψει. Κι επειδή βρίσκονται τόσο μακριά, θα εμφανίζονταν μικροί, σαν πολλοί μικροί γυάλινοι βώλοι. Φυσικά οι Οπαδοί κάνουν λόγο για εκατομμύρια Αστεριών, αλλά θα πρόκειται για υπερβολή. Απλά δεν υπάρχει κανένα τέτοιο σύμπαν να χωρέσει ένα εκατομμύριο ήλιους – εκτός – κι αν άγγιζε ο ένας τον άλλο».

Ο Σίριν άκουγε με ενδιαφέρον που βαθμηδόν μεγάλωνε. «Εδώ είπες κάτι σημαντικό, Μπίνεϊ. Υπερβολή όντως να συμβεί κάτι τέτοιο. Το μυαλό μας, όπως θα ξέρεις, δεν είναι ικανό να συλλάβει συγχρόνως πάνω από πέντε αριθμούς. Πέρα από κει το μόνο που αντιλαμβανόμαστε είναι η έννοια πολλά. Ο αριθμός δώδεκα θα σήμαινε ένα εκατομμύριο, έτσι απλά. Μια αναθεματισμένα καλή ιδέα!»

«Έχω επίσης και μια άλλη χαριτωμένη, ταπεινή μικρή ιδέα», είπε ο Μπίνεϊ. «Έχετε ποτέ σκεφτεί πόσο απλό πρόβλημα θα ήταν ο Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης αν είχατε ένα αρκετά απλό σύστημα; Έστω ένα σύμπαν που θα είχε έναν πλανήτη και μόνο έναν ήλιο. Ο πλανήτης αυτός θα εκτελούσε μια τέλεια ελλειπτική περιφορά και η ακριβής φύση της ελκτικής δύναμης θα ήταν τόσο εμφανής που θα αποτελούσε αξίωμα. Οι αστρονόμοι σ’ έναν τέτοιο κόσμο θα ξεκινούσαν με τον νόμο της έλξης ίσως πριν καλά – καλά ανακαλύψουν το τηλεσκόπιο. Η παρατήρηση με γυμνό μάτι θα αρκούσε».

«Όμως ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν δυναμικά σταθερό;» ρώτησε ο Σίριν με σκεπτικισμό.

«Και βέβαια θα ήταν. Ένα τέτοιο σύστημα ονομάζεται η περίπτωση ένα προς ένα. Μαθηματικά ευσταθεί, αλλά αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι η φιλοσοφική» αφαίρεση».

«Ωραίο είναι», παραδέχτηκε ο Σίριν, «να το φιλοσοφείς ως μια κομψή αφαίρεση – σαν ένα ιδεώδες αέριο, ή το απόλυτο μηδέν».

«Φυσικά», συνέχισε ο Μπίνεϊ, «υπάρχει το πρόβλημα ότι η ζωή θα ήταν αδύνατον να υπάρξει σ’ έναν τέτοιο πλανήτη. Δε θα δεχόταν αρκετή θερμότητα και φως, και αν περιστρεφόταν στον άξονά του, θα είχε απόλυτο σκοτάδι μισή μέρα. Δεν περιμένει κανείς να αναπτυχθεί ζωή – η οποία θεμελιωδώς εξαρτάται από το φως – σε τέτοιες συνθήκες. Εξάλλου…» η καρέκλα του Σίριν έπεσε προς τα πίσω καθώς σηκώθηκε ξαφνικά όρθιος με μια αγενή διακοπή. «Ο Άτον έβγαλε τα φώτα», είπε. «Α!» έκανε ο Μπίνεϊ και γύρισε να κοιτάξει. Κατόπιν ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο μισό πρόσωπό του με φανερή ανακούφιση.

Ο Άτον κρατούσε στην αγκαλιά του μισή ντουζίνα ράβδους πάχους δυόμισι εκατοστά. Κοίταξε αυστηρά στο μαζεμένο προσωπικό του.

«Όλοι πίσω στη δουλειά σας. Σίριν, έλα εδώ να με βοηθήσεις!»

Ο Σίριν έσπευσε στο πλευρό του γέρου πρύτανη, και οι δυο τους προσάρμοσαν τις ράβδους μία-μία σε προχειροφτιαγμένους μεταλλικούς υποδοχείς που είχαν κρεμάσει στους τοίχους. Με τον αέρα κάποιου που εκτελεί το πιο ιερό μέρος μιας ιεροτελεστίας ο Σίριν έτριψε ένα μεγάλο, ανοικονόμητο σπίρτο που άναψε τσιτσιρίζοντας και το έδωσε στον Άτον, ο οποίος μετέφερε τη φλόγα στην πάνω άκρη μιας ράβδου. Η φλόγα τρεμούλιασε για λίγο ασταθής, πάνω στην κορυφή μέχρι που μ’ ένα απότομο τριζοβόλημα φούντωσε και φώτισε με κίτρινες ανταύγειες το ρυτιδωμένο πρόσωπο του πρύτανη. Απομάκρυνε το σπίρτο και μια αυθόρμητη επευφημία απ’ όλους έκανε το παράθυρο να κροταλίσει. Η ράβδος έκαιγε στην κορυφή της με μια ταλαντευόμενη φλόγα δεκαπέντε εκατοστών! Μεθοδικά άναψαν και τις υπόλοιπες ράβδους, κι έτσι έξι ανεξάρτητες πηγές φωτός έβαψαν το πίσω μέρος του δωματίου κίτρινο.

Το φως ήταν αμυδρό, αμυδρότερο ακόμη κι από το αδύναμο φέγγος του Βήτα. Οι φλόγες λικνίζονταν τρελά, δημιουργώντας μεθυσμένες και παραπαίουσες σκιές. Οι πυρσοί κάπνιζαν διαβολικά και μύριζαν άσχημη κουζινίλα. Έδιναν όμως ένα κίτρινο φως. Και το κίτρινο φως ήταν εντυπωσιακό ιδίως μετά από τέσσερις ώρες του ζοφερού και αμυδρού κόκκινου φωτός του Βήτα. Ακόμη κι ο Λάτιμερ σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο του και κοίταζε με θαυμασμό.

Ο Σίριν ζέστανε τα χέρια του στον κοντινότερο πυρσό, αδιαφορώντας για την κάπνα που συσσωρευόταν πάνω τους σαν ένας λεπτός, γκρίζος κουρνιαχτός, και μουρμούριζε εκστατικά: «Όμορφο! ωραίο! Ποτέ δε φανταζόμουν πόσο θαυμάσιο είναι το κίτρινο χρώμα».

Ο Θέρεμον παρατηρούσε τους πυρσούς με καχυποψία. Ζάρωσε τη μύτη του στην ταγκή μυρουδιά και ρώτησε: «Από τι είναι αυτά τα πράγματα;»

«Από ξύλο» απάντησε αμέσως ο Σίριν.

«Ω, όχι, δεν είναι. Αυτά δεν καίνε. Τα τελευταία εκατοστά καρβουνιάζουν και η φλόγα απλά εκτινάσσεται προς τα πάνω από το τίποτα».

«Μα αυτή είναι η ομορφιά του όλου πράγματος. Είναι ένας πραγματικά αποδοτικός μηχανισμός τεχνητού φωτός. Έχουμε φτιάξει εκατοντάδες πυρσούς, αλλά οι περισσότεροι πήγαν στο Καταφύγιο, φυσικά. Βλέπεις», γύρισε και σκούπισε τα καπνισμένα του χέρια με το μαντήλι του, «παίρνεις την ψίχα από χοντρά, υδρόβια καλάμια, τα αποξηραίνεις, και τα βουτάς σε ζωικό λίπος. Κατόπιν τα ανάβεις και το λίπος καίγεται αργά – αργά. Οι πυρσοί αυτοί θα καίνε ασταμάτητα για σχεδόν μισή ώρα. Ευφυές, δεν είναι; Το επινόησε ένας από τους νεαρούς άντρες μας στο Πανεπιστήμιο του Σάρο.

Ύστερα από την σύντομη εντύπωση που είχε δημιουργηθεί, ο θόλος ησύχασε. Ο Λάτιμερ είχε μεταφέρει την καρέκλα του ακριβώς κάτω από έναν πυρσό και συνέχισε το διάβασμα, κουνώντας τα χείλη με μια μονότονη απαγγελία επίκλησης των Αστεριών. Ο Μπίνεϊ απομακρύνθηκε πάλι προς τις κάμερές του κι ο Θέρεμον βρήκε την ευκαιρία να προσθέσει κάτι στις σημειώσεις του για το άρθρο που θα έγραφε για το Χρονικό της πόλης του Σάρο την επόμενη μέρα – μια διαδικασία που είχε ακολουθήσει τις τελευταίες δύο ώρες μ’ έναν τρόπο απόλυτα μεθοδικό, εντελώς ευσυνείδητο κι όπως πολύ καλά ήξερε, χωρίς κανένα απολύτως σκοπό.

Αλλά, όπως έδειχνε η λάμψη ευθυμίας στα μάτια του Σίριν, το να κρατάει σημειώσεις προσεκτικά, απασχολούσε το μυαλό του με κάτι άλλο από το γεγονός ότι ο ουρανός έπαιρνε σιγά – σιγά ένα φρικτό και βαθύ πορφυροκόκκινο χρώμα, σαν ένα γιγαντιαίο, φρεσκοξεφλουδισμένο παντζάρι. Κι έτσι το γράψιμο εκπλήρωνε κάποιο σκοπό.

Ο αέρας φαινόταν να αποπνικτικός. Το σούρουπο, σαν μια χειροπιαστή οντότητα μπήκε στο δωμάτιο και ο λικνιζόμενος κύκλος του κίτρινου φωτός γύρω από τους πυρσούς άφηνε εντονότερα σημάδια που όλο γίνονταν και πιο γκρίζα. Υπήρχε η μυρωδιά του καπνού και το τσιτσίρισμα που έκαναν οι πυρσοί καθώς έκαιγαν, ο απαλός θόρυβος που έκανε ένας από τους ανθρώπους που βάδιζε δισταχτικά στις άκρες των ποδιών του γύρω από το τραπέζι που δούλευε και μια περιστασιακή βαθιά εισπνοή από κάποιον που προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του σε έναν κόσμο που αποτραβιόταν στη σκιά.

Ο Θέρεμον ήταν ο πρώτος που άκουσε τον ήχο που ερχόταν απ’ έξω. Ήταν μια ασαφής, μη συγκροτημένη εντύπωση ήχου, που θα περνούσε απαρατήρητη αν δεν επικρατούσε νεκρική σιγή μέσα στο θόλο.

Ο δημοσιογράφος ανακάθισε στη θέση του και έβαλε το σημειωματάριό του στην τσέπη. Κράτησε την αναπνοή του κι αφουγκράστηκε. Ύστερα, πολύ απρόθυμα, πέρασε ανάμεσα από το ηλιοσκόπιο και από μια από τις φωτογραφικές μηχανές του Μπίνεϊ και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο.

Η τρομαγμένη κραυγή του έσκισε τη σιωπή σαν σε χίλια κομμάτια:

«Σίριν!»

Η δουλειά σταμάτησε. Ο ψυχολόγος βρέθηκε δίπλα του σε ένα δευτερόλεπτο. Τον ακολούθησε κι ο Άτον. Ακόμα και ο Γιμότ 70, ψηλά στο μικρό κάθισμα του γιγάντιου ηλιοσκοπίου, σταμάτησε και κοίταξε προς τα κάτω.

Έξω, ο Βήτα ήταν μια απλή αγκίδα, που σιγόκαιγε ρίχνοντας μια τελευταία απεγνωσμένη ματιά στον Λάγκας. Ο ανατολικός ορίζοντας, στην κατεύθυνση της πόλης, είχε χαθεί στο σκοτάδι και ο δρόμος από το Σάρο προς στο Αστεροσκοπείο αποτελούσε μια μουντή κόκκινη γραμμή πλαισιωμένη στις δυο πλευρές από δασώδεις συστάδες, τα δέντρα των οποίων είχαν κατά κάποιο τρόπο χάσει την ατομικότητά τους και συγχωνεύτηκαν σε μια συνεχή σκοτεινή μάζα. Ήταν ο δρόμος ο ίδιος όμως που τράβηξε την προσοχή τους, γιατί κατά μήκος του προχωρούσε κατά κύματα μια άλλη απείρως απειλητική μάζα.

Ο Άτον φώναξε με ραγισμένη φωνή:

«Οι τρελοί από την πόλη! Έρχονται!»

«Πόση ώρα μένει για την ολική έκλειψη;» ρώτησε ο Σίριν.

«Δεκαπέντε λεπτά, αλλά, ... αλλά αυτοί θα είναι εδώ σε πέντε».

«Δεν πειράζει, πες στους άντρες να συνεχίσουν να δουλεύουν. Θα τους εμποδίσουμε να μπουν. Αυτό το μέρος είναι χτισμένο σαν οχυρό. Άτον, έχε πού και πού τον νου σου στο νεαρό μας Οπαδό για κάθε ενδεχόμενο. Θέρεμον, έλα μαζί μου».

Ο Σίριν βγήκε από την πόρτα κι ο Θέρεμον τον ακολουθούσε κατά πόδας. Οι σκάλες κατέβαιναν κυκλικές και απότομες γύρω από το κεντρικό φρέαρ, και χάνονταν σ’ ένα ψυχρό και ζοφερό μισοσκόταδο.

Η ορμητική τους κατάβαση τους μετέφερε δεκαπέντε μέτρα πιο κάτω, και το αμυδρό κίτρινο φως από την ανοιχτή πόρτα του θόλου είχε εξαφανιστεί, και, τόσο από πάνω όσο κι από κάτω, τους συνέθλιβε η ίδια μελανή σκιά.

Ο Σίριν κοντοστάθηκε και με το παχουλό του χέρι έσφιξε το στήθος του. Τα μάτια του γούρλωσαν και η φωνή του κατέληξε σ’ έναν ξερό βήχα. «Δεν μπορώ... να ανασάνω... πήγαινε κάτω… μόνος σου. Κλείσε όλες τις πόρτες».

Ο Θέρεμον κατέβηκε λίγα σκαλιά, μετά γύρισε.

«Στάσου! Μπορείς να αντέξεις ένα λεπτό;» Λαχάνιαζε κι ο ίδιος.

Ο αέρας μπαινόβγαινε στα πνευμόνια του σαν να ανάπνεε μελάσα και ένιωθε ένα μικρόβιο πανικού να τσιρίζει μέσα στο μυαλό του στην ιδέα πως θα κατέβαινε στο μυστηριώδες Σκοτάδι μόνος του. Τελικά, κι ο Θέρεμον έτρεμε το Σκοτάδι!»

«Μείνε εδώ», είπε. «Θα είμαι πίσω σ’ ένα δευτερόλεπτο».

Όρμησε προς πάνω, ανεβαίνοντας τα σκαλιά δυο - δυο, με την καρδιά του να βροντοχτυπά – όχι μόνο από την προσπάθεια – μπήκε παραπατώντας στον θόλο κι άρπαξε έναν πυρσό από την υποδοχή του. Ανέδυε μια απαίσια βρόμα κι ο καπνός του έτσουζε τα μάτια, σχεδόν τυφλώνοντάς τον, αλλά αυτός κρατούσε σφιχτά εκείνον τον πυρσό σαν να ήθελε να τον φιλήσει από τη χαρά του ενώ η φλόγα ανέμιζε προς τα πίσω καθώς ορμούσε κατεβαίνοντας εκ νέου τα σκαλιά.

Ο Σίριν άνοιξε τα μάτια του και βόγκησε καθώς ο Θέρεμον έσκυψε πάνω του. Ο Θέρεμον τον σκούντησε βίαια. «Όλα εντάξει, ησύχασε. Έχουμε φως».

Κρατούσε τον πυρσό σε ύψος όσο του επέτρεπε πατώντας στις άκρες των ποδιών του, και στηρίζοντας από τον αγκώνα τον ψυχολόγο που τρέκλιζε, προχώρησε προς τα κάτω μπαίνοντας μέσα στον προστατευτικό φωτεινό κύκλο.

Τα γραφεία του ισογείου είχαν ακόμη όσο λιγοστό φως είχε απομείνει κι ο Θέρεμον ένιωσε τον τρόμο γύρω του να χαλαρώνει.

«Πάρε», είπε απότομα κι έδωσε τον πυρσό στον Σίριν. «Τους ακούς απ' έξω;»

Πράγματι. Άκουγαν αποσπασματικές, βραχνές και άναρθρες κραυγές.

Ο Σίριν είχε δίκιο: το Αστεροσκοπείο ήταν χτισμένο σαν οχυρό. Χτισμένο τον περασμένο αιώνα, όταν ο νεο-Γκαβοτιανός αρχιτεκτονικός ρυθμός βρισκόταν στην ακμή της κακογουστιάς του, είχε σχεδιαστεί με βάση τη στερεότητα και την αντοχή σε βάρος της ομορφιάς. Τα παράθυρα προστατεύονταν από σιδερένια κάγκελα, χαλκευμένα από χοντρούς σιδηροδοκούς, πάχους τριών εκατοστών, μπηγμένους βαθιά στα τσιμεντένια περβάζια. Η τοιχοποιία ήταν τόσο στέρεα που ένας σεισμός ούτε που θα την άγγιζε, ενώ η πόρτα της κύριας εισόδου ήταν ένα τεράστιο κομμάτι οξιάς, ενισχυμένο με σίδερο. Ο Θέρεμον έσπρωξε τους σύρτες που γλίστρησαν στη θέση τους ασφαλίζοντας την πόρτα με έναν αμβλύ μεταλλικό κρότο.

Στην άλλη άκρη του διαδρόμου ο Σίριν βλαστήμησε αδύναμα. Έδειξε την κλειδαριά της πίσω πόρτας που είχε παραβιαστεί με μοχλό και είχε αχρηστευτεί.

«Να πώς μπήκε ο Λάτιμερ», είπε.

«Όμως, μη στέκεσαι εκεί», φώναξε ανυπόμονα ο Θέρεμον. «Βοήθησε να σύρουμε τα έπιπλα για να μπλοκάρουμε την πόρτα – και κράτα αυτόν τον πυρσό μακριά από τα μάτια μου. Ο καπνός με σκοτώνει».

Έσπρωξε με πάταγο το βαρύ τραπέζι μπλοκάροντας την πόρτα, χωρίς να σταματήσει να μιλάει, και σε δυο λεπτά είχε φτιάξει ένα φράγμα που αναπλήρωνε με την απόλυτη συμπαγή μάζα του ό, τι του έλειπε σε ομορφιά και συμμετρία.

Κάπου μακριά, άκουγαν αμυδρά το σφυροκόπημα από γυμνές γροθιές στην πόρτα, και ο ορυμαγδός και τα ουρλιαχτά απ’ έξω έμοιαζαν σχεδόν σαν εξωπραγματικά.

Ο όχλος είχε ξεκινήσει από την πόλη του Σάρο έχοντας στο μυαλό τους την ελπίδα της εξασφάλισης της Σωτηρίας των ψυχών τους με την καταστροφή του Αστεροσκοπείου και τρέφοντας μέσα τους έναν παρανοϊκό φόβο που τους παρέλυε. Δεν είχαν καιρό να σκεφτούν για κατεδαφιστικά μηχανήματα ή όπλα ή ηγεσία ή έστω να οργανωθούν. Ξεκίνησαν για το Αστεροσκοπείο πεζοί και επιτέθηκαν με γυμνά χέρια.

Και τώρα που είχαν φτάσει εκεί, η τελευταία αναλαμπή του Βήτα, η τελική ρουμπινιά σπίθα της φλόγας του, τρεμόσβησε αδύναμα πάνω σε μια ανθρωπότητα που το μόνο που της είχε απομείνει ήταν ένας ολοσχερής καθολικός φόβος!

Ο Θέρεμον βόγκηξε:

«Πάμε πίσω στο θόλο!»

Στο θόλο, μόνο ο Γιμότ στο ηλιοσκόπιο είχε κρατήσει τη θέση του. Οι υπόλοιποι είχαν μαζευτεί γύρω από φωτογραφικές μηχανές και ο Μπίνεϊ έδινε τις οδηγίες του με μια βραχνή, καταπονημένη φωνή.

«Βάλτε το καλά όλοι στο μυαλό σας. Θα φωτογραφήσω τον Βήτα ακριβώς πριν την ολική έκλειψη και θα αλλάξω την πλάκα. Και σε κάθε μηχανή θα μείνει ένας από εσάς. Όλοι ξέρετε για... για τον χρόνο έκθεσης...»

Όλοι συμφώνησαν μουρμουρίζοντας ξέπνοα.

Ο Μπίνεϊ σκούπισε τα μάτια του με το χέρι.

«Οι πυρσοί καίνε ακόμα; Α ναι, τους βλέπω!»

Στηριζόταν βαριά στην πλάτη μιας καρέκλας.

«Τώρα έχετε υπόψη να μη... μην προσπαθείτε να τραβήξετε ωραίες φωτογραφίες. Μη σπαταλάτε την ώρα σας προσπαθώντας να βάλετε δ-δύο άστρα στο ίδιο οπτικό πεδίο. Ένα φτάνει. Και... και αν νιώσετε να σας εγκαταλείπουν οι δυνάμεις σας, απομακρυνθείτε από την μηχανή».

Στην πόρτα, ο Σίριν ψιθύρισε στον Θέρεμον:

«Πήγαινέ με στον Άτον, δεν τον βλέπω».

Ο δημοσιογράφος δεν απάντησε αμέσως. Οι ακαθόριστες μορφές των αστρονόμων ταλαντεύονταν και θόλωναν και οι πυρσοί από πάνω είχαν γίνει απλώς κίτρινες κηλίδες.

«Είναι σκοτεινά», κλαψούρισε.

Ο Σίριν άπλωσε το χέρι του.

«Άτον». Προχώρησε προς τα μπρος παραπατώντας. «Άτον!»

Ο Θέρεμον τον ακολούθησε κι τον άρπαξε από το μπράτσο.

«Περιμένετε, θα σας πάω».

Κατάφερε να πάει στην άλλη άκρη του δωματίου. Έκλεισε τα μάτια του στο σκοτάδι και το μυαλό του στο χάος που κυριαρχούσε μέσα του. Κανείς δεν τους άκουγε, ούτε τους έδινε σημασία. Ο Σίριν σκόνταψε πάνω στον τοίχο.

«Άτον!»

Ο ψυχολόγος ένιωσε τρεμάμενα χέρια να τον αγγίζουν, μετά να αποτραβιούνται και μια φωνή να ψελλίζει: «Εσύ είσαι, Σίριν;»

«Άτον!» Πάσχιζε να αναπνεύσει κανονικά. «Μην ανησυχείς για τον όχλο. Το κτίριο θα αντέξει».

Ο Λάτιμερ, ο Οπαδός, σηκώθηκε όρθιος και το πρόσωπό του συσπάστηκε σ’ ένα μορφασμό απόγνωσης. Είχε δώσει το λόγο του κι αν τον έπαιρνε πίσω, θα έβαζε την ψυχή του σε θανάσιμο κίνδυνο. Κι όμως τον είχαν αναγκάσει με το ζόρι και δεν τον είχε δώσει ελεύθερα. Τα Αστέρια θα έρχονταν σύντομα! Δεν μπορούσε να μείνει αδρανής και να επιτρέψει – κι όμως είχε δώσει το λόγο του.

Το πρόσωπο του Μπίνεϊ βάφηκε αμυδρά κόκκινο καθώς σήκωσε τα μάτια προς τα πάνω και κοίταξε την τελευταία ακτίνα του Βήτα, και ο Λάτιμερ βλέποντάς τον να σκύβει πάνω στη φωτογραφική του μηχανή, πήρε την απόφασή του. Οι παλάμες του σφίχτηκαν με δύναμη και τα νύχια του έσκισαν τη σάρκα τους. Παραπατούσε σαν τρελός καθώς ορμούσε. Δεν υπήρχε τίποτε μπροστά του εκτός από σκιές. Το ίδιο το έδαφος κάτω από τα πόδια του έδειχνε άυλο. Και τότε κάποιος βρέθηκε πάνω του και τον έριξε στο πάτωμα σφίγγοντάς τον από τον λαιμό. Δίπλωσε το γόνατό του και με δύναμη το βύθισε στο σώμα του ανθρώπου που του επιτέθηκε. «Άφησέ με γιατί θα σε σκοτώσω».

Ο Θέρεμον ξεφώνησε δυνατά και κατόρθωσε να ψελλίσει μέσα στη ζάλη του πόνου που τον τύφλωνε.

«Διπρόσωπε αρουραίε!»

Ο δημοσιογράφος φάνηκε να έχει άμεση αντίληψη των πάντων γύρω του. Άκουσε τον Μπίνεϊ να φωνάζει πνιχτά:

«Το έχω. Άντρες, στις μηχανές σας!»

Και μετά είχε την παράξενη επίγνωση πως η τελευταία κλωστή φωτός αδυνάτισε και κόπηκε. Συγχρόνως άκουσε μια τελευταία πνιχτή ανάσα από τον Μπίνεϊ και μια αλλόκοτη λεπτή κραυγή από τον Σίριν, έναν υστερικό καγχασμό που κατέληξε σε μια βραχνάδα – και σε μια ξαφνική σιωπή, μια παράξενη, θανάσιμη σιωπή που κυριαρχούσε έξω.

Και το σώμα του Λάτιμερ είχε ατονήσει στο χαλάρωμα της λαβής του. Ο Θέρεμον κοίταξε μέσα στα μάτια του Οπαδού και είδε ένα κενό μέσα τους, καθώς ήταν στραμμένα προς τα πάνω και καθρέφτιζαν το αδύναμο κίτρινο φως των πυρσών. Είδε τα χείλη του Λάτιμερ ν’ αφρίζουν κι άκουσε το αδύναμο σαν του ζώου κλαψούρισμα στο λαρύγγι του.

Με την αργή γοητεία του φόβου, ανασηκώθηκε στηριζόμενος στο ένα χέρι και έστρεψε τα μάτια του στη μαυρίλα του παραθύρου που σου έκοβε το αίμα.

Μέσα από το παράθυρο έλαμπαν τα Αστέρια!

Όχι τα τρεις χιλιάδες εξακόσια αχνά αστέρια που είναι ορατά από τη Γη – ο Λάγκας βρισκόταν μέσα σε ένα γιγαντιαίο αστρικό σμήνος. Τριάντα χιλιάδες δυνατοί ήλιοι έλαμπαν από ψηλά με ένα μεγαλείο που σου τσουρούφλιζε την ψυχή κι ήταν πιο τρομαχτικά ψυχρά στην τρομερή αδιαφορία τους κι από τον τσουχτερό αέρα που άπλωνε την παγωμένη πνοή του πάνω από τον κρύο, απίστευτα έρημο κόσμο.

Ο Θέρεμον στάθηκε στα πόδια του, με τον λαιμό του να τον πνίγει, με όλους τους μυς του σώματός του να σπαρταρούν με μια ένταση απόλυτου φόβου και τρόμου που δεν μπορούσε ν’ αντέξει. Πήγαινε να χάσει τα λογικά του και το ήξερε, και κάπου βαθιά μέσα του ένα κομματάκι λογικής πάσχιζε ουρλιάζοντας να καταπολεμήσει την αδυσώπητη πλημμύρα του μαύρου τρόμου. Ήταν πολύ φρικτό να χάνεις τα λογικά σου – να έχεις την επίγνωση πως από στιγμή σε στιγμή τρελαίνεσαι και σ’ ένα σύντομο λεπτό θα υπήρχες σωματικά, αλλά η πραγματική σου προσωπικότητα θα πέθαινε πνιγμένη στη μαύρη τρέλα. Γι’ αυτό υπήρχε το Σκοτάδι – το Σκοτάδι και το Κρύο και ο Τελικός Όλεθρος.

Τα λαμπερά τείχη του σύμπαντος είχαν θρυμματιστεί και τα απαίσια μαύρα θραύσματα έπεφταν πάνω του για να τον πλακώσουν, να τον συνθλίψουν και να τον εξαφανίσουν.

Σκούντησε πάνω σε κάποιον που σερνόταν στα τέσσερα αλλά μπόρεσε να περάσει κάπως από πάνω του. Με τα χέρια του να ψηλαφούν τον βασανισμένο του λαιμό, κατευθύνθηκε παραπατώντας προς τη φλόγα ενός πυρσού που κάλυπτε όλο το τρελό του οπτικό πεδίο.

«Φως!» ούρλιαξε.

Ο Άτον σε κάποια μεριά έκλαιγε και κλαψούριζε απαίσια σαν ένα τρομαγμένο παιδί. «Τα Αστέρια – όλα τα Αστέρια – δεν ξέραμε απολύτως τίποτε γι’ αυτά. Νομίζαμε ότι έξι αστέρια σ’ ένα σύμπαν είναι κάτι – τα Αστέρια δεν τα προβλέψαμε – το Σκοτάδι είναι παντοτινό και τα τείχη γκρεμίζονται και μας πλακώνουν – και δεν ξέραμε τίποτε – πώς άλλωστε…;»

Κάποιος πήγε ν’ αρπάξει έναν πυρσό, ο οποίος έπεσε κι έσβησε. Αμέσως η μεγαλειώδης και φοβερή λαμπρότητα των Αστεριών ήρθε κοντύτερα.

Στον ορίζοντα, έξω από το παράθυρο, στην κατεύθυνση της πόλης του Σάρο, μια βαθιά κόκκινη πυράκτωση άρχισε να μεγαλώνει, να αυξάνει σε λάμψη, αλλά δεν ήταν η λάμψη του ήλιου.

Η μακριά νύχτα είχε ξανάρθει.


























Δεν υπάρχουν σχόλια: