Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2016

Ιλιάδα και την Οδύσσεια: το Α και το Ω της λογοτεχνίας, η αρχή και το άσωστο τέλος κάθε δοκιμής στα γράμματα

Το μέτρο της συγγραφικής μας ταπεινότητας


 Κ. Ακρίβος Ο Κώστας Ακρίβος: ο Βολιώτης συγγραφέας ανακεφαλαιώνει μέρες και σελίδες, εποχές και τίτλους...
Φιλόλογος, ανθολόγος και πεζογράφος (με δώδεκα τίτλους στο ενεργητικό του) ο Βολιώτης συγγραφέας ανακεφαλαιώνει μέρες και σελίδες, εποχές και τίτλους―εξ απαλών ονύχων μέχρι σήμερα. Από τον «Όλιβερ Τουίστ» και τον «Μιχαήλ Στρογκώφ», μέχρι τα βιβλία που αγάπησε ή διαμόρφωσαν τη γραφή του. Δεσπόζουσα θέση στην αυτοβιβλιογραφική του περιήγηση κατέχει η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια».



Τον Δεκέμβρη του 1928, μια βροχερή μέρα ένας ψηλόλιγνος άντρας ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο καφενείο του χωριού Νέα Εφεσος της Πιερίας.
Ανάμεσα στις κουβέντες των χωρικών για εκχερσώσεις και φόρους, το αυτί του πιάνει τη διήγηση ενός Ανατολίτη πρόσφυγα για το πώς μετά την καταστροφή της Σμύρνης μαζί μ' έναν φίλο του πιάστηκαν αιχμάλωτοι, πώς το έσκασαν, ντύθηκαν Τούρκοι, ξεγέλασαν έναν μπέη και μπήκαν στη δούλεψή του και πώς στο τέλος κατάφεραν να δραπετεύσουν και να έρθουν στην Ελλάδα.
Ο άντρας στο μεταξύ έχει βγάλει το τεφτέρι του και σημειώνει. Οταν κάποια στιγμή η διήγηση παίρνει τέλος, σηκώνεται, πλησιάζει τον χωρικό και ζητάει να βάλει την υπογραφή του, σαν πιστοποίηση της αλήθειας των λόγων του. Εκείνος δεν λέει όχι: Νικόλας Καζάκογλου.
Ο Στρατής Δούκας, γιατί αυτός είναι ο ξένος, μακαρίζει σιωπηλά τη συγγραφική του τύχη καθώς καταλαβαίνει ότι στα χέρια του κρατάει ένα κομμάτι χρυσάφι, που με το κατάλληλο κοσκίνισμα θα γίνει ένας μικρός θησαυρός.
Πράγματι, έναν χρόνο αργότερα κυκλοφορεί η Ιστορία ενός αιχμαλώτου, ένα βιβλίο όπου στις σελίδες του συναντιούνται η Παλαιά Διαθήκη, τα βυζαντινά μαρτυρολόγια, ο Μακρυγιάννης και τα δημοτικά τραγούδια. Πενήντα χρόνια αργότερα το βιβλίο πέφτει στα φοιτητικά μου χέρια.
Οσα αναγνώσματα είχαν ώς τότε κλέψει τις αναγνωστικές μου προτιμήσεις αλλά και όσα θα ακολουθήσουν (Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Βουτυράς, Κοσμάς Πολίτης, Τσίρκας, Φραγκιάς, Αλεξάνδρου, Χατζής, Κοτζιάς, Χάκκας...) σαν να φωτίζονται καλύτερα και να ζυγίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια με τη βοήθεια αυτού του λιπόσαρκου αφηγήματος.
Θέλοντας ένα τέτοιο ευεργέτημα να πολλαπλασιαστεί σε περισσότερες αναγνωστικές προσλήψεις, χρόνια μετά το επεξεργάστηκα για το σχολικό εγχειρίδιο Νεοελληνική Λογοτεχνία της Γ' Λυκείου, ενώ προχώρησα και στη συγγραφή της νουβέλας Ιστορία ενός οδοιπόρου-Στρατής Δούκας, στη σειρά Βίοι Αγίων που επιμελούνταν ο ποιητής Κώστας Καναβούρης.
Μέχρι εκείνη την εποχή η αναγνωστική μου ενηλικίωση είχε περάσει από δύο φάσεις. Στην πρώτη, παρερμηνεύοντας τις παροτρύνσεις του δασκάλου μας στο μονοθέσιο σχολείο «να κάνουμε δικά μας τα βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης», οικειοποιήθηκα τον Ολιβερ Τουίστ, τους Πειρατές του Αιγαίου και τον Μιχαήλ Στρογκώφ.
Στη συνέχεια, εσώκλειστος για έξι χρόνια σε εκκλησιαστικό οικοτροφείο, αρνήθηκα με πείσμα να διαβάσω την Πηνελόπη Δέλτα και τα άλλα «πατριωτικά» αναγνώσματα που μας πρότειναν οι εκάστοτε προϊστάμενοι. Κρυφά διάβαζα και ξαναδιάβαζα το Ημουν και εγώ εκεί, τον Μικρό Σερίφη και στις μεγαλύτερες τάξεις τη Μάσκα και το Μυστήριο.
Η αγάπη για τα περιοδικά, σκέφτομαι τώρα, ίσως να ήταν εκείνη που με ώθησε να συνεργαστώ με το ΑΝΤΙ – ένα πρώιμο εργαστήρι δημιουργικής γραφής για μένα.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 αρχίζει η συνοδοιπορία με βιβλία που στάθηκαν οι αιτίες και οι αφορμές για τα προσωπικά συγγραφικά εγχειρήματα. Πρώτο σ’ αυτή τη σειρά, το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Εδώ συνειδητοποιώ δύο πράγματα. Μπορεί ο άνθρωπος να μην είναι ικανός να αλλάξει τον κόσμο, οι λέξεις όμως μπορούν να αναδημιουργήσουν όχι μόνο το σύμπαν αλλά και αυτό που νομίζουμε πραγματικότητα.
Το δεύτερο είναι η διαπίστωση ότι η ρευστή ύλη του χρόνου είναι δυνατόν να υποταχθεί και να μετατραπεί σε αναγνωστική απόλαυση στα χέρια ενός επιδέξιου αφηγητή (θυμίζω την εμβληματική αρχή του βιβλίου: «Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα, που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο»).
Από τον μακρύ κατάλογο με τα βιβλία-εφαλτήρια (Δον Κιχώτης, Αδελφοί Καραμάζοφ, Εξι νύχτες στην Ακρόπολη, Καθώς ψυχορραγώ, Το πλατύ ποτάμι, Ουώλντεν, Η εγκυκλοπαίδεια των νεκρών,... από το στόμα της παλιάς Remington, Η Φόνισσα, Το εμβατήριο του Ραντέντσκυ, Βασίλης ο Αρβανίτης, Κάτω από το ηφαίστειο...), ξεχωρίζω οπωσδήποτε τον Μόμπι Ντικ.
Μεταφερμένο στη γλώσσα μας από την επιδεξιοσύνη και τον μόχθο του συμπολίτη και φίλου Θανάση Χριστοδούλου, το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ είναι η αποθέωση της πάλης του Κακού με τον ίδιο του τον εαυτό, μέχρι που στο τέλος σαν άλλος σκορπιός θα δαγκώσει την ουρά του για να σκοτωθεί. Ή να αναγεννηθεί.
Ιδιαίτερη θέση στον κατάλογο που συνεχίστηκε να εμπλουτίζεται με έργα από καταξιωμένους δημιουργούς (Τ. Μαν, Ντάρελ, Χάμσουν, Καμύ, Χουάν Ρούλφο, Μαλαπάρτε, Πόρτσια, Γιώργος Ιωάννου, Ισαάκ Μπάμπελ, Βαλτινός, Κάρβερ, Σελίν, Μπακόλας, Αμος Οζ, Χουλιαράς, Sebald...), κατέχει η περίπτωση του Πάτρικ Λι Φέρμορ.
Με καταγωγή από τις σελίδες του Ηροδότου, είναι ο συγγραφέας που μαζί με τον Μπρους Τσάτουιν κατάφεραν να μετατρέψουν τη γεωγραφία σε ιστορία. Με την τριλογία του (Η εποχή της δωρεάς, Ανάμεσα στα δάση και τα νερά, Ατέλειωτος δρόμος), ο Φέρμορ καταγράφει τα βήματα, γήινα και ψυχής, που επιχείρησε οδοιπορώντας από τη μία άκρη της Ευρώπης στην άλλη.
Αντλεί θαυμαστά από τις εμπειρίες του και ταυτόχρονα εξαντλεί ηδονικά τη φαντασία του, ζαλίζοντας την πυξίδα του Θεού - το μεδούλι της λογοτεχνίας.
Τελευταίο μνημονεύω το διπλό βιβλίο που με συνοδεύει εφ' όρου ζωής, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Το Α και το Ω της λογοτεχνίας, η αρχή και το άσωστο τέλος κάθε δοκιμής στα γράμματα. Το μέτρο της συγγραφικής μας ταπεινότητας.
------------------
Τελευταίο βιβλίο του Κ. Ακρίβου είναι το υπό έκδοση μυθιστόρημά του Τελευταία νέα από την Ιθάκη (Μεταίχμιο, 2016)

Δεν υπάρχουν σχόλια: