Σάββατο, Δεκεμβρίου 26, 2009

ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ

ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ
(Αφήγημα)
[Αναθεωρημένη ανάρτηση]

Εν αρχή ήσαν τα δημόσια κατσάβραχα , τα οποία έμοιαζαν με κρανίου τόπο και δεν καταδέχονταν ούτε οι γίδες να βοσκήσουν.
Μετά ένας δήμαρχος φύτεψε από φιλοτιμία κάποια δεντράκια και βάφτισε τα κατσάβραχα "άλσος".
Στο τέλος εμφανίστηκαν οι άνθρωποι. Οι πρώτοι ήταν αιγοβοσκοί και φρόντισαν να "περιποιηθούν" το άλσος, στέλνοντάς το, στο άψε σβήσε, στα θυμαράκια .
Όταν έφυγαν οι αιγοβοσκοί, ήρθαν οι αυθαιρετούχοι: παράγκες , τσιμεντόπλακες, ελενίτ και λαμαρίνες, ξέρετε εσείς πώς ...
Αφού "έχτισαν" το λόφο με τις καρακιτσαρίες τους και τις νομιμοποίησαν με μαχητικές πορείες , ενθουσιώδεις διαδηλώσεις, λυσσαλέες πολιορκίες του δημαρχείου, της νομαρχίας και του αρμόδιου υπουργείου, τότε τους χτύπησαν την πόρτα οι εργολάβοι, καλημέρα σας, ανεγείρουμε πολυώροφες πολυτελείς οικοδομές, είστε μέσα; κλπ κλπ, κι αυτά τα ξέρετε πολύ καλά , γιατί δε ζείτε πλέον στα νησιά Γκαλάπαγκος...
Έτσι πάνω κάτω έγιναν πάμπλουτοι εν μία νυκτί οι επιβήτορες των κατσαβράχων, δίνοντάς τα "αντιπαροχή" , καθότι έπρεπε να αποκαταστήσουν τα καημένα τα παιδιά τους.
Κάνοντας την εξίσωση αυτής της κατάστασης , λέμε:
Αυθαίρετο στο αυθαίρετο + νόμιμο στο νόμιμο +αντιπαροχή πρώην αυθαιρέτων και νυν νομίμων =Μας πήρε ο διάολος και μας σήκωσε απ΄το πολύ τσιμέντο!
Ήρθε ο νταμαρόλοφος και έπηξε στις επταώροφες πολυκατοικίες και πώς να κυκλοφορήσεις στα κωλοστενά του , με τα παρκαρισμένα λαμαρινένια φέρετρα στη θέση των κάδων των σκουπιδιών και με τους κάδους πεταμένους καταμεσής στην άσφαλτο να ρεύονται τις ξινίλες από τα αποφάγια των νεόπλουτων μικροαστών; Κάποτε άρχισαν και οι καυγάδες του τύπου πάρε τον κάδο σου από δω, ο κάδος σου κι ο κάδος μου , κλείστε τον κάδο και μην πετάτε πολυθρόνες μέσα. Κι αρχίσανε οι ευγενείς εκφράσεις να εκτοξεύονται εκατέρωθεν των κάδων , οι μάχες εκ του συστάδην ήσαν ομηρικές και αλλεπάλληλες, με πρώτα θύματα τις σχέσεις μας και τα κοψίματα της καλημέρας.
Κάναμε μια μέρα κι εμείς την επανάστασή μας και , βρε ουστ, μετακινήσαμε τον κάδο μας λιγάκι παραπέρα, έξω από την πιλοτή , όπου επί χρόνια βρομούσε και έζεχνε. Ησύχασε η πιλοτή από την μπόχα, κοιμόμασταν επιτέλους με τα παράθυρα, τρόπος του λέγειν, ανοιχτά , ερχόταν λίγη δροσούλα απ’ το ψωραλέο ανθυποδασύλλιο του αντίπερα λόφου , έτσι που είχανε σφίξει οι ζέστες κι ο καύσων δεν αστειευόταν, ξάπλωνε κορμιά στα βουνά και τους κάμπους. Τι να κάνουμε; Δε γινότανε αλλιώς. Ο θάνατός σου η ζωή μου: υπέρτατη αρχή ανάμεσα στο ρωμαίικο, όπερ σημαίνει στα αραμαϊκά εμείς να περνάμε καλά κι άλλοι να πάνε να... γαργαληθούνε.

Ουδέν όμως καλόν αμιγές κακού, που θα έλεγαν ασφαλώς κι οι πρόγονοί μας. Ήγουν σε κάθε επανάσταση αντιστοιχεί και μία αντεπανάσταση, που για να είναι κυριλέ βαφτίζεται ανερυθριάστως "επανάσταση".
Και πλάκωσαν μια νύχτα με φεγγάρι τα στρατεύματα της Αθανασίου Διάκου 10 και έζωσαν το οχυρό της Αθανασίου Διάκου 8, τουτέστιν της λατρευτής μας πολυκατοικίας . Εν πλήρη εξαρτήσει οι φενταγίν: με τα φανελάκια τους, τα σορτσάκια τους και τις σαγιονάρες τους. Πίσω τους αλάλαζαν οι εφεδρείες των γυναικόπαιδων και των λοιπών στενών συγγενών .

« Σας επιστρέφουμε τον κάδο σας!»
«Σας ευχαριστούμε πολύ , αλλά δε θα τον πάρουμε!»
« Αυτό δε γίνεται! Ο κάδος θα μείνει στη θέση του!»
«Ποια θέση του , μωρέ; Πού ακούστηκε να γίνεται με το ζόρι σκουπιδότοπος η πιλοτή μας;»
«Εκεί τον βρήκαμε , εκεί θα τον αφήσουμε!»

« Για να πετάτε τα σκουπίδια σας σε μας; Δε σφάξανε!»
« Και πού να τα πετάμε;»
«Την κολοκυθιά θα παίξουμε; Υπάρχει κάδος παραπέρα Βάλτε τον δίπλα να κάνουνε τα διδυμάκια…»

«Δε θα μας πείτε εσείς πού θα πετάμε τα σκουπίδια μας!»
«Πάντως εμείς κάναμε γενική συνέλευση και από δω και μπρος ο κάδος μεταφέρεται ομόφωνα έξω από την πιλοτή μας.»
«Να δούμε πού θα τον πάτε…», πετάχτηκε μια αδύνατη μαυροφορεμένη σαν κοράκι, που έμενε στον πρώτο όροφο των αντιπάλων. «...Αν τον ξαναφέρετε κάτω από το διαμέρισμά μου , θα γίνει το έλα να δεις!»
« Αντί να μας ευχαριστείτε που τόσα χρόνια τρώγαμε τη μπόχα απ' τα σαρδελοκέφαλα και τα σκατόπανα απ΄τα μωρά σας , μας απειλείτε κι από πάνω!» απάντησε η κυρά Κατίνα του δικού μας πρώτου ορόφου.

« Γιατί , εσύ είσαι καλύτερη που μας ταράζεις στα ντάπα ντούπα με τα χαλιά σου εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο;»
«Άκουσε να σου πω , κυρά μου, για μάζεψε τη γλώσσα σου , να μη στην κόψω.»
Η συζήτηση άρχιζε να παίρνει διαστάσεις μεσανατολικού ζητήματος. Επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι.

« Αγαπητοί γείτονες, παρακαλώ να κινούμεθα εντός των ορίων της ευπρέπειας, ειδάλλως δεν κάνουμε τίποτε...», ξεχώρισε ο Λεμονίδης με ύφος ειρήνη υμίν , αδέλφια μου. «… Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, οι γείτονες της διπλανής πολυκατοικίας αντιμετωπίζουν ένα οξύ πρόβλημα με τα σκουπίδια τους.»
« Μπράβο , καλά τα λες!» απαντήσανε εν χορώ οι γείτονες της διπλανής πολυκατοικίας του κυρίου Λεμονίδη, δηλαδή εμείς αυτοπροσώπως.
« Και βέβαια τα λέω καλά , στραβός είμαι να μη βλέπω τα σκουπίδια σας;»

« Όχι μόνο τα δικά μας , κυρ δικηγόρε, αλλά και τα δικά σας…», τον κάρφωσε ο Μπάμπης του δευτέρου ορόφου μας.
« Σωστά, σωστά , κύριε Μελετόπουλε, και τα δικά μας !», συνέχισε ατάραχος ο δικηγόρος. «...Όμως πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα, πριν καταλήξουμε σε μια συμφωνία.»
Ο Μπάμπης Μελετόπουλος, του Αργύρη και της Πασχαλίτσας.


« Ποια είναι αυτά; Για ξηγηθείτε καλύτερα...»
« Πρώτον, ότι εμείς τον βρήκαμε τον κάδο στην πιλοτή σας , άρα εσεις τον θέλατε εκεί, και δεύτερον , πέστε μου πού να τον βάλουμε τον κάδο, αν τον βγάλουμε από την πιλοτή σας; Όχι βέβαια σε τούτο το δρομάκι που δυο αυτοκίνητα δε χωράνε να περάσουν.»
« Όχι, βέβαια, στο δρομάκι, όχι, βέβαια, στο δρομάκι!» πολυφώνησαν ομαδικώς σαν παπαγάλοι οι μαφιόζοι της διπλανής πολυκατοικίας.

Αποφάσισα να παρέμβω, πριν καταφέρει να τουμπάρει τα αγαθά ανθρωπάκια της δικής μας επικράτειας ο παμπόνηρος δικηγόρος. « Κύριε συνάδελφε, είπα με ήρεμη αλλά αποφασιστική φωνή, ως προς το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας σας, πρέπει να σας πω το πιο απλό πράμα του κόσμου,: δε θέλουμε πια τον κάδο στην πιλοτή μας! Τελεία και παύλα! Απαλλασσόμαστε από την παρουσία του και τον αποδίδουμε εκεί που ανήκει, δηλαδή στο δρόμο. Το γιατί, αφορά αποκλειστικά εμάς τους ίδιους και κανέναν άλλο. Είχαμε αυτό το δικαίωμα από την αρχή, αλλά δεν το ασκήσαμε από αγαθή προαίρεση ,τώρα όμως δεν τον θέλουμε και πολύ απλά κάνουμε χρήση αυτού του δικαιώματος. Σχετικά με …»
« Ας έρθει να μείνει ο δικηγόρος στο διαμέρισμά μου το καλοκαίρι και θα καταλάβει γιατί δεν τον θέλουμε. Ούτε μια ώρα δε θα ανεχότανε τη μπόχα…», με έκοψε η κυρα Κατίνα.
« Γιατί δεν κλείνεις τα παράθυρα, αφού έχεις ερκοντίσιον;» ακούστηκε μια φωνή από το τσούρμο των αντιπάλων.

«Μωρέ, πολύ έξυπνη είσαι του λόγου σου! Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω στο σπίτι μου.»
« Έλα , κυρία Κατίνα, ηρέμησε!», είπα ενοχλημένος που με είχε διακόψει. Ξαναγύρισα στο
Λεμονίδη: «Ως προς το δεύτερο επιχείρημά σας , κύριε συνάδελφε, νομίζω ότι και αυτό δεν ευσταθεί. Το ότι υπάρχει πρόβλημα κάδων οφείλεται στα αυτοκίνητά σας. Δεν έχετε πού να τα βάλετε, γι’ αυτό βγάζετε τους κάδους και τα παρκάρετε στη θέση τους.»
« Τα λέτε αυτά γιατί έχετε την πιλοτή!» ύψωσε τη φωνή ο ψαρέμπορος της διπλανής.
« Ας προνοούσατε , τότε που χτίσατε την πολυκατοικία, να κάνετε και εσείς θέσεις για πάρκινγκ.», τον καμάκωσε ο Στράτος ο οδηγός του τρίτου μας. «... Όμως εσείς ήσασταν
ταμαχιάρηδες!..»
« Εμένα λες ταμαχιάρη, ρε; Εγώ χρυσάφι έδωσα για το διαμέρισμά μου, που να μην έσωνα να το πάρω!»

« Δε λέω για σένα, άνθρωπέ μου, αλλά για τον οικοπεδούχο, το μακαρίτη τον κυρ Στέλιο και αυτόν το λύκο, τον εργολάβο, που έκανε τσιμέντο όλη την περιοχή. Μέχρι και το κοτέτσι της γιαγιάς του , μες στο δάσος , το έκανε πολυκατοικία. Θα έκανε πιλοτή ο Αθανασιάδης, αν ήταν να βγάλει κανα διαμέρισμα παραπάνω;»
« Κύριοι, κύριοι, λίγη ηρεμία!», παρενέβη πάλι ο ειρήνη υμίν. «...Με αυτά και με τούτα δεν καταλήγουμε πουθενά. Προτείνω να παραμείνει η κατάσταση ως είχε μέχρι πρότινος και συν το χρόνω να βρούμε μια λύση που να ικανοποιεί και τις δυο πλευρές. Ξαναβάζουμε λοιπόν τον κάδο στη θέση του και με τον καιρό τα βρίσκουμε. Όσον αφορά τις απόψεις σας , κύριε Βασιλειάδη, έχω να πω το εξής: lex non scripta!»
« Τι είναι αυτά που μας τσαμπουνάτε, κυρ δικηγόρε;» ακούστηκε η αγανακτισμένη φωνή του Μπάμπη.

Ένα περιφρονητικό χαμόγελο υποχρέωσε τα στενά χείλη του Λεμονίδη να αποκαλύψουν τα κατακίτρινα δόντια του.
« Κάνω πως δεν άκουσα το ρήμα τσαμπουνάτε , που ξεστομίσατε κύριε ΜΠΑ- ΜΠΗ, γιατί δεν είμαστε ίσα κι όμοια. Δεν τσα-μπου-νώ, αλλά ο-μι-λώ μετ' επιχειρημάτων. Ομιλώ σε συνάδελφο , κύριε, σε έναν άνθρωπο μορφωμένο! Αυτός είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία του εθιμικού δικαίου, του άγραφου νόμου. Άπαξ και δεχθήκατε τον κάδο στην πιλοτή σας, θα τον υποστείτε με όλες τις συνέπειές του.»
« Πές τα, χρυσόστομε!» ανεβόησαν οι επαναστάτες της Αθανασίου Διάκου 10.
«Μας εκβιάζετε! Έτσι εννοείτε την αμοιβαία αποδεκτή λύση, που προτείνατε προηγουμένως;», μπήκε στη μέση η γυναίκα μου.
« Δεν είναι εκβιασμός αλλά η πραγματικότης, κυρία μου, η απτή πραγματικότης! Και να σας πω κάτι άλλο; Εσείς , ιδιοτελώς φερόμενοι, ιδιοποιηθήκατε τον κοινόχρηστο κάδο, τον βάλατε στην πιλοτή σας. Σφετεριστήκατε ένα δημόσιο αγαθό. Κανονικά θα έπρεπε να σας κάνουμε καταγγελία στο Δήμο για αντιποίηση αρχής, αλλά είμεθα μεγαλόψυχοι. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να ρίχνουμε τα σκουπιδάκια μας σ’ αυτόν κι αν μας ξαναενοχλήσετε , θα…»

Η τελευταία φράση του πνίγηκε μέσα σε ένα χείμαρρο επιδοκιμασιών από τους αντεπαναστάτες του 10 και αποδοκιμασιών από τους εξεγερμένους του 8.
«Δικηγόρος είσαι εσύ, ρε;», άστραψε ανάμεσά τους η φωνή του Μπάμπη.

Σαν κόμπρα στράφηκε προς το μέρος του ο Λεμονίδης. «Ποιος το είπε αυτό; Ποιος το 'πε αυτό » ρώτησε δις βρυχώμενος.
« Εγώ το ΄πα , ρε, ο Μπάμπης ο Μελετόπουλος. Αφού μας μπαλαμούτιασες στην αρχή , μετά μας την φέρνεις από πίσω…»
Το πρόσωπο του δικηγόρου άστραψε από ένα φως αγαλλίασης, λες και άκουγε να τον ζητωκραυγάζουν στον ιππόδρομο.
« Τον ακούσατε όλοι , αγαπητοί γείτονες; Τον ακούσατε;»
«Τον ακούσαμε , τον ακούσαμε!», κακάρισε το εχθρικό τσούρμο.

« Μας έβρισε! Μας είπε ρε! Χρησιμοποίησε τις ανεπίτρεπτες εκφράσεις: μας μπαλαμούτιασες και μας την έφερες από πίσω. Θα σας κάνουμε μήνυση, θα απαιτήσουμε αποζημίωση!»
Κατάλαβα πού το πήγαινε η Λεμονίδειος αλεπού.
"Κύριε συνάδελφε, σας παρακαλώ μην εξάπτεστε, μπήκα στη μέση. Ο κύριος Μπάμπης εξέφρασε απλώς την αγανάκτησή του για την αδικία που υφίσταται. Ελάτε τώρα, μη δραματοποιείτε τα πράγματα. Δυο τρεις λεξούλες φορτισμένες δε συνιστούν και τη συντέλεια του κόσμου…»
«Εσείς να κάνετε τη δουλειά σας! Και να αφήσετε τα κύριε συνάδελφε και κύριε συνάδελφε κατά μέρος. Εδώ υβρίζεται ένας περιώνυμος δικηγόρος και μέσω αυτού πτύονται και χλευάζονται ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας και εσάς δεν ιδρώνει ούτε το αυτάκι σας…»
«Τι να πώ; Κρίμα!»

«Κρίμα; Τι εννοείτε με την υπόπτου χροιάς αυτή λέξη; Για ποιον είναι το κρίμα σας και γιατί να είναι κρίμα ; Μας υβρίζετε και σεις όπως ο κύριος Μελετόπουλος;»
«Εγώ;Σας βρίζω εγώ; Ελάτε στα συγκαλά σας!»

« Ορίστε , ορίστε, μας υβρίζει για δεύτερη φορά . Μας είπε ελάτε στα σύγκαλά σας, άρα μας λέει τρελούς ! Τον ακούσατε όλοι;»
« Τον ακούσαμε , τον ακούσαμε! Να του κάνουμε μήνυση , κύριε Λεμονίδη!», γλουγλούκισε το κοπάδι του.

«Βεβαίως και θα του κάνουμε μήνυση! Και μάλιστα θα ζητήσουμε να του αφαιρεθεί η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος για αντισυναδελφική συμπεριφορά…»
«Ρε αρχίδι του κερατά, ρε τσόκαρο ζητάς από πάνω και τα ρέστα;», μούγκρισε ως ταύρος μαινόμενος ο Μπάμπης. «...τώρα θα σου δείξω εγώ!»
Κάνοντας μια με τις χερούκλες του διεχώρισε μουγκρίζοντας τα ερίφιά τους από τα πρόβατά μας και, πιάνοντας τον πελώριο κάδο απ΄το πλαϊνό χερούλι , άρχισε να τον σέρνει σαν να ήταν παιδικό καροτσάκι. Βγήκε από την πιλοτή και πήρε την ανηφόρα.Μπροστά πήγαινε αυτός , με την πελώρια κοιλιά του να ανεβοκατεβαίνει σε κάθε βήμα και να πάλλεται σαν γιγαντιαίος ζελές, ενώ πίσω του τρέχαμε κι εμείς, εχθροί και φίλοι, μαζί με ένα πλήθος από περίεργους και ένα τσούρμο γαβριάδες που έσπαγαν πλάκα. Εκατό μέτρα παραπέρα σταμάτησε. Είχε φτάσει στην κορυφή , εκεί όπου στρίβει ο δρόμος κι αμέσως παίρνει την κατηφόρα για την βορεινή πλευρά του λόφου.
Τον παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα. Τι επρόκειτο να κάνει , άραγε, ο Μπαμπούτσος , το καμάρι της κυρίας Πασχαλίτσας , ο επονομαζόμενος υπό των παλαιοτέρων και Καμπαφλής, λόγω του πελωρίου σάρκινου όγκου του, που έμοιαζε με φάλαινα στη στεριά; Θα άφηνε εκεί τον κάδο και μετά θα στρεφότανε να αντιμετωπίσει, μόνος αυτός, τα λυσσασμένα κύματα των μοχθηρών αντιπάλων μας, που ασφαλώς θα επιχειρούσαν να αποκαταστήσουν τη διασαλευθείσα ταξη; Θα αντιτασσόταν, ένας αυτός, προς τους πολλούς; Μα ασφαλώς τότε έπρεπε να τον βοηθήσουμε. Θα προτάσσαμε τα στήθη μας και δε θα τον αφήναμε μονάχο και αβοήθητο στο λάκκο, για να ακριβολογούμε στο λόφο, με τα λιοντάρια. Αλλιώς τα ανελέητα ζώα θα τον κατασπάραζαν και το καλύτερο κοψίδι θα το έπαιρνε ο Λεμονίδης.

Εκείνη τη στιγμή ο Μπάμπης ο Μελετόπουλος γύρισε και μας κοίταξε. Μου φάνηκε ότι απ΄το απλανές του βλέμμα περνούσαν οι σκιές των σουλιωτισσών προγόνων του , οι Τζαβέλαινες εκείνες και οι Κίτσαινες που κρατούσαν τα παιδιά τους μπροστά στο βάραθρο , έτοιμες να αποτολμήσουν το αποτρόπαιο άλμα για να μην πέσουν στα χέρια των διψασμένων για τρυφερή ελληνική σάρκα Αρβανιτάδων. Ύστερα έσπρωξε με το αριστερό του χέρι τον κάδο σαν παιχνιδάκι στην κατηφόρα . Το κατάφορτο με τις βρομερές σακούλες σιδερένιο κήτος άρχισε στην αρχή να τσουλάει ταλαντευόμενο, μια από δω, μια από κει, κι ύστερα πήρε να αναπτύσσει ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πρώτα πήρε τη ζωή από ένα γλυκούλικο Σουτζουκάκι, ύστερα ξύλωσε το αριστερό πλευρί μιας τσαχπίνας κόκκινης Άλφα Ρωμαίας και έφαγε τον πισινό ενός βλοσυρού Γαλάτη Πεζολέοντα , μετά, εκτοξευόμενο σαν πύραυλος προς τα δεξιά, καθάρισε σαν αγγουράκι το STOP της πρώτης διασταύρωσης
και τέλος πήγε να καρφωθεί με πάταγο πάνω σε μια Χάρλεϊ Ντάβιντσον κάνοντάς την χαλκομανία πάνω στον τοίχο του υδραγωγείου της περιοχής πρώην κατσαβράχων.
Όλα αυτά τα θαυμαστά έγιναν απ' το δεξί χέρι του κυρίου Μπάμπη μας , σας διαβεβαιώ, εν ριπή οφθαλμού, χωρίς να προλάβει να βγάλει κανείς κιχ. Και , αφού συνετελέσθη οριστικώς και αμετακλήτως το κακό, ο κύριος Μελετόπουλος έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του απ’ την τσέπη. Άναψε το Rothmans του εν μέσω νεκρικής σιγής, τράβηξε μερικές ρουφηξιές και πήρε το δρόμο της επιστροφής βαδίζοντας ευθυτενής και αλαφροπατώντας σαν τσολιάς της προεδρικής φρουράς μετά την αποχώρησή του από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Περνώντας όμως μπροστά από το Λεμονίδη κοντοστάθηκε.
Κοίταξε περιφρονητικά το λιπόσαρκο προσωπό του και αναφώνησε:

«Ου να χαθείς κοπρόσκυλο!Να βράσω τα κιτάπια σου, χασοδίκη!».

Ε, ρε μανούλα μου, μας πήρε το ποτάμι , μας πήρε ο ποταμός! Ποιος είδε το Διάβολο μεταμορφωμένο σε Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Μας πήρε στην αγκάλη του όλους ανεξαιρέτως τους ενοίκους της πολυκατοικίας επί της Αθανασίου Διάκου με το νούμερο 8, τον Μπάμπη, πρώτον πρώτον, όμως κοντά σ' αυτόν κι εμένα , την Κούλα μου , το Γιάννη τον Παμπουχίδη και πάει λέγοντας, να μη σας λέω ονόματα τώρα , τέσσερις ορόφους συναπτούς. Ο Λεμονίδης μάς τάραξε στις μηνύσεις. Πού μας πονάει και πού μας σφάζει! Για έργω εξύβριση, για μείωση επαγγελματικής ιδιότητας , για άσκηση προφορικής και σωματικής βίας, για διατάραξη οικιακής γαλήνης,για φθορές ξένης περιουσίας , για φθορές κρατικής περιουσίας … Βέβαια, κι εμείς κάναμε τις μηνύσεις μας, αλλά είναι σίγουρο πως δε θα κάνουμε τίποτε. Ο τύπος είναι διαόλου κάλτσα. Κώλος και βρακί με όλους τους δικαστές , ξέρει και παίρνει το αποτέλεσμα που θέλει, με τόσους μαινόμενους πελάτες που αντιπροσωπεύει.
Τις προάλλες πέρασε ένας συνάδελφος απ’ το γραφείο μου, για ν’ αφήσει κάτι δικόγραφα. Μετά πήγαμε να πιούμε ένα ουζάκι στην Αρετσού. Καλό παιδί , γνωριζόμασταν απ’ τα φοιτητικά μας χρόνια. Πάνω λοιπόν που είχαν χαλαρώσει οι γλώσσες μας και αρχίσαμε τα προσωπικά, ο Πέτρος γυρνάει και μου λέει:
«Ρε, συ Μανόλη, είναι άδικο να κάνει και τέταρτο σπίτι ο Χλεμπονίδης από σένα!»«Τι εννοείς;», του λέω σουφρώνοντας τα χείλη.
«Καλά δεν ξέρεις τίποτα για το σύστημα Λεμονίδη

«Όχι, τι να ξέρω;»
«Πιάνει και στήνει καυγάδες με αφελείς, εκπροσωπώντας το δίκιο , τάχα μου, κάποιων άλλων αφελών. Αφού σπάει τα νεύρα των πρώτων , τους εξαναγκάζει να κάνουν κάποια χοντρή γκάφα και μετά τους αλλάζει τα φώτα . Φτάνοντας η υπόθεση στα δικαστήρια στριμώχνει τους αντίδικους στη γωνιά και τους τα παίρνει κανονικά είτε με συμβιβασμό είτε με δικαστικές αποφάσεις, όπου πάντοτε βρίσκεται από πάνω. Μ’ αυτό το κόλπο έχει αποκτήσει τρία εξοχικά, ένα στη Χαλκιδική , ένα στην Ασπροβάλτα κι ένα στον Πλαταμώνα. Προς αποκατάστασιν του τρωθέντος επαγγελματικού μου κύρους, όπως διατείνεται . Τώρα, απ’ ό,τι φαίνεται, κυνηγάει εξοχικό γάλακτος του βουνού.»
«Τι λες, ωρέ Πέτρε! Πού να το φανταστώ ότι όλα ήταν στημένα;»
« Αυτό που σου λέω! Και ξέρεις τι μ’ ενοχλεί περισσότερο, φίλε;»

«Τι;»
« Το 1966 ο Λεμονίδης ως πρωτοπαλίκαρο του Ιωαννίδη μάς τσάκιζε τα παΐδια έξω από το Χημείο, στη Χούντα μάς κάρφωνε στο Μήτσου της Ασφάλειας, στη μεταπολίτευση επολιτεύθη με το αζημίωτο με τη Ν.Δ. και τώρα έχει προσχωρήσει στον Καρατζαφέρη.»
«Τυπική περίπτωση ακροδεξιού. Επιστρέφει στη φυσική του κοίτη…»

« Δε διαφωνώ , αλλά και να μας τα παίρνει από πάνω, ο φασίστας, ε αυτό πάει πολύ!».
Γυρνώντας στο σπίτι διηγήθηκα στη γυναίκα μου την ιστορία του Πέτρου για το σύστημα Λεμονίδη.
« Ένας λόγος παραπάνω, μου λέει η γυναίκα μου, για να τσακιστούμε να φύγουμε από δω. Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα! Τι έγινε με το μεσίτη;»

« Ο μεσίτης δεν έχει πρόβλημα. Σπίτια υπάρχουν όσα θες, Κούλα μου, λεφτά δεν υπάρχουν! Κι η τράπεζα θα μας ρουφήξει το αίμα με τα ληστοδάνειά της.»
« Μην απελπίζεσαι! Τώρα που έκοψες το βερεσέ , θα στρώσουνε τα πράματα.»

« Κόψαμε το βερεσέ, Κούλα μου, αλλά χάσαμε τους πελάτες! Γιατί μ΄αυτήν την κρίση ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος...»
Το εξοχικό των ονείρων του Λεμονίδη, που
θα χτίσει στο βουνό,
όταν κερδίσει τη δίκη.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Σκηνές απείρου κάλλους, φίλε μου, περιγράφεις στο ξεκαρδιστικό διήγημα σου για όσους ζουν στο εξωτερικό.
Για όσους όμως ζουν την ελληνική πραγματικότητα αυτά είναι συνηθισμένα.
Σου εύχομαι καλή χρονιά και πάντα να μας χαρίζεις χαρά και γέλιο.

Γιώργος: Έλληνας της Τυβίγγης , που ντρέπεται με τα κατάντια της Ελλάδας.

Unknown είπε...

Και αυτό το διήγημά σου είναι πολύ όμορφο. Έμαθα πως γράφεται και πιλοτή η πυλωτή, αλλά δεν ξέρω την ετυμολογία της. Να είσαι καλά.