Κυριακή, Δεκεμβρίου 21, 2014

Μια πόλη που δε θέλει να θυμάται την Ιστορία της

 

το ασυνείδητο-συνειδητό μιας κοινωνίας που δεν θέλει να θυμάται



Η ανάπλαση της πλατείας Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη και το συμβολικό κεφάλαιο της πόλης

Πελαγία Αστρεινίδου

Το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας, σε συνεργασία με την 1η Κοινότητα του Δήμου Θεσσαλονίκης, διοργάνωσε το φθινόπωρο του 2013 μια δημόσια συζήτηση με θέμα «Μνήμη και δημόσιος χώρος, η πόλη συζητά με αφορμή τον επανασχεδιασμό της πλατείας Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη». Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός προσχεδίων είχε ολοκληρωθεί, τα βραβεία είχαν δοθεί και οι πολίτες καλούνταν σε μια διαβούλευση, «ώστε να γίνει σαφές ποιες αφηγήσεις της πόλης και ποια ιστορία της πόλης πρόκειται να απεικονιστεί» (από το φυλλάδιο της ημερίδας). Στην ημερίδα παρουσιάστηκε το πρώτο βραβείο του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, τα ιστορικά στοιχεία του χώρου και οι απόψεις της κριτικής επιτροπής. Καλεσμένοι ήταν και πολίτες που, μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις αλλά και βιωματικές εμπειρίες, εξέφρασαν αντιθέσεις και αντιπαλότητες.
Η πλατεία Ελευθερίας διαμορφώθηκε μετά την πυρκαγιά της πόλης το 1917, μέσα από τους αστικούς μετασχηματισμούς του αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Hebrard που μετέτρεπαν τη Θεσσαλονίκη στη νεωτερική πόλη που οραματίστηκαν Βενιζέλος και Παπαναστασίου. Βρίσκεται στο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης, δίπλα στο λιμάνι. Η ιδιαιτερότητα της πλατείας, που έχει περάσει οριστικά από τη δεκαετία του ’60 στον Δήμο της Θεσσαλονίκης και λειτουργεί ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, εντοπίζεται στο λανθάνον πολιτικό τοπίο του «άβολου» κατοχικού παρελθόντος της πόλης. Κουβαλά τα μνημονικά ίχνη του «μαύρου Σαββάτου» της 11ης Ιουλίου 1942 και του εξευτελισμού των Εβραίων κατοίκων από τους Γερμανούς ναζί. Είναι ο τόπος που συμβολίζει την αρχή του τέλους των Εβραίων συμπολιτών μας που δεν ξαναγύρισαν από τα στρατόπεδα.
Η προσπάθεια του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη για τη διενέργεια του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, αλλά και οι αναφορές του για την ανάπλαση της πλατείας ως πάρκου μνήμης των Εβραίων της πόλης, έδιναν ελπίδες για μια συζήτηση με βασικό άξονα τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης της πλατείας. Όπως υποστηρίζει και ο Halbwachs, «η μνήμη και η ιστορία αλλάζουν καθώς αλλάζουν τα κοινωνικά πλαίσια, καθώς μεταβάλλονται οι εξουσίες που διαχειρίζονται τις μνημονικές τεχνικές και τις αναπαραστάσεις του παρελθόντος». (Halbwachs 2013: 20) Ήταν ο νέος αέρας που φύσηξε στην πόλη.
 
Η πολυσημία της πλατείας Ελευθερίας και η πολιτική της λήθης
Σήμερα γνωρίζουμε ότι το συμβολικό κεφάλαιο των πόλεων αποτελεί όχι μόνο το κεντρικό σημείο αφήγησης μιας πόλης, αλλά και εκείνο που ερμηνεύει τις ιστορίες του τόπου, που εμπλέκεται στους αστικούς σχεδιασμούς και στις αναστηλώσεις ιστορικών κτιρίων, που διαμορφώνει γενικά τα σύγχρονα τοπία των πόλεων. Αυτό το σημαντικό κεφάλαιο μπορεί να μας εξοικειώσει με το παρελθόν ή να μας αποξενώσει, δημιουργώντας στρεβλώσεις, αφήνοντάς μας έκθετους στο φαντασιακό παρελθόν. Γιατί, λοιπόν, σήμερα είναι επίκαιρη μια συζήτηση γύρω από τον σχεδιασμό της συγκεκριμένης πλατείας; Διότι αυτό ακριβώς το συμβολικό κεφάλαιο δεν πρέπει να κατασπαταληθεί μέσα από αναίτιους σχεδιασμούς εξωραϊσμού. Αντίθετα, οι μετασχηματισμοί του χώρου απαιτούν διευκρινίσεις ως προς τις πολιτικές του Δήμου· πολιτικές που σχετίζονται με την ταυτότητα του χώρου ως τόπου της μνήμης και όχι της λήθης γεγονότων, αλλά και με την απαραίτητη εξέλιξη και το άνοιγμα προς τη σύγχρονη ζωή. 
Οι προδιαγραφές για τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που συνέταξε η Διεύθυνση Αρχιτεκτονικού του Δήμου απέτυχαν σε τρία σημαντικά σημεία για την πόλη.
α) Κινήθηκαν μέσα στο πλαίσιο των «αντικειμενικών», ποσοτικών και τεχνικών προδιαγραφών του χώρου, δηλαδή σε έναν «ανεικονικό» μηχανισμό προδιαγραφής κανόνων. Η Διεύθυνση Αρχιτεκτονικού του Δήμου Θεσσαλονίκης δεν αντιλήφθηκε τη ρευστότητα της πόλης, την έννοια της μετάβασης από το ιεραρχικό μοντέλο (top down) στο διαπραγματεύσιμο μοντέλο της παρέμβασης στην πόλη (bottom up). Ο δημόσιος χώρος είναι μια γενικευμένη κατασκευή και για πολλούς, ειδικούς και μη, κινείται μέσα στα όρια των αισθητικών αντιλήψεων. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Δ. Φιλιππίδης, ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα «αντιμετωπίζεται ως αισθητικό αντικείμενο, κληρονομιά μιας μακρόχρονης ενασχόλησης με το άθλημα του αστικού εξωραϊσμού» (Φιλιππίδης 2005: 25).
β) Δεν αναφέρθηκαν στο συμβολικό κεφάλαιο της πλατείας που προσδιόριζε την ταυτότητα της εβραϊκής κοινότητας, αλλά και της ίδιας της Θεσσαλονίκης. Ο ανασχεδιασμός της πλατείας Ελευθερίας συνδέεται άμεσα με τα βαθύτερα ζητήματα των σχέσεων Χριστιανών και Εβραίων στην πόλη: Ποια είναι η ανθρωπογεωγραφία του συγκεκριμένου δημόσιου χώρου; Πώς η πλατεία, ιδωμένη σαν μια οποιαδήποτε αστική πλατεία στη Θεσσαλονίκη, μπορεί να ανατρέψει τη δυστοπία και μπορεί να μετατραπεί σε μιαν άλλη καθημερινότητα, μνήμης τραυματικής αλλά και συμφιλίωσης με το παρελθόν; Πώς το παθητικό locus εναπόθεσης αυτοκινήτων θα μετατραπεί σε genius locus του τόπου; Η βιογραφική μνήμη και η κοινωνική ιστορία αποτελούν απαραίτητα στοιχεία ενός αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. Αυτά ακριβώς απουσίαζαν από τις προδιαγραφές για τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό.
γ) Δεν επιχειρήθηκε καμία διασύνδεση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό προβληματισμό για τα θέματα του σχεδιασμού δημόσιων χώρων φορτισμένων με ιστορική μνήμη, όπως η πλατεία Ελευθερίας. Η πλατεία Ελευθερίας μνημονεύεται, ακριβώς για τα γεγονότα που αναφέρθηκαν παραπάνω, στα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης. Είναι και αυτή μέρος της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας, της μαύρης εποχής του ναζισμού που κανείς μας δεν θέλει να ξαναζήσει η Ευρώπη. Εντύπωση κάνει ότι στην απογευματινή συνεδρίαση της ημερίδας απουσίασαν αντιδήμαρχοι, αρχιτέκτονες, πανεπιστημιακοί. Οι σημαντικές εμπειρίες των προσκεκλημένων Ulla Kux και Georg Taska για τη διαχείριση της μνήμης στη σημερινή πλουραλιστική κοινωνία του Βερολίνου και οι ιστορικές παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο, καθώς και οι δράσεις της κοινωνίας των πολιτών στη Βιέννη, δεν προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του κοινού. Η πολυσυζητημένη εξωστρέφεια, την οποία στερεοτυπικά επαναλαμβάνουμε, απαιτεί πολυφωνία, κριτική, διάλογο και συμμετοχή σε κοινούς προβληματισμούς.
Αν αναφερόμαστε στα ευρωπαϊκά παραδείγματα, είναι για να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο άλλες κοινωνίες επανασχεδιάζουν τον δημόσιο χώρο και τους διαφιλονικούμενους μνημονικούς τόπους. Στο Βερολίνο, κοντά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου δημιουργήθηκε το μνημείο του ολοκαυτώματος για τους Εβραίους από τον αρχιτέκτονα Eisenman. Στο Νησί των Μουσείων στο πρώην Ανατολικό Βερολίνο κατεδαφίστηκε το παλάτι του λαού για να αντικατασταθεί από το παλιό πρωσικό ανάκτορο. Μια πλατεία μνήμης για τους Εβραίους η πρώτη παρέμβαση, και μια αρχιτεκτονική παρέμβαση λήθης η δεύτερη. Τα δύο παραδείγματα δημιούργησαν πολλές πολιτικές αντιπαραθέσεις και αντιπαλότητες, τα οποία καταγράφονται στον τύπο, στην κοινωνία και στους εμπλεκόμενους επιστημονικούς χώρους. Με ποιον τρόπο επηρεάζουν τον σχεδιασμό οι κοινωνικές αντιπαραθέσεις και οι αντιπαλότητες; Ποιες είναι οι νέες δυναμικές διαδικασίες σχεδιασμού; Πώς μπορούν οι πολίτες να ανασυγκροτήσουν το παρελθόν τους, να γεφυρώσουν διαφορετικά αφηγήματα για το ένοχο παρελθόν; Τα ερωτήματα αυτά δεν απασχόλησαν την κοινωνία της Θεσσαλονίκης.
Η αρχιτεκτονική παράγεται από τις κοινωνίες, άρα και από τους έχοντες τη δύναμη, όταν προκηρύσσουν αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς να θέτουν τις προδιαγραφές, καταθέτοντας με τον τρόπο αυτό τις πολιτικές τους απόψεις για τον δημόσιο χώρο. Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη δεν μπόρεσε να λειτουργήσει απελευθερωτικά για την πόλη. Δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την πολυπλοκότητα του θέματος. Οι αστικές αναπλάσεις είναι το κατεξοχήν εργαλείο, προνομιούχο πεδίο έκφρασης της λήθης αστικών γεγονότων. Η ανάπλαση της πλατείας Ελευθερίας εκφράζει το ασυνείδητο-συνειδητό μιας κοινωνίας που δεν θέλει να θυμάται.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δρουμπούκη, Α.Μ., Μνημεία της λήθης, ίχνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Πόλις, 2011.
Halbwachs, M., Τα κοινωνικά πλαίσια της μνήμης, Νεφέλη, 2013.
Harvey, D., Rebel Cities, from the Right to the City to the Urban Revolution, Verso, 2012.
Klein, N.M., The History of Forgetting, Los Angeles and the Erasure of Memory, Verso, 1997.
Λαμπροπούλου, Δ., «Πόλη, μνήμη και προφορική μαρτυρία», www.chronosmag.eu 11 (Μάρτιος 2014).
Μανδραβέλης, Π., «Μνημεία και πολιτικές της λήθης», Η Καθημερινή (17.8.2014).
Mazower, M., Σκοτεινή ήπειρος, ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αλεξάνδρεια, 1998.
Φιλιππίδης, Δ., «Ο Μεγάλος Ασθενής», Θέματα Χώρου και Τεχνών 36 (2005).
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png

ΧΡΟΝΟΣ 20 (12.2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια: